του Δημήτρη Καραγιάννη, Δικηγόρου.
ΟΦΕΙΛΕΣ
ΠΟΥ ΥΠΑΓΟΝΤΑΙ ΣΤΟ ΝΟΜΟ 3869/2010 ΓΙΑ ΤΑ ΥΠΕΡΧΡΕΩΜΕΝΑ ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΣΩΠΑ (ΥΠΕΡΧΡΕΩΜΕΝΑ
ΝΟΙΚΟΚΥΡΙΑ)
Ο
νόμος 3869/2010 δεν ορίζει επακριβώς το είδος των χρεών που υπάγονται αλλά
αναφέρει τις απαιτήσεις που εξαιρούνται από το νόμο. Συνεπώς, «δια της εις
άτοπον επαγωγής» συμπεραίνουμε..
ποιες απαιτήσεις επιτρέπει ο νόμος να
ρυθμιστούν.
Ειδικότερα,
εξαιρούνται και δεν υπάγονται σε ρύθμιση, βάσει του νόμου 3869/2010, οι οφειλές
που: 1) αναλήφθηκαν το τελευταίο έτος, 2) προέκυψαν από αδικοπραξία με δόλο και
3) αφορούν χρέη προς το Δημόσιο. Απεναντίας κάθε άλλη οφειλή από όπου και αν
προέρχεται έναντι οποιουδήποτε μπορεί να υπαχθεί σε ρύθμιση κατά το νόμο 3869/2010.
Στο νόμο μπορούν να υπαχθούν τόσο αστικά όσο και εμπορικά χρέη, αρκεί ο
οφειλέτης να μην είναι πλέον έμπορος. Ειδικότερα, ένας οφειλέτης που είχε την
εμπορική ιδιότητα για κάποιο χρονικό διάστημα αλλά δεν την έχει πλέον μπορεί να
υπαχθεί στο νόμο 3869/2010 αν δεν
έπαυσε τις πληρωμές του κατά το χρόνο που ήταν έμπορος. Δηλαδή, ένας
οφειλέτης, πρώην έμπορος, υπάγεται στο νόμο 3869/2010, ακόμη κι αν μετά την
παύση της εμπορικής του ιδιότητας εξακολουθεί να οφείλει εμπορικά χρέη, που
είχαν γεννηθεί όσο είχε την εμπορική ιδιότητα με βασική προϋπόθεση ότι μέχρι
την παύση της εμπορικής δραστηριότητας και μέχρι την απώλεια της εμπορικής του
ιδιότητας για κάποιο χρονικό διάστημα μετά, δεν είχε τεθεί σε παύση πληρωμών
και εξυπηρετούσε τα χρέη του. Κριτήριο για την υπαγωγή στο νόμο 3869/2010
αποτελεί ο χαρακτηρισμός του προσώπου ως έμπορου ή μη και όχι η φύση των χρεών
του, αν είναι δηλαδή εμπορικά ή αστικά (π.χ. επαγγελματικό δάνειο ή στεγαστικό
δάνειο). Όταν κάποιος ασκεί εμπορική δραστηριότητα τεκμαίρεται ότι όλα του τα
χρέη αναλήφθηκαν χάριν της εμπορίας, ανεξαρτήτως αν πρόκειται για καταναλωτικά
ή στεγαστικά δάνεια και τα οποία επ’ ουδενί δεν σχετίζονται με την ασκούμενη
εμπορική δραστηριότητα. Αντίθετα, αν τα χρέη έχουν αναληφθεί σε χρόνο
προγενέστερο της απόκτησης από τον οφειλέτη της εμπορικής ιδιότητας, αυτός
μπορεί να υπαχθεί στο νόμο 3869/2010.
Το
βάρος απόδειξης της συνδρομής των τριών ανωτέρω προϋποθέσεων φέρει ο ίδιος ο
οφειλέτης. Δηλαδή, ο ίδιος ο οφειλέτης πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει ότι
όλες του οι οφειλές δεν γεννήθηκαν κατά το τελευταίο έτος, ότι οι οφειλές του
δεν αποτελούν προϊόν δόλιας αδικοπραξίας και τέλος ότι οι οφειλές του δεν
αφορούν χρέη προς το Δημόσιο.
