14 Δεκ 2012

Ολόκληρο το φορολογικό νομοσχέδιο όπως κατατέθηκε πριν λίγο


ΣΧΕΔΙΟ ΝΟΜΟΥ
«ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΣΤΗ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ,
ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΘΕΜΑΤΩΝ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ ΚΑΙ ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ»


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Α΄
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΤΟΥ
ΚΩΔΙΚΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΟΣ

Άρθρο 1
Κλίμακες φορολογίας - Εκπτώσεις δαπανών
Αντικειμενικές δαπάνες διαβίωσης

1.             Το άρθρο 9 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε., ν.2238/1994, Α’ 151), αντικαθίσταται ως εξής:

«                                                            Άρθρο 9
Υπολογισμός και καταβολή του φόρου
1. α) Το δηλωθέν εισόδημα από μισθούς, συντάξεις και μισθούς με έκδοση τιμολογίου ή απόδειξης για παροχή υπηρεσιών ή αυτό που προκύπτει με βάση τις αντικειμενικές δαπάνες και υπηρεσίες και δαπάνες απόκτησης περιουσιακών στοιχείων του φορολογούμενου υποβάλλεται σε φόρο σύμφωνα με την ακόλουθη κλίμακα:

ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΙΣΘΩΤΩΝ - ΣΥΝΤΑΞΙΟΥΧΩΝ
Κλιμάκιο εισοδήματος
(ευρώ)
Φορολογικός συντελεστής
%
Φόρος κλιμακίου
(ευρώ)
Σύνολο
Εισοδήματος
(ευρώ)
Φόρου
(ευρώ)
25.000
22%
5.500
25.000
5.500
17.000
32%
5.440
42.000
10.940
Υπερβάλλον
42%




β) Το δηλωθέν εισόδημα από ατομική επιχείρηση, εκτός της περίπτωσης γ) της παρούσας παραγράφου και ελευθέριο επάγγελμα υποβάλλεται σε φόρο σύμφωνα με την ακόλουθη κλίμακα:

ΚΛΙΜΑΚΑ ΜΗ ΜΙΣΘΩΤΩΝ
Κλιμάκιο εισοδήματος
(ευρώ)
Φορολογικός συντελεστής
%
Φόρος κλιμακίου
(ευρώ)
Σύνολο
Εισοδήματος
(ευρώ)
Φόρου
(ευρώ)
50.000
26%
13.000
50.000
13.000
Υπερβάλλον
33%




Για νέες ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις ή νέους ελεύθερους επαγγελματίες με  πρώτη δήλωση έναρξης επιτηδεύματος από 1η Ιανουαρίου 2013 και για τα τρία (3) πρώτα έτη άσκησης της δραστηριότητάς τους ο φορολογικός συντελεστής του πρώτου κλιμακίου της παραπάνω κλίμακας μειώνεται κατά πενήντα τοις εκατό (50%) και μέχρι δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ εισόδημα.

γ) Το δηλωθέν εισόδημα από ατομική γεωργική επιχείρηση υποβάλλεται σε φόρο με συντελεστή δεκατρία τοις εκατό (13%). Ειδικά για το οικονομικό έτος 2014 (χρήση 2013) για το δηλωθέν εισόδημα από ατομική γεωργική επιχείρηση  εφαρμόζεται αυτοτελώς η κλίμακα μισθωτών- συνταξιούχων.

δ) Τα εισοδήματα από μισθώσεις ακινήτων υποβάλλονται σε αυτοτελή φορολόγηση βάσει της παρακάτω κλίμακας:  

ΚΛΙΜΑΚΑ ΕΙΣΟΔΗΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΑΚΙΝΗΤΑ
Κλιμάκιο εισοδήματος
(ευρώ)
Φορολογικός συντελεστής
%
Φόρος κλιμακίου
(ευρώ)
Σύνολο
Εισοδήματος
(ευρώ)
Φόρου
(ευρώ)
12.000
10%
1.200
12.000
1.200
Υπερβάλλον
33%



Το ακαθάριστο ποσό από ακίνητα υποβάλλεται και σε συμπληρωματικό φόρο, ο οποίος υπολογίζεται με συντελεστή ενάμισι τοις εκατό (1,5%). Ειδικώς, ο συντελεστής του προηγούμενου  εδαφίου αυξάνεται σε τρία τοις εκατό (3%), εφόσον η επιφάνεια κατοικίας υπερβαίνει τα τριακόσια (300) τετραγωνικά μέτρα ή πρόκειται για επαγγελματική μίσθωση.

2. Ο φόρος που προκύπτει με βάση την κλίμακα των μισθωτών και συνταξιούχων της παραγράφου 1 μειώνεται :
α) Για εισόδημα μέχρι και είκοσι μία χιλιάδες (21.000) ευρώ κατά δύο χιλιάδες και εκατό (2.100) ευρώ. Εφόσον ο φόρος που προκύπτει είναι μικρότερος των δύο χιλιάδων και εκατό (2.100) ευρώ το ποσό μείωσης περιορίζεται στο ποσό του φόρου.
β) Για εισόδημα πάνω από είκοσι μία (21.000) ευρώ  το ποσό μείωσης της περίπτωσης α’ περιορίζεται κατά εκατό (100) ευρώ ανά χίλια (1.000) ευρώ εισοδήματος και μέχρι εξαντλήσεως του ποσού των δύο χιλιάδων  εκατό (2.100) ευρώ.
3. Το ποσό του φόρου που προκύπτει σύμφωνα με τις παραγράφους 1 και 2 για τους μισθωτούς και συνταξιούχους μειώνεται κατά ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%) για κάθε καταβαλλόμενη από τις ακόλουθες δαπάνες:

α) Των εξόδων ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης του φορολογουμένου και των λοιπών προσώπων που τον βαρύνουν κατά το μέρος που δεν καλύπτονται από ασφαλιστικά ταμεία ή/και ασφαλιστικές εταιρείες και υπερβαίνουν το πέντε τοις εκατό (5%) του φορολογούμενου εισοδήματος. Το ποσό της μείωσης δεν μπορεί να υπερβεί τις τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ. Ως έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης θεωρούνται:
αα) οι αμοιβές που καταβάλλονται σε ιατρούς και ιατρικά κέντρα, όλων των ειδικοτήτων για ιατρικές επισκέψεις και εξετάσεις, καθώς και οι αμοιβές που καταβάλλονται σε οδοντιάτρους, ορθοδοντικούς, γναθοχειρουργούς για οδοντοθεραπεία, οδοντοπροσθετική και γναθοχειρουργική,
ββ) τα έξοδα νοσηλείας που καταβάλλονται σε νοσηλευτικά ιδρύματα ή ιδιωτικές κλινικές, καθώς και οι δαπάνες που καταβάλλονται για διαρκή κάλυψη ιατρικών αναγκών,
γγ) τα έξοδα για φαρμακευτική περίθαλψη γενικά,
δδ) οι αμοιβές που καταβάλλονται σε νοσοκόμο για την παροχή υπηρεσιών σε ασθενή κατά τη νοσηλεία του σε νοσοκομείο ή κλινική ή στο σπίτι,
εε) η δαπάνη για την αντικατάσταση μελών του σώματος με τεχνητά μέλη, καθώς και η δαπάνη για την αγορά ή τοποθέτηση στο σώμα του ασθενούς οργάνων, τα οποία είναι αναγκαία για τη φυσιολογική λειτουργία του ανθρώπινου οργανισμού.
στστ) τα έξοδα νοσοκομειακής περίθαλψης των τέκνων με ειδικές ανάγκες που παρουσιάζουν αναπηρία σε ποσοστό σαράντα τοις εκατό (40%) και άνω με βάση τη γνωμάτευση των οικείων υγειονομικών επιτροπών  του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕΠΑ), εφόσον το ετήσιο φορολογούμενο και απαλλασσόμενο εισόδημά τους δεν υπερβαίνει το ποσό των έξι χιλιάδων (6.000) ευρώ, καθώς και η δαπάνη τους για δίδακτρα ή τροφεία που καταβάλλονται γι' αυτά τα τέκνα σε ειδικές για την πάθησή τους σχολές ή θεραπευτήρια,
ζζ) ποσό ίσο με το πενήντα τοις εκατό (50%) της δαπάνης που καταβάλλεται σε επιχειρήσεις περίθαλψης ηλικιωμένων, οι οποίες λειτουργούν νόμιμα.
Στις δαπάνες αυτές περιλαμβάνονται και οι δαπάνες για έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης των προσώπων που αναφέρονται στο άρθρο 7, τα οποία συνοικούν με τον φορολογούμενο και παρουσιάζουν αναπηρία εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω με βάση τη γνωμάτευση των οικείων υγειονομικών επιτροπών του ΚΕΠΑ και έχουν αποκτήσει ετήσιο εισόδημα πάνω από έξι χιλιάδες (6.000) ευρώ. Στην περίπτωση αυτή, εκπίπτει το ποσό των εξόδων ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης που υπερβαίνει το συνολικό ετήσιο καθαρό πραγματικό, φορολογούμενο με τις γενικές διατάξεις ή με ειδικό τρόπο ή απαλλασσόμενο ή τεκμαρτό εισόδημα των προσώπων αυτών. Στις δαπάνες αυτές περιλαμβάνονται και οι αντίστοιχες δαπάνες που αφορούν τα τέκνα που ορίζονται στο άρθρο 7 στην περίπτωση που καταβάλλονται από γονέα που δεν συνοικεί μαζί τους, λόγω διάζευξης με τον άλλο γονέα.
Το ποσό της κάθε δαπάνης της περίπτωσης αυτής η οποία υπολογίζεται αθροιστικά και για τους δύο συζύγους, μειώνει το φόρο, μόνον εφόσον έχει περιληφθεί στην αρχική δήλωση και μερίζεται μεταξύ των συζύγων ανάλογα με το ύψος του εισοδήματος του καθενός που φορολογείται με τις γενικές διατάξεις, όπως αυτό δηλώθηκε με την αρχική δήλωση ή συμπληρωματική μέχρι τη λήξη της προθεσμίας.
β) Το ποσό της διατροφής που επιδικάστηκε και καταβάλλεται από τον έναν σύζυγο στον άλλο, του οποίου αποτελεί φορολογητέο εισόδημα. Το ποσό της μείωσης του φόρου δεν μπορεί να υπερβεί τα χίλια πεντακόσια (1.500) ευρώ.
γ) Των χρηματικών ποσών που καταβάλλονται από τον φορολογούμενο λόγω δωρεάς προς:
αα) τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, το Εθνικό Ταμείο Κοινωνικής Συνοχής, τους ιερούς ναούς, τις ιερές μονές του Αγίου Όρους, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, τα Πατριαρχεία Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων, την Ιερά Μονή Σινά, την Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας, τα δημοτικά νοσοκομεία και τα νοσοκομεία που είναι νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και επιχορηγούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό.
ββ) τα κοινωφελή ιδρύματα, τα σωματεία μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα που παρέχουν υπηρεσίες εκπαίδευσης και χορηγούν υποτροφίες, τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, τα ημεδαπά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που νόμιμα έχουν συσταθεί ή συνιστώνται και τα οποία επιδιώκουν κοινωφελείς σκοπούς, τους ερευνητικούς και τεχνολογικούς φορείς που διέπονται από το ν.1514/1985 (Α’ 13) και τα ερευνητικά κέντρα που αποτελούν ημεδαπά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα.
γγ) τα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα ημεδαπά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου που νόμιμα υπάρχουν ή συνιστώνται, εφόσον επιδιώκουν σκοπούς πολιτιστικούς. Πολιτιστικοί σκοποί είναι, ιδίως, η καλλιέργεια, προαγωγή και διάδοση των γραμμάτων, της μουσικής, του χορού, του θεάτρου, του κινηματογράφου, της ζωγραφικής, της γλυπτικής και των τεχνών γενικότερα, καθώς και η ίδρυση, επέκταση και συντήρηση των αναγνωρισμένων ιδιωτικών μουσείων, όπως τέχνης, φυσικής ιστορίας, εθνολογικών και λαογραφικών.
Με προεδρικό διάταγμα μετά από πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Πολιτισμού και Τουρισμού καθορίζονται τα νομικά πρόσωπα που επιδιώκουν πολιτιστικούς σκοπούς καθώς και οι διαδικασίες ελέγχου τους  από τις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού.
Τα ποσά των δωρεών και των χορηγιών της περίπτωσης γ’ λαμβάνονται υπόψη μόνον εφόσον έχουν κατατεθεί σε ειδικό λογαριασμό του νομικού προσώπου, που πρέπει να ανοιχθεί για το σκοπό αυτόν σε πιστωτικό ίδρυμα  που νόμιμα λειτουργεί στην Ελλάδα.
Το γραμμάτιο είσπραξης του πιστωτικού ιδρύματος που εκδίδεται πρέπει να αναφέρει τα στοιχεία του δωρητή ή χορηγού και δωρεοδόχου, το ποσό της δωρεάς ή χορηγίας αριθμητικώς και ολογράφως, την ημερομηνία κατάθεσής του και την υπογραφή του δωρητή ή χορηγού, κατά περίπτωση.
δ) Της αξίας των ιατρικών μηχανημάτων και των ασθενοφόρων αυτοκινήτων, που μεταβιβάζονται λόγω δωρεάς στα κρατικά και δημοτικά νοσηλευτικά ιδρύματα και τα νοσοκομεία που αποτελούν νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου και επιχορηγούνται από τον Κρατικό Προϋπολογισμό.

Το συνολικό ποσό των δωρεών και χορηγιών των περιπτώσεων γ΄ και δ΄ επί του οποίου υπολογίζεται η μείωση δεν μπορεί να υπερβαίνει ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) του συνολικού εισοδήματος που φορολογείται σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις.
Η μείωση διενεργείται εφόσον τα ποσά των δωρεών και χορηγιών υπερβαίνουν συνολικά τα εκατό (100) ευρώ.
Τα χρηματικά ποσά αυτών των δωρεών και χορηγιών δεν πρέπει να έχουν εκπέσει με βάση άλλη διάταξη του παρόντος.
Οι διατάξεις των περιπτώσεων γ’, και δ’ εφαρμόζονται και για δωρεές υπέρ αντίστοιχων κρατικών φορέων και νομικών προσώπων, εγκατεστημένων σε άλλα κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σε χώρες ΕΟΧ. Το ποσό των δωρεών που αναφέρονται στο προηγούμενο εδάφιο μπορεί να κατατίθεται και σε πιστωτικό ίδρυμα  στην οποία έχει την κατοικία του ο δωρεοδόχος.

4. Εξαιρετικά, το ποσό του φόρου που προκύπτει σύμφωνα με την παράγραφο 1 μειώνεται κατά διακόσια (200) ευρώ, για τον ίδιο φορολογούμενο και για καθένα από τα πρόσωπα που συνοικούν με αυτόν ή τον βαρύνουν, εφόσον:
α) Παρουσιάζουν αναπηρία εξήντα επτά τοις εκατό (67%) και άνω με βάση τη γνωμάτευση των οικείων υγειονομικών επιτροπών του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (ΚΕΠΑ).  Δεν λαμβάνεται υπόψη επαγγελματική ή ασφαλιστική αναπηρία.
β) Είναι ανάπηροι αξιωματικοί ή οπλίτες, οι οποίοι με την ιδιότητα του αναπήρου παίρνουν σύνταξη από το δημόσιο ταμείο ή αξιωματικοί οι οποίοι έχουν τεθεί σε κατάσταση πολεμικής διαθεσιμότητας ή αξιωματικοί που εξαιτίας πολεμικού τραύματος ή νοσήματος που επήλθε λόγω κακουχιών σε πολεμική περίοδο, βρίσκονται σε κατάσταση υπηρεσίας γραφείου ή πρόσωπα που έχουν υπαχθεί στις διατάξεις του ν.1579/1950 (Α’ 286) και του Ν.Δ. 330/1947 (Α’ 84).
γ) Είναι θύματα πολέμου. Θύματα πολέμου κατά την έννοια του παρόντος είναι τα πρόσωπα που λαμβάνουν σύνταξη από πολεμική αιτία. Με τα θύματα πολέμου εξομοιώνονται και τα πρόσωπα τα οποία ως μέλη οικογενειών αξιωματικών και οπλιτών, οι οποίοι απεβίωσαν κατά την εκτέλεση διατεταγμένης υπηρεσίας σε ειρηνική περίοδο, δικαιούνται σύνταξη από το δημόσιο ταμείο.
δ) Παίρνουν σύνταξη από το δημόσιο ταμείο ως ανάπηροι ή θύματα εθνικής αντίστασης ή εμφυλίου πολέμου σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 1543/1985 (Α’  73) και ν. 1863/1985 (Α’  204), όπως τροποποιήθηκαν με το ν. 1976/1991 (Α’  184).

5. Για τη σύζυγο η οποία έχει εισόδημα από το οποίο προκύπτει φόρος, οι μειώσεις των περιπτώσεων α’, γ', και  δ' της παραγράφου 3 και της παραγράφου 4 που αφορούν την ίδια, της περίπτωσης α' της παραγράφου 3 που αφορούν τα τέκνα της από προηγούμενο γάμο, τα χωρίς γάμο τέκνα της, τους γονείς της και τους ανήλικους ορφανούς από πατέρα και μητέρα συγγενείς της μέχρι το δεύτερο βαθμό, αφαιρούνται από το δικό της φόρο που προκύπτει με βάση την κλίμακα.
Όταν λόγω θανάτου του ενός από τους συζύγους υποβάλλονται χωριστές δηλώσεις, αν στο εισόδημα του ενός συζύγου δεν προκύπτει φόρος ή ο φόρος που προκύπτει είναι κατώτερος από το άθροισμα των μειώσεων των περιπτώσεων α’, γ’ και δ’ της παραγράφου 3 και της παραγράφου 4, το άθροισμα αυτών ή η διαφορά που προκύπτει δεν μειώνει το φόρο του άλλου συζύγου.
Κατ' εξαίρεση, στην περίπτωση αυτή, μειώνουν το φόρο του άλλου συζύγου τα ποσά των μειώσεων που αφορούν έξοδα ιατρικής και νοσοκομειακής περίθαλψης του ενός συζύγου και των λοιπών προσώπων που συνοικούν μαζί του και τον βαρύνουν.
Αν με βάση τη φορολογική κλίμακα δεν προκύπτει για τον φορολογούμενο ποσό φόρου ή αυτό που προκύπτει είναι μικρότερο από το άθροισμα των μειώσεων της περίπτωσης α’ της παραγράφου 3 και της παραγράφου 4 που αφορούν αυτόν προσωπικά και τα πρόσωπα που τον βαρύνουν, ολόκληρο το ποσό των μειώσεων των περιπτώσεων αυτών ή η διαφορά που προκύπτει, μειώνει το ποσό του φόρου που προκύπτει με βάση τη φορολογική κλίμακα για τον άλλο σύζυγο.
Αν το συνολικό ποσό των μειώσεων είναι μεγαλύτερο του φόρου, ο οποίος προκύπτει με βάση τη φορολογική κλίμακα για τον φορολογούμενο και τη σύζυγό του, η διαφορά δεν επιστρέφεται ούτε συμψηφίζεται.
Το ποσό που απομένει ύστερα από τις μειώσεις αποτελεί το φόρο που αναλογεί στο συνολικό καθαρό εισόδημα του φορολογούμενου.

6. Τα πρόσωπα του προτελευταίου εδαφίου της παρ.1 του άρθρου 45 του Κ.Φ.Ε. δεν δικαιούνται την έκπτωση των δαπανών του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε.

7. Το ποσό που προκύπτει από την άθροιση των ποσών φόρου των προηγουμένων παραγράφων  αποτελεί το συνολικό φόρο του υπόχρεου.

8. Ο φόρος στις αμοιβές που αποκτούν οι αξιωματικοί και το κατώτερο πλήρωμα του εμπορικού ναυτικού από την παροχή υπηρεσιών σε εμπορικά πλοία, υπολογίζεται με αναλογικό συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) για τους αξιωματικούς και δέκα τοις εκατό (10%) για το κατώτερο πλήρωμα στις αμοιβές που αποκτώνται από το ημερολογιακό έτος 2013 και επόμενα.

9. Από το συνολικό ποσό του φόρου που προκύπτει με βάση τις κλίμακες της παραγράφου 1 εκπίπτουν:
α) Ο φόρος που προκαταβλήθηκε ή παρακρατήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 52 και 54 έως 58 στο εισόδημα που υπόκειται σε φόρο μέσα στο ίδιο οικονομικό έτος. Εάν το ποσό του φόρου που προκαταβλήθηκε ή παρακρατήθηκε είναι μεγαλύτερο από τον οφειλόμενο φόρο, η επιπλέον διαφορά επιστρέφεται.
β) Ο φόρος που αποδεδειγμένα καταβλήθηκε σε κράτος με το οποίο η Ελλάδα έχει θέσει σε ισχύ Σύμβαση Αποφυγής Διπλής Φορολογίας του Εισοδήματος και του Κεφαλαίου (Σ..Α.Δ.Φ.) για το εισόδημα που προέκυψε σε αυτό και μέχρι του ποσού του φόρου που αναλογεί για το εισόδημα αυτό στην Ελλάδα, εφόσον ο φόρος που καταβλήθηκε  στο άλλο κράτος ορίζεται στις διατάξεις της Σ.Α.Δ.Φ..

10. Ο φόρος, που αναλογεί στο συνολικό καθαρό εισόδημα ή το υπόλοιπο που απομένει μετά τις εκπτώσεις της προηγούμενης παραγράφου, καταβάλλεται σε τρεις (3) ίσες δόσεις από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση του φόρου και η καθεμία από τις επόμενες την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του τρίτου και πέμπτου μήνα, αντιστοίχως, από τη βεβαίωση του φόρου.
 Αν ο φόρος βεβαιώνεται τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο του οικείου οικονομικού έτους, καταβάλλεται σε δύο (2) ίσες δόσεις από τις οποίες η πρώτη καταβάλλεται μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του επόμενου μήνα από τη βεβαίωση του φόρου και η δεύτερη την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του τρίτου μήνα από τη βεβαίωση του φόρου. Αν ο φόρος βεβαιώνεται το μήνα Οκτώβριο του οικείου οικονομικού έτους και μετά, καταβάλλεται εφάπαξ μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του μεθεπόμενου μήνα από τη βεβαίωση του φόρου. Αν το συνολικό ποσό της οφειλής, η οποία προκύπτει με βάση την αρχική δήλωση του υπόχρεου, είναι μέχρι το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ για τον ίδιο και για τη σύζυγο του αθροιστικά λαμβανόμενο, τούτο θα καταβληθεί μέχρι την τελευταία εργάσιμη, για τις δημόσιες υπηρεσίες, ημέρα του μεθεπόμενου μήνα από τη βεβαίωση του φόρου.
 Όταν ο φόρος που οφείλεται με βάση την εμπρόθεσμη δήλωση καταβάλλεται εφάπαξ μέσα στην προθεσμία της πρώτης δόσης, ανεξάρτητα αν βεβαιώθηκε σε μία ή περισσότερες δόσεις, παρέχεται στο συνολικό ποσό του φόρου και των λοιπών συμβεβαιούμενων με αυτόν οφειλών έκπτωση ενάμισι τοις εκατό (1,5%).
 Κατά την καταβολή του φόρου που προκύπτει με βάση τροποποιητική δήλωση παρέχεται έκπτωση ποσοστού ενάμισι τοις εκατό (1,5%) στο σύνολο της νέας οφειλής, εφόσον αυτή είναι μικρότερη από την αρχική και ο υπόχρεος κατέβαλε την αρχική οφειλή και έτυχε παρόμοιας έκπτωσης ή κατέβαλε μέσα στην προθεσμία της πρώτης δόσης ποσό της αρχικής οφειλής που καλύπτει σε ποσοστό ενενήντα οκτώ και μισό τοις εκατό (98,5%) της νέας οφειλής, εφόσον το λάθος οφείλεται σε υπαιτιότητα της φορολογικής αρχής.

11. Όσοι κατοικούν στην αλλοδαπή και αποκτούν εισόδημα από πηγή που βρίσκεται στην Ελλάδα δεν δικαιούνται τις μειώσεις που ορίζονται στις παραγράφους 3 και 4. Από τη διάταξη αυτή εξαιρούνται οι κάτοικοι των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης που αποκτούν εισόδημα στην Ελλάδα πλέον του ενενήντα τοις εκατό (90%) του συνολικού εισοδήματος τους.

12. Με προεδρικό διάταγμα μετά από πρόταση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται τα δικαιολογητικά που απαιτούνται για την αναγνώριση της συνδρομής των προϋποθέσεων για τη μείωση του φόρου που ορίζεται από το άρθρο αυτό καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.

13. Με προεδρικό διάταγμα μετά από πρόταση των Υπουργών Οικονομικών, Υγείας και Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας καθορίζονται τα δικαιολογητικά τα οποία απαιτούνται για την απόδειξη του ποσοστού αναπηρίας.» 

2.             Στην παράγραφο 1 του άρθρου 45  του Κ.Φ.Ε. προστίθεται προτελευταίο εδάφιο ως εξής:
«Επίσης, ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες, αφαιρουμένων των ασφαλιστικών εισφορών, θεωρείται το εισόδημα από ατομική επιχείρηση παροχής υπηρεσιών ή ελευθέριο επάγγελμα, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά  οι ακόλουθες προϋποθέσεις :
αα) Έχουν έγγραφη σύμβαση με τα φυσικά ή/και νομικά πρόσωπα τα οποία λαμβάνουν τις υπηρεσίες τους, και
ββ) Τα φυσικά ή/και νομικά πρόσωπα τα οποία λαμβάνουν τις υπηρεσίες δεν υπερβαίνουν τα τρία (3), ή εφόσον υπερβαίνουν τον αριθμό αυτό, ποσοστό εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) των ακαθαρίστων εσόδων του εισοδήματος από ατομική επιχείρηση ή ελευθέριο επάγγελμα προέρχεται από ένα (1) από τα φυσικά ή νομικά πρόσωπα που λαμβάνουν τις υπηρεσίες αυτές.»

3.             Η περίπτωση θ΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Η ελάχιστη ετήσια αντικειμενική δαπάνη του φορολογούμενου ορίζεται σε τρεις χιλιάδες (3.000) ευρώ προκειμένου για τον άγαμο και σε πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ για τους συζύγους που υποβάλλουν κοινή δήλωση εφόσον δηλώνεται πραγματικό ή τεκμαρτό εισόδημα».


Άρθρο 2
Εισόδημα από κινητές αξίες και μεταβιβάσεις μετοχών

1.             Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε.  αντικαθίσταται ως εξής:
«Ο φόρος υπολογίζεται στο ποσό των τόκων που προκύπτουν με συντελεστή δέκα πέντε τοις εκατό (15%).»

2.             Το τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Με την παρακράτηση του φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των υπόχρεων του άρθρου 2,  καθώς και των υπόχρεων της παραγράφου 2 του άρθρου 101.»

3.             Στο τέλος της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 12 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται νέο εδάφιο που έχει ως εξής:
«Στους τόκους που αποκτά φυσικό πρόσωπο κάτοικος Ελλάδας από καταθέσεις στην αλλοδαπή ή από ομολογιακά δάνεια που εκδίδονται σε αυτή και παραμένουν στην αλλοδαπή, ο δικαιούχος υποχρεούται να αποδίδει τον οφειλόμενο φόρο δεκαπέντε τοις εκατό (15%) με την υποβολή δήλωσης στην αρμόδια δημόσια οικονομική υπηρεσία μέχρι και την 31η Ιανουαρίου του επόμενου από την καταβολή ή πίστωση έτους, προσκομίζοντας και το πρωτότυπο αποδεικτικό της αλλοδαπής τράπεζας ή πιστωτικού οργανισμού, από το οποίο θα προκύπτει το ποσό των τόκων που καταβλήθηκε ή με το οποίο πιστώθηκε ο λογαριασμός του στην αλλοδαπή κατά το προηγούμενο ημερολογιακό έτος, ο φόρος που έχει παρακρατηθεί και ο χρόνος καταβολής ή πίστωσης.
Από το συνολικό ποσό του φόρου που αναλογεί και πρέπει να αποδοθεί, εκπίπτει ο φόρος που αποδεδειγμένα έχει παρακρατηθεί από τα φυσικά πρόσωπα σε κράτος με το οποίο η Ελλάδα έχει θέσει σε ισχύ Σ.Α.Δ.Φ. για το εισόδημα που προέκυψε σε αυτό και μέχρι  του ποσού του φόρου που αναλογεί για το εισόδημα αυτό στην Ελλάδα, εφόσον ο φόρος που παρακρατήθηκε στο άλλο κράτος ορίζεται στις διατάξεις της Σ.Α.Δ.Φ. »

4.             Μετά το τρίτο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται νέο εδάφιο που έχει ως εξής:
«Για τόκους που προκύπτουν από τίτλους που εκδίδονται από την 1η Ιανουαρίου 2013 και μετά ο συντελεστής ορίζεται σε δεκαπέντε τοις εκατό (15%)».

