Ένα απόσπασμα από το βιβλίο «το τέλος των πρωθυπουργών» μαρτυρεί ότι η ιστορία, με το ισχύον σάπιο και διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, επαναλλαμβάνεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και οδηγεί στα ίδια αδιέξοδα.
Ειδικότερα:
Ειδικότερα:
Η περίοδος μετά το 1922 και μέχρι την άνοδο του Ιωάννη Μεταξά στην εξουσία, άρχισε με μια στρατιωτική εξέγερση-αποτέλεσμα της Μικρασιατικής Καταστροφής και του αδιεξόδου του κοινοβουλευτικού συστήματος- και αφού διάνυσε ένα χρονικό διάστημα με ποικίλες επαναστάσεις, τελείωσε με μια φασιστοειδή δικτατορία- αποτέλεσμα και πάλι του αδιεξόδου που έφερε η.....
παρακμή του κοινοβουλευτισμού.Η Μικρασιατική Καταστροφή φυσικά έδωσε τέλος και στην κυρίαρχη ιδεολογία της Μεγάλης Ιδέας. Και τα δύο αυτά γεγονότα δημιούργησαν ένα κενό, μια κρίση ταυτότητας. Τις μεθόδους και τις πρακτικές της παλιάς πολιτικής ολιγαρχίας ασπάστηκε πλήρως και η ηγετική ομάδα της βενιζελικής παράταξης. Έτσι, σχηματοποιείται μια παλαιοκομματική πολιτική ολιγαρχία με δύο κύριες πτέρυγες, ο ανταγωνισμός των οποίων από εδώ και στο εξής μοναδικό στόχο θα είχε τη με κάθε θεμιτό ή αθέμιτο τρόπο κατάκτηση της εξουσίας και των προνομίων της. Η εγκατάλειψη όμως της Μεγάλης Ιδέας στερούσε τη δυνατότητα αποπροσανατολισμού του λαού, απαραίτητη προϋπόθεση για τις ανάγκες του δικομματικού παιχνιδιού.
Στην περίοδο που εξετάζουμε δημιουργήθηκε μια εκρηκτική κοινωνική πραγματικότητα. Στη χώρα κατέφτασαν ενάμισι εκατομμύριο περίπου εξαθλιωμένοι πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και την Ανατολική Θράκη (θυμίζει άραγε κάτι σε σχέση με τους σημερινούς εξαθλιωμένους λαθρομετανάστες;) και προστέθηκαν σε πέντε εκατομμύρια περίπου αυτόχθονες. Παράλληλα, σημειώθηκε περιορισμός στο εσωτερικό της χώρας του εμπορομεσιτικού κεφαλαίου, αλλά και εισροή κεφαλαίων λόγω δανείων από το εξωτερικό. Έτσι, βρέθηκαν μαζί σε περιορισμένο χώρο η εργασία και το κεφάλαιο, δηλαδή οι δύο εκείνοι βασικοί γενεσιουργοί παράγοντες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Όπως ήταν επόμενο, μετά το 1922 παρατηρείται στη χώρα για πρώτη φορά σοβαρή ανάπτυξη καπιταλισμού και εμφάνιση στοιχείων αστικής τάξης.
Η εμφάνιση έντονων αστικών στοιχείων αλλά και η ταυτόχρονη εμφάνιση οργανωμένου εργατικού κινήματος φόβισαν τις δύο κύριες πτέρυγες της πολιτικής ολιγαρχίας (γιατί άραγε σήμερα σιώπησε ο κομματικός συνδικαλισμός;). Η έντονη κοινωνική κινητικότητα δημιουργούσε κίνδυνο για την αυτονομία του πολιτικού στοιχείου. Έτσι, η πολιτική ολιγαρχία δεν βοήθησε όσο θα έπρεπε την οικονομική ανάπτυξη (Ποια ανάπτυξη; Το ίδιο παραμύθι μας πουλάνε και σήμερα, αλλά στην πραγματικότητα δεν την θέλουν). Μια γενναία ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης την εποχή εκείνη θα είχε αποτέλεσμα να έχουμε σήμερα μια χώρα σαφώς αναπτυγμένη και οικονομικά ανεξάρτητη. Δυστυχώς, όμως, οι δύο πτέρυγες της πολιτικής ολιγαρχίας αρνήθηκαν να ασχοληθούν σε βάθος με τη νέα κοινωνική πραγματικότητα και να εμπλέξουν τα καυτά κοινωνικά προβλήματα στην πολιτική τους διαμάχη. Προτίμησαν να διατηρήσουν την αυτονομία τους για μια ακόμη φορά.
