14 Ιουλ 2009

Η γαλέρα (διαβάστε το)

Βραδάκι, 8 η ώρα το βράδυ.
- Σώτο φωνή!
Ο Σώτος, ο καφετζής, έπιασε το τηλεκοντρόλ και μεγάλωσε την ένταση του ήχου στη τηλεόραση, που ήταν τοποθετημένη ψηλά σε μια γωνία. Ήταν η ώρα των ειδήσεων των 8.
- Σςςςς! Ακούστηκε από διάφορους θαμώνες. Μια ησυχία απλώθηκε σ’ όλο το καφενείο. Ακόμα και τα πούλια απ’ τα τάβλι, έπεφταν κι αυτά σιγανά, κάνοντας όσο λιγότερο θόρυβο.
Ο εκφωνητής, άρχισε να λέει τα θέματα της μέρας. Ο τάδε πολιτικός είπε τούτο, ο δείνα είπε το άλλο, ο τάδε πολιτικός έβρισε τον τάδε πολιτικό, ο αποδέκτης επέστρεψε την «ύβριν», οι Ηνωμένες Πολιτείες απειλούν με κάποιο νέο πόλεμο, νέες αυξήσεις σε τιμές, εξαγγελίες φιλολαϊκές απ’ τη κυβέρνηση που προβλέπουν νέα λιτότητα, λιγότερες παροχές, πιο ακριβή υγεία, πιο ακριβή παιδεία, κ.λπ. Τίποτα δηλαδή το νέο. Έτσι, ο θόρυβος ξανάρχισε. Οι θαμώνες συνέχιζαν σιγά - σιγά να ξανασυζητάνε τα θέματα που διακόψανε όταν άρχισε το δελτίο ειδήσεων.
- Ρε Σώτο, ακούστηκε απ’ το βάθος μια... φωνή, χαμήλωσε ρε λίγο το κουτί. Χαμήλωσε ρε τους καραγκιόζηδες.
Κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε. Άρχισαν πάλι ν’ αναστενάζουν τα πούλια στα τάβλι, άρχισε να ακούγεται ο χτύπος των χεριών καθώς προσγειώνονταν πάνω στη τσόχα με δύναμη εκατό στούκας αφήνοντας τα χαρτιά της τράπουλας, άρχισαν πάλι οι συζητήσεις για το ποδόσφαιρο, τη πολιτική, τις διεθνείς σχέσεις.
Αίφνης, νέο «Σςςςςςς!» από διάφορες μεριές.
Στη τι-βι, δείχνει ένα ρεπορτάζ. Πώς διάφορα αγροτικά προϊόντα φεύγουν απ’ τα χωράφια 25-30 λεφτά και φτάνουν στον καταναλωτή 2,5 ή 3 ευρώ. Άλλα βιοτεχνικά προϊόντα που φεύγουν απ’ τη βιοτεχνία 1,5-2 ευρώ και φτάνουν στον τελικό καταναλωτή 12-14 ευρώ. Ο παρουσιαστής είναι αγανακτισμένος με την αισχροκέρδεια.
- Σιγά ρε μη πεθάνεις κι απ’ τη στεναχώρια σου. Ακούγεται η φωνή του Θεόφιλου για τον παρουσιαστή που διαμαρτύρεται για την ακρίβεια. Τι ξέρεις εσύ από ακρίβεια;
Καπάκι μετά ο αρμόδιος υπουργός. Μιλά για τα μέτρα εναντίον της ακρίβειας, εισπράττοντας ένα «ουουουου!!!!» αποδοκιμασίας που και που από διάφορους θαμώνες, μιλά για τις προηγούμενες κυβερνήσεις που τους παραδώσανε χάλια οικονομία, βγάζουν σε διπλανό παράθυρο έναν υπουργό της προηγούμενης κυβέρνησης που άρχισε να τα ρίχνει στον νυν υπουργό, έως ότου ο παρουσιαστής τους ευχαρίστησε και τους δυο και άλλαξε θέμα.