5.             Το προτελευταίο εδάφιο της παραγράφου 8 του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Με την παρακράτηση του φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των υπόχρεων του άρθρου 2, καθώς και των υπόχρεων της παραγράφου 2 του άρθρου 101.»

6.             Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 13 του άρθρου 12 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Στους τόκους που καταβάλλονται από φυσικά πρόσωπα στην αλλοδαπή, ενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) όταν δικαιούχος είναι φυσικό και με συντελεστή τριάντα τρία τοις εκατό (33%) όταν δικαιούχος είναι νομικό πρόσωπο.»

7.             Η παράγραφος 2 του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Φορολογείται αυτοτελώς με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) η υπεραξία που προκύπτει από τη μεταβίβαση μετοχών ημεδαπών ανωνύμων εταιρειών μη εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών, που αποκτούν φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ημεδαπά ή αλλοδαπά. Για τον υπολογισμό της υπεραξίας του προηγούμενου εδαφίου αφαιρείται το κόστος απόκτησης των μεταβιβαζομένων μετοχών από την κατώτατη πραγματική αξία που έχουν αυτές κατά το χρόνο της μεταβίβασης.
Η κατώτατη πραγματική αξία των μετοχών που μεταβιβάζονται, εξευρίσκεται ως εξής:
α) Τα ίδια κεφάλαια της εταιρείας, που εμφανίζονται στον τελευταίο πριν από τη μεταβίβαση επίσημο ισολογισμό και όπως αυτά διαμορφώνονται μετά από αύξηση ή μείωση που έχει πραγματοποιηθεί μέχρι και την προηγούμενη ημέρα της μεταβίβασης, προσαυξάνονται με την απόδοση των ιδίων κεφαλαίων των πέντε (5) τελευταίων διαχειριστικών περιόδων πριν από τη μεταβίβαση. Στο αποτέλεσμα που προκύπτει προστίθεται και η υφιστάμενη διαφορά μεταξύ της αξίας των ακινήτων της εταιρείας, όπως αυτή προσδιορίζεται κατά το χρόνο της μεταβίβασης στη φορολογία μεταβίβασης ακινήτων και της εμφανιζόμενης στα βιβλία αξίας κτήσης αυτών, αν η δεύτερη είναι μικρότερη της πρώτης. Το ποσό που προκύπτει σύμφωνα με τα πιο πάνω, διαιρούμενο δια του αριθμού των υφιστάμενων κατά το χρόνο μεταβίβασης μετοχών, αντιπροσωπεύει την ελάχιστη πραγματική αξία της κάθε μετοχής, η οποία λαμβάνεται υπόψη για τον προσδιορισμό της αξίας των μετοχών που μεταβιβάζονται.

β) Ως απόδοση ιδίων κεφαλαίων λαμβάνεται ο λόγος του μέσου όρου των ολικών αποτελεσμάτων εκμετάλλευσης (προ φόρων) των πέντε (5) τελευταίων, πριν από τη μεταβίβαση, ισολογισμών και του μέσου όρου των ιδίων κεφαλαίων της ίδιας χρονικής περιόδου. Σε περίπτωση που νόμιμα έχουν καταρτισθεί λιγότεροι από πέντε (5) ισολογισμοί, λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία των ισολογισμών αυτών. Αν το άθροισμα των ολικών αποτελεσμάτων είναι αρνητικό, δεν λαμβάνεται υπόψη καμία απόδοση.

γ) Όταν η εταιρεία της οποίας μεταβιβάζονται οι μετοχές έχει προέλθει από μετατροπή ή συγχώνευση άλλων ανωνύμων εταιρειών ή άλλων μορφών επιχειρήσεων και η μεταβίβαση λαμβάνει χώρα πριν από τη σύνταξη τριών ισολογισμών, λαμβάνονται υπόψη τα στοιχεία της προηγούμενης περίπτωσης, που προκύπτουν και από τους ισολογισμούς των επιχειρήσεων που έχουν μετασχηματισθεί, εφόσον τηρούσαν βιβλία με τη διπλογραφική μέθοδο, ώστε να λαμβάνονται υπόψη στοιχεία τριών ισολογισμών συνολικά.

δ) Σε περίπτωση που από το συμβολαιογραφικό έγγραφο ή ιδιωτικό συμφωνητικό προκύπτει ως πραγματική αξία μεταβίβασης μετοχών μεγαλύτερη αυτής που προκύπτει, σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων α΄ έως γ΄, λαμβάνεται υπόψη η συμφωνηθείσα.
Ως κόστος απόκτησης των μεταβιβαζομένων μετοχών λαμβάνεται αυτό που ορίζεται στην παράγραφο 1.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και για μεταβιβάσεις μετοχών αλλοδαπών ανωνύμων εταιρειών μη εισηγμένων σε διεθνώς αναγνωρισμένο χρηματιστηριακό θεσμό από ημεδαπά φυσικά ή νομικά πρόσωπα. Για τον υπολογισμό της υπεραξίας, που προκύπτει από την μεταβίβαση μετοχών αλλοδαπής ανώνυμης εταιρίας αφαιρείται το κόστος απόκτησής τους από τη συμφωνηθείσα αξία πώλησης των μετοχών.
Για την καταβολή του φόρου αυτού και την υποβολή της σχετικής δήλωσης έχουν εφαρμογή τα αναφερόμενα στις διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής έχουν εφαρμογή και επί εισφοράς των τίτλων που αναφέρονται στο πρώτο εδάφιο, για την κάλυψη του κεφαλαίου νεοϊδρυόμενης, ημεδαπής ή αλλοδαπής εταιρείας ή για την αύξηση του κεφαλαίου υφιστάμενης. Ως κατώτατη πραγματική αξία των μετοχών που εισφέρονται για την κάλυψη ή αύξηση του κεφαλαίου ημεδαπής εταιρείας, λαμβάνεται η αξία η οποία προσδιορίζεται από την Εκτιμητική Επιτροπή του άρθρου 9 του κ.ν. 2190/1920. Όταν δικαιούχοι των εισοδημάτων της παραγράφου αυτής είναι πρόσωπα που αναφέρονται στην παράγραφο 1 του άρθρου 101, με την καταβολή του πιο πάνω φόρου δεν εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων, αλλά τα εισοδήματα αυτά φορολογούνται με τις γενικές διατάξεις.»

8.             Η περίπτωση η’ της παραγράφου 1 του άρθρου 24 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:
«η) Από συμβάσεις ή πράξεις επί παραγώγων χρηματοοικονομικών προϊόντων, εφόσον ο δικαιούχος του εισοδήματος δεν είναι εταιρεία επενδύσεων χαρτοφυλακίου του ν. 3371/2005 (Α’ 178) ή ΟΣΕΚΑ ή πιστωτικό ή χρηματοδοτικό ίδρυμα. Ως παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα νοούνται τα χρηματοοικονομικά μέσα που ορίζονται στο άρθρο 5 του ν.3606/2007 (Α’ 195), καθώς και αυτά που καθορίζονται με πράξεις του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος. Για τους σκοπούς της περίπτωσης αυτής, ως παράγωγο χρηματοοικονομικό προϊόν θεωρείται και κάθε σύμβαση SWΑΡ επί συναλλάγματος, ανεξάρτητα από το χρόνο σύναψής της, ως ενιαίας ή ως σύνολο επί μέρους συμβάσεων.
Ως παράγωγα χρηματοοικονομικά προϊόντα νοούνται και τα χρηματοοικονομικά μέσα που εκδίδει το Ελληνικό Δημόσιο, κατ' εφαρμογή προγράμματος συμμετοχής στην αναδιάταξη του ελληνικού χρέους, η απόδοση των οποίων συνδέεται με το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ρήτρες Α.Ε.Π.). Όταν δικαιούχος του εισοδήματος των προϊόντων της παραγράφου αυτής είναι κάτοικος αλλοδαπής φυσικό ή νομικό πρόσωπο, το εισόδημα αυτό αποτελεί εισόδημα από κινητές αξίες.»

9.             Η παράγραφος 3 του άρθρου 38 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Τα κέρδη τα οποία αποκτούν φυσικά πρόσωπα ή επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία με την απλογραφική ή διπλογραφική μέθοδο από την πώληση μετοχών εισηγμένων στο Χ.Α. σε τιμή ανώτερη της τιμής απόκτησής τους, φορολογούνται με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%), όταν οι μετοχές αυτές αποκτώνται με οποιονδήποτε τρόπο από την 1η Απριλίου 2013 και μετά. Ο φόρος βαρύνει τον πωλητή των μετοχών και αποδίδεται από την «Ελληνικά Χρηματιστήρια Α.Ε. (Ε.Χ.Α.Ε.)» εφάπαξ με δήλωση που υποβάλλεται στην αρμόδια για τη φορολογία της Δ.Ο.Υ. μέχρι το τέλος του πρώτου δεκαπενθημέρου μετά το κλείσιμο κάθε ημερολογιακού διμήνου για τις πωλήσεις μετοχών που ενεργήθηκαν μέσα σε κάθε δίμηνο. Οι διατάξεις του άρθρου 113 του Κ.Φ.Ε., του ν. 4125/1960 (Α’ 205) και του ν. 2523/1997 (Α’ 179) εφαρμόζονται ανάλογα και στο φόρο που οφείλεται με βάση τις διατάξεις της παραγράφου αυτής.
Με Απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζεται η διαδικασία απόδοσης του φόρου, ο τύπος και το περιεχόμενο της υποβαλλόμενης από τον υπόχρεο δήλωσης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής.
Αν δικαιούχος είναι φυσικό πρόσωπο ή νομικό πρόσωπο της παραγράφου 2 του άρθρου 101 με τη φορολογία που προβλέπεται  στην παράγραφο αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση αυτού, ενώ αν δικαιούχος είναι νομικό πρόσωπο το εισόδημα αυτό φορολογείται με τις γενικές διατάξεις και από τον αναλογούντα φόρο εκπίπτει ο φόρος που καταβλήθηκε.
Για τον υπολογισμό του κέρδους που υπόκειται σε φορολογία λαμβάνεται η πραγματική τιμή πώλησης των μετοχών στο Χ.Α., όπως αυτή αναγράφεται στο πινακίδιο που εκδίδει η Ανώνυμη Εταιρεία Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών ή το πιστωτικό ίδρυμα που μεσολαβεί. Όταν η πώληση των μετοχών πραγματοποιείται εξωχρηματιστηριακά ή μέσω πολυμερούς μηχανισμού διαπραγματεύσεων, ως τιμή πώλησης λαμβάνεται αυτή που δηλώνεται στην Ε.Χ.Α.Ε. για το διακανονισμό της συναλλαγής και αν δεν δηλωθεί η τιμή κλεισίματος της μετοχής κατά την ημέρα της συναλλαγής.
Για τον υπολογισμό του κόστους απόκτησης των μετοχών ισχύουν τα ακόλουθα:
α) Όταν η απόκτηση των μετοχών έχει γίνει σταδιακά, για τον υπολογισμό του κόστους κτήσης των πωλούμενων μετοχών λαμβάνεται η μέση τιμή απόκτησης αυτών.
β) Όταν οι μετοχές έχουν αποκτηθεί λόγω κληρονομιάς, δωρεάς ή γονικής παροχής, για τον υπολογισμό του κόστους κτήσης λαμβάνεται η αξία που οριστικοποιήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο κατά την εφαρμογή των διατάξεων φορολογίας κεφαλαίου ή αν δεν οριστικοποιήθηκε, η δηλωθείσα αξία.
γ) Όταν οι μετοχές έχουν αποκτηθεί δωρεάν μετά από κεφαλαιοποίηση αποθεματικών, δεν επηρεάζεται το κόστος κτήσης του συνόλου των μετοχών. Τα ίδια ισχύουν κατά τη μεταβολή του αριθμού των μετοχών με αύξηση ή μείωση της ονομαστικής τους αξίας (split – reverse split).
δ) Όταν οι μετοχές έχουν αποκτηθεί πριν από την έγκριση εισαγωγής τους στο Χ.Α., για τον υπολογισμό του κόστους κτήσης λαμβάνεται υπόψη η τιμή εισαγωγής τους σε αυτό.
ε) Όταν οι μετοχές έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο προγράμματος χορήγησης μετοχών (stock option plan), ως τιμή κτήσης λαμβάνεται η χρηματιστηριακή τιμή των μετοχών κατά το χρόνο άσκησης του δικαιώματος.
στ) Όταν οι μετοχές έχουν αποκτηθεί ως μέρισμα (αντί μετρητών), ως κόστος κτήσης αυτών λαμβάνεται το ποσό του μερίσματος που θα λάμβανε ο κάθε μέτοχος αν η διανομή γινόταν σε χρήμα.
ζ) Όταν οι μετοχές έχουν αποκτηθεί στο πλαίσιο επίτευξης της αναγκαίας διασποράς ενόψει της εισαγωγής τους στο Χ.Α., για τον υπολογισμό του κόστους απόκτησης λαμβάνεται υπόψη η τιμή με την οποία αποκτήθηκαν.
η) Όταν οι μετοχές έχουν αποκτηθεί κατά την εκκαθάριση εισηγμένου στο Χ.Α. παραγώγου προϊόντος επί μετοχών με παράδοση της υποκείμενης αξίας έναντι τιμήματος, για τον υπολογισμό του κόστους κτήσης λαμβάνεται υπόψη η τελική τιμή εκκαθάρισης για τα συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης και η τιμή κλεισίματος της υποκείμενης μετοχής στο Χ.Α. κατά την ημέρα άσκησης του δικαιώματος για τα δικαιώματα προαίρεσης επί μετοχών.
θ) Όταν οι μετοχές έχουν αποκτηθεί από εξαγορά μεριδίων Διαπραγματεύσιμων Αμοιβαίων Κεφαλαίων (Δ.Α.Κ.) του άρθρου 24 Α  του ν.3283/2004 (Α’  210) για τον υπολογισμό του κόστους κτήσης λαμβάνεται υπόψη η τιμή κλεισίματος των υποκείμενων μετοχών στο Χ.Α. κατά την ημέρα της εξαγοράς.
Για τον προσδιορισμό του κέρδους που υπόκειται σε φορολογία, λαμβάνεται υπόψη η ζημία που προκύπτει μέσα στο ίδιο έτος από την ίδια αιτία. Αν από το συμψηφισμό προκύπτει ζημία, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 4.
Για την εφαρμογή των ανωτέρω, οι Ανώνυμες Εταιρείες Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών ή τα πιστωτικά ιδρύματα, που χειρίζονται τις μετοχές των πελατών τους σύμφωνα με τον Κανονισμό του Συστήματος Αυλών Τίτλων, χορηγούν, μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα του Ιανουαρίου, στους δικαιούχους πελάτες τους κατάσταση κερδών ή ζημιών που προέκυψαν κατά το προηγούμενο έτος από τις πωλήσεις μετοχών κάθε εταιρείας διακεκριμένα και συνολικά, στην οποία αναγράφονται τα στοιχεία του δικαιούχου, καθώς και ο αριθμός φορολογικού μητρώου.
Χρόνος που προκύπτει το εισόδημα είναι ο χρόνος διακανονισμού της πώλησης των μετοχών, χωρίς να ασκεί επιρροή η τιμή στην οποία έχει λάβει χώρα η πώληση. Όταν πραγματοποιείται ανοιχτή πώληση, το εισόδημα προκύπτει κατά το χρόνο διακανονισμού της αγοράς των απαιτούμενων μετοχών ή της μεταφοράς μετοχών στο λογαριασμό του επενδυτή.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται τα δικαιολογητικά που συνυποβάλλονται με τη δήλωση φορολογίας εισοδήματος των δικαιούχων, καθώς και κάθε άλλο σχετικό θέμα.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται και για πωλήσεις μετοχών εισηγμένων σε αλλοδαπό χρηματιστήριο αξιών ή σε άλλο διεθνώς αναγνωρισμένο χρηματιστηριακό θεσμό.»

10. Η παράγραφος 4 του άρθρου 38 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος καταργείται και οι παράγραφοι 5, 6, 7 και 8 αναριθμούνται σε 4, 5, 6 και 7, αντίστοιχα.

11. Το  πρώτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 38 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, όπως αναριθμήθηκε με την προηγούμενη παράγραφο, αντικαθίσταται ως εξής:
«Τα κεφαλαιακά κέρδη που αποκτούν ατομικές επιχειρήσεις και υπόχρεοι που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 2 και οι οποίοι τηρούν βιβλία με την διπλογραφική μέθοδο από συναλλαγές σε παράγωγα προϊόντα της περ. η’ της παραγράφου 1 του άρθρου 24 του ΚΦΕ, που διαπραγματεύονται στην αγορά παραγώγων του Χρηματιστηρίου Αθηνών ή σε αλλοδαπό χρηματιστήριο παραγώγων ή σε άλλη οργανωμένη αγορά, απαλλάσσονται από το φόρο εισοδήματος.»


Άρθρο 3 
Εισόδημα από επιχειρήσεις – Εκπτώσεις δαπανών επιχειρήσεων

1.             Τα τέσσερα πρώτα εδάφια της παραγράφου 1 του άρθρου 10 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίστανται ως εξής:
«Το συνολικό καθαρό εισόδημα των υπόχρεων που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 2, όπως αυτό προσδιορίζεται με βάση τις διατάξεις αυτού του Κώδικα, μετά την αφαίρεση των κερδών τα οποία απαλλάσσονται από το φόρο ή φορολογούνται αυτοτελώς καθώς και των κερδών τα οποία προέρχονται από μερίσματα ημεδαπών ανωνύμων εταιριών ή συνεταιρισμών και των κερδών από μερίδια ημεδαπής εταιρίας περιορισμένης ευθύνης ή από τη συμμετοχή σε υπόχρεους που αναφέρονται στην παράγραφο 4 του άρθρου 2, φορολογείται ως εξής:
Προκειμένου για ομόρρυθμες εταιρείες (Ο.Ε.),  ετερόρρυθμες εταιρείες (Ε.Ε.)., κοινωνίες αστικού δικαίου που ασκούν επιχείρηση ή επάγγελμα, αστικές ή μη  κερδοσκοπικές εταιρείες, συμμετοχικές ή αφανείς καθώς και κοινοπραξίες, με την ακόλουθη κλίμακα :
Κλιμάκιο εισοδήματος
(ευρώ)
Φορολογικός συντελεστής
%
Φόρος κλιμακίου
(ευρώ)
Σύνολο
Εισοδήματος
(ευρώ)
Φόρου
(ευρώ)
50.000
26%
13.000
50.000
13.000
Υπερβάλλον
33%




Όταν οι παραπάνω υπόχρεοι τηρούν διπλογραφικά βιβλία το συνολικό καθαρό εισόδημά τους υποβάλλεται σε φόρο με συντελεστή είκοσι έξ τοις εκατό (26%).
Σε περίπτωση διανομής κερδών από τους τηρούντες διπλογραφικά βιβλία και εφόσον υπάρχει  σχετική πρόβλεψη στο καταστατικό τους, εφαρμόζονται ανάλογα οι  διατάξεις του άρθρου 55.
Επίσης για τους υπόχρεους αυτούς εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων  98 και επόμενα.»

2.             Στο πρώτο εδάφιο της περίπτωσης α’ της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του Κ.Φ.Ε., οι λέξεις «εκτός από τις επιχειρήσεις που αναφέρονται στο άρθρο 34» διαγράφονται.

3.             Στο πρώτο εδάφιο της περίπτωσης β’ της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του Κ.Φ.Ε., οι λέξεις «ή κοινότητας» διαγράφονται.

4.             Οι  διατάξεις της περίπτωσης ε΄ της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.

5.             Στο τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης στ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 28 οι λέξεις «από εταιρεία περιορισμένης ευθύνης σε εταίρους της» αντικαθίστανται με τις λέξεις «από τα λοιπά νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101 σε εταίρους ή διαχειριστές τους».

6.             Τα τρία τελευταία εδάφια της περίπτωσης ζ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίστανται ως εξής:
«Η υπεραξία που προκύπτει από την πώληση ακινήτου επιχείρησης σε εταιρία χρηματοδοτικής μίσθωσης, για το οποίο στη συνέχεια θα συναφθεί σύμβαση χρηματοδοτικής μίσθωσης μεταξύ εταιρίας χρηματοδοτικής μίσθωσης και της πωλήτριας επιχείρησης, απαλλάσσεται από το φόρο εισοδήματος, με την προϋπόθεση ότι θα εμφανισθεί σε ιδιαίτερο λογαριασμό αφορολόγητου αποθεματικού, το οποίο φορολογείται, σε περίπτωση διανομής ή διάλυσης της επιχείρησης, καθώς και λόγω λύσης της σύμβασης ή υποκατάστασης του μισθωτή από νέο πρόσωπο, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις. Για τον προσδιορισμό της υπεραξίας, ως τιμή πώλησης λαμβάνεται αυτή που ορίζεται στη σύμβαση. Οι διατάξεις των δύο προηγούμενων εδαφίων δεν εφαρμόζονται για συμβάσεις αγοράς ακινήτων στις οποίες αντισυμβαλλόμενος είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, που είναι κάτοικος ή έχει την καταστατική ή πραγματική έδρα ή είναι εγκατεστημένος  σε κράτος μη συνεργάσιμο.  Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται και για συναλλαγές στις οποίες αντισυμβαλλόμενος είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, που είναι κάτοικος ή έχει την καταστατική ή πραγματική έδρα ή είναι εγκατεστημένος σε κράτος με προνομιακό φορολογικό καθεστώς, εκτός εάν ο ενδιαφερόμενος αποδείξει ότι πρόκειται για συνήθεις συναλλαγές και δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταφορά κερδών ή εισοδημάτων ή κεφαλαίου με σκοπό τη φοροαποφυγή ή φοροδιαφυγή

7.             Η περίπτωση θ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του Κ.Φ.Ε.  καταργείται.

8.             Τα τρία πρώτα εδάφια της παραγράφου 4 του άρθρου 28 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίστανται ως εξής:

«4. Τα κατά το άρθρο αυτό εισοδήματα και κέρδη των επιχειρήσεων, που λειτουργούν με τη μορφή ομόρρυθμης, ετερόρρυθμης, περιορισμένης ευθύνης και ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας, κοινοπραξίας, κοινωνίας και αστικής εταιρίας κερδοσκοπικού χαρακτήρα, καθώς και συνεταιρισμών θεωρείται ότι αποκτήθηκαν:
α) Στις περιπτώσεις της ομόρρυθμης, ετερόρρυθμης, περιορισμένης ευθύνης και ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας, της κοινοπραξίας, κοινωνίας και αστικής εταιρίας κερδοσκοπικού χαρακτήρα από κάθε έναν εταίρο ή μέλος, για το ποσοστό των κερδών που του αναλογεί από τη συμμετοχή του στην εταιρία, κοινοπραξία ή κοινωνία. Ως χρόνος κτήσης, για επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία με τη διπλογραφική μέθοδο, θεωρείται ο χρόνος πίστωσης ή καταβολής αυτών στο δικαιούχο, για επιχειρήσεις που τηρούν βιβλία με την απλογραφική μέθοδο, θεωρείται η ημερομηνία στην οποία έκλεισε η διαχείριση και προκειμένου για τα κέρδη που διανέμουν οι εταιρείες περιορισμένης ευθύνης και ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρίες, ο χρόνος έγκρισης αυτών από τη συνέλευση των εταίρων.
Σε περίπτωση λύσης, συγχώνευσης ή μετατροπής της εταιρίας περιορισμένης ευθύνης και της ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρείας, το εισόδημα λογίζεται ότι αποκτάται από αυτούς που έχουν την ιδιότητα του εταίρου την ημερομηνία της λύσης, συγχώνευσης ή μετατροπής, κατά περίπτωση.»

9.             Το τρίτο εδάφιο της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 4 του άρθρου 28 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Η κοινοπραξία αναγνωρίζεται εφόσον έχουν πληρωθεί οι προϋποθέσεις που ορίζονται από τις διατάξεις του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών.»

10.         Στο δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 29 του Κ.Φ.Ε. οι λέξεις «τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων» αντικαθίστανται με τις λέξεις «με τη διπλογραφική μέθοδο».

11.         Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 29 του Κ.Φ.Ε., οι λέξεις «τρίτης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων» αντικαθίστανται με τις λέξεις «με τη διπλογραφική μέθοδο».


12.         Στο τέλος της παραγράφου 5 του άρθρου 30 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται εδάφιο ως εξής:

«Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου δεν εφαρμόζονται για συναλλαγές στις οποίες αντισυμβαλλόμενος είναι φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή νομική οντότητα, που είναι κάτοικος ή έχει την καταστατική ή πραγματική έδρα ή είναι εγκατεστημένος σε κράτος που υπόκειται σε προνομιακό φορολογικό καθεστώς, και ο ενδιαφερόμενος αποδείξει ότι πρόκειται για πραγματικές και συνήθεις συναλλαγές που  δεν έχουν ως αποτέλεσμα τη μεταφορά κερδών ή εισοδημάτων ή κεφαλαίου με σκοπό τη φοροαποφυγή ή φοροδιαφυγή

13.         Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. οι λέξεις «επαρκή και ακριβή βιβλία και στοιχεία δεύτερης και τρίτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ.» αντικαθίστανται με τις λέξεις «βιβλία με την απλογραφική ή διπλογραφική μέθοδο».

14.         Στο πρώτο εδάφιο της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. οι λέξεις «, με την επιφύλαξη της παραγράφου 20 του παρόντος άρθρου» διαγράφονται.

15.         Στο πρώτο εδάφιο της υποπερίπτωσης αα’ της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. μετά τη λέξη «οργανισμού» προστίθενται οι λέξεις «μέχρι την λήξη της προθεσμίας υποβολής της κατάστασης φορολογικής αναμόρφωσης που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 38 του ν.2873/2000.».

16.         Στο πέμπτο εδάφιο της υποπερίπτωσης αα’ της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. η λέξη «σταδιακή» διαγράφεται.

17.         Στο έκτο εδάφιο της υποπερίπτωσης αα’ της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. μετά τις λέξεις «εταιριών περιορισμένης ευθύνης» προστίθενται οι λέξεις «και των ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιριών».

18.         Στο τρίτο εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ’ της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε.οι λέξεις «οριζόμενου από τις διατάξεις του άρθρου 14 του Κ.Β.Σ. φορολογικού» αντικαθίστανται με τη λέξη «προβλεπόμενου».

19.         α. Στο τέταρτο εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ’ της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. η λέξη «Πολιτισμού» αντικαθίσταται  με τις λέξεις «Παιδείας και Θρησκευμάτων, ΠολιτισμούΑθλητισμού».
β. Στο πέμπτο εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ’ της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. οι λέξεις «Οικονομίας και» διαγράφονται και η λέξη «Πολιτισμού» αντικαθίσταται με τις λέξεις «Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού».

γ. Στο δέκατο ένατο εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ’ της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. η λέξη «Πολιτισμού» αντικαθίσταται με τις λέξεις «Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού».

20.         Το εικοστό εδάφιο της υποπερίπτωσης γγ’ της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Τα ποσά των δωρεών και των χορηγιών αυτής της υποπερίπτωσης λαμβάνονται υπόψη μόνο εφόσον έχουν κατατεθεί σε λογαριασμό του νομικού προσώπου που τηρείται σε πιστωτικό ίδρυμα.»

21.         Στο δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε.  οι λέξεις «και στοιχεία δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων» αντικαθίστανται με τις λέξεις «με την απλογραφική μέθοδο».

22.         Στην περίπτωση ε’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε.  προστίθενται περιπτώσεις ιι) και ιαια) ως εξής:
«ιι) η έκτακτη ειδική εισφορά αλληλεγγύης του ν.4093/2012.
ιαια) ο φόρος του παρόντος.»