Επειδή τα κοινωνικά προβλήματα ήταν έντονα και πιεστικά, το δευτερεύον για την εποχή εκείνη ζήτημα της μορφής του πολιτεύματος, δηλαδή βασιλευομένη ή αβασίλευτη δημοκρατία, δεν «πωλούσε» και δεν μπορούσε να αναχθεί σε κυρίαρχη ιδεολογία, παρά τις εναγώνιες προσπάθειες της πολιτικής ολιγαρχίας. Η επιβίωση όμως και η αυτονομία του παλαιοκομματικού πολιτικού κατεστημένου, στους στόχους και τις πρακτικές του οποίου, όπως είδαμε, προσχώρησε πλήρως η ηγεσία της βενιζελικής παράταξης, προϋπέθεταν τον αποπροσανατολισμό του λαού από τα καθημερινά του προβλήματα. Αυτός ο αποπροσανατολισμός, τελικώς, επιτεύχθηκε με την επιλογή της διατήρησης του έντονου διχαστικού κλίματος μεταξύ βενιζελικών και αντιβενιζελικών (θυμίζει κάτι αυτό σε σχέση με το σήμερα;), που ακολουθούσε το ασθενές ζήτημα της μορφής του πολιτεύματος. Σχετικό με το κλίμα αυτό είναι και το γεγονός πως από το 1923 έως το 1935 έγιναν επτά βουλευτικές εκλογικές αναμετρήσεις, με συνεχείς αλλαγές του εκλογικού συστήματος τις παραμονές των εκλογών, μία εκλογή για Γερουσία και δύο δημοψηφίσματα.
Η πολιτική ολιγαρχία με την καλλιέργεια ενσυνείδητα του έντονου διχαστικού κλίματος κατάφερε να δημιουργήσει στο λαό ομαδικά ψυχολογικά συμπλέγματα και να χωρίσει την κοινωνία σε δύο θανάσιμα αντιμαχόμενα στρατόπεδα, που δεν είχαν καμία σχέση με πραγματικά κοινωνικά συμφέροντα. Όταν όμως στις 7-11-1926 έγιναν εκλογές με απλή αναλογική (το Κομμουνιστικό Κόμμα για πρώτη φορά εξέλεξε δέκα βουλευτές), οι δύο πτέρυγες της πολιτικής ολιγαρχίας, προκειμένου να μην υπάρξει ακυβερνησία, που θα δημιουργούσε προβλήματα στο πολιτικό κατεστημένο, συνεργάστηκαν και σχημάτισαν «οικουμενική» κυβέρνηση υπό την προεδρία του εξωκοινοβουλευτικού Αλ. Ζαΐμη.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα αρνήθηκε να συνεργήσει στην τεχνική της αντιπαράθεσης των δύο πτερύγων της πολιτικής ολιγαρχίας. Προτίμησε να ασχοληθεί με τα πραγματικά προβλήματα του εργαζόμενου λαού, εκφράζοντας τις επιδιώξεις ενός μαχητικού εργατικού κινήματος, που τότε έκανε την πρώτη αυτόνομη εμφάνιση του στα πολιτικά πράγματα της χώρας. Όμως, η κοινωνική αφύπνιση, οι διαφαινόμενες κοινωνικές δυναμικές και η αναπόφευκτη πλέον εμπλοκή με τα κοινωνικά προβλήματα θα κατέστρεφαν τα σχέδια της πολιτικής ολιγαρχίας, γι' αυτό και το κομμουνιστικό κίνημα χτυπήθηκε σφοδρότατα, χωρίς διάκρίση, και από τους βενιζελικούς και από τους αντιβενιζελικούς.