1.
ΑΝΑΛΗΨΗ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ ΤΟ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΕΤΟΣ
Αφορά
οφειλές που γεννήθηκαν ένα ολόκληρο ημερολογιακό έτος πριν την κατάθεση της
Αίτησης στο Ειρηνοδικείο για τη ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη. Η ημερομηνία
κατάθεσης της αίτησης προκύπτει από την Έκθεση Κατάθεσης Δικογράφου που
συντάσσει ο υπάλληλος της Γραμματείας του Ειρηνοδικείου κάθε φορά που
κατατίθεται μία αίτηση από τον ίδιο τον οφειλέτη ή από τον πληρεξούσιο δικηγόρο
του. Δεν μας ενδιαφέρει ο χρόνος που μια οφειλή κατέστη ληξιπρόθεσμη ή απαιτητή
αλλά μόνο ο χρόνος ανάληψής της.
Πολύ
σημαντικό θέμα γεννάται για το αν μια νέα σύμβαση διακανονισμού παλαιών χρεών ή
μεταφοράς δανείου και αναχρηματοδότησης ή μια ομαδοποίηση πολλών δανείων σε ένα
αποτελεί «συμβιβασμό» ή «ανανέωση». Η διάκριση έχει σημασία, καθώς μόνο η
ανανέωση αποτελεί νέα οφειλή-υποχρέωση και ως τέτοια μόνο αυτή εξετάζεται πότε
αναλήφθηκε. Ο συμβιβασμός δεν αποτελεί νέα οφειλή-υποχρέωση και δεν εξαιρείται
από την υπαγωγή, ανεξαρτήτως πότε συνέβη. Συμβιβασμό αποτελεί η επιβεβαίωση της
υφιστάμενης οφειλής με τροποποίηση των όρων αποπληρωμής, όπως είναι ο χρόνος
αποπληρωμής, οι δόσεις κ.α. Ανανέωση της παλαιάς με νέα οφειλή αποτελεί η ρητή
κατάργηση της παλαιάς σύμβασης και η κατάρτιση νέας σύμβασης, με τη οποία όχι
μόνο τροποποιούνται αλλά και μεταβάλλονται οι όροι αποπληρωμής. Αυτό το ζήτημα
έχει ιδιαίτερη σημασία διότι οι τράπεζες συνηθίζουν -πλέον- να προτρέπουν τους
οφειλέτες στην κατάρτιση νέων συμβάσεων για τη «ρύθμιση» παλαιότερων
χρεών τους, με σκοπό την εκ νέου έναρξη της ετήσιας προθεσμίας, που απαιτείται
από το νόμο να έχει παρέλθει, προκειμένου να υπαχθεί μια απαίτηση σε ρύθμιση.
Στην
περίπτωση των πιστωτικών καρτών, αν ο οφειλέτης κάνει χρήση της πιστωτικής
κάρτας -εντός του έτους- χρεώνοντας το λογαριασμό του με αναλήψεις χρημάτων ή
με αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών, τότε αυτές οι οφειλές ως αναληφθείσες σε χρόνο
μικρότερο του έτους από την κατάθεση της αίτησης στο Ειρηνοδικείο εξαιρούνται
από τη ρύθμιση του νόμου 3869/2010, ακόμη κι αν η σύμβαση απόκτησης της κάθε
πιστωτικής κάρτας καταρτίστηκε πριν από αρκετά έτη.
2.
ΟΦΕΙΛΗ ΑΠΟ ΑΔΙΚΟΠΡΑΞΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΠΡΑΧΘΗΚΕ ΜΕ ΔΟΛΟ
Στην
έννοια της αδικοπραξίας εμπίπτει κάθε οφειλή που προκλήθηκε με υπαιτιότητα
(δόλο) από παράνομη πράξη ή παράλειψη και η οποία προκάλεσε ζημία σε κάποιον
τρίτο. Με δόλο ενεργεί εκείνος, που θέλει και επιδιώκει την παραγωγή ενός
αποτελέσματος, καθώς και αυτός που δεν το επιδιώκει, αλλά προβλέπει ότι τούτο
αποτελεί αναγκαία συνέπεια της πράξης του και δεν πράττει κάτι για να αποτρέψει
την παραγωγή αυτού του αποτελέσματος. Οφειλές από αδικοπραξίες που τελέσθηκαν
με αμέλεια, ακόμα και βαρειά, μπορούν να υπαχθούν σε ρύθμιση βάσει του νόμου
3869/2010.