23.         Στο τέλος της περίπτωσης ε’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται εδάφιο ως εξής:
«Στην περίπτωση που οι ανωτέρω φόροι επαναχρεώνονται στην αντισυμβαλλόμενη επιχείρηση, εκπίπτουν ως δαπάνη της επιχείρησης που τους επαναχρεώνει εφόσον έχουν αποτελέσει έσοδο φορολογητέο για αυτήν.»

24.         Η περίπτωση στ’ παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε.  αντικαθίσταται ως εξής:
«στ) Των ποσών των αποσβέσεων για την κάλυψη της φθοράς των κάθε είδους εγκαταστάσεων ή μηχανημάτων ή φθαρτών υλικών, συναφών με τη λειτουργία της επιχείρησης και γενικά κάθε κινητής ή ακίνητης περιουσίας της επιχείρησης όπως και των άϋλων περιουσιακών στοιχείων και δικαιωμάτων, εφόσον αυτές έγιναν με οριστικές εγγραφές. Η διενέργεια των τακτικών αποσβέσεων είναι υποχρεωτική. Οι αποσβέσεις διενεργούνται με τη σταθερή μέθοδο απόσβεσης επί της αξίας κτήσης των πάγιων περιουσιακών στοιχείων, προσαυξημένης με τις δαπάνες προσθηκών και βελτιώσεων. Ο υπολογισμός των αποσβέσεων γίνεται, σε ετήσια βάση, ως ακολούθως:
αα) Τα κτίρια, οι εγκαταστάσεις κτιρίων με συντελεστή τέσσερα τοις εκατό (4%).
ββ) Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές και τα προγράμματα λογισμικού με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%).
γγ) Τα λοιπά πάγια περιουσιακά στοιχεία  με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%). Ειδικά για τα επιβατηγά ιδιωτικής χρήσης αυτοκίνητα το ποσοστό απόσβεσης ορίζεται σε είκοσι τοις εκατό (20%).
δδ) Η υπεραξία απόκτησης επιχείρησης με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%)
εε) Τα πάσης φύσεως δικαιώματα σύμφωνα με το χρόνο που ορίζεται στη σύμβαση. Αν δεν ορίζεται χρόνος τότε αποσβέννυνται με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%).
στστ) Τα έξοδα πολυετούς απόσβεσης, όπως αυτά ορίζονται στο Π.Δ. 1123/1980 με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%).
Εξαιρετικώς, πάγια στοιχεία των οποίων η αξία κτήσης του καθενός είναι μέχρι πέντε χιλιάδες (5.000) ευρώ μπορούν να αποσβεσθούν εξ ολοκλήρου μέσα στη χρήση κατά την οποία αυτά χρησιμοποιήθηκαν ή τέθηκαν σε λειτουργία. Σε περίπτωση κατά την οποία πάγιο περιουσιακό στοιχείο τεθεί εκτός εκμετάλλευσης δεν υπολογίζονται αποσβέσεις για το διάστημα που αυτό παραμένει εκτός εκμετάλλευσης. Όταν μελλοντικά το πάγιο περιουσιακό στοιχείο τεθεί εντός εκμετάλλευσης συνεχίζεται από την ημερομηνία αυτή ο υπολογισμός των αποσβέσεων. Ειδικά οι νέες επιχειρήσεις για τις τρεις (3) πρώτες διαχειριστικές περιόδους, δύνανται για όλα τα πάγια περιουσιακά στοιχεία να διενεργούν αποσβέσεις με μηδενικό συντελεστή. Τα παραπάνω εφαρμόζονται και για τη δαπάνη που καταβάλλει επιχείρηση, για την κατασκευή μη ιδιόκτητου δικτύου σύνδεσης του σταθμού αυτοπαραγωγής ή ανεξάρτητης παραγωγής μέχρι το δίκτυο του παρόχου ηλεκτρικού ρεύματος.
Ειδικά, όταν η επιχείρηση δεν διενεργεί απόσβεση χρησιμοποιούμενου παγίου σε συγκεκριμένη χρήση, εφόσον αυτό δεν έχει τεθεί εκτός εκμετάλλευσης, ή όταν διενεργεί με μικρότερο συντελεστή από τον προβλεπόμενο, δεν έχει το δικαίωμα διενέργειας αποσβέσεων για το ποσό αυτό στις επόμενες χρήσεις. Όταν διενεργείται απόσβεση με συντελεστή ανώτερο από τον προβλεπόμενο, το επιπλέον του νομίμου ποσού απόσβεσης δεν εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης.»


25.         Στο δεύτερο, τρίτο και τέταρτο εδάφιο της περίπτωσης θ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. η λέξη «επιτηδευματίες» αντικαθίσταται με τη λέξη «επιχειρήσεις».

26.         Στο τρίτο και τέταρτο εδάφιο της περίπτωσης θ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε.  η λέξη «Κ.Β.Σ.» αντικαθίσταται με τις λέξεις «Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών».

27.         Στο τέταρτο εδάφιο της περίπτωσης θ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε.  οι λέξεις «και κοινότητες» διαγράφεται.

28.         Στο έβδομο εδάφιο της περίπτωσης θ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. οι λέξεις «ή κοινότητες» διαγράφονται.

29.         Στο δωδέκατο εδάφιο της περίπτωσης θ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. οι λέξεις «20 του π.δ.186/1992 ( Α΄ 84)» αντικαθίσταται με τις λέξεις «10 του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών».

30.         Στο τέλος της περίπτωσης θ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε.  προστίθεται νέο εδάφιο που έχει ως εξής:
«Ο συντελεστής του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης αυτής εφαρμόζεται και για τους ελεύθερους επαγγελματίες της παραγράφου 1 του άρθρου 48 ανεξάρτητα από την κατηγορία τήρησης βιβλίων του Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών.»

31.         Η περίπτωση ια’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«ια) Οι δαπάνες επιστημονικής και τεχνολογικής έρευνας κατά το χρόνο της πραγματοποίησής τους, προσαυξημένες κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%). Ειδικά οι δαπάνες που αφορούν πάγιο εξοπλισμό, προκειμένου να προσαυξηθούν σύμφωνα με το προηγούμενο εδάφιο, κατανέμονται ισόποσα στα επόμενα τρία (3) έτη. Τα κριτήρια χαρακτηρισμού των πιο πάνω δαπανών καθορίζονται με προεδρικό διάταγμα μετά από πρόταση των Υπουργών Οικονομικών και Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων. Στην περίπτωση αυτή, οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 4 έχουν εφαρμογή για το υπόλοιπο ζημιών που προκύπτει μετά την αφαίρεση του ως άνω ποσοστού.
Συγχρόνως με την υποβολή της φορολογικής της δήλωσης, η επιχείρηση υποβάλλει στην αρμόδια υπηρεσία του Υπουργείου Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων τα απαραίτητα δικαιολογητικά για τις δαπάνες έρευνας και τεχνολογίας που πραγματοποίησε. Ο έλεγχος και η πιστοποίηση των δαπανών αυτών διενεργούνται εντός χρονικού διαστήματος έξι (6) μηνών. Μετά την άπρακτη παρέλευση της εν λόγω προθεσμίας θεωρείται ότι οι σχετικές δαπάνες έχουν εγκριθεί. Σε κάθε περίπτωση, το Υπουργείο Ανάπτυξης Ανταγωνιστικότητας, Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων ενημερώνει σχετικά το Υπουργείο Οικονομικών σύμφωνα με τη διαδικασία που καθορίζεται στο προεδρικό διάταγμα.»

32.         Τα δύο πρώτα εδάφια της  περίπτωσης ιβ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε.  καταργούνται.

33.         Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης ιγ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε.  αντικαθίσταται ως εξής:
«Σε περίπτωση κατά την οποία ο ετήσιος συντελεστής απόσβεσης που προκύπτει με τον τρόπο αυτόν είναι μικρότερος από το συντελεστή που ορίζεται στην περίπτωση στ’ για το ίδιο πάγιο στοιχείο, όταν αυτό είναι ιδιόκτητο, η επιχείρηση μπορεί να εφαρμόσει τον συντελεστή της περίπτωσης αυτής.»

34.         Η περίπτωση ιε’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε.  καταργείται.

35.         Στην περίπτωση ν’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε.  οι λέξεις «μέσα στην επιχείρηση» διαγράφονται.

36.         Στο τέλος της περίπτωσης ο’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. προστίθενται οι λέξεις «εφόσον τα παραστατικά εκδίδονται στο όνομα της επιχείρησης και στην αιτιολογία αναγράφονται τα στοιχεία του τέκνου».


37.         Η περίπτωση χ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«χ) Οι παροχές σε χρήμα ή σε είδος προς τους εργαζομένους για επιβράβευση της απόδοσής τους εφόσον έχουν καταβληθεί ή βεβαιωθεί οι ασφαλιστικές εισφορές μέχρι την λήξη της προθεσμίας υποβολής της κατάστασης φορολογικής αναμόρφωσης που προβλέπεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 38 του ν.2873/2000 (Α’ 285) και εφόσον φορολογούνται ως εισόδημα από μισθωτές υπηρεσίες.»

38.         Στην περίπτωση ψ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. μετά τις λέξεις «κινητής τηλεφωνίας» προστίθενται οι λέξεις «και πρόσβασης στο διαδίκτυο».


39.         Η περίπτωση ω’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«ω) Οι δαπάνες οργάνωσης ενημερωτικών ημερίδων και συναντήσεων για τους εργαζομένους ή πελάτες της. Ειδικά για αυτές που πραγματοποιούνται εκτός του νομού που εδρεύει η επιχείρηση ή λειτουργεί υποκατάστημά της οι δαπάνες αυτές εκπίπτουν μέχρι του ποσού των τριακοσίων (300) ευρώ ανά συμμετέχοντα στην εκδήλωση.»

40.         Στο πρώτο εδάφιο και στην περίπτωση β’ της παραγράφου 8 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. οι λέξεις «ή φορολογούνται κατά ειδικό τρόπο με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης» διαγράφονται.

41.         Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 9 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε.  οι λέξεις «ή επιτηδευματίες» διαγράφονται.

42.         Στην παράγραφο 15 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε.  οι λέξεις «ή σε τρίτους» διαγράφονται.

43.         Στην παράγραφο 17 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. μετά τις λέξεις «τα πρόστιμα» προστίθενται οι λέξεις «, οι πρόσθετοι φόροι, οι προσαυξήσεις».

44.         Στην παράγραφο 19 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. οι λέξεις «Οικονομίας και» διαγράφονται και οι λέξεις «δεύτερης κατηγορίας του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων» αντικαθίστανται με τις λέξεις «με την απλογραφική μέθοδο».

45.         Η παράγραφος 20 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε.  καταργείται.

46.         Οι Α.Υ.Ο. που έχουν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση της καταργηθείσας παραγράφου 20 του άρθρου 31 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος εξακολουθούν να ισχύουν εφόσον δεν αντίκεινται στις διατάξεις του παρόντος.


Άρθρο 4 
Προσδιορισμός εισοδημάτων από επιχειρήσεις

1.             Το άρθρο 32 του Κ.Φ.Ε., αντικαθίσταται ως εξής:
«                                                         Άρθρο 32
Προσδιορισμός ακαθάριστου και καθαρού εισοδήματος από επιχειρηματική δραστηριότητα με αντικειμενικό τρόπο

«1. Ο προσδιορισμός του ακαθάριστου και του καθαρού εισοδήματος των φυσικών και νομικών προσώπων που ασκούν επιχειρηματική δραστηριότητα γίνεται με αντικειμενικό τρόπο στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) Όταν δεν τηρούνται τα προβλεπόμενα βιβλία ή τηρούνται βιβλία απλογραφικά αντί διπλογραφικά, δεν τηρούνται τα φορολογικά στοιχεία και τα λοιπά προβλεπόμενα δικαιολογητικά έγγραφα καθώς και τα συνοδευτικά στοιχεία συναλλαγών και καθίστανται αδύνατες οι ελεγκτικές επαληθεύσεις.
β) Όταν δεν διαφυλάσσονται ή δεν προσκομίζονται μετά από δύο τουλάχιστον προσκλήσεις τακτικού φορολογικού ελέγχου τα τηρούμενα βιβλία, τα φορολογικά στοιχεία και τα λοιπά προβλεπόμενα δικαιολογητικά έγγραφα καθώς και τα συνοδευτικά στοιχεία συναλλαγών εκτός εάν υπάρχει η δυνατότητα αναπαραγωγής αυτών με αξιόπιστο τρόπο, από τον ίδιο τον υπόχρεο ή/και από τις διασταυρώσεις του ελέγχου.
2. Για τους υπόχρεους για τους οποίους συντρέχουν οι προϋποθέσεις των περιπτώσεων α’ και β’ της παραγράφου 1:
α) Το ακαθάριστο εισόδημα προσδιορίζεται με βάση τα στοιχεία και τις πληροφορίες που διαθέτει η ελεγκτική αρχή για την έκταση της συναλλακτικής δράσης και τις συνθήκες λειτουργίας της επιχείρησης. Στην περίπτωση αυτή λαμβάνονται υπόψη οι αγορές, οι πωλήσεις και το μικτό κέρδος που εμφανίζει η επιχείρηση, το μικτό κέρδος που πραγματοποιείται από ομοειδείς επιχειρήσεις που λειτουργούν με παρόμοιες συνθήκες, το απασχολούμενο προσωπικό, το ύψος των κεφαλαίων που έχουν επενδυθεί, καθώς και των ίδιων κεφαλαίων κίνησης, το ποσό των δανείων και των πιστώσεων, το ποσό των εξόδων παραγωγής και διάθεσης των εμπορευμάτων, των εξόδων διαχείρισης και γενικά κάθε επαγγελματική δαπάνη.
Ειδικά για τους ελεύθερους επαγγελματίες για τον προσδιορισμό του ακαθαρίστου εισοδήματος λαμβάνονται υπόψη ο χρόνος και ο τρόπος άσκησης του επαγγέλματος, ο τόπος που ασκείται αυτό, η ειδικότητα, ο επιστημονικός τίτλος, ο κύκλος των εργασιών, το ύψος της αμοιβής που εισπράττεται κατά περίπτωση, το προσωπικό το οποίο απασχολείται, τα μέσα που διαθέτονται, η πελατεία, το ύψος των επαγγελματικών δαπανών και γενικά κάθε άλλο στοιχείο που προσδιορίζει την επαγγελματική δραστηριότητα και απόδοση αυτών. Η κρίση της ελεγκτικής αρχής για τον προσδιορισμό του ακαθαρίστου εισοδήματος πρέπει να βασίζεται  στα δεδομένα της κοινής πείρας.

β) Το καθαρό εισόδημα προσδιορίζεται με πολλαπλασιασμό του ακαθαρίστου εισοδήματος, όπως αυτό προσδιορίζεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση α΄ με τον  μοναδικό συντελεστή καθαρού κέρδους που περιλαμβάνεται σε ειδικό πίνακα ο οποίος καταρτίζεται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, προσαυξημένο κατά πενήντα τοις εκατό (50%). Στην περίπτωση που για κάποια δραστηριότητα δεν έχει προβλεφθεί μοναδικός συντελεστής καθαρού κέρδους στον ανωτέρω πίνακα, θα έχει εφαρμογή ο μέσος όρος  των συντελεστών της κατηγορίας του πίνακα στην οποία θα εντασσόταν η δραστηριότητα αυτή προσαυξημένος κατά πενήντα  τοις εκατό (50%).
Στα κατά τα ανωτέρω ακαθάριστα έσοδα δεν συμπεριλαμβάνονται τα ακόλουθα ποσά εσόδων:
αα) Οι τόκοι από συναλλακτικές πράξεις, με εξαίρεση τους τόκους της περίπτωσης η’ της παραγράφου 3 του άρθρου 28, που αποτελούν εισόδημα από επιχειρηματική δραστηριότητα.
ββ) Η αυτόματη υπερτίμηση κεφαλαίου της επιχείρησης.
γγ) Τα ποσά που έχουν εισπραχθεί από επισφαλείς απαιτήσεις που έχουν αποσβεστεί, εφόσον είχαν γίνει δεκτές από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κατά τον προσδιορισμό του φορολογούμενου εισοδήματος.
δδ) Τα ποσά που έχουν εισπραχθεί από φόρους, τέλη και εισφορές της επιχείρησης, εφόσον είχαν καταβληθεί αχρεωστήτως και είχαν γίνει δεκτά από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κατά τον προσδιορισμό του φορολογούμενου εισοδήματος.
Τα ποσά των πιο πάνω υποπεριπτώσεων αα’ έως δδ’ προστίθενται στο καθαρό κέρδος της επιχείρησης, το οποίο προκύπτει από την εφαρμογή του μοναδικού συντελεστή καθαρού κέρδους.
Αν από τα στοιχεία που προσκομίζει ο φορολογούμενος προκύπτει αποδεδειγμένα, ότι, από γεγονότα ανώτερης βίας, το πραγματικό κέρδος είναι κατώτερο από αυτό που προσδιορίζεται με την εφαρμογή του  μοναδικού συντελεστή  καθαρού κέρδους, το κέρδος αυτό μπορεί να καθορίζεται με χρήση κατώτερου συντελεστή, όχι όμως κατώτερου από το μηδέν.
Εξαιρετικά, σε περιπτώσεις μερικής ή ολικής καταστροφής της επιχείρησης και των βιβλίων και στοιχείων από πυρκαγιά, σεισμό, πλημμύρα ή θεομηνία, μπορεί να αναγνωρισθεί αρνητικός συντελεστής μέχρι ποσοστό πέντε τοις εκατό (5%) επί των ακαθάριστων εσόδων των ανέλεγκτων χρήσεων. Στις περιπτώσεις αυτές, ανεξάρτητα από την κατηγορία βιβλίων, το σχετικό αίτημα της επιχείρησης κρίνεται από την επιτροπή της παραγράφου 1 του άρθρου 88, εφαρμοζομένων ανάλογα των οριζόμενων στις διατάξεις των παραγράφων 6 και 7 του ίδιου άρθρου.»

2.             Οι διατάξεις του άρθρου 42 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται για εισοδήματα που αποκτώνται από 1η Ιανουαρίου 2014 και μετά.

3.             Οι διατάξεις του άρθρου 43 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται για εισοδήματα που αποκτώνται από 1η Ιανουαρίου 2014.

4.             Οι διατάξεις του άρθρου 44 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται για εισοδήματα που αποκτώνται από 1η Ιανουαρίου 2014.


Άρθρο 5 
Κέρδη από μεταβιβάσεις ακινήτων

1.             Το άρθρο 33 του Κ.Φ.Ε., αντικαθίσταται ως εξής:

 «                                                        Άρθρο 33
Κέρδη υπεραξίας κεφαλαίου που προκύπτουν
από τη μεταβίβαση ακινήτων

1. Επί ακινήτου ή ιδανικού μεριδίου αυτού ή εμπράγματου δικαιώματος επί ακινήτου ή ιδανικού μεριδίου αυτού που αποκτάται με οποιαδήποτε αιτία και μετά την κτήση του μεταβιβάζεται περαιτέρω με επαχθή αιτία, επιβάλλεται φόρος στη διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης αυτού και της τιμής πώλησής του. Ως κτήση του ακινήτου νοείται η αγορά ή η με άλλη αιτία κτήση του, ανεξάρτητα από τη μεταγραφή της.
2. Στην έννοια του όρου μεταβίβαση για την εφαρμογή του παρόντος περιλαμβάνονται :
α) η μεταβίβαση της πλήρους ή ψιλής κυριότητας, καθώς και η μεταβίβαση υπό αναβλητική ή διαλυτική αίρεση ή με τον όρο της εξώνησης,
β) η σύσταση επικαρπίας, οίκησης ή άλλης δουλείας των άρθρων 1188 έως 1191 του Αστικού Κώδικα,
γ) η παραίτηση από την κυριότητα ακινήτου ή από εμπράγματο δικαίωμα επί ακινήτου,
δ) η σύσταση, η απόσβεση ή η μεταβίβαση μαζί με το δεσπόζον ακίνητο πραγματικής δουλείας των άρθρων 1118 έως 1141 του Αστικού Κώδικα,
ε) η μεταβίβαση του τίτλου μεταφοράς συντελεστή δόμησης,
στ) η παραχώρηση του δικαιώματος αποκλειστικής χρήσης επί κοινόκτητων κυρίων, βοηθητικών ή ειδικών χώρων κτισμάτων ή επί κοινόκτητου τμήματος οικοπέδου,
ζ) η ανάκληση απαλλοτρίωσης, η οποία έχει συντελεστεί υπέρ προσώπου υποκείμενου στο φόρο του παρόντος άρθρου,
η) η εκποίηση ακινήτου συνεπεία εκούσιου ή δικαστικού πλειστηριασμού.
3. Δεν υπάγονται σε φόρο :
α) οι περιπτώσεις α’, β’, γ’ και δ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 2 του Α.Ν. 1521/1950 (Α’  245),
β) η επικύρωση ανώμαλων δικαιοπραξιών,
γ) η αυτούσια διανομή ή συνένωση ακινήτων,
4. Ως τιμή κτήσης του ακινήτου ή του εμπράγματου επ’ αυτού δικαιώματος λαμβάνεται η αξία αυτού κατά το χρόνο απόκτησής του, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 41 παράγραφοι 1, 2, 3 εδάφιο α’ και 4 έως 7 και στο άρθρο 41α παράγραφοι 1, 2 και 4 έως 10 του ν.1249/1982 (Α’ 42), όπου εφαρμόζεται το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού, και στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 του Α.Ν. 1521/1950 στις λοιπές περιπτώσεις ή το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο.
5. Ως τιμή πώλησης του ακινήτου ή του εμπράγματου επ’ αυτού δικαιώματος λαμβάνεται η αξία αυτού κατά το χρόνο μεταβίβασής του, ανεξάρτητα από τη μεταγραφή της πράξης μεταβίβασης, όπως προσδιορίζεται στο άρθρο 41 παράγραφοι 1, 2, 3 εδάφιο α’ και 4 έως 7 και στο άρθρο 41α παράγραφοι 1, 2 και 4 έως 10 του ν.1249/1982 (Α’ 42), όπου εφαρμόζεται το σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού και στην παράγραφο 2 του άρθρου 3 του Α.Ν. 1521/1950 στις λοιπές περιπτώσεις ή το αναγραφόμενο στο συμβόλαιο τίμημα εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο. Σε περίπτωση μεταβίβασης ακινήτου ή εμπράγματου επ’ αυτού δικαιώματος, το οποίο μετά την κτήση του εντάχθηκε σε σύστημα αντικειμενικού προσδιορισμού της αξίας του, ως τιμή πώλησης λαμβάνεται η αξία που προσδιορίζεται με βάση το σύστημα αυτό ή το δηλούμενο τίμημα, εφόσον αυτό είναι μεγαλύτερο.
6. Η διαφορά μεταξύ της τιμής κτήσης και της τιμής πώλησής του ακινήτου, η οποία υποβάλλεται σε φόρο, λαμβάνεται αποπληθωρισμένη με την εφαρμογή των ακόλουθων συντελεστών παλαιότητας :
Έτη διακράτησης
Συντελεστής παλαιότητας
Από 1 έως 5
0,90
Πάνω από 5 έως 10
0,80
Πάνω από 10 έως 15
0,75
Πάνω από 15 έως 20
0,70
Πάνω από 20 έως 25
0,65
Πάνω από 25
0,60

7. Σε περιπτώσεις κτήσης του ακινήτου αιτία θανάτου, δωρεάς ή γονικής παροχής, ως χρόνος απόκτησης για τον προσδιορισμό του φόρου θεωρείται ο χρόνος επαγωγής της κληρονομίας ή ο χρόνος κατάρτισης του συμβολαίου δωρεάς ή γονικής παροχής, έστω και αν συντρέχει νόμιμος λόγος μετάθεσης του χρόνου γένεσης της φορολογικής ενοχής.
8. Για τον καθορισμό της αξίας της ψιλής κυριότητας, της επικαρπίας, της οίκησης, της περιορισμένης προσωπικής δουλείας ή της πραγματικής δουλείας επί ακινήτου εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 15, 16 και της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 40 του Κώδικα Φορολογίας Κληρονομιών, Δωρεών, Γονικών Παροχών, Προικών και Κερδών από Λαχεία, ο οποίος κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.2961/2001 (Α’  266).
9. Τα κέρδη υπεραξίας κεφαλαίου που προκύπτουν από τη μεταβίβαση ακινήτων φορολογούνται με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) με εξάντληση της φορολογικής υποχρέωσης.
10. Στο φόρο του παρόντος άρθρου δεν υπόκεινται :
α) Το κέρδος που πραγματοποιείται από εμπορική δραστηριότητα αγοροπωλησίας ακινήτων, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις περιπτώσεις α’ και β’ της παραγράφου 3 του άρθρου 28.
β) Το κέρδος που πραγματοποιείται από την πώληση ακινήτου, παγίου περιουσιακού στοιχείου, νομικού προσώπου το οποίο φορολογείται σύμφωνα με τις διατάξεις της  παραγράφου  1 του άρθρου 10.
γ) Το κέρδος μέχρι εικοσιπέντε χιλιάδες (25.000) ευρώ που πραγματοποιείται από μεταβίβαση ακινήτου και εφόσον το ακίνητο αυτό έχει διακρατηθεί, για διάστημα τουλάχιστον πέντε (5) ετών. Η εξαίρεση του προηγουμένου εδαφίου δεν ισχύει για φυσικά πρόσωπα τα οποία πραγματοποιούν πέραν της μίας (1) μεταβίβασης εντός της ως άνω περιόδου διακράτησης.
11.Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται τα έντυπα προσδιορισμού των αξιών και οι διαδικασίες για την εφαρμογή του άρθρου αυτού.»
Άρθρο 6
Παρακράτηση φόρου

1.             Η ισχύς των διατάξεων της παραγράφου 9 του άρθρου 14 του Κ.Φ.Ε.  παρατείνεται μέχρι και το οικονομικό έτος 2014.

2.             Η παράγραφος 1 του άρθρου 54 του Κ.Φ.Ε.  αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Στα μερίσματα ή κέρδη που κεφαλαιοποιούν ή διανέμουν οι ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες, σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ημεδαπά ή αλλοδαπά, ενώσεις προσώπων ή ομάδες περιουσίας, ενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%). Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται ανάλογα και για τα κέρδη που κεφαλαιοποιούν ή διανέμουν οι ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες με τη μορφή προμερισμάτων σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ημεδαπά ή αλλοδαπά, ενώσεις προσώπων ή ομάδες περιουσίας, ανεξάρτητα αν η καταβολή τους γίνεται σε μετρητά ή  μετοχές.
Με την παρακράτηση αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων για τα πιο πάνω εισοδήματα.
Όταν ημεδαπή ανώνυμη εταιρεία προβαίνει σε διανομή κερδών και στα έσοδά της περιλαμβάνονται έσοδα από τη συμμετοχή της σε άλλο νομικό πρόσωπο της παραγράφου 1 του άρθρου 101, για τα οποία έχει παρακρατηθεί φόρος, από το φόρο που υποχρεούται να αποδώσει με τη δήλωση που ορίζεται από τις διατάξεις της παραγράφου 6 του άρθρου 54, αφαιρείται το μέρος του φόρου που έχει ήδη παρακρατηθεί σε βάρος της και αναλογεί στα διανεμόμενα από την ίδια κέρδη τα οποία προέρχονται από τις πιο πάνω συμμετοχές. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου δεν εφαρμόζονται όταν τα κέρδη καταβάλλονται σε εταιρεία άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της οποίας η καταβάλλουσα τα κέρδη ημεδαπή ανώνυμη εταιρία είναι θυγατρική, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 του ν. 2578/1998. Ο φόρος που έχει παρακρατηθεί σε βάρος του νομικού προσώπου του προηγούμενου εδαφίου επιστρέφεται σε αυτό κατά το μέρος που αναλογεί στα κέρδη που διανέμει σε εταιρεία άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον τηρούνται οι προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου. Επίσης, επιστρέφεται ο φόρος που έχει παρακρατηθεί σε βάρος της ανώνυμης εταιρείας κατά το μέρος που αναλογεί στα μερίσματα που διανέμει προς το Δημόσιο.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται ανάλογα και για τα διανεμόμενα ή κεφαλαιοποιούμενα κέρδη προηγουμένων χρήσεων.»