(Την ίδια ώρα που γίνονταν η κοκορομαχία αυτή, στο κασετόφωνο του Σώτου που το είχε αφήσει να παίζει χαμηλόφωνα, ακούγονταν το τραγουδάκι
στο ίδιο έργο θεατές
χαμένης νύχτας εραστές
με μια κιθάρα
στης Αθήνας τον εξώστη…)
Μόλις τέλειωσε η κοκορομαχία των δυο υπουργών για την ακρίβεια, όλες οι παρέες άρχισαν να συζητάνε για το ρεπορτάζ που μόλις πριν είδανε.
- Αίσχος! Αποφάνθηκε ο Θεόφιλος. Αίσχος και πάλι αίσχος!
- Αίσχος! Αίσχος! Αποφάνθηκαν ο Μήτσος, ο Κώστας και ο Βασίλης, που αποτελούσαν την ομήγυρη.
- Με πόσο δουλεύουν αυτοί ρε; Με 1000% την εβδομάδα; Λέει γεμάτος οργή ο Βασίλης.
- Ρε σεις, παρεμβαίνει ο Μήτσος, αυτοί είναι που κάνουν τους δύσκολους για να μας δώσουν 2 ή 3% πάνω κάθε χρόνο στους μισθούς, κι όταν μας το δίνουν λένε πείτε μας κι ευχαριστώ;
- Και το άλλο; Ρώτησε ο Κώστας.
- Ποιο; έκανε ο Θεόφιλος με τον Βασίλη μαζί.
- Ότι τάχα το εργατικό κόστος είναι που τους κάνει να μην είναι ανταγωνιστικοί; Πώς γίνεται ρε να μην επιδρά στην ανταγωνιστικότητα η αισχροκέρδεια που φορτσάρει με χίλια τα εκατό και να επιδρά το 3%; Να ρε, εδώ τόχω κατά τύχη. (Βγάζει απ΄ τη μέσα τσέπη του σακακιού του 3-4 διπλωμένα φύλα από ένα περιοδικό).
- Τι είναι αυτά; Ρωτάει ο Κώστας.
- Από ένα περιοδικό… Στάσου να δεις… Α, ναι! Λέει «Κ»…
- Τι κάπα; Ρωτάει πάλι ο Κώστας
- Είναι ένα περιοδικό που βγάζει η «Καθημερινή» με την Κυριακάτικη έκδοση. Κάτσε. Τι λέει εδώ; 11 Φλεβάρη 2007. Λοιπόν, κοιτάτε ρε εδώ, να δείτε πόσο φτάνει από το χωράφι στο πιάτο μας το λάχανο. Και φυσικά, το ίδιο ισχύει για όλα τα προϊόντα. Λοιπόν, το λάχανο στοιχίζει 11 λεπτά λέει στο χωράφι, ο μεσάζων το αγοράζει 15 λεπτά, και στην αγορά το βρίσκεις από 30 λεπτά ως τα 80 λεπτά.
- Κλοπή! Αυτό είναι. Κλοπή! Αποφαίνεται ο Μήτσος. Ξέρετε τι είμαστε; Συνεχίζει.
- Τι; Ρώτησε ο Βασίλης.
- Είμαστε μια γαλέρα.
Όλη η παρέα κρεμότανε από τα χείλη του Μήτσου.
- Έχετε δει γαλέρες στο σινεμά. Έτσι; Ρωτά ο Μήτσος ώστε να σιγουρευτεί ότι το κοινό που τον ακούει κατέχει το αντικείμενο.
- Ναι πως! λέει ο Θεόφιλος. Εκείνα τα πλοία που από κάτω στ’ αμπάρι σα να λέμε ήτανε καμιά εκατοστή νοματαίοι που κάποτε λογαριάζονταν σαν άνθρωποι και τράβαγαν το κουπί, πάνω απ’ το κεφάλι τους ένας μ’ ένα τύμπανο που έδινε ρυθμό για να μη τραβάει κουπί ο καθένας κατά πως του γουστάρει και στο απάνω απαρτμάν οι στρατιώτες κι οι αξιωματικοί.