Η
οφειλή από αδικοπραξία μπορεί να προκύπτει από σύμβαση, δικαστική απόφαση, από
απαίτηση αποκατάστασης ψυχικής οδύνης ή ηθικής βλάβης, από πρόκληση υλικής
ζημίας κ.α.
Ιδιαίτερο
ενδιαφέρον έχει η αντιμετώπιση του «φαινομένου» των ακάλυπτων επιταγών. Η
αξίωση για οφειλές από ακάλυπτη επιταγή θεμελιώνεται στις διατάξεις της
συμβατικής ή αδικοπρακτικής ευθύνης και η ικανοποίηση της μίας επιφέρει
αντίστοιχη απόσβεση της άλλης. Δηλαδή, πρακτικά, κάποιος, στον οποίο οφείλονται
χρήματα από ακάλυπτη επιταγή, μπορεί να τα διεκδικήσει με την έκδοση διαταγής
πληρωμής κατά του οφειλέτη (συμβατική αξίωση) ή με την άσκηση αγωγής λόγω
αδικοπραξίας κατά του οφειλέτη (αδικοπρακτική αξίωση). Αν ακολουθηθεί η πρώτη
περίπτωση και δεν ασκηθεί αγωγή λόγω αδικοπραξίας, η εν λόγω οφειλή από
ακάλυπτη επιταγή μπορεί να υπαχθεί στη ρύθμιση του νόμου 3869/2010. Αντίθετα,
αν ασκηθεί αγωγή αδικοπραξίας η οφειλή από ακάλυπτη επιταγή δεν μπορεί να υπαχθεί
στο νόμο, διότι τεκμαίρεται ότι υπάρχει δόλος του οφειλέτη κατά το χρόνο
έκδοσης της ακάλυπτης επιταγής.
3.
ΟΦΕΙΛΕΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ
Οι
οφειλές προς το Δημόσιο και τους φορείς του δεν μπορούν να υπαχθούν σε ρύθμιση
κατά το νόμο 3869/2010. Ειδικότερα, δεν υπάγονται σε ρύθμιση οφειλές που
προκύπτουν από διοικητικά πρόστιμα (π.χ. παραβάσεις πολεοδομικής,
περιβαλλοντικής ή δασικής νομοθεσίας, παραβάσεις του Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας,
τελωνειακές παραβάσεις, φορολογικές παραβάσεις κ.α.), χρηματικές ποινές, φόρους
και τέλη προς το Δημόσιο και κάθε Οργανισμό Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τέλη προς
Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου, εισφορές προς ασφαλιστικά ταμεία, λογαριασμούς
Δ.Ε.Η., ΕΥΔΑΠ κ.λπ.
Αντίθετα,
υπάγονται σε ρύθμιση οφειλές προς το Δημόσιο που προέρχονται από συμβάσεις
ιδιωτικού δικαίου (π.χ. ιδιώτης μισθώνει ακίνητο του δημοσίου και οφείλει
μισθώματα), οφειλές από δάνεια με εγγύηση του Δημοσίου (επιδοτήσεις, δάνεια για
σεισμόπληκτους, παλιννοστούντες) κ.α.
Τέλος,
βάσει νομολογίας, οφειλές που προέρχονται από δάνεια που χορήγησε το Ταμείο
Παρακαταθηκών και Δανείων δεν μπορούν να υπαχθούν σε ρύθμιση κατά το νόμο
3869/2010. Μοναδική πρόβλεψη αποτελεί η δυνατότητα που έχει κάθε οφειλέτης να
καταθέσει αίτηση στο Τ.Π.Δ. με αίτημα την τροποποίηση των όρων της δανειακής
του σύμβασης.
Δημήτριος Χρ. Καραγιάννης,
Δικηγόρος