3.             Η παράγραφος 3 του άρθρου 54 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Στα μερίσματα που εισπράττει φυσικό πρόσωπο, κάτοικος Ελλάδας, από αλλοδαπή ανώνυμη εταιρεία ενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%). Με την παρακράτηση αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του δικαιούχου για τα πιο πάνω εισοδήματα.»

4.             Η παράγραφος 4 του άρθρου 54 του Κ.Φ.Ε.  αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Στα εισοδήματα της περίπτωσης η’ της παραγράφου 1 του άρθρου 24 ενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή είκοσι  τοις εκατό (20%). Με την παρακράτηση του φόρου αυτού εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των  υπόχρεων του άρθρου 2, καθώς και των υπόχρεων της παραγράφου 2 του άρθρου 101.»

5.             α. Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 54 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Εξαιρετικά, οι  αμοιβές ή τα ποσοστά κερδών που διανέμονται από τα κέρδη που κεφαλαιοποιούν ή διανέμουν οι ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες σε μέλη Διοικητικού Συμβουλίου ή στο εργατοϋπαλληλικό προσωπικό υπό οποιαδήποτε μορφή (bonus) καθώς και οι αμοιβές μελών Διοικητικού Συμβουλίου και οι τόκοι από ιδρυτικούς τίτλους και προνομιούχες μετοχές, που καταβάλλονται από 1.1.2009 και μετά και εκπίπτουν σύμφωνα με τις διατάξεις των περιπτώσεων α’, β’ και γ’ της παραγράφου 6 του άρθρου 105 από τα ακαθάριστα έσοδα, καθώς και για τα εισοδήματα των παραγράφων 2 και 5 του άρθρου 25, ενεργείται παρακράτηση με συντελεστή σαράντα τοις εκατό (40%).»
β. Στην περίπτωση στ΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 54 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Σε περίπτωση που δεν μεσολαβεί ημεδαπό πιστωτικό ίδρυμα, ο δικαιούχος του εισοδήματος αποδίδει ο ίδιος τον οφειλόμενο φόρο εφάπαξ με υποβολή δήλωσης, μέσα στον επόμενο μήνα από αυτόν εντός του οποίου έγινε στην αλλοδαπή η καταβολή ή η πίστωση.»

6.             Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Στα εισοδήματα που αναφέρονται στην περίπτωση στ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 28 με συντελεστή σαράντα τοις εκατό (40%).»

7.             Η περίπτωση δ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«δ) Στα κέρδη που διανέμουν οι συνεταιρισμοί ή οι ημεδαπές εταιρείες περιορισμένης ευθύνης ή οι ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα, ημεδαπά ή αλλοδαπά, ενώσεις προσώπων ή ομάδες περιουσίας, ενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%). Με την παρακράτηση αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση των δικαιούχων για τα πιο πάνω εισοδήματα. Για την απόδοση του φόρου εφαρμόζονται οι διατάξεις της περίπτωσης ζ΄ της παραγράφου 6 του άρθρου 54.
Όταν συνεταιρισμός ή ημεδαπή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ή ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία προβαίνει σε διανομή κερδών και στα έσοδά της περιλαμβάνονται έσοδα από τη συμμετοχή της σε άλλο νομικό πρόσωπο της παραγράφου 1 του άρθρου 101, για τα οποία έχει παρακρατηθεί φόρος, από το φόρο που υποχρεούται να αποδώσει με τη δήλωση που προβλέπεται στην περίπτωση αυτή, αφαιρείται το μέρος του φόρου που έχει ήδη παρακρατηθεί σε βάρος της και αναλογεί στα διανεμόμενα από τα πιο πάνω πρόσωπα κέρδη τα οποία προέρχονται από τις συμμετοχές τους αυτές. Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου δεν εφαρμόζονται όταν τα κέρδη καταβάλλονται σε εταιρεία άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της οποίας είναι θυγατρική, η καταβάλλουσα τα κέρδη ημεδαπή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 του ν. 2578/1998. Ο φόρος που έχει παρακρατηθεί σε βάρος της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης επιστρέφεται σε αυτή κατά το μέρος που αναλογεί στα κέρδη που διανέμει σε εταιρεία άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφόσον τηρούνται οι προϋποθέσεις του προηγούμενου εδαφίου.
Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται ανάλογα και για τα διανεμόμενα ή κεφαλαιοποιούμενα κέρδη προηγουμένων χρήσεων.»

8.             Η περίπτωση η’ της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του Κ.Φ.Ε.αντικαθίσταται ως εξής:
«η) Στα κέρδη που εισπράττει φυσικό πρόσωπο, κάτοικος Ελλάδας, από αλλοδαπή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ενεργείται παρακράτηση φόρου, με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%). Με την παρακράτηση αυτή εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση του δικαιούχου για τα πιο πάνω εισοδήματα. Υπόχρεος σε παρακράτηση φόρου είναι αυτός που ενεργεί στην Ελλάδα την καταβολή τους. Ειδικά για τα κέρδη που εισπράττει φυσικό πρόσωπο, κάτοικος Ελλάδας, από αλλοδαπή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και τα οποία παραμένουν στην αλλοδαπή, ο δικαιούχος του εισοδήματος αποδίδει ο ίδιος τον οφειλόμενο φόρο εφάπαξ με την υποβολή δήλωσης, μέσα στον επόμενο μήνα από αυτόν εντός του οποίου έγινε στην αλλοδαπή η καταβολή ή πίστωση.»

9.             Τα τρία πρώτα εδάφια της παραγράφου 1 του  άρθρου 58 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίστανται  ως εξής:
«Στο εισόδημα από αμοιβές ελευθέριου επαγγέλματος ενεργείται παρακράτηση φόρου με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) στο ακαθάριστο ποσό των αμοιβών αυτών εφόσον η συναλλαγή υπερβαίνει τα τριακόσια (300) ευρώ. Ο φόρος παρακρατείται από τους φορείς της Γενικής Κυβέρνησης, κοινωφελή ιδρύματα, οργανισμούς και επιχειρήσεις κοινής ωφελείας, δημόσιες επιχειρήσεις, τράπεζες και πιστωτικά ιδρύματα ή πιστωτικούς οργανισμούς, συνεταιρισμούς και ενώσεις τους, συλλόγους γενικά και ενώσεις προσώπων ανεξάρτητα από το σκοπό τους, καθώς και από επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες που τηρούν απλογραφικά και διπλογραφικά βιβλία, κατά την καταβολή των αμοιβών, ανεξαρτήτως του εκδιδόμενου στοιχείου που ορίζεται από τον Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών.
Επίσης, οι υπόχρεοι του προηγούμενου εδαφίου, όταν για την επαγγελματική τους εξυπηρέτηση ή για την εκτέλεση του σκοπού τους καταβάλλουν σε τρίτους, προμήθειες, μεσιτείες, αμοιβές ή άλλες κάθε είδους παροχές μη έμμισθης υπηρεσίας, ενοίκια αυτοκινήτων, μηχανημάτων ή άλλων κινητών πραγμάτων, εφόσον σε αυτές τις περιπτώσεις δεν ορίζεται από τον Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών η έκδοση στοιχείου από το δικαιούχο των αμοιβών αυτών, οφείλουν να παρακρατούν κατά την καταβολή της αμοιβής φόρο, ο οποίος υπολογίζεται με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) στο ακαθάριστο ποσό αυτής. Τα οριζόμενα στο προηγούμενο εδάφιο εφαρμόζονται και για αμοιβές σε συγγραφείς ή σε εισηγητές σεμιναρίων, εν ενεργεία υπαλλήλους ή συνταξιούχους, οι οποίοι εάν δεν είναι υπόχρεοι απεικόνισης από άλλη αιτία δεν καθίστανται για το λόγο αυτό υπόχρεοι.»

10.         Στο τελευταίο εδάφιο  της παραγράφου 1 του άρθρου 114 του Κ.Φ.Ε. οι λέξεις «και οι ημεδαπές εταιρείες περιορισμένης ευθύνης» αντικαθίστανται με τις λέξεις «, οι ημεδαπές εταιρείες περιορισμένης ευθύνης και οι ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρίες».

11.         Ο συντελεστής που προβλέπεται από τις διατάξεις του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 2 του άρθρου 114 του Κ.Φ.Ε.  μειώνεται από σαράντα τοις εκατό (40%) σε τριάντα τρία τοις εκατό (33%).

12.         Στο τέλος  της παραγράφου 2 του άρθρου 114 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται νέο εδάφιο που έχει ως εξής:
«Όταν δικαιούχος του εισοδήματος από κινητές αξίες, με εξαίρεση τα μερίσματα, είναι φυσικό πρόσωπο κάτοικος αλλοδαπής, η παρακράτηση φόρου ενεργείται με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%).»

13.         Στην περίπτωση δ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 114 του Κ.Φ.Ε., οι λέξεις «του παρόντος άρθρου» αντικαθίστανται με τις λέξεις «της παραγράφου αυτής».

14.         Στην περίπτωση ε’ της παραγράφου 3 του άρθρου 114 του Κ.Φ.Ε. οι λέξεις «Υπουργού Οικονομίας και Οικονομικών» και «στο άρθρο αυτό» αντικαθίστανται με τις λέξεις «Υπουργού Οικονομικών» και «στην παράγραφο αυτή», αντίστοιχα.

15.         Η περίπτωση α΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 57 του Κ.Φ.Ε.  αντικαθίσταται ως εξής:    
« α) Με βάση την κλίμακα μισθωτών – συνταξιούχων της παραγράφου 1 και την παράγραφο 2 του άρθρου 9, στους αμειβόμενους με μηνιαίο μισθό, τους συνταξιούχους και τους αμειβόμενους με ημερομίσθιο, οι οποίοι παρέχουν υπηρεσίες με σχέση μίσθωσης εργασίας πάνω από ένα έτος στον ίδιο εργοδότη ή με σχέση μίσθωσης εργασίας αορίστου χρόνου, μετά από προηγούμενη αναγωγή του μισθού ή της σύνταξης ή του ημερομισθίου ή της αμοιβής που ορίζεται με άλλη βάση, σε ετήσιο καθαρό εισόδημα.»

16.          Στο τέλος της περίπτωσης β’ της παραγράφου 7 του άρθρου 54 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται νέο εδάφιο που έχει ως εξής:
«Από το συνολικό ποσό του φόρου που αναλογεί και πρέπει να αποδοθεί, εκπίπτει ο φόρος που αποδεδειγμένα έχει παρακρατηθεί από τα φυσικά πρόσωπα σε κράτος με το οποίο η Ελλάδα έχει θέσει σε ισχύ Σ.Α.Δ.Φ. για το εισόδημα που προέκυψε σε αυτό και μέχρι  του ποσού του φόρου που αναλογεί για το εισόδημα αυτό στην Ελλάδα, εφόσον ο φόρος που παρακρατήθηκε στο άλλο κράτος ορίζεται στις διατάξεις της Σ.Α.Δ.Φ.»

Άρθρο 7
Λοιπές ρυθμίσεις  φορολογίας εισοδήματος 

1.             Στις περιπτώσεις ε΄ και  ζ΄ της παραγράφου 1 και στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του  άρθρου 7 του Κ.Φ.Ε. διαγράφονται οι λέξεις «από διανοητική καθυστέρηση ή φυσική αναπηρία ή ψυχική πάθηση».

2.             Στο τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης ε΄ της παρ. 1 του άρθρου 16 του Κ.Φ.Ε. διαγράφονται οι λέξεις «από διανοητική καθυστέρηση ή φυσική αναπηρία».

3.             Στα ποσά που καταβάλλονται στους δικαιούχους και κατά το μέρος που αντιστοιχεί στα ασφάλιστρα που έχει καταβάλλει η επιχείρηση στο πλαίσιο ομαδικών ασφαλιστηρίων συμβολαίων ζωής του προσωπικού της διενεργείται παρακράτηση φόρου ως εξής:
α) με συντελεστή δέκα τοις εκατό (10%) για εφάπαξ καταβαλλόμενα ποσά μέχρι σαράντα χιλιάδες (40.000) ευρώ,
β) με συντελεστή είκοσι τοις εκατό (20%) για εφάπαξ καταβαλλόμενα ποσά κατά το μέρος που υπερβαίνουν το ποσό των  σαράντα χιλιάδων  (40.000) ευρώ,
γ) με συντελεστή δεκαπέντε τοις εκατό (15%) για κάθε περιοδικά καταβαλλόμενη παροχή.
Οι συντελεστές των περιπτώσεων (α), (β) και (γ) διπλασιάζονται σε περίπτωση είσπραξης από τον δικαιούχο ποσού πρόωρης εξαγοράς. Ο φόρος που προκύπτει από τις διατάξεις αυτής της παραγράφου παρακρατείται κατά την πληρωμή από τις ασφαλιστικές εταιρίες. Για την απόδοση του φόρου αυτού εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 60 του Κ.Φ.Ε. Με την παρακράτηση αυτού του φόρου εξαντλείται η φορολογική υποχρέωση από το φόρο εισοδήματος των δικαιούχων για τα ποσά αυτά.

4.             Η ισχύς του δεύτερου εδαφίου της παραγράφου 3 του άρθρου 46 του Κ.Φ.Ε. όπως αυτό προστέθηκε με τις διατάξεις της παραγράφου 11 του άρθρου 4 του ν. 4038/2012 (Α΄14) παρατείνεται και για τις ανείσπρακτες δεδουλευμένες αποδοχές της διαχειριστικής χρήσης του 2012.

5.             Η παράγραφος  1 του άρθρου  19 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Η διαφορά του εισοδήματος που δηλώθηκε από το φορολογούμενο, τη σύζυγό του και τα πρόσωπα που τους βαρύνουν ή προσδιορίστηκε από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και της συνολικής ετήσιας δαπάνης τους, των άρθρων 16 και 17, προσαυξάνει τα εισοδήματα που δηλώνονται ή προσδιορίζονται από τον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας κατά το ίδιο οικονομικό έτος, του φορολογούμενου ή της συζύγου του της κατηγορίας από την οποία δηλώνονται τα μεγαλύτερα εισοδήματα και, αν δεν δηλώνεται εισόδημα από καμία κατηγορία, η διαφορά αυτή λογίζεται εισόδημα της παραγράφου 3 του άρθρου 48.

6.             Η τέταρτη περίπτωση της υποπαραγράφου ΙΑ.2 της παραγράφου ΙΑ του ν. 4093/2012 αντικαθίσταται ως εξής :
«Το ενιαίο επίδομα στήριξης τέκνων καθορίζεται ανάλογα με τον αριθμό των εξαρτώμενων τέκνων σε σαράντα (40) ευρώ ανά μήνα για κάθε εξαρτώμενο τέκνο.»

7.             Θεσπίζεται ειδικά για τα εξαρτώμενα τέκνα  από το τρίτο τέκνο και πάνω, ειδικό επίδομα τριτέκνων και πολυτέκνων το οποίο ορίζεται σε πεντακόσια (500) ευρώ κατ’ έτος για κάθε τέκνο, εφόσον το οικογενειακό εισόδημα είναι μέχρι σαράντα πέντε χιλιάδες (45 000) ευρώ.



Άρθρο 8
Υποχρεώσεις και δικαιώματα φορολογουμένων – υπηρεσιών

1.             Η παράγραφος 1 του άρθρου 61 του Κ.Φ.Ε αντικαθίσταται ως εξής:

«1. Κάθε φυσικό πρόσωπο για το οποίο συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 2,  ανεξάρτητα από το αν υπόκειται ή όχι σε φόρο,  έχει υποχρέωση να υποβάλλει δήλωση εφόσον έχει συμπληρώσει το δέκατο όγδοο (18ο) έτος της ηλικίας του, με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 5.  Εξαιρετικά,  υποχρέωση υποβολής δήλωσης έχει οποιοσδήποτε,  εφόσον προσκληθεί γι’ αυτό εγγράφως από τον αρμόδιο Προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας.  Στην περίπτωση αυτή ο καλούμενος υποχρεούται να υποβάλλει τις οικείες δηλώσεις μέσα στην προθεσμία τριάντα (30) ημερών από την ημερομηνία της επίδοσης σε αυτόν της οικείας πρόσκλησης.
Υπόχρεοι για υποβολή δήλωσης είναι όσοι δηλώνουν κάτοικοι εξωτερικού για το εισόδημα που προκύπτει στην Ελλάδα ή υπάγονται στις διατάξεις των άρθρων 16 και 17 του Κ.Φ.Ε., ανεξάρτητα αν εμπίπτουν στην απαλλαγή της περίπτωσης η΄ του άρθρου 18 του Κ.Φ.Ε.
Παράλειψη του υπόχρεου να επιδώσει μέχρι το τέλος του οικείου οικονομικού έτους δήλωση,  στην οποία αναγράφεται η ζημία που προέκυψε στο ίδιο οικονομικό έτος,  του στερεί το δικαίωμα συμψηφισμού,  που ορίζεται από την παράγραφο 3 του άρθρου 4.
Αν ο φορολογούμενος κατοικεί στην αλλοδαπή,  υπόχρεοι σε υποβολή δήλωσης είναι αλληλεγγύως με αυτόν,  οι αντιπρόσωποι ή οι πράκτορές του στην Ελλάδα.»

2.             Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 62 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

«Με τη χρήση σύγχρονων ηλεκτρονικών μεθόδων και δικτυακών υποδομών γίνεται υποχρεωτικά η υποβολή από κάθε υπόχρεο που ασκεί επιχείρηση ή επάγγελμα, καθώς και από κάθε άλλο υπόχρεο του οποίου η δήλωση υποβάλλεται από εξουσιοδοτημένο λογιστή στον προϊστάμενο της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας,  που είναι αρμόδιος,  σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 63.
Η δήλωση υποβάλλεται από την 1η Φεβρουαρίου μέχρι και την 30η Ιουνίου του οικείου οικονομικού έτους και μέχρι την έναρξη του ωραρίου λειτουργίας των δημοσίων υπηρεσιών της επόμενης μέρας από την ημέρα λήξης της προθεσμίας.»

3.             Οι περιπτώσεις α΄, β΄, γ΄ με τις υποπεριπτώσεις, δ΄ με τις υποπεριπτώσεις, οι περιπτώσεις του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 62 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.

4.             Στην παράγραφο 6  του άρθρου 62 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται νέο εδάφιο που έχει  ως εξής:
«Σε κάθε περίπτωση στη δήλωση αυτή αναγράφονται όλα τα εισοδήματα του υπόχρεου ανεξάρτητα από τον τρόπο φορολόγησής τους, καθώς και τα απαλλασσόμενα από το φόρο εισοδήματα. Για τα αυτοτελώς ή με ειδικό τρόπο φορολογούμενα εισοδήματα  αναγράφεται και ο παρακρατηθείς ή αποδοθείς κατά περίπτωση φόρος.»

5.             Στο άρθρο 66 του Κ.Φ.Ε. προστίθενται νέες παράγραφοι 10, 11, 12 και 13 ως εξής:
«10.  Ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. και ο υπάλληλος που ορίζεται από αυτόν δικαιούται, οποιαδήποτε εργάσιμη για τον υπόχρεο ώρα, να λαμβάνει γνώση, να ελέγχει και να θεωρεί όλα τα βιβλία και στοιχεία που ορίζονται από τον Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (Κ.Φ.Α.Σ.) ή άλλους νόμους, καθώς και αυτά που τηρούνται προαιρετικά από τον υπόχρεο και να λαμβάνει γνώση οποιουδήποτε άλλου βιβλίου, εγγράφου ή στοιχείου και κάθε περιουσιακού στοιχείου που βρίσκεται στην επαγγελματική εγκατάσταση του επιτηδευματία ή στο κατάστημα κάθε άλλου υπόχρεου. Ο έλεγχος των βιβλίων και στοιχείων που ορίζονται από τον Κώδικα αυτό γίνεται στην επαγγελματική εγκατάσταση του επιτηδευματία ή στην έδρα της Δ.Ο.Υ. ή της ελεγκτικής υπηρεσίας μετά από έγγραφη πρόσκληση του προϊσταμένου αυτής.
11. Αν κατά τη διάρκεια φορολογικού ελέγχου διαπιστωθεί η ύπαρξη βιβλίων, στοιχείων ή εγγράφων, επίσημων ή ανεπίσημων, από τα οποία είναι ενδεχόμενο να προκύπτει απόκρυψη φορολογητέας ύλης, κατάσχονται από τον υπάλληλο που ενεργεί το φορολογικό έλεγχο και παραδίδονται στον αρμόδιο προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ., ο οποίος εφόσον με βάση αυτά ενεργεί φορολογική εγγραφή, τα διαφυλάσσει μέχρι την τελεσιδικία αυτής. Για τις κατασχέσεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται ανάλογα οι διατάξεις των πέντε τελευταίων εδαφίων της επόμενης παραγράφου.
12. Ο προϊστάμενος της Δ.Ο.Υ. ή ο αρμόδιος Επιθεωρητής, στις περιπτώσεις που υπάρχουν βάσιμες υπόνοιες ότι στην επαγγελματική εγκατάσταση του επιτηδευματία ή στο κατάστημα οποιουδήποτε άλλου υπόχρεου αποκρύπτονται βιβλία, έγγραφα, εμπορεύματα ή άλλα στοιχεία, τα οποία ασκούν επιρροή στον ακριβή προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης, μπορεί, με έγγραφό του να ζητήσει από τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών και, αν δεν υπάρχει αυτός, από τον Ειρηνοδίκη της περιφέρειας, όπου υπάγεται η επαγγελματική εγκατάσταση του επιτηδευματία ή το κατάστημα άλλου υπόχρεου, τη συνδρομή ανακριτικού υπαλλήλου για την έρευνα προς ανεύρεση των βιβλίων ή εγγράφων ή εμπορευμάτων ή άλλων στοιχείων, με τη σύμπραξη φοροτεχνικών υπαλλήλων, που ορίζονται από τον προϊστάμενο της Δ.Ο.Υ. ή τον αρμόδιο Επιθεωρητή.
Η έρευνα ενεργείται σε οποιαδήποτε για τον υπόχρεο εργάσιμη ώρα. Τα βιβλία, έγγραφα και λοιπά στοιχεία που βρίσκονται, κατάσχονται και παραδίδονται στον αρμόδιο προϊστάμενο Δ.Ο.Υ., ο οποίος, εφόσον με βάση αυτά ενεργεί φορολογική εγγραφή, τα φυλάσσει μέχρι την τελεσιδικία αυτής.
Για την έρευνα και την κατάσχεση συντάσσεται έκθεση, η οποία υπογράφεται από αυτούς που ενεργούν την κατάσχεση και τον επιτηδευματία ή τον παρόντα κατά τη διενέργεια του ελέγχου εταίρο ή μέλος ή συγγενικό προς τους ανωτέρω πρόσωπο ή πρόσωπο που μετέχει στη διοίκηση ή διαχείριση ή υπάλληλο ή λογιστή της επιχείρησης.
Αντίγραφο της έκθεσης παραδίδεται στον υπόχρεο ή στο παριστάμενο, κατά τις διακρίσεις του προηγούμενου εδαφίου, πρόσωπο.
Σε περίπτωση άρνησης των παραπάνω να υπογράψουν, εφαρμόζονται οι σχετικές με τις κοινοποιήσεις διατάξεις του Κώδικα Διοικητικής Δικονομίας. Ο ελεγχόμενος δικαιούται να λάβει αντίγραφα ή φωτοτυπίες των κατασχεθέντων βιβλίων, στοιχείων και λοιπών εγγράφων, με δαπάνες του. Για την κατάσχεση βιβλίων, εγγράφων και λοιπών στοιχείων τρίτου φορολογούμενου δεν απαιτείται επίδοση της έκθεσης κατάσχεσης σε αυτόν, με την προϋπόθεση ότι στην έκθεση ελέγχου, που επισυνάπτεται στην απόφαση επιβολής προστίμου σε βάρος του τρίτου, επισυνάπτεται αντίγραφο της σχετικής έκθεσης κατάσχεσης ή απόσπασμα αυτής.
13. Τα δικαιώματα του αρμόδιου προϊσταμένου Δ.Ο.Υ. που ορίζονται από τις διατάξεις των παραγράφων 10 και 11 του άρθρου αυτού ενασκούνται παράλληλα και από τους Γενικούς Διευθυντές Φορολογίας, Επιθεώρησης και Ελέγχων, καθώς και από τους προϊσταμένους του Σώματος Δίωξης Οικονομικού Εγκλήματος (Σ.Δ.Ο.Ε.).»

6.             Ο τίτλος του άρθρου 82 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Λοιπές υποχρεώσεις φορολογουμένων, υπηρεσιών,
νομικών προσώπων και οργανώσεων γενικά»

7.             Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 82 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Νόμιμοι ελεγκτές και ελεγκτικά γραφεία, που είναι εγγεγραμμένοι στο δημόσιο μητρώο του ν.3693/2008 (Α’ 174) και διενεργούν υποχρεωτικούς ελέγχους σε ανώνυμες εταιρείες, εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, καθώς και σε υποκαταστήματα αλλοδαπών επιχειρήσεων, υποχρεούνται στην έκδοση ετήσιου πιστοποιητικού.»

8.             Στο τέλος της παραγράφου 8 του άρθρου 82 του Κ.Φ.Ε.  προστίθεται η φράση: «Μέχρι την έκδοση των ανωτέρω αποφάσεων ισχύει η ΑΥΟ ΠΟΛ. 1159/22-7-2011.»

9.             Στην παράγραφο 5 του άρθρου 85 του Κ.Φ.Ε., οι περιπτώσεις ιγ’ («Η χορήγηση στοιχείων…») και ιδ’ αναριθμούνται σε ιδ’ και ιε’, αντίστοιχα και προστίθεται νέα περίπτωση ιστ) ως εξής:
«ιστ) Η χορήγηση στοιχείων κατόπιν εισαγγελικής παραγγελίας του άρθρου 25 παρ.4 εδ. β΄ του ν. 1756/1988,  η οποία  περιλαμβάνει αιτιολόγηση του παραγγέλλοντος εισαγγελικού λειτουργού περί μη συνδρομής φορολογικού απορρήτου.»

10.         Στο άρθρο 85 του Κ.Φ.Ε.  οι παράγραφοι 6, 7, 8 και 9 αναριθμούνται σε 7, 8, 9 και 10 και προστίθεται νέα παράγραφος 6 ως εξής:
«6. Χωρίς έγκριση του Υπουργού Οικονομικών, καμία άλλη, πλην του προϊσταμένου της δημόσιας οικονομικής υπηρεσίας και των άλλων συναρμοδίων αρχών που εξομοιώνονται με αυτόν, δημόσια αρχή ή νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου ή οργανισμός δεν δικαιούται  να λαμβάνει γνώση των βιβλίων και στοιχείων που ορίζονται από τον Κώδικα Φορολογικής Απεικόνισης Συναλλαγών (Κ.Φ.Α.Σ.), εκτός εάν αυτό επιτρέπεται από ειδική διάταξη νόμου.
Κατ’ εξαίρεση επιτρέπεται, χωρίς έγκριση του Υπουργού Οικονομικών, να έχουν πρόσβαση και να λαμβάνουν γνώση του σχετικού περιεχομένου των βιβλίων και στοιχείων που ορίζονται από τον Κώδικα αυτόν, οι διοικητικές και δικαστικές αρχές,  εφόσον το κρίνουν αναγκαίο, με αιτιολογημένη πράξη τους, καθώς και οι οργανισμοί τοπικής αυτοδιοίκησης και οι  Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης για διεκδίκηση πόρων, ασφαλιστικών εισφορών η άλλων έννομων δικαιωμάτων τους.
Σε καμία, όμως, περίπτωση δεν επιτρέπεται στις αρχές αυτές να αφαιρούν ή να κατάσχουν τα πιο πάνω βιβλία και στοιχεία.»