Δεν πρέπει στο σημείο αυτό να διαφύγει την προσοχή μας ένα επιπρόσθετο στοιχείο. Συγκεκριμένα, στις 2 Ιουνίου 1927 ψηφίστηκε νέο Σύνταγμα, που καθιέρωνε, εκτός από τον κοινοβουλευτισμό (που αυτή τη φορά καθιερώθηκε και τυπικά), και το θεσμό του αιρετού Ανώτατου Άρχοντα (του Προέδρου της Δημοκρατίας). Δηλαδή, κάτι παρόμοιο με το ισχύον σήμερα Σύνταγμα. Αυτές όμως οι θεσμικές παρεμβάσεις δεν στάθηκαν ικανές να εξαλείψουν τις εγγενείς αδυναμίες του κοινοβουλευτικού συστήματος, οι οποίες, τελικώς, οδήγησαν στον εκφυλισμό του Συντάγματος το 1927, στην επάνοδο του θεσμού της μοναρχίας το 1935 και στη μετέπειτα δικτατορία του Ι. Μεταξά.
Με δέσμια την ελληνική κοινωνία, τη στιγμή μάλιστα που προσπαθούσε να δημιουργήσει ισχυρές κοινωνικές ανακατατάξεις και κοινωνικούς σχηματισμούς, η χώρα πορεύθηκε μέσα από κρίση και μέσα από κινήματα και πραξικοπήματα. Η πολιτική πρακτική, αντί να ευθυγραμμιστεί με τις κοινωνικές εξελίξεις, εννοούσε να επιμένει να εντάσσει τις μάζες στην πολιτική μέσα από τα δίκτυα πατρωνείας και εκλογικής πελατείας.
Παράλληλα, οι εκκαθαρίσεις που έγιναν στην κρατική μηχανή το 1935 ( Θα το δείτε, θα γίνουν και σήμερα), ήταν επιλεγμένα τόσο βαθιές και τόσο ποιοτικά διαφορετικές από άλλες προηγούμενες, που είχαν αποτέλεσμα ο κρατικός μηχανισμός να αποκοπεί από την κοινωνία και τις αντιθέσεις της. Με αυτόν τον τρόπο αυτονομήθηκε και ο κρατικός μηχανισμός από το κοινωνικό σώμα και έγινε έτσι ένα εύχρηστο εργαλείο στα χέρια της αυτόνομης πολιτικής ολιγαρχίας.
Τα μεγάλα δάνεια που έφτασαν από το εξωτερικό, αντί να χρησιμοποιηθούν παραγωγικά (Σαν το σημερινό δημόσιο χρέος), χορηγήθηκαν σε ημέτερους «εμπορομεσίτες», με ταυτόχρονη παραχώρηση «ειδικής προστασίας», χωρίς φυσικά ποτέ να εξοφληθούν. Τα δάνεια αυτά έσπρωξαν τη χώρα στην εξάρτηση και την υποτέλεια (Μήπως άραγε, μας έσπρωξαν και σήμερα στην υποτέλεια;). Οι πτέρυγες της πολιτικής ολιγαρχίας, όχι μόνο ανέχονταν αυτή την εξάρτηση και την υποτέλεια, αλλά επιπλέον συναγωνίζονταν και μεταξύ τους για το ποια πολιτική φατρία εκφράζει καλύτερα τα ξένα συμφέροντα στην Ελλάδα (οποιαδήποτε ομοιότητα με το σήμερα είναι "συμπτωματική"). Τέτοιο ήταν το αδιέξοδο στο οποίο είχε οδηγήσει το υπεύθυνο κοινοβουλευτικό σύστημα, που η ίδια η Βουλή, με συντριπτική πλειοψηφία και με συμφωνία και των δύο τότε βασικών πτερύγων της πολιτικής ολιγαρχίας, βενιζελικών και αντιβενιζελικών, παρέδωσε την εξουσία στον Ιωάννη Μεταξά και η Βουλή αυτοκαταργήθηκε.
Αν διαβλέπετε κάποιες ομοιότητες θα αντιλαμβάνεστε ότι κάποια στιγμή και σήμερα θα επιχειρηθεί να υπάρξει κάποιας μορφής συγκυβέρνηση με κάποιο πρόσωπο κοινής αποδοχής (νέος Μεταξάς). Ένα πρόσωπο που, κάτω από τις εντολές των τοκογλύφων δανειστών μας, θα βάλει τη χώρα στο γύψο (εξάλλου ήδη η Βουλή είναι πλέον διακοσμητικό στοιχείο) αρκεί να διασωθεί και πάλι το πολύ κερδοφόρο για κάποιους πολίτευμα της Προεδρευόμενης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας.
Χρόνια πολλά λοιπόν για τη σημερινή επέτειο και για εκείνες που θα έρθουν στο μέλλον με τη γείτονα Τουρκία.