Του Ηλία Κουσκουβέλη, καθηγητή Διεθνών Σχέσεων
Το παρόν είναι μία προσπάθεια να καταγράψω κάποιες από τις σκέψεις ή τα έντονα συναισθήματα που κυριαρχούν μέσα μου τον τελευταίο καιρό, σχετικά με την οικονομική κρίση που βιώνει η πατρίδα μας.
Η πρώτη σκέψη, που πάντα έρχεται στο μυαλό μου, είναι η
προσωπική μου ευθύνη για ό,τι το αρνητικό ή ταπεινωτικό έχει συμβεί στον τόπο μας. Τι έκανα λάθος ως πολίτης; Τι θα μπορούσα να είχα κάνει διαφορετικά; Σε τι κόσμο συνέβαλα να ζήσει το παιδί μου, οι φοιτητές μου, τα παιδιά των άλλων; Απαντήσεις έχω, όμως θα μου επιτρέψετε να τις κρατήσω για τις πολλές ώρες αυτοκριτικής και σχεδιασμού ενός μέλλοντος σε διαφορετικές βάσεις.Η πρώτη σκέψη, που πάντα έρχεται στο μυαλό μου, είναι η
Η δεύτερη σκέψη που αυτομάτως ξεπηδά είναι η ανησυχία για εκείνους που έχασαν ή που θα χάσουν τη δουλειά τους. Δεν είναι αφηρημένο αυτό που λέω. Δεν το γράφω για να είμαι πολιτικά ορθός. Το γράφω γιατί αυτοί που έχασαν τη δουλειά τους και τώρα ψάχνουν απελπισμένα έχουν και όνομα και πρόσωπο. Τους γνωρίζω καλά, τους γνωρίζουμε όλοι καλά! Πλέον, βρίσκονται είτε στο οικογενειακό μας περιβάλλον είτε στον κοινωνικό μας περίγυρο.
Αναρωτιέμαι επίσης συχνά αν είμαι αγανακτισμένος. Όχι δεν εντάσσομαι σε αυτήν την κατηγορία. Δεν ανήκω στους αγανακτισμένους γιατί πιστεύω ότι η αγανάκτηση δεν αρκεί και δεν χρησιμεύει. Μπορεί να ήμουν θυμωμένος, αλλά πιιστεύω ότι το σωστό είναι να διοχετεύουμε την ενέργεια του θυμού στη θετική κατεύθυνση. Γι’αυτό θεωρώ ότι εντάσσομαι στους προβληματισμένους. Σ’αυτούς που προσπαθούμε να δούμε τι θα κάνουμε από εδώ και πέρα.
Άραγε, τί θα κάνουμε από εδώ και πέρα; Η απάντηση είναι απλή και δοκιμασμένη. Θα δουλέψουμε και πάλι σκληρά – όσο πιο σκληρά γίνεται – με συνέπεια και ευθύνη, ο καθένας στο αντικείμενό του. Κυρίως, όμως, σ’αυτήν τη δύσκολη περίοδο, θα διατηρήσουμε την ανθρωπιά μας, την ψυχραιμία μας και τη σύνεσή μας.
Αναπόφευκτα, τέλος, πάντα έρχεται το ερώτημα «πώς φθάσαμε ως εδώ»; Και αναπόφευκτα, λόγω επιστημονικού μου αντικειμένου, στρέφομαι στα μεγάλα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής της χώρας. Σπεύδω εκ προοιμίου να δηλώσω την επιστημονική μου άποψη, ότι αντιτίθεμαι και απεχθάνομαι τις θεωρίες συνομωσίας. Όμως, καθώς το άναρχο και ανταγωνιστικό διεθνές σύστημα είναι η πραγματικότητα, καθώς τα κράτη επιδιώκουν έστω και σχετικά οφέλη, μοιραία καταλήγω σε μία σειρά ερωτήματα, για τα οποία δεν έχω απαντήσεις. Ποιοί έχασαν από την ένταξη της Ελλάδας στο ευρώ; Ποίων τα σχέδια κατέστρεψε το μεγάλο «όχι» στο Σχέδιο Ανάν; Πόσο σημαντικό ήταν το «όχι» στο Βουκουρέστι που άφησε εκτός Συμμαχίας – ξεχάστε τα Σκόπια – την Ουκρανία και τη Γεωργία; Ποια συμφέροντα κερδίζουν από την ακύρωση του αγωγού Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη και ποια θα κερδίσουν από τη χρεωκοπία της Ελλάδας;
Επαναλαμβάνω: δεν έχω απαντήσεις σε όλα αυτά τα ερωτήματα. Και κυρίως δεν λέω ότι ευθύνονται κάποιοι άλλοι. Η μεγάλη ευθύνη είναι δική μας που δεν πήραμε τα μέτρα μας. Και η πιο μεγάλη ευθύνη είναι τώρα, που πρέπει να παραμείνουμε ενωμένοι, ψύχραιμοι, νηφάλιοι, με πίστη στην Κοινοβουλευτική Δημοκρατία και στις ικανότητές μας. Κυρίως δε, να δυσπιστούμε σε οτιδήποτε εύκολο, λαϊκίστικο, απολίτικο ή διχαστικό. Γιατί πολλοί από εμάς θα δυστυχήσουν και πολλοί άλλοι θα χαρούν και θα πλουτίσουν από τη δική μας αποτυχία.