Άρθρο 9
Φορολογία εισοδήματος νομικών προσώπων

1.             Η περίπτωση α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 99 του Κ.Φ.Ε.  αντικαθίσταται ως εξής:
«α) Σε ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες, εταιρείες περιορισμένης ευθύνης και ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες το συνολικό καθαρό εισόδημα ή κέρδος που προκύπτει στην ημεδαπή ή αλλοδαπή. Τα διανεμόμενα κέρδη λαμβάνονται από το υπόλοιπο των κερδών, που απομένει μετά την αφαίρεση του αναλογούντος φόρου εισοδήματος. Επίσης, επί ημεδαπών ανώνυμων εταιρειών ή εταιρειών περιορισμένης ευθύνης ή ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιρειών, οι οποίες απαλλάσσονται του φόρου εισοδήματος βάσει ειδικών διατάξεων νόμων, αντικείμενο φόρου είναι τα κεφαλαιοποιούμενα ή διανεμόμενα με οποιαδήποτε μορφή κέρδη, μετά την αναγωγή αυτών σε μικτό ποσό με την προσθήκη του αναλογούντος σε αυτά φόρου εισοδήματος. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου έχουν ανάλογη εφαρμογή και σε οποιαδήποτε περίπτωση κεφαλαιοποίησης ή διανομής κερδών για τα οποία δεν έχει καταβληθεί φόρος εισοδήματος.
Πέραν του φόρου εισοδήματος που οφείλεται στις περιπτώσεις που αναφέρονται στα δύο προηγούμενα εδάφια, στα κέρδη που διανέμονται από την ανώνυμη εταιρεία ή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης ή ιδιωτική κεφαλαιουχική εταιρεία ενεργείται και παρακράτηση φόρου σύμφωνα με την παράγραφο 1 του άρθρου 54 ή την περίπτωση δ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 55, κατά περίπτωση.
Κατ' εξαίρεση, το συνολικό καθαρό εισόδημα ή κέρδος των εταιρειών περιορισμένης ευθύνης, που συστήθηκαν με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 29 του ν. 588/1977 (Α’ 148), δεν υπόκειται σε φόρο στο όνομα του νομικού προσώπου, αλλά στο όνομα κάθε εταίρου αυτών για το ποσοστό των κερδών που του αναλογεί από τη συμμετοχή του στην εταιρεία.»

2.             Το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 99 του Κ.Φ.Ε.  καταργείται.

3.             Στην παράγραφο 1 του άρθρου 101 του Κ.Φ.Ε.  προστίθεται περίπτωση στ’ που έχει ως εξής:
«στ) Οι ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες (Ι.Κ.Ε.). »

4.             Η περίπτωση β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 101 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«β) Οι δημόσιες και δημοτικές επιχειρήσεις και εκμεταλλεύσεις κερδοσκοπικού χαρακτήρα.»

5.             Στην περίπτωση ζ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 103 του Κ.Φ.Ε. μετά από τις λέξεις «ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες,» προστίθενται οι λέξεις «ημεδαπές εταιρείες περιορισμένης ευθύνης, ιδιωτικές κεφαλαιουχικές εταιρείες,».

6.             Οι περιπτώσεις θ’ και ιγ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 103 του Κ.Φ.Ε.  καταργούνται.

7.             Η περίπτωση ια’ της παραγράφου 1 του άρθρου 103 του Κ.Φ.Ε.  αντικαθίσταται ως εξής:
«ια) Τα κέρδη που εισπράττουν ημεδαπές ανώνυμες εταιρείες και εταιρείες περιορισμένης ευθύνης από εταιρείες που έχουν την έδρα τους σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στις οποίες συμμετέχουν κατά την έννοια των διατάξεων του άρθρου 11 του ν.2578/1998 (Α’ 30), απαλλάσσονται της φορολογίας με την προϋπόθεση ότι εμφανίζονται σε λογαριασμό αφορολόγητου αποθεματικού, ανεξάρτητα από την επάρκεια κερδών. Αν διανεμηθεί ή κεφαλαιοποιηθεί το αποθεματικό αυτό ή μέρος αυτού, έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 54 ή της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 55, κατά περίπτωση, μη εφαρμοζομένων στην περίπτωση αυτή των διατάξεων της παραγράφου 4 του άρθρου 106. Από το ποσό του φόρου που οφείλεται σύμφωνα με την περίπτωση αυτή εκπίπτει το ποσό του φόρου που καταβλήθηκε στην αλλοδαπή ως φόρος εισοδήματος νομικού προσώπου ή παρακρατήθηκε ως φόρος επί των διανεμηθέντων κερδών. Τυχόν πιστωτικό υπόλοιπο δεν επιστρέφεται. Τα πιο πάνω δεν έχουν εφαρμογή όταν το αποθεματικό διανέμεται σε μητρική εταιρεία άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 του ν. 2578/1998.»

8.             Η περίπτωση ιβ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 103 του Κ.Φ.Ε. ς αντικαθίσταται ως εξής:
«ιβ) Οι εταιρείες επενδύσεων χαρτοφυλακίου και οι οργανισμοί συλλογικών επενδύσεων σε κινητές αξίες (ΟΣΕΚΑ), επιφυλασσομένων των διατάξεων των παραγράφων 3 και 5 του άρθρου 114.»

9.             Το πρώτο εδάφιο της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 104 του Κ.Φ.Ε.  αντικαθίσταται ως εξής:
«Η διαχειριστική περίοδος, για τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101 που τηρούν βιβλία με τη διπλογραφική μέθοδο.»

10.         Στην περίπτωση β’ της παραγράφου 3 του άρθρου 105 του Κ.Φ.Ε. η λέξη «Εμπορίου» αντικαθίσταται με την λέξη «Ανάπτυξης».

11.         Στην περίπτωση γ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 105 του Κ.Φ.Ε.  οι λέξεις «η οποία καταχωρείται υποχρεωτικά στο βιβλίο επισυμβασών ζημιών, που προβλέπεται από την περίπτωση ια' της παρ. 5 του άρθρου 10 του π.δ. 186/1992» διαγράφονται.

12.         Η περίπτωση δ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 105 του Κ.Φ.Ε.  καταργείται.

13.         Στην παράγραφο 4 του άρθρου 105 του Κ.Φ.Ε. στο πρώτο εδάφιο μετά την λέξη «ποσοστό» προστίθενται οι λέξεις «ένα τοις εκατό (1%)» και τα τέσσερα τελευταία εδάφια καταργούνται.

14.         Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 105 του Κ.Φ.Ε. οι λέξεις «27 του ν.2076/1992 (Α’ 130)» αντικαθίστανται με τις λέξεις «88 του ν.3601/2007 (Α’ 178)».

15.         Το τρίτο και τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 12 του άρθρου 105 του Κ.Φ.Ε. καταργούνται.

16.         Στο όγδοο εδάφιο της παραγράφου 12 του άρθρου 105 του Κ.Φ.Ε.,  οι λέξεις «κατ’ επιλογή της Εταιρίας Ειδικού Σκοπού, είτε με τη σταθερή μέθοδο, καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου λειτουργίας του έργου» αντικαθίστανται με τις λέξεις «είτε με τους συντελεστές της περίπτωσης στ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31».

17.         Η παράγραφος 13 του άρθρου 105 του Κ.Φ.Ε. , αντικαθίσταται ως εξής:
«13. Η χρεωστική διαφορά που προκύπτει σε βάρος των νομικών προσώπων από την ανταλλαγή ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου ή εταιρικών ομολόγων με εγγύηση του Ελληνικού Δημοσίου, κατ' εφαρμογή προγράμματος συμμετοχής στην αναδιάταξη του ελληνικού χρέους, εκπίπτει από τα ακαθάριστα έσοδα σε τριάντα (30) ισόποσες ετήσιες δόσεις, αρχής γενόμενης από τη  χρήση μέσα στην οποία πραγματοποιείται η ανταλλαγή των τίτλων και ανεξάρτητα από το χρόνο διακράτησης των ομολόγων. Για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου, ως χρεωστική διαφορά λαμβάνεται η διαφορά μεταξύ της ονομαστικής αξίας των τίτλων που εκδόθηκαν σε ανταλλαγή και του κόστους απόκτησης των αρχικών τίτλων. Ειδικά, σε περίπτωση που μετά την απόκτηση των αρχικών τίτλων προέκυψε ζημία από την αποτίμησή τους η οποία δεν έχει συμψηφιστεί με αποθεματικό κατά τις διατάξεις του άρθρου 38, λαμβάνεται το αρχικό κόστος απόκτησης.»

18.         Στην περίπτωση α’ της παραγράφου 14 του άρθρου 105 του Κ.Φ.Ε. οι λέξεις «πενήντα τοις εκατό (50%)» αντικαθίστανται με τις λέξεις «εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%)» και προστίθεται νέο εδάφιο που έχει ως εξής: «Ειδικά ως προς το Άγιο Όρος το ποσοστό του προηγούμενου εδαφίου ανέρχεται σε εκατό τοις εκατό (100%)».

19.         Η παράγραφος 16 του άρθρου 105 του Κ.Φ.Ε. καταργείται.

20.         Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 106 του Κ.Φ.Ε.  αντικαθίσταται ως εξής:
«Σε περίπτωση όμως, που στα καθαρά κέρδη ημεδαπής ανώνυμης εταιρίας, εταιρίας περιορισμένης ευθύνης, ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας και συνεταιρισμού, συμπεριλαμβάνονται, εκτός από τα μερίσματα και τα κέρδη από συμμετοχή σε άλλες εταιρίες, που αναφέρονται πιο πάνω, και αφορολόγητα έσοδα και περαιτέρω λαμβάνει χώρα διανομή κερδών, για τον προσδιορισμό των διανεμόμενων κερδών, που αναλογούν στα εισοδήματα, που προβλέπουν οι διατάξεις της παραγράφου 2, λαμβάνονται τα συνολικά καθαρά κέρδη, που προκύπτουν από τους ισολογισμούς των νομικών αυτών προσώπων.»

21.         Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 106 του Κ.Φ.Ε. οι λέξεις «και ημεδαπών ανώνυμων εταιρειών, πλην τραπεζικών και ασφαλιστικών,» αντικαθίστανται με τις λέξεις « , ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιριών και ημεδαπών ανώνυμων εταιρειών».

22.         Η παράγραφος 3 του άρθρου 106 του Κ.Φ.Ε. καταργείται και οι παράγραφοι 4, 5, 6, 7, 8, 9, 10 και 11 αναριθμούνται σε 3, 4, 5, 6, 7, 8, 9 και 10, αντίστοιχα.

23.         Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 3 του άρθρου 106 του Κ.Φ.Ε., όπως αναριθμήθηκε με την προηγούμενη παράγραφο, μετά τις λέξεις «εταιρειών περιορισμένης ευθύνης» προστίθενται  οι λέξεις «,  ιδιωτικών κεφαλαιουχικών εταιρειών».

24.         Στο τελευταίο εδάφιο της παραγράφου 5 του άρθρου 106 του Κ.Φ.Ε., όπως αναριθμήθηκε με την παράγραφο 22  μετά τις λέξεις «εταιρείας περιορισμένης ευθύνης» προστίθενται οι λέξεις «ή ιδιωτικής κεφαλαιουχικής εταιρίας.».

25.         Το τρίτο και τέταρτο εδάφιο της παραγράφου 6 του άρθρου 106, όπως αναριθμήθηκε με την παράγραφο 22,  αντικαθίσταται ως εξής:
«Το ανωτέρω ποσό που λαμβάνουν οι μέτοχοι υπόκειται σε παρακράτηση φόρου με βάση τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 54. Επίσης, σε περίπτωση που το νομικό πρόσωπο έχει, μέσα στη διαχειριστική περίοδο που λαμβάνει χώρα η απόσβεση ή μείωση του κεφαλαίου, εισοδήματα απαλλασσόμενα της φορολογίας, έχουν ανάλογη εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου.»

26.         Η παράγραφος 12 του άρθρου 106 του Κ.Φ.Ε.  καταργείται.

27.         Στο προτελευταίο εδάφιο της περίπτωσης β’ της παραγράφου 2 του άρθρου 107 του Κ.Φ.Ε. οι λέξεις «Γ’ κατηγορίας Κ.Β.Σ.» αντικαθίστανται με τις λέξεις «με τη διπλογραφική μέθοδο.».

28.         Στο τρίτο εδάφιο της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 107 του Κ.Φ.Ε.  οι λέξεις «άρθρου 86» αντικαθίστανται με τις λέξεις «άρθρου 1 του ν.2523/1997».

29.         Στο πέμπτο εδάφιο της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 107 του Κ.Φ.Ε. η λέξη «Φορολογικής» αντικαθίσταται με τη λέξη «Διοικητικής».

30.         Στην παράγραφο 3 του άρθρου 107 του Κ.Φ.Ε. η λέξη «τέταρτου» αντικαθίστανται με τη λέξη «πέμπτου» και οι λέξεις «και της περίπτωσης ι’» διαγράφονται.

31.         Στην παράγραφο 4 του άρθρου 107 του Κ.Φ.Ε. οι λέξεις «ή κέρδη προσδιορισθέντα ή φορολογηθέντα κατά ειδικό τρόπο» διαγράφονται και οι λέξεις «των παρ. 2 και 3» αντικαθίστανται με τις λέξεις «της παραγράφου 2».

32.         Το πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 109 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«Για τα νομικά πρόσωπα της παραγράφου 1 του άρθρου 101, ο φόρος υπολογίζεται με συντελεστή είκοσι έξι τοις εκατό (26%) στο συνολικό φορολογητέο εισόδημά τους.»

33.         Η παράγραφος 2 του άρθρου 109 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Για τα ημεδαπά και αλλοδαπά νομικά πρόσωπα μη κερδοσκοπικού χαρακτήρα, ο φόρος υπολογίζεται με συντελεστή είκοσι έξι τοις εκατό (26%).»

34.         Η παράγραφος 4 του άρθρου 109 του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:
«4. Από το συνολικό ποσό του φόρου που αναλογεί στο φορολογούμενο εισόδημα και του συμπληρωματικού φόρου εκπίπτουν:
α) Ο φόρος που προκαταβλήθηκε, παρακρατήθηκε ή καταβλήθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 12, 13 παράγραφοι 1 και 2, 55, 111 και 114 του παρόντος, στο εισόδημα που υπόκειται σε φόρο.
β) Ο φόρος που αποδεδειγμένα καταβλήθηκε στην αλλοδαπή για το εισόδημα που προέκυψε σε αυτήν και υπόκειται σε φορολογία. Ο φόρος αυτός σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να είναι ανώτερος από το ποσό του φόρου που αναλογεί για το εισόδημα αυτό στην Ελλάδα. Για την απόδειξη του ύψους του φόρου που έχει καταβληθεί εκτός Ελλάδας απαιτείται βεβαίωση της αρμόδιας  αρχής της χώρας σύμφωνα με τις Σ.Α.Δ.Φ.  Ειδικά για τα μερίσματα ή κέρδη που εισπράττει  ημεδαπή μητρική εταιρεία από αλλοδαπή θυγατρική της με έδρα σε άλλο κράτος μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης όταν δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 11 του ν.2578/1998 εκπίπτει το άθροισμα των ποσών του φόρου που τυχόν καταβλήθηκε ως φόρος εισοδήματος νομικού προσώπου, καθώς και του φόρου που παρακρατήθηκε ως φόρος επί του μερίσματος.»

35.         H παράγραφος 3 του άρθρου 111 του Κ.Φ.Ε.  αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Από το ποσό που βεβαιώνεται σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου αυτού εκπίπτει ο φόρος που παρακρατείται από πηγή Ελλάδος, εφόσον συντρέχει περίπτωση, καθώς και ο φόρος που καταβάλλεται με βάση τις διατάξεις των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 13.»

Άρθρο 10  
Τροποποίηση διατάξεων ν.2578/1998, ν.3943/2011,
ν.3986/2011, ν.4019/2011

1.             Η παράγραφος 12 του άρθρου 14 του ν. 3943/2011 (Α’ 66) αντικαθίσταται ως εξής:
«12. Αφορολόγητα αποθεματικά που έχουν σχηματισθεί ή σχηματίζονται σύμφωνα με τις διατάξεις του ν. 3299/2004 (Α’ 261), του ν. 2601/1998 (Α’ 81), του ν. 1262/1982 (Α’ 70), καθώς και με οποιονδήποτε άλλο αναπτυξιακό νόμο, λόγω πραγματοποίησης παραγωγικών επενδύσεων, όταν διανέμονται ή κεφαλαιοποιούνται, προστίθενται στα κέρδη της επιχείρησης και φορολογούνται στη διαχειριστική περίοδο μέσα στην οποία έγινε η διανομή ή ανάληψη του αντίστοιχου ποσού του αφορολόγητου αποθεματικού. Για τα κέρδη αυτά έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 54 και της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 55 του Κ.Φ.Ε., κατά περίπτωση. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν έχουν εφαρμογή για τα πιο πάνω αποθεματικά που κεφαλαιοποιούνται κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 13 του ν. 1473/1984 (Α’ 127) ή του άρθρου 101 του ν. 1892/1990 (Α’ 101).».

2.             Η παράγραφος 3 του άρθρου 10 του ν.4019/2011 (Α’ 216) καταργείται.

3.             Η παράγραφος 3 του άρθρου 10  και το τελευταίο εδάφιο του άρθρου 11 του ν. 2578/1998 καταργούνται.

4.             Οι περιπτώσεις α’ και β’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του ν. 3986/2011 τροποποιούνται και προστίθεται νέες περιπτώσεις γ’ και δ’ ως εξής:
α) Για νομικά πρόσωπα που ασκούν εμπορική επιχείρηση και έχουν την έδρα τους σε τουριστικούς τόπους και σε πόλεις ή χωριά με πληθυσμό έως διακόσιες χιλιάδες (200.000) κατοίκους, σε οκτακόσια (800) ευρώ ετησίως.
β) Για νομικά πρόσωπα που ασκούν εμπορική επιχείρηση και έχουν την έδρα τους σε πόλεις με πληθυσμό πάνω από διακόσιες χιλιάδες (200.000) κατοίκους, σε χίλια (1.000) ευρώ ετησίως.
γ) Για ατομικές εμπορικές επιχειρήσεις και ελεύθερους επαγγελματίες, σε εξακόσια πενήντα (650) ευρώ ετησίως.
δ) Για κάθε υποκατάστημα σε εξακόσια (600) ευρώ ετησίως.
Ειδικά για τις Αστικές μη Κερδοσκοπικές Εταιρίες της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του Κ.Φ.Ε. καθώς και για τα φυσικά πρόσωπα που το εισόδημά τους προέρχεται από ατομική επιχείρηση παροχής υπηρεσιών ή ελευθέριο επάγγελμα και έχουν έγγραφη σύμβαση με μέχρι τρία (3) φυσικά ή/ και νομικά πρόσωπα, ή το εβδομήντα πέντε τοις εκατό (75%) των ακαθάριστων εσόδων τους προέρχεται από ένα (1) φυσικό ή/ και νομικό πρόσωπο, τα ποσά του τέλους επιτηδεύματος, εξακολουθούν να ισχύουν όπως επιβλήθηκαν κατά το οικονομικό έτος 2012.

5.             Οι διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 9 του ν. 2579/1998 (Α’ 31) και της παραγράφου 2 του άρθρου 27 του ν.2703/1999 (Α’ 72) εξακολουθούν να εφαρμόζονται  για μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο Αθηνών ή σε αλλοδαπό χρηματιστήριο ή σε άλλο διεθνώς αναγνωρισμένο χρηματιστηριακό θεσμό, κατά περίπτωση, οι οποίες αποκτώνται από την 1η Απριλίου 2013 και μετά.

6.             Η παράγραφος 4 του άρθρου 63 του Κ.Φ.Ε. όπως προστέθηκε με την παράγραφο  1 του άρθρου 34 του ν. 3634/2008 (Α΄ 9), αναστέλλεται  για τις δηλώσεις οικονομικού έτους 2012 και 2013 (χρήσεις 2011 και 2012).

7.             Η ισχύς της παραγράφου 4 του άρθρου 74 του Κ.Φ.Ε. όπως τέθηκε με την παράγραφο 16α του άρθρου 8 του ν. 3842/2010 (Α΄58) αναστέλλεται  για τις δηλώσεις οικονομικών ετών  2011, 2012 και 2013  και για το χρονικό διάστημα αυτό εφαρμόζεται  όπως ίσχυε πριν την κατάργησή της.

8.             Οι διατάξεις της περίπτωσης β’ των παραγράφων 1 και 2 του άρθρου 10 του ν.2579/1998 (Α’ 31), ισχύουν και για μεταβιβάσεις επιβατηγών αυτοκινήτων δημόσιας χρήσης, καθώς και των αδειών κυκλοφορίας τους που πραγματοποιούνται από την 1η Ιανουαρίου 2012 έως και την 31η Δεκεμβρίου 2012.


Άρθρο 11
Αναβαλλόμενη φορολογία

1.             Ο φόρος εισοδήματος που προκύπτει με βάση τις διατάξεις του άρθρου 109 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε.), ο οποίος αναλογεί στο ποσό της ετήσιας χρεωστικής διαφοράς της παραγράφου 13 του άρθρου 105 του ίδιου νόμου, κατά το μέρος που αυτή δεν αποσβένεται με τα φορολογικά αποτελέσματα του νομικού προσώπου που έχει συμμετάσχει στο πρόγραμμα αναδιάταξης του ελληνικού χρέους, αποτελεί οριστική και εκκαθαρισμένη απαίτηση του δικαιούχου έναντι του Δημοσίου. Ως φορολογικά αποτελέσματα για την εφαρμογή των διατάξεων του προηγούμενου εδαφίου νοούνται αυτά που προσδιορίζονται με βάση τις διατάξεις του Κ.Φ.Ε., πριν από την αφαίρεση της ετήσιας χρεωστικής διαφοράς και μετά το συμψηφισμό τυχόν μεταφερόμενων φορολογικών ζημιών παρελθουσών χρήσεων. Η απαίτηση της παραγράφου αυτής γεννάται κατά το χρόνο υποβολής της εμπρόθεσμης δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του δικαιούχου και συμψηφίζεται με φόρο εισοδήματος των επόμενων χρήσεων μέχρι την ολοσχερή εξόφλησή της. Η απαίτηση αυτή διατηρείται και στην περίπτωση πτώχευσης ή εκκαθάρισης του νομικού προσώπου. 

2.             Για το αναπόσβεστο υπόλοιπο της ετήσιας χρεωστικής διαφοράς για το οποίο γεννάται απαίτηση της προηγούμενης παραγράφου, δεν έχουν εφαρμογή οι διατάξεις της παραγράφου 3 του άρθρου 4 του Κ.Φ.Ε.

3.             Η απαίτηση της παραγράφου 1 παραγράφεται μετά την πάροδο τριάντα (30) ετών από τη γένεσή της. Για την απαίτηση αυτή έχουν εφαρμογή οι διατάξεις των άρθρων 92 έως 95 του ν. 2362/1995. 

4.             Από τη θέση σε ισχύ του παρόντος, δεν εφαρμόζεται ως προς τις φορολογικές απαιτήσεις κάθε άλλη διάταξη νόμου, η οποία τυχόν θέτει διαφορετικές προϋποθέσεις, αιρέσεις ή προθεσμίες στην επιστροφή από το Δημόσιο φόρου εισοδήματος1.

5.             Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται για δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2013 και επομένων. 

Άρθρο 12
Τεκμηρίωση τιμών ενδοομιλικών συναλλαγών


1.             Το άρθρο 39 του Κ.Φ.Ε.  αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 39
Διόρθωση κερδών τιμολογήσεων μεταξύ ημεδαπών συνδεδεμένων επιχειρήσεων
                       
1. Όταν μεταξύ συνδεδεμένων, κατά την έννοια της επόμενης παραγράφου, επιχειρήσεων πραγματοποιούνται συναλλαγές με οικονομικούς όρους διαφορετικούς από εκείνους που θα είχαν συμφωνηθεί μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων ή που έχουν συμφωνηθεί μεταξύ των συνδεδεμένων επιχειρήσεων  και τρίτων, τα κέρδη τα οποία, χωρίς τους όρους αυτούς, θα είχαν πραγματοποιηθεί από την ημεδαπή  επιχείρηση, αλλά τελικά δεν πραγματοποιήθηκαν λόγω των διαφορετικών όρων, προσαυξάνουν τα καθαρά κέρδη της επιχείρησης ή μειώνουν τη ζημία που προκύπτει από τα βιβλία της, χωρίς να θίγεται το κύρος αυτών. Οι διατάξεις του προηγούμενου εδαφίου εφαρμόζονται ανάλογα και για συναλλαγές μεταξύ μόνιμης εγκατάστασης αλλοδαπής επιχείρησης στην Ελλάδα με το κεντρικό και με τις συνδεδεμένες εταιρείες του κεντρικού της στην αλλοδαπή, καθώς και για συναλλαγές μεταξύ ημεδαπής επιχείρησης και μόνιμης εγκατάστασής της στην αλλοδαπή.

                       
2. Ως συνδεδεμένες νοούνται οι  επιχειρήσεις μεταξύ των οποίων υπάρχει σχέση άμεσης ή έμμεσης ουσιώδους διοικητικής ή οικονομικής εξάρτησης ή ελέγχου, ιδίως λόγω συμμετοχής της μιας στο κεφάλαιο ή τη διοίκηση της άλλης ή λόγω συμμετοχής των ιδίων προσώπων στο κεφάλαιο ή στη διοίκηση και των δύο επιχειρήσεων, καθώς και οι επιχειρήσεις οι οποίες διαθέτουν σε μία από τις συνδεδεμένες τα ανωτέρω δικαιώματα ή δυνατότητες επιρροής.

3. Ειδικά για τις συμβάσεις δανείου που συνάπτονται μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων κατά την έννοια της προηγούμενης παραγράφου δεν εκπίπτουν οι δεδουλευμένοι τόκοι που καταβάλλονται ή πιστώνονται, κατά το μέρος που το συνολικό ύψος δανείων της δανειοδοτούμενης από τις δανειοδότριες  υπερβαίνει κατά μέσο όρο και κατά διαχειριστική περίοδο το τριπλάσιο των ιδίων κεφαλαίων της δανειοδοτούμενης. Στην έννοια των τόκων της παραγράφου αυτής εμπίπτουν και οι τόκοι ομολογιακών δανείων που καταβάλλονται σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις. Στο συνολικό ύψος δανείων από συνδεδεμένες επιχειρήσεις προστίθενται και τα ομολογιακά δάνεια που εκδίδονται προς αυτές, καθώς και τα δάνεια που έχουν ληφθεί από τρίτες επιχειρήσεις για τα οποία έχει χορηγηθεί οποιασδήποτε μορφής εγγύηση από τις πιο πάνω συνδεδεμένες επιχειρήσεις. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής δεν εφαρμόζονται για τις ανώνυμες εταιρίες χρηματοδοτικής μίσθωσης του ν. 1665/1986 (Α’ 183), τις εταιρίες πρακτορείας επιχειρηματικών απαιτήσεων του ν. 1905/1990 (Α’ 147), τις εταιρίες ειδικού σκοπού του ν. 3156/2003 (Α’ 157) και του ν. 3601/2007 (Α’  178) με έδρα στην Ελλάδα, τις εταιρίες παροχής πιστώσεων του ν. 2937/2001 (Α’ 169), τις Ανώνυμες Εταιρίες Παροχής Επενδυτικών Υπηρεσιών (Α.Ε.Π.Ε.Υ.) του ν. 3606/2007 (Α’ 195), καθώς και για τα πιστωτικά ιδρύματα που λειτουργούν στην Ελλάδα. 

4. Τα επιπλέον κέρδη που προκύπτουν σύμφωνα με τις διατάξεις της παραγράφου 1 προσαυξάνουν τα ακαθάριστα έσοδα της επιχείρησης που προκύπτουν από τα βιβλία της, προκειμένου να ληφθούν υπόψη για τον υπολογισμό των οφειλόμενων φόρων, τελών και εισφορών στις λοιπές φορολογίες. »

5. Ο έλεγχος διενεργείται από την Δ.Ο.Υ. Μεγάλων Επιχειρήσεων, προκειμένου να διαπιστωθεί ότι συντρέχει περίπτωση εφαρμογής των διατάξεων της παραγράφου 1,  λαμβάνοντας υπόψη τις  «κατευθυντήριες οδηγίες του ΟΟΣΑ περί ενδοομιλικών τιμολογήσεων για τις πολυεθνικές επιχειρήσεις και τις φορολογικές αρχές», όπως κάθε φορά επικαιροποιούνται.
Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που εκδίδεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου ρυθμίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή της παραγράφου αυτής και τον καθορισμό της καθ’ ύλην αρμοδιότητας.».