- Ακριβώς, επιβεβαιώνει ο Μήτσος. Έτσι λοιπόν είμαστε κι εμείς. Ένα τεράστιο καράβι. Κάτω εμείς οι κωπηλάτες. Οι γκαουλάϊτερ πάνω από το κεφάλι μας βαράνε το ταμπούρλο και μας εποπτεύουν. Πιο πάνω η γαλέρα έχει ακόμα ένα δυο πατώματα. Στο τελευταίο, αυτό που βλέπει τον ουρανό, είναι οι οικονομημένοι και οι δικοί τους.
Εκείνη τη στιγμή, στη τηλεόραση, κάτι έλεγε ο παρουσιαστής, γιατί ένα νέο «ςςςς!» ακούστηκε.
- Μελέτη του Διεθνούς Ινστιτούτου Ανάπτυξης και Οικονομικής Έρευνας του Ο.Η.Ε., έδειξε ότι το 50% του παγκόσμιου πλούτου ανήκει στο 2% του παγκόσμιου πληθυσμού, ενώ το φτωχότερο μισό του παγκόσμιου πληθυσμού μετά βίας συγκεντρώνει το 1% του παγκόσμιου πλούτου.
Σχόλια από παντού. Η παρέα κούνησε το κεφάλι με επιδοκιμασία.
- Είμαστε μια γαλέρα! Έκανε ο Βασίλης, όλο νόημα. Μάγκες, είπε απευθυνόμενες στους άλλους, μας την κάνανε κανονικώς.
- Κανονικότατα! Κι έχεις όλα τα λαμόγια εδώ, τις αλητοπαρέες με τους αρωματισμένους κώλους και τους παχιούς λουφέδες τους να μας λένε ρε ότι παίρνουμε και πολλά, ότι μας κάνουνε και χάρη που μας τα δίνουμε κι αυτά, είπε ο Μήτσος.
- Το λοιπόν, για να περάσει λίγο η ώρα, κι επειδής όσο και να το συζητήσουμε το πράγμα λύση εδώ δεν μπορούμε να δώσουμε, δεν παίζουμε κι ένα χαρτάκι, πριν την κοπανήσουμε; Πρότεινε ο Μήτσος
- Και δεν παίζουμε; Είπε ο Θεόφιλος.
- Σώτο, τράπουλα! Παρήγγειλε ο Μήτσος.
- Και λίγο φωνούλα στο εργαλείο, παρήγγειλε ο Βασίλης, καθ’ ότι στο εργαλείο ακουγότανε ο Στέλιος.
Η ζωή μου όλη
είναι μια ευθύνη
όλα μου τα παίρνει
τίποτα δεν δίνει…
- Κι ένα ουζάκι ρε Σώτο, να πάνε κάτω τα φαρμάκια. Μερακλώθηκε ο Μήτσος, καθ΄ ότι ο Στέλιος είναι από τους αγαπημένους του καλλιτέχνες.
Και η χαρτοπαιξία ξεκίνησε. Εκεί ανάμεσα στους ρηγάδες, τις κούπες και τους βαλέδες, και σε άλλα παιχνίδια, ο νεοέλληνας ισορροπεί ψυχικά προσπαθώντας να μην τρελαθεί από μια καθημερινότητα που αν την έπαιρνε στα σοβαρά θα τον είχε στείλει πελατεία στο Δαφνί. Το να στρέφεις τη πλάτη σ’ ό,τι τρελαίνει, είναι καμιά φορά μια αντίδραση κι αυτή…


Βασίλης Χασιώτης
 
Copyright © 2015 Taxalia Blog - Θεσσαλονίκη