2.             Το άρθρο 39Α του Κ.Φ.Ε. αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 39A
Τεκμηρίωση τιμών ενδοομιλικών διασυνοριακών συναλλαγών

1. Ημεδαπές επιχειρήσεις που συνδέονται με άλλη  επιχείρηση κατά την έννοια της παραγράφου 2 του άρθρου 39, υποχρεούνται να τηρούν Φάκελο Τεκμηρίωσης τιμών των ενδοομιλικών συναλλαγών τους. Ειδικά οι αλλοδαπές εμποροβιομηχανικές εταιρίες που έχουν εγκατασταθεί στην Ελλάδα με τις διατάξεις του Α.Ν. 89/67 (Α’ 132) απαλλάσσονται από την υποχρέωση τεκμηρίωσης των ενδοομιλικών συναλλαγών τους. Επίσης, εξαιρούνται συναλλαγές με μία ή περισσότερες συνδεδεμένες επιχειρήσεις η αξία των οποίων δεν υπερβαίνει τις εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ αθροιστικά, εφόσον τα ακαθάριστα έσοδα της διαχειριστικής χρήσης για  το σύνολο των συνδεδεμένων δεν υπερβαίνει τα πέντε εκατομμύρια ευρώ ή η αξία των οποίων δεν υπερβαίνει τις διακόσιες χιλιάδες (200.000) ευρώ εφόσον τα ακαθάριστα έσοδα της διαχειριστικής χρήσης για  το σύνολο των συνδεδεμένων υπερβαίνει τα πέντε εκατομμύρια ευρώ.   

2. Οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου εφαρμόζονται ανάλογα και για τις συναλλαγές του δευτέρου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 39.
                                                     
3. Ο «φάκελος τεκμηρίωσης» της παραγράφου 1 αποτελείται από:
α. Το «βασικό φάκελο τεκμηρίωσης», ο οποίος είναι κοινός για όλες τις εταιρίες του ομίλου και περιέχει κοινές τυποποιημένες πληροφορίες για όλες τις συνδεδεμένες εταιρίες και τα υποκαταστήματα του ομίλου.
β. Τον «ελληνικό φάκελο τεκμηρίωσης», ο οποίος συμπληρώνει το «βασικό φάκελο» της προηγούμενης περίπτωσης και περιέχει πρόσθετες πληροφορίες σχετικά με τις ελληνικές επιχειρήσεις του ομίλου, τις μόνιμες εγκαταστάσεις της αλλοδαπής επιχείρησης στην Ελλάδα ή τις μόνιμες εγκαταστάσεις της ελληνικής επιχείρησης στην αλλοδαπή.


4. Ο φάκελος τεκμηρίωσης καταρτίζεται πριν την έκδοση του φορολογικού πιστοποιητικού της παραγράφου 5 του άρθρου 82 και σε κάθε περίπτωση εντός πενήντα (50) ημερών από την ημερομηνία κλεισίματος της διαχειριστικής περιόδου. Συνοδεύεται από συνοπτικό πίνακα πληροφοριών, ο οποίος υποβάλλεται ηλεκτρονικά στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών μέσα στην ίδια προθεσμία, για ισολογισμούς που κλείνουν μετά τις 30.12.2012, και περιλαμβάνει πληροφορίες σχετικά με τη λειτουργική ταυτότητα της επιχείρησης, όπως τον όμιλο στον οποίο ανήκει, τις λειτουργίες που επιτελεί και τους κινδύνους που αναλαμβάνει, καθώς και κατάλογο με τις ενδοομιλικές συναλλαγές προς τεκμηρίωση, οι οποίες πραγματοποιούνται εντός της οικείας διαχειριστικής περιόδου και σύντομη περιγραφή της μεθόδου τεκμηρίωσης που εφαρμόζεται. Ο φάκελος τεκμηρίωσης τηρείται στην επιχείρηση και τίθεται στη διάθεση της αρμόδιας ελεγκτικής αρχής στα πλαίσια ελέγχου, εντός εύλογου χρόνου ο οποίος δεν μπορεί να υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημέρες. 
                       
5. Ο φάκελος τεκμηρίωσης, όπως ισχύει για κάθε διαχειριστική περίοδο, διατηρείται όσο διαρκεί ο εκάστοτε οριζόμενος από τις φορολογικές διατάξεις χρόνος παραγραφής του δικαιώματος του Ελληνικού Δημοσίου για την επιβολή φόρου. Επίσης, διατηρείται οπωσδήποτε όσο χρόνο εκκρεμεί η σχετική υπόθεση ενώπιιον Δικαστηρίου.
 
6. Σε περίπτωση επιγενόμενης μεταβολής των συνθηκών της αγοράς που επιφέρουν αλλαγές στα στοιχεία του φακέλου τεκμηρίωσης, η επιχείρηση υποχρεούται να προβαίνει σε επικαιροποίησή του, μέχρι το τέλος της διαχειριστικής περιόδου εντός της οποίας μεταβάλλονται οι πιο πάνω συνθήκες. Στην περίπτωση αυτή, η επιχείρηση υποχρεούται να υποβάλει τον συνοπτικό πίνακα που ορίζεται από την παράγραφο 5 στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών εντός πενήντα (50) ημερών από την ημερομηνία κλεισίματος της διαχειριστικής περιόδου εντός της οποίας πραγματοποιήθηκε η επικαιροποίηση.

7. Όσοι λαμβάνουν γνώση του φακέλου τεκμηρίωσης του παρόντος άρθρου, υποχρεούνται να τηρούν και να διαφυλάσσουν το απόρρητο αυτού, κατά τις κείμενες διατάξεις.

8. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, η οποία  εκδίδεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός μηνός από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου, καθορίζονται τα ειδικότερα θέματα τα οποία είναι αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων των προηγούμενων παραγράφων και συγκεκριμένα, το υποχρεωτικό περιεχόμενο του Φακέλου Τεκμηρίωσης της παραγράφου 3, το περιεχόμενο του συνοπτικού πίνακα πληροφοριών, η γλώσσα στην οποία τηρούνται οι ως άνω πληροφορίες, το περιεχόμενο της απλούστερης και περιορισμένης τεκμηρίωσης της παραγράφου 4, οι μέθοδοι, τρόποι και διαδικασίες προσδιορισμού των τιμών των συναλλαγών αυτών, η διαδικασία επικαιροποίησης των φακέλων τεκμηρίωσης, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου.».

3.             Μετά το άρθρο 39Α του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται νέο άρθρο 39Β που έχει ως εξής:
 «Άρθρο 39Β
Προσδιορισμός μη τεκμηριωμένων τιμών ενδοομιλικών συναλλαγών

1. Οι τιμές ενδοομιλικών συναλλαγών κρίνονται μη τεκμηριωμένες στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α) μη τήρησης ή μη διάθεσης του φακέλου τεκμηρίωσης στην αρμόδια ελεγκτική αρχή,
β) τήρησης ανεπαρκούς ή ανακριβούς φακέλου τεκμηρίωσης, εφόσον προκύπτει αδυναμία ελεγκτικής επαλήθευσης της ορθότητας υπολογισμού ή τεκμηρίωσης των τιμών ενδοομιλικών συναλλαγών, η οποία δεν θεραπεύεται από τις πρόσθετες πληροφορίες που παρέχονται στον έλεγχο.
γ) μη παροχής ή παροχής ανεπαρκών ή ανακριβών πρόσθετων  πληροφοριών, εφόσον προκύπτει αδυναμία ελεγκτικής επαλήθευσης των τιμών ενδοομιλικών συναλλαγών.
2. Οι τιμές ενδοομιλικών συναλλαγών που κρίνονται μη τεκμηριωμένες προσδιορίζονται από την αρμόδια ελεγκτική αρχή με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία από κάθε πηγή.
Στις περιπτώσεις που προκύπτει ένα εύρος τιμών ή κέρδους, το οποίο γίνεται δεκτό από τη φορολογική αρχή, οι τιμές ενδοομιλικών συναλλαγών προσδιορίζονται σε οποιαδήποτε τιμή ή ποσοστό κέρδους εντός του αποδεκτού εύρους. Αν το εύρος που προκύπτει δεν γίνεται αποδεκτό από τη φορολογική αρχή, αυτή προσδιορίζει τις τιμές ενδοομιλικών συναλλαγών στην τιμή της διαμέσου.  
3. Σε περίπτωση που από την εφαρμογή των διατάξεων της προηγούμενης παραγράφου προκύπτει παράβαση των διατάξεων της παραγράφου 1 του άρθρου 39, εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2523/1997.».

4.             Μετά το άρθρο 39Β του Κ.Φ.Ε  προστίθεται νέο άρθρο 39Γ που έχει ως εξής:
«Άρθρο 39Γ
Προέγκριση Μεθοδολογίας Ενδοομιλικής Τιμολόγησης

1. Οι ημεδαπές επιχειρήσεις που υπάγονται στις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 39 δύνανται να υποβάλουν αίτηση προέγκρισης της μεθοδολογίας για την τιμολόγηση συγκεκριμένων μελλοντικών συναλλαγών τους με συνδεδεμένες επιχειρήσεις. Η αίτηση αυτή υποβάλλεται στη Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων του Υπουργείου Οικονομικών. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που εκδίδεται εντός αποκλειστικής προθεσμίας ενός μηνός από την έναρξη ισχύος του παρόντος νόμου συστήνεται Επιτροπή για τον επανέλεγχο ποσοστού πέντε τοις εκατό (5%) των υποθέσεων των οποίων η μεθοδολογία έχει τύχει προέγκρισης».
2. Αντικείμενο της προέγκρισης της προηγούμενης παραγράφου αποτελεί το ενδεδειγμένο σύνολο κριτηρίων που χρησιμοποιούνται για τον καθορισμό των τιμών ενδοομιλικών συναλλαγών κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου. Τα κριτήρια αυτά περιλαμβάνουν κυρίως τη χρησιμοποιούμενη μέθοδο τεκμηρίωσης, τα στοιχεία σύγκρισης ή αναφοράς και τις σχετικές προσαρμογές καθώς και τις κρίσιμες παραδοχές για τις μελλοντικές συνθήκες.
Αντικείμενο της προέγκρισης μπορεί επίσης να αποτελέσει και κάθε άλλο εξειδικευμένο ζήτημα που αφορά την τιμολόγηση των συναλλαγών με συνδεδεμένες επιχειρήσεις.
Δεν δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο της προέγκρισης:
α) ορισμένη τιμή συναλλαγής μεταξύ συνδεδεμένων επιχειρήσεων,
β) ορισμένο ποσοστό του περιθωρίου μικτού ή καθαρού κέρδους από συναλλαγές με συνδεδεμένες επιχειρήσεις.

3. Η Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων εκδίδει σχετική απόφαση, η οποία κοινοποιείται στην αιτούσα εταιρεία. Η διάρκεια ισχύος της απόφασης προέγκρισης δεν δύναται να υπερβαίνει τα δύο (2) έτη και η χρονική ισχύς της δεν δύναται να ανατρέχει σε διαχειριστική περίοδο που έχει ολοκληρωθεί κατά τη στιγμή της υποβολής της αίτησης προέγκρισης. Από την απόφαση προέγκρισης δεν απορρέουν δικαιώματα ή υποχρεώσεις για άλλους φορολογούμενους πέραν της αιτούσας

4. Οι τιμές των ενδοομιλικών συναλλαγών της επιχείρησης, τις οποίες αφορά η απόφαση προέγκρισης, θεωρούνται ότι δεν διαφέρουν από αυτές που θα είχαν συμφωνηθεί μεταξύ ανεξάρτητων επιχειρήσεων και δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 39, εφόσον τηρούνται τα οριζόμενα στην απόφαση αυτή.
Η επιχείρηση υποχρεούται να περιλαμβάνει στους τηρούμενους φακέλους τεκμηρίωσης του άρθρου 39 Α τα στοιχεία που απαιτούνται για την παρακολούθηση και επαλήθευση της εφαρμογής της απόφασης προέγκρισης.
Ο φορολογικός έλεγχος των συναλλαγών με συνδεδεμένες επιχειρήσεις περιορίζεται στην επαλήθευση ότι τηρήθηκαν τα οριζόμενα στην απόφαση προέγκρισης και ότι εξακολουθούν να ισχύουν οι κρίσιμες παραδοχές στις οποίες αυτή βασίστηκε.
Πέραν των υποχρεώσεων τήρησης και διαφύλαξης στοιχείων που επιβάλλονται από άλλες διατάξεις της ισχύουσας νομοθεσίας, η επιχείρηση υποχρεούται να διαφυλάσσει τα στοιχεία τεκμηρίωσης που αφορούν την απόφαση προέγκρισης καθ' όλη τη διάρκεια διατήρησης του αντίστοιχου φακέλου τεκμηρίωσης.
Η έκδοση απόφασης προέγκρισης δεν εμποδίζει τη μεταγενέστερη διενέργεια της διαδικασίας αμοιβαίου διακανονισμού της εκάστοτε εφαρμοστέας διμερούς σύμβασης για την αποφυγή της διπλής φορολογίας ή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας σε περίπτωση διορθώσεως των κερδών συνδεδεμένων επιχειρήσεων για τις ίδιες συναλλαγές του ίδιου φορολογουμένου. Σε μια τέτοια περίπτωση εφαρμόζονται οι διατάξεις της επόμενης παραγράφου για την αναθεώρηση της απόφασης προέγκρισης.

5. Η απόφαση προέγκρισης αναθεωρείται οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια ισχύος της, είτε κατόπιν αίτησης από την ενδιαφερόμενη επιχείρηση, είτε αυτεπάγγελτα από την αρμόδια υπηρεσία, στις εξής περιπτώσεις:
α) εάν οι κρίσιμες παραδοχές στις οποίες βασίστηκε η απόφαση προέγκρισης αποδειχθούν εσφαλμένες χωρίς ευθύνη της αιτούσας,
β) εάν επήλθε ουσιώδης μεταβολή των κρίσιμων παραδοχών ή συνθηκών που καθιστά αδύνατη την τήρηση των οριζομένων στην απόφαση προέγκρισης χωρίς ευθύνη της αιτούσας,
γ) σε περίπτωση εφαρμογής της διαδικασίας αμοιβαίου διακανονισμού της εκάστοτε εφαρμοστέας διμερούς σύμβασης για την αποφυγή της διπλής φορολογίας ή της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την εξάλειψη της διπλής φορολογίας σε περίπτωση διορθώσεως των κερδών συνδεδεμένων επιχειρήσεων για τις ίδιες συναλλαγές του ίδιου φορολογουμένου.
Ειδικά για την αυτεπάγγελτη αναθεώρηση της αρχικής απόφασης προέγκρισης η αρμόδια υπηρεσία εκδίδει απόφαση, η οποία κοινοποιείται στην αιτούσα εταιρεία και έχει τα αποτελέσματα που ορίζονται στην παράγραφο 4, αρχής γενομένης από την έκδοσή της.

6. Η απόφαση προέγκρισης δύναται να ανακληθεί από την αρμόδια υπηρεσία οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια ισχύος της στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α. εφόσον διαπιστωθεί ότι τα στοιχεία ή κρίσιμες παραδοχές στα οποία βασίστηκε η απόφαση προέγκρισης ήταν ανακριβή.
β. εφόσον διαπιστωθεί ότι η επιχείρηση δεν τήρησε ουσιώδεις όρους ή υποχρεώσεις που ορίζονται από την απόφαση προέγκρισης.
Σε περίπτωση ανάκλησης, η απόφαση προέγκρισης θεωρείται ως ουδέποτε εκδοθείσα και εφαρμόζονται οι διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 4 του ν. 2523/1997.


7. Η απόφαση προέγκρισης δύναται να ακυρωθεί από την αρμόδια υπηρεσία οποτεδήποτε κατά τη διάρκεια ισχύος της στις ακόλουθες περιπτώσεις:
α. εφόσον διαπιστωθεί ότι επήλθε ουσιώδης μεταβολή των κρίσιμων παραδοχών ή συνθηκών στις οποίες βασίστηκε η απόφαση προέγκρισης.
β. εφόσον διαπιστωθεί ότι η επιχείρηση δεν τήρησε ουσιώδεις όρους ή υποχρεώσεις που ορίζονται από την απόφαση προέγκρισης.
γ. εφόσον επέλθει ουσιώδης μεταβολή των εφαρμοστέων φορολογικών διατάξεων.
Δεν επιτρέπεται η ακύρωση της απόφασης προέγκρισης, εφόσον είναι δυνατή η αναθεώρησή της σύμφωνα με τα οριζόμενα στην παράγραφο 5.
Σε περίπτωση ακύρωσης, η ισχύς της απόφασης προέγκρισης παύει από το χρονικό σημείο που ορίζεται με την απόφαση ακύρωσης.

8.Ύστερα από αίτηση της ενδιαφερόμενης επιχείρησης, η οποία υποβάλλεται το αργότερο μέχρι τη λήξη της ισχύος της απόφασης προέγκρισης μεθοδολογίας ενδοομιλικής τιμολόγησης, δύναται να ανανεώνεται μέχρι δύο φορές η ισχύς της απόφασης προέγκρισης χωρίς αλλαγή των όρων της.
Απαραίτητη προϋπόθεση για την έγκριση της αίτησης ανανέωσης είναι να αποδειχθεί ότι δεν επήλθε ουσιώδης μεταβολή των στοιχείων στα οποία βασίστηκε η απόφαση προέγκρισης.
Η αρμόδια υπηρεσία εκδίδει απόφαση επί της αίτησης ανανέωσης, η οποία κοινοποιείται στην αιτούσα εταιρεία. Σε περίπτωση που γίνει δεκτή η αίτηση, η απόφαση ανανέωσης έχει τα αποτελέσματα που ορίζονται στην παράγραφο 4.
Η διάρκεια ισχύος της απόφασης ανανέωσης δεν δύναται κάθε φορά να υπερβαίνει τα δύο (2) έτη.

9. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζονται τα ειδικότερα θέματα τα οποία είναι αναγκαία για την εφαρμογή των διατάξεων των  προηγούμενων παραγράφων και ειδικότερα η διαδικασία για την προέγκριση μεθοδολογίας ενδοομιλικής τιμολόγησης, την αναθεώρηση, την ανανέωσή της και την ανάκλησή της, το ειδικότερο περιεχόμενο της αίτησης προέγκρισης και της αίτησης ανανέωσης, τα σχετικά παράβολα, η διαδικασία συνεννόησης με τις αρμόδιες αρχές άλλων εμπλεκομένων κρατών, ο τύπος και το περιεχόμενο των αποφάσεων της αρμόδιας υπηρεσίας.

5.             Η παράγραφος 5 του άρθρου 4 του ν. 2523/1997 (Α’ 179) αναριθμείται και προστίθενται νέοι παράγραφοι 5 και 6 ως εξής:
«5. Σε περίπτωση εκπρόθεσμης υποβολής του συνοπτικού πίνακα πληροφοριών της παραγράφου 5 του άρθρου 39Α του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος (Κ.Φ.Ε.) επιβάλλεται αυτοτελές πρόστιμο από χίλια (1.000) έως δέκα χιλιάδες (10.000) ευρώ. Για τον προσδιορισμό του ύψους του προστίμου λαμβάνονται υπόψη τα δηλούμενα ακαθάριστα έσοδα της υπαγόμενης επιχείρησης. Το πρόστιμο αυτό καταβάλλεται εφάπαξ εντός του επόμενου μήνα από τη βεβαίωσή του. Τυχόν άσκηση προσφυγής δεν αναστέλλει τη βεβαίωσή του.
Το πρόστιμο της παραγράφου αυτής επιβάλλεται και σε περίπτωση που ο φάκελος τεκμηρίωσης δεν τίθεται στη διάθεση της αρμόδιας ελεγκτικής αρχής μέσα στην προθεσμία που ορίζεται στην παράγραφο 5 του άρθρου 39Α του Κ.Φ.Ε.
Όταν η εκπρόθεσμη υποβολή του συνοπτικού πίνακα πληροφοριών οφείλεται σε γεγονός ανωτέρας βίας, το οποίο επικαλείται και αποδεικνύει η επιχείρηση και ο πίνακας αυτός υποβάλλεται εντός δέκα (10) ημερών από τη λήξη του γεγονότος αυτού, δεν επιβάλλεται πρόστιμο.

6. Σε περίπτωση μη υποβολής του συνοπτικού πίνακα πληροφοριών ή μη διάθεσης του φακέλου τεκμηρίωσης της παραγράφου 5 του άρθρου 39Α του Κ.Φ.Ε. στην αρμόδια ελεγκτική αρχή, επιβάλλεται σε βάρος της επιχείρησης αυτοτελές πρόστιμο από δέκα χιλιάδες (10.000) έως εκατό χιλιάδες (100.000) ευρώ. Για την επιβολή του προστίμου αυτού έχουν εφαρμογή τα αναφερόμενα στην προηγούμενη παράγραφο.».

6.             Μετά το δωδέκατο εδάφιο της υποπερίπτωσης ββ’ της περίπτωσης α’ της παραγράφου 1 του άρθρου 13 του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος προστίθεται νέο εδάφιο που έχει ως εξής:
«Ειδικά για μεταβιβάσεις που πραγματοποιούνται μεταξύ ημεδαπής επιχείρησης και επιχειρήσεων συνδεδεμένων με αυτή, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 39 και 39Α.».

7.             Μετά το ένατο εδάφιο της παραγράφου 2 του άρθρου 13 του Κ.Φ.Ε.  προστίθεται νέο εδάφιο που έχει ως εξής:
«Ειδικά για μεταβιβάσεις μετοχών που πραγματοποιούνται μεταξύ ημεδαπής επιχείρησης και επιχειρήσεων συνδεδεμένων με αυτή, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 39 και 39Α.».

8.             Στο τέλος της παραγράφου 3 του άρθρου 25 του Κ.Φ.Ε. προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Ειδικά για συμβάσεις δανείου που συνάπτονται μεταξύ ημεδαπής επιχείρησης και επιχειρήσεων συνδεδεμένων με αυτή, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 39 και 39Α.».

9.             Μετά το τέταρτο εδάφιο της περίπτωσης ζ’ της παραγράφου 3 του άρθρου 28 του Κ.Φ.Ε.  προστίθεται νέο εδάφιο που έχει ως εξής:
«Για μεταβιβάσεις ακινήτων που πραγματοποιούνται μεταξύ ημεδαπής επιχείρησης και επιχειρήσεων συνδεδεμένων με αυτή, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 39 και 39Α.».

10.         Στο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε.  οι λέξεις «επαρκή και ακριβή βιβλία και στοιχεία δεύτερης και τρίτης κατηγορίας του Κ.Β.Σ.» αντικαθίστανται με τις λέξεις «βιβλία με την απλογραφική ή διπλογραφική μέθοδο» και στην περίπτωση ι’ της παραγράφου 1 οι λέξεις «του άρθρου 51Β» με τις λέξεις «των άρθρων 39, 39Α και 51Β».

11.         Στο τέλος του πρώτου εδαφίου της περίπτωσης ιη’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε.  προστίθενται οι λέξεις «με την επιφύλαξη των διατάξεων των άρθρων 39 και 39Α».

12.         Το τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. καταργείται.

13.         Η υποπερίπτωση δδ’ της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 31 του Κ.Φ.Ε. καταργείται.

14.         Στο τέλος της παραγράφου 1 του άρθρου 51Β του Κ.Φ.Ε. προστίθεται εδάφιο που έχει ως εξής:
«Εξαιρετικά οι δαπάνες αγοράς αγαθών, λήψης υπηρεσιών, καθώς και κάθε άλλη κατηγορία δαπάνης η οποία προβλέπεται στο προηγούμενο εδάφιο της παρούσας παραγράφου, από εταιρείες με έδρα σε μη συνεργάσιμα κράτη ή κράτη με προνομιακό φορολογικό καθεστώς δεν εμπίπτουν στις ανωτέρω διατάξεις όταν καταβάλλονται σε συνδεδεμένες επιχειρήσεις τους στην αλλοδαπή, για τις οποίες προβλέπεται η τήρηση ειδικών φακέλων τεκμηρίωσης των ενδοομιλικών συναλλαγών.»

15.         Η παράγραφος 10 του άρθρου 105 του Κ.Φ.Ε.  καταργείται.

16.         Οι διατάξεις του άρθρου 26 του ν. 3728/2008 (Α’ 258) καταργούνται από την έναρξη ισχύος του παρόντος. Ειδικά για συναλλαγές που πραγματοποιήθηκαν στις διαχειριστικές περιόδους 2010, 2011 και 2012 λαμβάνεται υπόψη ο φάκελος τεκμηρίωσης που ορίζεται με το άρθρο 26 του ν.3728/2008. Ειδικά για τη διαχειριστική περίοδο 2012, ο φάκελος τεκμηρίωσης καταρτίζεται το αργότερο σε ενενήντα (90) ημέρες από το κλείσιμο της διαχειριστικής περιόδου. Για τις υποθέσεις που εκκρεμούν επιβάλλονται τα πρόστιμα των παραγράφων 3 και 5 του παρόντος άρθρου.

17.         Οι διατάξεις των παραγράφων 1, 2, 3 και 5 εφαρμόζονται για συναλλαγές που πραγματοποιούνται σε διαχειριστικές περιόδους για τις οποίες η υποχρέωση υποβολής δήλωσης φορολογίας εισοδήματος γεννάται από την 1η Ιανουαρίου 2013 και μετά.

18.         Οι διατάξεις των παραγράφων 6 έως και 15 εφαρμόζονται για δαπάνες που πραγματοποιούνται από το οικονομικό έτος 2013 και μετά.

19.         Οι διατάξεις της παραγράφου 5 ισχύουν από 01 Ιανουαρίου 2014.




ΚΕΦΑΛΑΙΟ Β΄
ΣΥΜΠΛΗΡΩΣΗ ΟΡΓΑΝΩΤΙΚΩΝ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ
ΤΟΥ  ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΚΟΝΟΜΙΚΩΝ 


Άρθρο 13
Συμπλήρωση διατάξεων για την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων
του Υπουργείου Οικονομικών 

1.             Η παράγραφος 1 του άρθρου 5 του ν.3943/2011 αντικαθίσταται ως εξής:
«1. Συνιστάται  στο Υπουργείο Οικονομικών αυτοτελής Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων, επιπέδου Διεύθυνσης, υπαγόμενη απευθείας στον Υπουργό Οικονομικών, η οποία ονομάζεται «Διεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων Υπουργείου Οικονομικών» και έχει έδρα τον Νομό Αττικής. Ως παράρτημα αυτής λειτουργεί Υποδιεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων Βορείου Ελλάδας, με τίτλο «Υποδιεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων Υπουργείου Οικονομικών» και έχει έδρα την Περιφερειακή Ενότητα Θεσσαλονίκης.»

2.             Η παράγραφος 2 του άρθρου 5 του ν.3943/2011, όπως αυτή αντικαταστάθηκε και ισχύει με τις διατάξεις της παρ. 18 του άρθρου 55 του ν. 4002/2011 (Α’ 180 Α), αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων έχει ως αποστολή  τη διερεύνηση και εξιχνίαση σε όλη την επικράτεια των ποινικών αδικημάτων και πειθαρχικών παραπτωμάτων, που διαπράττουν ή συμμετέχουν σε αυτά υπάλληλοι του Υπουργείου Οικονομικών και των εποπτευομένων από αυτό Νομικών Προσώπων και συγκεκριμένα:
α)  Των ποινικών αδικημάτων που προβλέπονται από τις διατάξεις των άρθρων 216 – 218, 220, 222, 235 – 237, 239 – 244, 252, 254 – 259 και 261 του Ποινικού Κώδικα, της Φορολογικής, Δημοσιονομικής και Τελωνειακής νομοθεσίας και το Πειθαρχικό Δίκαιο Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων Νομικών Προσώπων Δημοσίου Δικαίου.
β) Των πειθαρχικών παραπτωμάτων σε περιπτώσεις φαινομένων χρηματισμού, μετά από αυτόφωρη σύλληψη ή από συλλογή εμπεριστατωμένων καταγγελιών και σοβαρών υποθέσεων που έχουν ως συνέπεια απώλεια εσόδων του κράτους.

3.             Η παράγραφος 3 του άρθρου 5 του ν.3943/2011, όπως αυτή αντικαταστάθηκε και ισχύει, με τις διατάξεις της παρ. 18 του άρθρου 55 του ν.4002/2011,  αντικαθίσταται ως εξής:
«3. Η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων διενεργεί  ελέγχους  του «πόθεν έσχες» (δηλαδή της περιουσιακής κατάστασης) των υπαλλήλων του Υπουργείου Οικονομικών και των εποπτευομένων από αυτό Νομικών Προσώπων  ως εξής:
α) Στοχευμένους ελέγχους ή δειγματοληπτικούς ελέγχους οι οποίοι πραγματοποιούνται σε ετήσια βάση, σύμφωνα με  κριτήρια.  Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, καθορίζεται η  επιλογή  των κριτηρίων για τους δειγματοληπτικούς ελέγχους, ο προσδιορισμός του δείγματός τους  και  η διαδικασία διενέργειάς τους.
β) Σε υπαλλήλους για τους οποίους περιέρχεται στην Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων, οποιαδήποτε πληροφορία που περιέχει στοιχεία που δύνανται να προκαλέσουν βάσιμες υπόνοιες αδικαιολόγητης μεταβολής της υφιστάμενης περιουσιακής  κατάστασή τους.
γ) Σε υπαλλήλους για τους οποίους, διενεργείται  έρευνα, προκαταρκτική εξέταση, προανάκριση ή Ε.Δ.Ε. από την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων, προς  διερεύνηση  αδικημάτων της παραγράφου 2  και  κρίνεται  αναγκαίος ο έλεγχος της περιουσιακής τους κατάστασης.
δ) Μετά το πέρας του ελέγχου εφόσον διαπιστώνονται παραβάσεις του νόμου και συντρέχει περίπτωση καταλογισμού κατά το άρθρο 12 του ν. 3213/2003 (Α’ 309), συντάσσεται σχετική έκθεση η οποία αποστέλλεται στον Γενικό Επίτροπο της Επικρατείας στο Ελεγκτικό Συνέδριο. Αν ανακύπτει περίπτωση ποινικής ευθύνης, η έκθεση αποστέλλεται στο αρμόδιο για την άσκηση ποινικής δίωξης όργανο. Εφόσον διαπιστωθεί ανάγκη διερεύνηση θεμάτων που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα φορολογικής ή άλλης αρχής, η έκθεση αποστέλλεται στην αρχή αυτή. Κατά τη διάρκεια του ελέγχου, μπορεί να καλείται ο ελεγχόμενος για να δώσει διευκρινίσεις ή να προσκομίσει συμπληρωματικά στοιχεία, εντός ρητής προθεσμίας είκοσι (20) ημερών, η οποία μπορεί να παραταθεί, με απόφαση του Προϊσταμένου της  Υπηρεσίας, για ισόχρονο διάστημα. 

4.             Η  παράγραφος   5 του άρθρου 5 του ν.3943/2011 αντικαθίσταται και  ως εξής:
«5. Οι διατάξεις των παραγράφων 6,8,19,21 και 22 του άρθρου 30 του ν.3296/2004 (Α’ 253) και της παραγράφου 6 του άρθρου 2 του ν.2343/1995 (Α’ 211) ισχύουν και για την Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων και το προσωπικό αυτής.  Ο χρόνος έναρξης λειτουργίας της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων σε εικοσιτετράωρη βάση, ορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης.»

5.             Η παράγραφος 6 του άρθρου 5 του ν.3943/2011 αντικαθίσταται ως εξής:
« 6. Η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων στελεχώνεται από υπαλλήλους του κλάδου Οικονομικών Επιθεωρητών του Υπουργείου Οικονομικών και από υπαλλήλους που τους ανατίθενται καθήκοντα Οικονομικού Επιθεωρητή, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ.13 του ν.2343/1995.
Με αιτιολογημένη απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και για την κάλυψη υπηρεσιακών αναγκών, δύναται να αποσπασθούν  στη Διεύθυνση και στην Υποδιεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων, υπάλληλοι του προηγουμένου εδαφίου. Με την ίδια απόφαση καθορίζεται η χρονική διάρκεια της απόσπασης, με την λήξη της οποίας  ο υπάλληλος επιστρέφει αυτοδίκαια στην θέση του χωρίς άλλη διατύπωση.
Για την συνδρομή του έργου της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων, δύνανται να ανατίθενται συγκεκριμένα καθήκοντα σε υπαλλήλους των λοιπών κλάδων του Υπουργείου Οικονομικών, οι οποίοι για τον σκοπό αυτό αποσπώνται στη Δ/νση ή την Υποδ/νση Εσωτερικών Υποθέσεων. »

6.             Στο άρθρο 5 του ν.3943/2011 προστίθενται παράγραφοι 9, 10, 11, 12, 13,14,15,16 και 17 ως εξής:
«9. Για την εκπλήρωση της αποστολής της, η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων διερευνά, συλλέγει, αξιολογεί και αξιοποιεί πληροφορίες και στοιχεία που αφορούν τη διάπραξη αδικημάτων της παραγράφου 2, ενεργεί και αυτεπαγγέλτως προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση κατά τις διατάξεις  του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας για τη βεβαίωσή τους και παραπέμπει τους υπαιτίους στην αρμόδια για την άσκηση της ποινικής δίωξης εισαγγελική αρχή ή τον αρμόδιο πειθαρχικό προϊστάμενο. Κατά την εκτέλεση των ανωτέρω καθηκόντων της, η Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων έχει απρόσκοπτη πρόσβαση στα αρχεία όλων των υπηρεσιών του Υπουργείου Οικονομικών και των εποπτευομένων από αυτό Νομικών Προσώπων και των άλλων αρχών ή υπηρεσιών του ευρύτερου Δημόσιου τομέα όπως αυτός καθορίζεται εκάστοτε από τις σχετικές  διατάξεις. Ακόμη μπορεί να ζητεί στοιχεία και πληροφορίες από δικαστικές υπηρεσίες.»
« 10. Η προανάκριση και η προκαταρκτική εξέταση που ενεργείται από τη Δ/νση και την Υποδιεύθυνση Εσωτερικών Υποθέσεων του Υπουργείου Οικονομικών, διενεργείται κατόπιν  Παραγγελίας Εισαγγελικού Λειτουργού, ο οποίος εποπτεύει το προδικαστικό έργο των υπηρετούντων στη Διεύθυνση και Υποδιεύθυνση υπαλλήλων, από τους οποίους ενημερώνεται επί των στοιχείων των καταγγελιών και της πορείας των σχετικών ελέγχων. Κατά την ενέργεια των προδικαστικών ελέγχων οι αρμόδιοι προς τούτο υπάλληλοι της Διεύθυνσης και Υποδιεύθυνσης θεωρούνται ειδικοί προανακριτικοί υπάλληλοι. 
11.  Στις περιπτώσεις που ενεργείται προανάκριση ή προκαταρκτική εξέταση, για αδικήματα της παραγράφου 2 του παρόντος άρθρου, δεν ισχύει το φορολογικό απόρρητο, το δε τραπεζικό και χρηματιστηριακό απόρρητο αίρεται με σχετική διάταξη του αρμόδιου εισαγγελικού λειτουργού της παραγράφου 10, αν κριθεί ότι η άρση επιβάλλεται από τις ανάγκες της έρευνας.»
12.  Οι Οικονομικοί Επιθεωρητές της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων, κατά τη διενέργεια προκαταρκτικής εξετάσεως,   προς διαπίστωση διαπράξεως πειθαρχικών παραπτωμάτων, δύνανται να προβαίνουν σε λήψη ενόρκων μαρτυρικών καταθέσεων επί της προκαταρκτικής εξετάσεως,  κατ’ ανάλογη εφαρμογή των αντιστοίχων διατάξεων του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας  και των διατάξεων του Κώδικα Καταστάσεως Δημοσίων Πολιτικών Υπαλλήλων και Ν.Π.Δ.Δ..»
13. Όταν άλλη υπηρεσία του Υπουργείου Οικονομικών ενεργεί προκαταρκτική εξέταση ή προανάκριση κατά τις διατάξεις του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας ή προκαταρκτική εξέταση – Ε.Δ.Ε. σύμφωνα με τις διατάξεις του Υπαλληλικού Κώδικα, για τα αδικήματα της παραγράφου 2, υποχρεούται να παραπέμψει τη σχετική υπόθεση στην Υπηρεσία Εσωτερικών Υποθέσεων.»
14. Μέχρι το τέλος του μηνός Φεβρουαρίου κάθε έτους, υποβάλλεται στον Υπουργό Οικονομικών ετήσια έκθεση απολογισμού του έργου και των δραστηριοτήτων της Υπηρεσίας.»
15. Οι αποφάσεις μεταθέσεων, μετακινήσεων και αποσπάσεων των υπαλλήλων στη Δ/νση και Υποδ/νση Εσωτερικών Υποθέσεων του Υπουργείου Οικονομικών και οι αποφάσεις μετακίνησης εκτός έδρας για εκτέλεση της υπηρεσίας,  δεν γνωστοποιούνται και δεν αναρτώνται στο διαδίκτυο, με εξαίρεση τις πραγματοποιούμενες δαπάνες για τις εκτός έδρας μετακινήσεις οι οποίες γνωστοποιούνται μετά την ολοκλήρωση της υπόθεσης.»
16. Με προεδρικό διάταγμα μετά από πρόταση του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται η οργάνωση, η διάρθρωση, ο κανονισμός λειτουργίας της Υπηρεσίας Εσωτερικών Υποθέσεων καθώς των καθηκόντων του προσωπικού της.»  


Άρθρο 14
Τροποποίηση διατάξεων του ν.2343/1995
για την Οικονομική Επιθεώρηση

1.             To πρώτο εδάφιο της παραγράφου 4 του άρθρου 2 του ν. 2343/1995 (Α΄211), αντικαθίσταται, ως εξής:

«4. Οι θέσεις των Οικονομικών Επιθεωρητών, πληρούνται με μετατάξεις εκ των υπηρετούντων στο Υπουργείο Οικονομικών υπαλλήλων, κατηγορίας ΠΕ, με δωδεκαετή τουλάχιστον πραγματική υπηρεσία στο Υπουργείο Οικονομικών».  

2.             Η παράγραφος 5 του άρθρου 2 του ν. 2343/1995 αντικαθίσταται ως εξής:
«5. Με προεδρικό διάταγμα μετά από πρόταση των Υπουργών Διοικητικής Μεταρρύθμισης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και Οικονομικών, που δημοσιεύονται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ρυθμίζονται τα θέματα εσωτερικής λειτουργίας των Υπηρεσιών της Οικονομικής Επιθεώρησης, οι αρχές και η μεθοδολογία άσκησης του έργου της, καθώς και τα δικαιώματα και καθήκοντα των Οικονομικών Επιθεωρητών.»

3.             Μετά την παράγραφο 22 του άρθρου 2 του ν. 2343/1995 (Α΄211), όπως αυτή προστέθηκε με την παράγραφο 17 του άρθρου 55 του ν. 4002/2011 (Α’ 180), προστίθεται νέα παράγραφος 23, που έχει  ως εξής: 

«23. α) Συστήνεται στη Γενική Διεύθυνση Οικονομικής Επιθεώρησης μη αμειβόμενη Επιτροπή Εσωτερικού Ελέγχου, η οποία αποτελείται από:
 αα) τον Προϊστάμενο της Γενικής Διεύθυνσης Οικονομικής Επιθεώρησης, ως Πρόεδρο, με αναπληρωτή τον Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Προσωπικού Επιθεώρησης,
 ββ) τον  Προϊστάμενο της Διεύθυνσης Εποπτείας Εσωτερικού Ελέγχου,
 γγ) τον  Προϊστάμενο της Υπηρεσίας Εσωτερικού Ελέγχου,
 δδ) έναν Εσωτερικό Ελεγκτή, με τον αναπληρωτή του, μέλη του Μητρώου Εσωτερικών Ελεγκτών του Υπουργείου Οικονομικών, οι οποίοι υποδεικνύονται από το Ελληνικό Ινστιτούτο Εσωτερικών Ελεγκτών και
 εε) έναν υπάλληλο του Υπουργείου Οικονομικών, μόνιμο ή μετακλητό, κατηγορίας ΠΕ, με γνώσεις και εμπειρία σε θέματα αρμοδιότητας του Υπουργείου Οικονομικών και εσωτερικού ελέγχου, με τον αναπληρωτή του.
β) Η θητεία του προέδρου και των μελών της Επιτροπής είναι τριετής.
γ) Η Επιτροπή Εσωτερικού Ελέγχου:
αα) Εγκρίνει το ετήσιο πρόγραμμα εσωτερικών ελέγχων και παρακολουθεί την εκτέλεσή του.
ββ) Εγκρίνει και υποβάλλει στον Υπουργό Οικονομικών ετήσια έκθεση στην οποία καταγράφονται οι δραστηριότητες και τα αποτελέσματα του εσωτερικού ελέγχου, καθώς και τα στοιχεία από την πρόοδο της υλοποίησης των προτάσεών του.
γγ)  Παρακολουθεί τη λειτουργία του εσωτερικού ελέγχου και υποβάλλει στον Υπουργό Οικονομικών προτάσεις για τη βελτίωση του θεσμικού πλαισίου και της μεθοδολογίας του.
δ) Η συγκρότηση της Επιτροπής Εσωτερικού Ελέγχου γίνεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών. Με την ίδια απόφαση ορίζεται ως Γραμματέας υπάλληλος κατηγορίας ΠΕ, από αυτούς που υπηρετούν στην Οικονομική Επιθεώρηση με οποιαδήποτε σχέση εργασίας.
 ε) Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών που δημοσιεύεται στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ρυθμίζονται τα ειδικά θέματα λειτουργίας της Επιτροπής.»

Άρθρο 15
Συμβόλαιο αποδοτικότητας

1.             Οι διατάξεις του πρώτου εδαφίου της παρ. 8 του άρθρου 4 του ν. 3943/2011 αντικαθίστανται ως εξής:
«Όσοι υπάλληλοι επιλεγούν και τοποθετηθούν σε θέση Ελεγκτή Βεβαίωσης και Αναγκαστικής Είσπραξης των Εσόδων του Κράτους, υπογράφουν με την ανάληψη των καθηκόντων τους συμβόλαιο αποδοτικότητας για χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών.». 

2.             Οι διατάξεις της παρ. 22 του άρθρου 4 του ν. 3943/2011 αντικαθίστανται ως εξής:
«Οι Προϊστάμενοι των οργανικών μονάδων επιπέδου Αυτοτελούς Γραφείου, Τμήματος, Υποδιεύθυνσης ή Διεύθυνσης που προβλέπονται στην προηγούμενη παράγραφο, οι οποίοι επιλέγονται σύμφωνα με τις σχετικές διατάξεις του ν. 3839/2010 (Α’  51), υπογράφουν με την ανάληψη των καθηκόντων τους συμβόλαιο αποδοτικότητας για χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών».



Άρθρο 16
Υποστήριξη Γενικών Γραμματέων Υπουργείου Οικονομικών

1.             Για την υποβοήθηση των Γενικών Γραμματέων του Υπουργείου Οικονομικών, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, συνιστώνται σε κάθε αντίστοιχη θέση, κατά παρέκκλιση των διατάξεων  των παραγράφων 13 έως 16 του άρθρου 55 του π.δ. 63/2005 (Α’ 98), τρεις επιπλέον θέσεις ειδικών συνεργατών, χωρίς αμοιβή και χωρίς ασφαλιστικό ή συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Η παροχή υπηρεσίας στις θέσεις αυτές δεν γεννά οποιοδήποτε δικαίωμα αποζημίωσης ή άλλη αξίωση κατά του Δημοσίου ή ασφαλιστικού φορέα.

2.             Οι θέσεις της προηγούμενης παραγράφου πληρούνται με απόφαση του Γενικού  Γραμματέα, η ισχύς της οποίας παύει αυτοδικαίως με την κατά οποιοδήποτε τρόπο λήξη της θητείας του Γενικού  Γραμματέα. Τα πρόσωπα που τοποθετούνται στις θέσεις αυτές πρέπει να είναι πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, με αποδεδειγμένη εμπειρία, και να είναι ασφαλισμένοι σε φορέα κύριας ασφάλισης από άλλη ιδιότητά τους.

Άρθρο 17
Τμήμα Αντικειμενικού Προσδιορισμού
Φορολογητέας Αξίας Ακινήτων

1.    α.  Το Δ’ Τμήμα Τεχνικής Υποστήριξης Αντικειμενικού Προσδιορισμού Φορολογητέας Αξίας Ακινήτων (περ. δ’ της παρ. 5 του άρθρου 1 του π.δ. 167/1996, Α’128, όπως τροποποιήθηκε με την περ. δ’ της παρ. 1 του άρθρου 6 του π.δ. 249/1998) μεταφέρεται από τη Διεύθυνση Τεχνικών Υπηρεσιών και Στέγασης του Υπουργείου Οικονομικών στη Διεύθυνση Φορολογίας Κεφαλαίου του ίδιου Υπουργείου (άρθρο 15 π.δ.  Α’ 128 και παρ. 6 του άρθρου 8 του  π.δ. 249/1998, Α’186) ως Τμήμα Δ΄ και μετονομάζεται σε «Τμήμα Αντικειμενικού Προσδιορισμού Φορολογητέας Αξίας Ακινήτων». Τα Τμήματα «Ε΄- Προγραμματισμού – Μελετών Έργων και Στέγασης» και «ΣΤ΄- Κατασκευής Έργων και Συντήρησης Κτιρίων και Μηχανολογικού Εξοπλισμού» της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών και Στέγασης αναριθμούνται σε Δ΄ και Ε΄ Τμήματα, αντίστοιχα.

β. Η παράγραφος 1 του άρθρου 15 του Π.Δ. 284/1988 αντικαθίσταται ως εξής:

 «1.- Η Δ13 Διεύθυνση Φορολογίας Κεφαλαίου διαρθρώνεται στα πιο κάτω τμήματα :
 α) Τμήμα Α΄ Φορολογίας Κληρονομιών – Δωρεών – Γονικών Παροχών
 β) Τμήμα Β’ Φορολογίας Μεταβίβασης Ακινήτων
    γ) Τμήμα Γ’ Φορολογίας Μεγάλης Ακίνητης Περιουσίας
 δ) Τμήμα Δ’ Αντικειμενικού Προσδιορισμού Φορολογητέας Αξίας Ακινήτων».

γ.  Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 15 του π..δ. 284/1988 προστίθεται περίπτωση δ’  ως εξής:

«.- δ) Τμήμα Αντικειμενικού Προσδιορισμού Φορολογητέας Αξίας Ακινήτων.
- Μέριμνα, για τη συλλογή και επεξεργασία στοιχείων, τη χαρτογράφηση και τη σύνταξη φύλλων υπολογισμού της αξίας των ακινήτων, σύμφωνα με τις ισχύουσες κάθε φορά σχετικές διατάξεις, Υπουργικές αποφάσεις και συναφείς οδηγίες.
- Συνδρομή στις κατά τόπους επιτροπές του ν. 1249/1982 για τη συλλογή στοιχείων, επεξεργασία και ολοκλήρωση του πορίσματός τους.
- Έλεγχος των πορισμάτων για τη σύνταξη και εκτύπωση των σχετικών πινάκων και χαρτών.
- Μέριμνα για την ένταξη νέων περιοχών στο αντικειμενικό σύστημα, καθώς και προγραμματισμός και βελτίωση του συστήματος των ενταχθεισών περιοχών
- Σύνταξη των υπουργικών αποφάσεων για την εφαρμογή του συστήματος αντικειμενικού προσδιορισμού φορολογητέας αξίας ακινήτων»

2.             Στο Τμήμα Δ΄- Αντικειμενικού Προσδιορισμού Φορολογητέας Αξίας Ακινήτων της Διεύθυνσης Φορολογίας Κεφαλαίου προΐσταται υπάλληλος του κλάδου Μηχανικών, ειδικότητας Αρχιτεκτόνων ή Πολιτικών Μηχανικών ή  Αγρονόμων – Τοπογράφων ή των αντίστοιχων προσωρινών κλάδων, κατηγορίας ΠΕ.

3.             α) Ο χρόνος παύσης της λειτουργίας του μεταφερόμενου και μετονομαζόμενου, με την παρ.1 του παρόντος, Τμήματος ως οργανικής μονάδας της Διεύθυνσης Τεχνικών Υπηρεσιών και Στέγασης και αντίστοιχης έναρξης λειτουργίας του ως οργανικής μονάδας της Διεύθυνσης Φορολογίας Κεφαλαίου, ορίζεται και ανακαθορίζεται με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών.
β) Η μεταφορά του Τμήματος Αντικειμενικού Προσδιορισμού Φορολογητέας Αξίας Ακινήτων στη Διεύθυνση Φορολογίας Κεφαλαίου δεν επηρεάζει τη θητεία του προϊσταμένου αυτού, εφόσον έχει επιλεγεί από το αρμόδιο Υπηρεσιακό Συμβούλιο  ή τον Υπουργό Οικονομικών, σύμφωνα με τις κείμενες διατάξεις.

Άρθρο 18
Τροποποίηση διατάξεων του ν. 3086/2002

1.             Το άρθρο 2 του ν. 3086/2002 (Α’ 324) αντικαθίσταται ως εξής:
«Αρμοδιότητες
  1. Στην αρμοδιότητα του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους (Ν.Σ.Κ.) ανήκει η νομική υποστήριξη του Κράτους. Στην υποστήριξη αυτή περιλαμβάνονται, ιδίως:
α) η δικαστική υποστήριξη και εκπροσώπηση του Δημοσίου,
β) η έκδοση γνωμοδοτήσεων σε ερωτήματα της Διοίκησης,
γ) η αναγνώριση απαιτήσεων κατά του Δημοσίου,
δ) ο δικαστικός και εξώδικος συμβιβασμός του Δημοσίου,
ε) η γνωμοδότηση για την υπαγωγή διαφορών του Δημοσίου σε διαιτησία και ο ορισμός διαιτητών του.
στ) η νομική υποστήριξη της Διοίκησης κατά την κατάρτιση των συμβάσεων,
ζ) η νομική υποστήριξη της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων, ιδίως σε θέματα που αφορούν στη διαδικασία και τους όρους διενέργειας των αποκρατικοποιήσεων,
η) η νομοτεχνική υποστήριξη της Διοίκησης κατά την κατάρτιση σχεδίων νόμων και κανονιστικών πράξεων,
θ) η εισήγηση προς τους αρμόδιους υπουργούς για λήψη νομοθετικών μέτρων αναγκαίων για την προάσπιση του δημόσιου συμφέροντος και
ι) η εκπροσώπηση της Ελληνικής Δημοκρατίας ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.) και της Επιτροπής των Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης.
2. α. Το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους είναι αποκλειστικά αρμόδιο για το χειρισμό ενώπιον των δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης των υποθέσεων: α) αρμοδιότητας του Υπουργείου Οικονομικών και των εποπτευόμενων από αυτό φορέων, β) αρμοδιότητας του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και των εποπτευόμενων από αυτό φορέων, συμπεριλαμβανομένων και των αρμοδιοτήτων που περιλαμβάνονται στην  παρ. 10 του άρθρου 14 του ν. 2227/1994 (Α’ 129) και στην παρ. 2 του άρθρου 17 του ν. 2637/1998, όπως ισχύει, γ) αρμοδιότητας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, δ) αρμοδιότητας του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής, ε) αρμοδιότητας άλλων Υπουργείων, τις οποίες έχουν χειρισθεί μέλη του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, ενώπιον του Ε.Δ.Δ.Α. και των άλλων οργάνων του Συμβουλίου της Ευρώπης, στ) υποθέσεις που αφορούν δημόσιες συμβάσεις και ζ) υποθέσεις που του ανατίθενται από τον Υπουργό Εξωτερικών.
β. Με κοινή απόφαση του Υπουργού Οικονομικών και του καθ’ύλην αρμοδίου Υπουργού ανατίθενται και άλλες κατηγορίες υποθέσεων στην αποκλειστική αρμοδιότητα του Ν.Σ.Κ.
3. Το Νομικό Συμβούλιο ασκεί τις ανωτέρω αρμοδιότητες με την Ολομέλεια, τακτική και πλήρη, τα Τμήματα, τους καθ’ύλην Σχηματισμούς που συνιστώνται με απόφαση του Προέδρου στην Κεντρική Υπηρεσία ή σε άλλη οργανική μονάδα του Ν.Σ.Κ., τα Γραφεία Νομικών Συμβούλων και τα Δικαστικά Γραφεία».

2.             Μετά την παράγραφο 3 του άρθρου 6 του ν. 3086/2002 προστίθεται παράγραφος 3 Α ως εξής:
«α) Η ρήτρα διαιτησίας σε εθνικές και διεθνείς διαιτησίες που συμφωνείται σε συμβάσεις που καταρτίζονται με το Δημόσιο ή με κρατικά νομικά πρόσωπα δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου που συγκροτούνται και λειτουργούν για την εξυπηρέτηση δημοσίου συμφέροντος, περιλαμβάνει υποχρεωτικώς τους ακόλουθους όρους: ι) Εφαρμοστέο δίκαιο επί της ουσιαστικής διαφοράς είναι το ελληνικό, ιι) Γλώσσα διεξαγωγής της διαιτησίας είναι η ελληνική και ιιι) Τόπος της διαιτησίας είναι η Αθήνα. Αντίθετη συμφωνία δεν ισχύει.
β) Διαιτητής εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου ή του κρατικού νομικού προσώπου δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου ορίζεται εν ενεργεία λειτουργός του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις και με αυξημένη πλειοψηφία των δύο τρίτων (2/3) των παρισταμένων μελών της Ολομέλειας, διαιτητής ορίζεται επίτιμος λειτουργός του Ν.Σ.Κ.
γ) Η ρήτρα διαιτησίας πριν την υπογραφή της τίθεται, επί ποινή ακυρότητας, υπόψη του Σχηματισμού που προβλέπεται στην περ. στ’ της παραγράφου 2 του άρθρου 12 του ν. 3086/2002 προς έγκριση.
δ) Η διαιτητική απόφαση που εκδίδεται επί των ανωτέρω υποθέσεων εισάγεται με μέριμνα του ανωτέρω Σχηματισμού στην τακτική Ολομέλεια του Ν.Σ.Κ., προκειμένου να γνωμοδοτήσει για την άσκηση ή μη ενδίκου βοηθήματος.»

3.             Στο τέλος της περίπτωσης δ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 8 του ν. 3086/2002 προστίθεται η φράση: «και συγκροτεί Σχηματισμούς σε Γραφεία Νομικών Συμβούλων ή στην Κεντρική Υπηρεσία για το χειρισμό υποθέσεων ορισμένου αντικειμένου».

4.             α. Στην παράγραφο 2 του άρθρου 12 του ν. 3086/2002 προστίθεται περίπτωση στ’ ως εξής:
«στ) Σχηματισμός αποκρατικοποιήσεων».

β. Μετά την παράγραφο 3 του άρθρου 12 προστίθεται παράγραφος 3  Α ως εξής:
«3Α. α) Στην αρμοδιότητα του Σχηματισμού Αποκρατικοποιήσεων ανήκει, ιδίως, η νομική υποστήριξη της Διυπουργικής Επιτροπής Αποκρατικοποιήσεων, προεχόντως, σε θέματα που αφορούν στη διαδικασία και τους όρους διενέργειας αποκρατικοποιήσεων από το Δημόσιο, ν.π.δ.δ. και κρατικά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, συμπεριλαμβανομένου του Ταμείου Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Ελληνικού Δημοσίου (ΤΑΙΠΕΔ).
β) Οι ανωτέρω φορείς των αποκρατικοποιήσεων και όλοι όσοι παρέχουν υπηρεσίες για την ολοκλήρωση αυτών είναι υποχρεωμένοι, ύστερα από ειδοποίηση του Ν.Σ.Κ., να παρέχουν, χωρίς υπαίτια βραδύτητα, κάθε στοιχείο και πληροφορία που κρίνεται αναγκαίο για την άσκηση των αρμοδιοτήτων του.
γ) Σχέδια νόμων που αφορούν τις αποκρατικοποιήσεις και τους φορείς που τις διεκπεραιώνουν τίθενται, πριν την υπογραφή τους, από τους αρμόδιους Υπουργούς, υπόψη του Σχηματισμού προς νομοτεχνική επεξεργασία.
δ) Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, που εκδίδεται ύστερα από πρόταση του Προέδρου του Ν.Σ.Κ., καθορίζεται η διαδικασία, οι όροι και οι λεπτομέρειες εφαρμογής των προηγούμενων περιπτώσεων».

5.             Το δεύτερο εδάφιο της παραγράφου 11 του άρθρου 43 του ν. 3086/2002 αντικαθίσταται ως εξής:
«Στους λειτουργούς του Ν.Σ.Κ. χορηγείται άδεια ανατροφής τέκνου, σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τους δικαστικούς λειτουργούς»


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Γ’
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ ΚΩΔΙΚΑ Φ.Π.Α.,  ΤΕΛΩΝΕΙΑΚΟΥ ΚΩΔΙΚΑ, ΚΩΔΙΚΑ ΕΙΣΠΡΑΞΗΣ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΕΣΟΔΩΝ  ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ ΑΡΜΟΔΙΟΤΗΤΑΣ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ


Άρθρο 19
Τροποποίηση διατάξεων Φ.Π.Α.

1.             Η περίπτωση δ΄ της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του νόμου 2859/2000 (Α’ 248) αντικαθίσταται, ως εξής:

«2. δ) i. η εκμίσθωση βιομηχανοστασίων και χρηματοθυρίδων.
ii. η εκμίσθωση χώρων για άσκηση επαγγελματικής δραστηριότητας σε μισθωτή υποκείμενο στο φόρο, αυτοτελώς ή στα πλαίσια μικτών συμβάσεων, εφόσον ο  εκμισθωτής το επιθυμεί και υποβάλλει για αυτό αίτηση επιλογής φορολόγησης.
Η επιλογή φορολόγησης πραγματοποιείται με υποβολή στην αρμόδια Δ.Ο.Υ., σχετικής αίτησης  από τον εκμισθωτή.
Η αίτηση επιλογής φορολόγησης μπορεί να υποβληθεί είτε πριν την έναρξη χρησιμοποίησης του ακινήτου ή εντός τριάντα (30) ημερών από την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου, σε περίπτωση που η επιλογή πραγματοποιείται σε χρόνο μεταγενέστερο, και ισχύει από την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου. Ειδικά για την πρώτη εφαρμογή, η αίτηση επιλογής φορολόγησης μπορεί να υποβληθεί μέχρι την 30η Ιουνίου 2013, με έναρξη εφαρμογής από 1.1.2013, με την προϋπόθεση ότι, μέχρι την 31η Ιουλίου 2013 θα καταβληθεί ο φόρος που αναλογεί για το διάστημα από 1.1.2013 μέχρι 30.6.2013.
Η επιλογή φορολόγησης μπορεί να αφορά το σύνολο ή μέρος του οικοδομικού συγκροτήματος. Με την αίτηση προσδιορίζονται οι χώροι για τους οποίους γίνεται επιλογή φορολόγησης.
Η επιλογή φορολόγησης μπορεί να ανακληθεί με υποβολή σχετικής αίτησης που υποβάλλεται εντός τριάντα (30) ημερών από την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου και ισχύει από την έναρξη της διαχειριστικής περιόδου.
Οι ανωτέρω διατάξεις ισχύουν και για επιχειρήσεις εκμετάλλευσης εμπορικών κέντρων, οι οποίες είχαν υποβάλλει αίτηση επιλογής φορολόγησης και είχαν λάβει σχετική βεβαίωση υπαγωγής στο φόρο από την αρμόδια Δ.Ο.Υ., μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2012, χωρίς να εξετάζεται η εκπλήρωση των προϋποθέσεων που είχαν τεθεί με τις Υπουργικές Αποφάσεις που είχαν εκδοθεί κατ’ εξουσιοδότηση της προϊσχύουσας διάταξης. Για τις επιχειρήσεις αυτές δεν απαιτείται η υποβολή νέας αίτησης επιλογής φορολόγησης.
Επίσης οι ανωτέρω διατάξεις ισχύουν και για επιχειρήσεις που έχουν επιβάλλει Φ.Π.Α. στις πράξεις που καλύπτονται από το πρώτο εδάφιο πριν την 1η Ιανουαρίου 2013 και, κατά συνέπεια οι εν λόγω επιχειρήσεις έχουν δικαίωμα έκπτωσης για τις προηγούμενες χρήσεις για τις οποίες έχει επιβληθεί ΦΠΑ, εκτός από την περίπτωση που έχουν εκδοθεί πράξεις προσδιορισμού του φόρου οι οποίες έχουν καταστεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο οριστικές. Στις περιπτώσεις αυτές απαιτείται η υποβολή αίτησης επιλογής φορολόγησης, μέχρι 30.6.2013.» 

2.             Η παράγραφος 5 του άρθρου 8 του ν.2859/2000  αντικαθίσταται, ως εξής:

«5. Με αποφάσεις του Υπουργού Οικονομικών καθορίζονται οι προϋποθέσεις, η διαδικασία και οι λεπτομέρειες άσκησης της επιλογής της περίπτωσης δ΄ (ii) της παραγράφου 2, καθώς και οποιαδήποτε άλλη λεπτομέρεια εφαρμογής των διατάξεων του άρθρου αυτού.»

3.             Η παράγραφος 3 του άρθρου 33 του ν.2859/2000  αντικαθίσταται, ως εξής:
«3.    Σε περίπτωση παράδοσης αγαθών επένδυσης ή οριστικής παύσης της χρησιμοποίησης αυτών σε φορολογητέες πράξεις, κατά τη διάρκεια της  περιόδου διακανονισμού, σύμφωνα με την παράγραφο 2, ενεργείται εφάπαξ διακανονισμός μέσα στο ίδιο έτος και τα αγαθά αυτά θεωρούνται, για τα έτη που απομένουν, ότι χρησιμοποιήθηκαν αποκλειστικά και μόνο:
α) σε φορολογητέες δραστηριότητες, εφόσον πρόκειται:
αα)   για παράδοση η οποία υπάγεται στο φόρο και ο φόρος που αναλογεί στην παράδοση αυτή είναι τουλάχιστον ίσος με το φόρο που αναλογεί στα εναπομένοντα έτη της πενταετούς περιόδου διακανονισμού,
ββ)   για καταστροφή, απώλεια ή κλοπή, που αποδεικνύονται ή δικαιολογούνται με νόμιμα παραστατικά,
γγ)   για παράδοση ακινήτων με σύμβαση πώλησης και επαναμίσθωσης (sale and lease back), σύμφωνα με τις  διατάξεις της περίπτωσης γ΄ της παραγράφου 9 του άρθρου 6 του ν. 1665/1986.
δδ)   για παράδοση έργων σύνδεσης σταθμών αυτοπαραγωγής ή ανεξάρτητης παραγωγής μέχρι το δίκτυο της Δ.Ε.Η. Α.Ε. ή του Δ.Ε.Σ.Μ.Η.Ε. Α.Ε., σύμφωνα με όσα ορίζονται στο ν. 2773/1999 (Α’ 286) όπως ισχύει.
 β)     σε αφορολόγητες δραστηριότητες, στις λοιπές περιπτώσεις.

Εάν εντός της περιόδου διακανονισμού, σύμφωνα με την παράγραφο 2 του παρόντος άρθρου από την πραγματοποίηση της δαπάνης για απόκτηση ή κατασκευή επενδυτικών αγαθών δεν έχει γίνει έναρξη της χρησιμοποίησης αυτών, θεωρείται ότι διατέθηκαν αποκλειστικά και μόνο σε αφορολόγητες πράξεις και ενεργείται εφάπαξ διακανονισμός με την εκκαθαριστική δήλωση της διαχειριστικής αυτής περιόδου.
Εξαιρείται του ανωτέρω περιορισμού της πενταετίας η πραγματοποίηση της δαπάνης, για την απόκτηση ή την κατασκευή επενδυτικών αγαθών από οργανισμούς, επιχειρήσεις και εταιρίες κοινής ωφέλειας.»

4.             Οι διατάξεις των παραγράφων 1 έως 3 ισχύουν για πράξεις που πραγματοποιούνται από 1.1.2013.



Άρθρο 20
Τροποποίηση διατάξεων του ν. 1798/1988 και
της υπ’αριθμ. Δ. 697/35/20-3-90 ΑΥΟ

1.             α. Η περίπτωση Α της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του ν. 1798/1988 (Α’ 166), αντικαθίσταται ως εξής:
 «A. Στους ανάπηρους Έλληνες πολίτες και πολίτες των άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με κατοικία στην Ελλάδα, οι οποίοι :». 

β. Η περίπτωση Β της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του ν.1798/1988  αντικαθίσταται ως εξής:
«Β. Στους τυφλούς Έλληνες πολίτες και πολίτες των άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με κατοικία στην Ελλάδα, εφόσον έχουν ολική και από τους δύο οφθαλμούς τύφλωση, με ποσοστό αναπηρίας 100%».

γ. Η περίπτωση Γ της παραγράφου 1 του άρθρου 16 του ν. 1798/1988   αντικαθίσταται ως εξής :
«Γ. Στους Έλληνες πολίτες και πολίτες των άλλων κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης με κατοικία στην Ελλάδα,  οι οποίοι:».

2.             Η παράγραφος 4 του άρθρου 16 του ν. 1798/1988  αντικαθίσταται ως εξής: «Το ποσοστό αναπηρίας καθορίζεται με βάση τη γνωμάτευση των οικείων υγειονομικών επιτροπών του Κέντρου Πιστοποίησης Αναπηρίας (Κ.Ε.Π.Α.). »

3.             Η παράγραφος 1 του άρθρου 3 της αριθμ. Δ. 697/35/20-3-1990 ΑΥΟ (ΦΕΚ Β΄ 190/23.3.1990) που έχει κυρωθεί με  την παράγραφο 2 του άρθρου 32 του ν. 1884/1990 (Α’  81), όπως η παράγραφος αυτή έχει αντικατασταθεί με την παράγραφο 6 του άρθρου 26 του ν. 3156/2003 (Α’ 157) και ισχύει, καταργείται.

Άρθρο 21
Τροποποίηση διατάξεων του ν.4021/2011 και του ν. 3427/2005


1.             Tο πρώτο εδάφιο της παραγράφου 11 του άρθρου 53 του ν.4021/2011 καταργείται και τα τρίτο και τέταρτο εδάφια της ίδιας παραγράφου αντικαθίστανται ως εξής:
«Ο κύριος ή επικαρπωτής του ακινήτου μπορεί, με αίτησή του προς την αρμόδια Δ.Ο.Υ., οποτεδήποτε και για οποιονδήποτε λόγο, να ζητήσει την αποκοπή του Ε.Ε.Τ.Η.Δ.Ε. από το λογαριασμό κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος και τη βεβαίωση αυτού στη Δ.Ο.Υ., αφού καταβάλει τουλάχιστον την τρέχουσα και τις τυχόν ληξιπρόθεσμες δόσεις έτους 2012, και, σε περίπτωση επίκλησης αδυναμίας καταβολής αυτών, το ποσό των πενήντα (50) ευρώ. Για την αλλαγή προμηθευτή ηλεκτρικού ρεύματος απαιτείται η προσκόμιση βεβαίωσης της αρμόδιας Δ.Ο.Υ. ότι ακολουθήθηκε η ανωτέρω διαδικασία από τον κύριο ή τον επικαρπωτή ή από το μισθωτή ο οποίος έχει εξουσιοδοτηθεί ειδικά προς τούτου, σε περίπτωση μισθωμένου ακινήτου.».

                                                           
2.             Μετά το τέλος του τέταρτου εδαφίου της παραγράφου 1 του άρθρου 23 του ν. 3427/2005 (Α’ 312), όπως ισχύει, προστίθενται εδάφια ως εξής :
«Φυσικά πρόσωπα, τα οποία κατά την 1.1.2013 έχουν εμπράγματα δικαιώματα σε γήπεδα εκτός σχεδίου πόλης ή οικισμού, υποχρεούνται να συμπληρώσουν, τροποποιήσουν και οριστικοποιήσουν την περιουσιακή τους κατάσταση, όπως αυτή αποτυπώνεται  στην ιστοσελίδα της Γενικής Γραμματείας Πληροφοριακών Συστημάτων. Νομικά πρόσωπα, τα οποία κατά την 1.1.2013 έχουν εμπράγματα δικαιώματα σε ακίνητα, υποχρεούνται σε ηλεκτρονική υποβολή δήλωσης στοιχείων ακινήτων μέχρι 31.3.2013, στην οποία θα περιλαμβάνεται η περιουσιακή τους κατάσταση, όπως είναι διαμορφωμένη κατά την 31..12.2012.» 

Άρθρο 22
Συμπλήρωση διατάξεων για το τέλος ταξινόμησης

1.             α. Η ισχύς των διατάξεων της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του ν. 3899/2010 (Α’ 212), όπως τροποποιείται με την υποπαράγραφο β’ της παρούσης παραγράφου και της παραγράφου 5 του άρθρου 30 του ν. 3943/2011 (Α’ 66) παρατείνεται μέχρι το τέλος του 2013.

β. Το στοιχείο (ε) της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του ν. 3899/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«ε) Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής εφαρμόζονται μετά από δέκα (10) ημέρες από την έκδοση της απόφασης της προηγούμενης περίπτωσης και για αυτοκίνητα που θα αποσυρθούν μέχρι 20.12.2013.»

γ. Η παράγραφος 2 του άρθρου 20 του ν. 4002/2011 (Α’ 180) αντικαθίσταται ως εξής:
«2. Οι διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 8 του ν. 3899/2010 και της παρ. 5 του άρθρου 30 του ν. 3943/2011, εφαρμόζονται για αυτοκίνητα που θα τελωνισθούν και θα καταβάλουν τις οφειλόμενες φορολογικές επιβαρύνσεις μέχρι και 31.12.2013.»

δ. Το στοιχείο (γ) της παραγράφου 2 του άρθρου 8 του ν. 3899/2010 αντικαθίσταται ως εξής:
«γ) Οι διατάξεις των περιπτώσεων α΄ και β΄ εφαρμόζονται μόνο για αυτοκίνητα παλαιάς τεχνολογίας για τα οποία έχει εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας στην Ελλάδα μέχρι 31.12.2000 και για τα οποία έχουν καταβληθεί τα τέλη κυκλοφορίας του έτους εντός του οποίου γίνεται η διαγραφή, καθώς και τυχόν οφειλομένων προηγουμένων ετών.»

ε. Η προτελευταία υποπαράγραφος της παραγράφου 5 του άρθρου 30 του ν. 3943/2011 αντικαθίσταται ως εξής:
«Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται μόνο για αυτοκίνητα παλαιάς τεχνολογίας που θα αποσυρθούν μέχρι 20.12.2013, για τα οποία έχει εκδοθεί άδεια κυκλοφορίας στην Ελλάδα μέχρι 31.12.2000 και για τα οποία έχουν καταβληθεί τα τέλη κυκλοφορίας του έτους εντός του οποίου γίνεται η διαγραφή, καθώς και τυχόν οφειλομένων προηγουμένων ετών.»

2.             Στο άρθρο 36 του ν. 1563/1985, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 12 του ν. 3220/2004 (Α’ 15) μετά το τέταρτο εδάφιο προστίθεται εδάφιο ως ακολούθως:
«Η ανωτέρω απαλλαγή παρέχεται και στους γονείς, οι οποίοι προτού καταστούν πολύτεκνοι γονείς κατά την έννοια του παρόντος άρθρου είχαν υπαχθεί στις διατάξεις της παραγράφου 2 του άρθρου 1 του ν. 3454/2006 (Α’ 75)».

Άρθρο 23
Φόρος πολυτελείας μεταχειρισμένων αυτοκινήτων

Η παράγραφος 2 του άρθρου 17 του ν.3833/2010 (Α’ 40) αντικαθίσταται ως εξής:

«2. Προκειμένου για μεταχειρισμένα όμοια αυτοκίνητα, το ποσοστό του φόρου καθορίζεται, σύμφωνα με την κλίμακα της παραγράφου 1, ανάλογα με την αξία τους, όπως αυτή προσδιορίζεται με βάση τα προβλεπόμενα στην περίπτωση α' της παραγράφου 1 του άρθρου 126 του ν. 2960/2001.
Ο ανωτέρω φόρος επιβάλλεται επί της φορολογητέας αξίας του άρθρου 126 του ν.2960/2001.».

Άρθρο 24
Τροποποιήσεις διατάξεων του Κώδικα Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων (Κ.Ε.Δ.Ε.)

1.             Στο άρθρο 41 του ν.δ. 356/1974 (Α’ 90), μετά την παράγραφο 6 προστίθεται παράγραφος 7 ως εξής:

«7. Η δημοσίευση των περιλήψεων των προγραμμάτων πλειστηριασμού μπορεί να διενεργείται και σε συγκεκριμένη ιστοσελίδα του Διαδικτύου, τηρουμένης της προθεσμίας της προηγουμένης παραγράφου. Με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών ορίζεται κάθε αναγκαία λεπτομέρεια για την εφαρμογή του προηγούμενου εδαφίου.
Τα οριζόμενα στην ανωτέρω παράγραφο ισχύουν αναλόγως και για τη δημοσιότητα προγράμματος πλειστηριασμού κινητών».

2.             Στο άρθρο 41 του ν.δ. 356/1974 η υφιστάμενη παράγραφος 7 αναριθμείται σε 8.


Άρθρο 25  
Κατάργηση διατάξεων του  ν. 4002/2011

Οι διατάξεις της παραγράφου 4 του άρθρου 18 του ν. 4002/2011 (Α’ 180) καταργούνται από τη δημοσίευση του παρόντος νόμου. Ειδικά εκκαθαριστικά σημειώματα που έχουν εκδοθεί σύμφωνα με τις καταργούμενες διατάξεις και έχουν κοινοποιηθεί στους φορολογούμενους μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος περαιώνονται εντός της προβλεπόμενης από αυτές προθεσμίες.


ΚΕΦΑΛΑΙΟ Δ’
ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ ΔΙΑΤΑΞΕΩΝ Ν.27/1975 ΚΑΙ Ν. 814/1978
ΚΑΙ ΛΟΙΠΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ

Άρθρο 26
Τροποποίηση διατάξεων του ν. 27/1975

1.             Το άρθρο 26 του ν.27/1975  (Α’ 77) αντικαθίσταται ως εξής:


«Άρθρο 26
ΦΟΡΟΛΟΓΙΑ ΠΛΟΙΩΝ ΥΠΟ ΞΕΝΗ ΣΗΜΑΙΑ

1. Επιβάλλεται κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου φόρος στα πλοία υπό ξένη σημαία, των οποίων η διαχείριση γίνεται από ημεδαπές ή αλλοδαπές εταιρείες εγκατεστημένες στην Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του παρόντος νόμου. Η επιβολή του φόρου του παρόντος άρθρου γίνεται με την επιφύλαξη των διατάξεων του Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος, όπως εκάστοτε ισχύει, που προβλέπουν την υπαγωγή σε φόρο εισοδήματος των κερδών που προκύπτουν στην Ελλάδα από την εκμετάλλευση πλοίων υπό ξένη σημαία καθώς και των σχετικών διατάξεων των Συμβάσεων Αποφυγής Διπλής Φορολογίας αναφορικά με τους φόρους εισοδήματος και κεφαλαίου και των Διμερών Ναυτιλιακών Συμβάσεων που έχει συνάψει η Ελλάδα με άλλα κράτη.

2. Ο φόρος βαρύνει τους αλλοδαπούς πλοιοκτήτες ή  πλοιοκτήτριες εταιρείες για τα πλοία υπό ξένη σημαία, τα οποία έχουν τεθεί  υπό τη διαχείριση ημεδαπών ή αλλοδαπών εταιρειών οι οποίες είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του παρόντος νόμου.
                            
Οι ως άνω διαχειρίστριες εταιρείες είναι αλληλέγγυα υπόχρεες με τις πλοιοκτήτριες εταιρείες για την καταβολή του φόρου του παρόντος άρθρου. Σε περίπτωση που η διαχείριση του πλοίου γίνεται από περισσότερες της μίας διαχειρίστριες εταιρείες οι οποίες είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του παρόντος νόμου, οι διαχειρίστριες εταιρείες ευθύνονται εις ολόκληρον για την καταβολή του φόρου του παρόντος άρθρου. Σε περίπτωση που η πλοιοκτήτρια εταιρεία αλλάξει τη διαχειρίστρια εταιρεία στην οποία έχει αναθέσει τη διαχείριση πλοίου της υπό ξένη σημαία, η διαχειρίστρια εταιρεία ευθύνεται για την καταβολή του φόρου που αναλογεί στο χρονικό διάστημα κατά το οποίο ασκούσε τη διαχείριση του συγκεκριμένου πλοίου.

Σε περίπτωση εκούσιας μεταβίβασης της κυριότητας του πλοίου υπό ξένη σημαία, το οποίο μετά τη μεταβίβαση παραμένει υπό τη διαχείριση ελληνικής ή αλλοδαπής εταιρείας εγκατεστημένης στην Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του παρόντος νόμου, ο φόρος του παρόντος άρθρου βαρύνει το νέο πλοιοκτήτη από την ημερομηνία της μεταβίβασης, ενώ ο νέος πλοιοκτήτης είναι εις ολόκληρον υπόχρεος με τα πρόσωπα που είναι υπόχρεα για την καταβολή του φόρου του παρόντος άρθρου που βαρύνει το πλοίο μέχρι το χρόνο της μεταβίβασης.

3. Ο φόρος υπολογίζεται με τα ίδια κριτήρια, συντελεστές και κλιμάκια που ισχύουν σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος νόμου και τις εκδιδόμενες δυνάμει του άρθρου 13 του ν.2687/1953 πράξεις, για τα πλοία που νηολογήθηκαν υπό ελληνική σημαία κατά το προηγούμενο έτος από το έτος επιβολής του φόρου του παρόντος άρθρου.

4.Για σκοπούς υπολογισμού του φόρου, οι ημεδαπές ή αλλοδαπές εταιρείες οι οποίες διαχειρίζονται τα πλοία υπό ξένη σημαία και είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του παρόντος νόμου έχουν υποχρέωση να υποβάλλουν ετησίως, εντός του Ιανουαρίου κάθε έτους, συγκεντρωτική δήλωση στο Υπουργείο Ναυτιλίας και Αιγαίου, στην οποία θα πρέπει να αναφέρεται το όνομα, η σημαία, το Διεθνές Διακριτικό Σήμα (Δ.Δ.Σ.), η ολική χωρητικότητα και η ηλικία των πλοίων υπό ξένη σημαία που διαχειρίζονται κατά την 1η Ιανουαρίου του ιδίου έτους, στην οποία θα επισυνάπτονται τα αντίστοιχα έγγραφα εθνικότητας των πλοίων. Σε περίπτωση που η διαχείριση πλοίου υπό ξένη σημαία ανατίθεται στη διαχειρίστρια εταιρεία μετά την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους, υποβάλλεται συμπληρωματική δήλωση από τη διαχειρίστρια εταιρεία, εντός μηνός από την ανάληψη της διαχείρισης. Οι ανωτέρω δηλώσεις υπέχουν θέση υπεύθυνης δήλωσης του Ν.1599/1986.

5. Η δήλωση και η καταβολή του φόρου του παρόντος άρθρου γίνεται κατ’ ανάλογη εφαρμογή των προβλεπομένων στον παρόντα νόμο για το φόρο που επιβάλλεται στα πλοία υπό ελληνική σημαία. Σε περίπτωση που η διαχείριση πλοίου υπό ξένη σημαία ανατεθεί σε διαχειρίστρια εταιρεία εγκατεστημένη στην Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του παρόντος νόμου μετά την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους, οφείλεται φόρος από την επόμενη ημέρα της ανάθεσης της διαχείρισης σε τόσα δωδέκατα, όσοι οι μήνες μέχρι το τέλος του έτους. Η δήλωση και καταβολή του φόρου διενεργείται από την διαχειρίστρια εταιρεία στο όνομα και για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας εταιρείας.

Από το ποσό του φόρου του παρόντος άρθρου εκπίπτει ο φόρος χωρητικότητας (tonnage tax) ή οποιαδήποτε παρόμοια επιβάρυνση που αποδεδειγμένα καταβλήθηκε για το πλοίο υπό ξένη σημαία και μέχρι του ποσού του φόρου που οφείλεται στην Ελλάδα.

6. Για την παραλαβή των δηλώσεων και τη βεβαίωση του φόρου του παρόντος άρθρου αρμόδιος είναι ο προϊστάμενος της ΔΟΥ Πλοίων.
Η κοινοποίηση όλων των εγγράφων που αφορούν στο φόρο του παρόντος άρθρου ενεργείται στην αντίστοιχη διαχειρίστρια εταιρεία.

7. Για την επιβολή των πρόσθετων φόρων και προστίμων εφαρμόζονται οι διατάξεις του ν. 2523/1997, όπως ισχύουν.

8. Το δικαίωμα του Δημοσίου για τη βεβαίωση του κατά το παρόν άρθρο φόρου παραγράφεται μετά την πάροδο πενταετίας από τη λήξη του έτους στο οποίο ο φόρος αναφέρεται.

9. Με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Ναυτιλίας και Αιγαίου καθορίζονται ο τύπος και το περιεχόμενο της δήλωσης του φόρου του παρόντος άρθρου, η διαδικασία επιβολής του φόρου στο όνομα της πλοιοκτήτριας εταιρείας και καταβολής αυτού, και η διαδικασία υποβολής της ετήσιας συγκεντρωτικής δήλωσης και των συμπληρωματικών δηλώσεων της διαχειρίστριας εταιρείας στο Υπουργείο Ναυτιλίας και Αιγαίου.

10. Η ισχύς των διατάξεων των παραγράφων 1-8 του παρόντος άρθρου αρχίζει από την 1η Ιανουαρίου 2013 για πλοία υπό ξένη σημαία των οποίων κατά την ημερομηνία αυτή η διαχείριση γίνεται από ημεδαπές ή αλλοδαπές εταιρείες οι οποίες είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του παρόντος νόμου.

11. Ο κατά τις διατάξεις του παρόντος άρθρου επιβαλλόμενος φόρος εξαντλεί κάθε υποχρέωση της αλλοδαπής εταιρείας πλοιοκτήτριας πλοίου υπό ξένη σημαία, το οποίο τελεί υπό την εκμετάλλευση ή διαχείριση ημεδαπής ή αλλοδαπής εταιρείας, εγκατεστημένης στην Ελλάδα δυνάμει των διατάξεων του άρθρου 25 του παρόντος νόμου, έναντι οποιουδήποτε φόρου, τέλους, εισφοράς ή κράτησης στο εισόδημα που αποκτάται στο εξωτερικό από την εκμετάλλευση του πλοίου, του οποίου είναι πλοιοκτήτρια.

Η ίδια απαλλαγή από κάθε φόρο, τέλος, εισφορά ή κράτηση ισχύει και για τους μετόχους ή εταίρους των ως άνω εταιρειών, μέχρι φυσικού προσώπου, για το εισόδημα που αποκτούν με τη μορφή διανομής καθαρών κερδών ή μερισμάτων, είτε απευθείας είτε από εταιρείες χαρτοφυλακίου (Holding Companies),ανεξαρτήτως του αριθμού των εταιρειών χαρτοφυλακίου που παρεμβάλλονται μεταξύ της πλοιοκτήτριας εταιρείας και του τελικού μετόχου ή εταίρου. Περαιτέρω, απαλλάσσεται από κάθε φόρο ή μεταβίβαση από οποιαδήποτε αιτία μετοχών ή μεριδίων ημεδαπών ή αλλοδαπών πλοιοκτητριών εταιρειών πλοίων υπό ελληνική ή ξένη σημαία καθώς και εταιρειών χαρτοφυλακίου΄(holding companies) που κατέχουν άμεσα ή έμμεσα, τις μετοχές ή τα μερίδια των ως άνω πλοιοκτητριών εταιρειών. Επίσης απαλλάσσονται από το φόρο τα κέρδη ναυτικής εταιρείας του ν. 959/1979 (Α’ 192), καθώς και τα μερίσματα που διανέμει αυτή, εφόσον έχει υπαχθεί στο άρθρο 25 του παρόντος νόμου και εκμεταλλεύεται ή διαχειρίζεται πλοίο με ελληνική ή ξένη σημαία».

2.             Το δεύτερο εδάφιο της περίπτωσης γ’ της παραγράφου 1 του άρθρου 29 του ν. 27/1975 αντικαθίσταται ως εξής:
«Εξαιρετικά απαλλάσσονται από το φόρο κληρονομιών οι μεταβιβάσεις πλοίων, μετοχών ή μεριδίων ημεδαπών ή αλλοδαπών εταιρειών που έχουν στην ιδιοκτησία τους πλοία υπό ελληνική ή ξένη σημαία άνω τωνχιλίων πεντακοσίων (1.500) κόρων ολικής χωρητικότητας καθώς και των μετοχών ή μεριδίων εταιρειών χαρτοφυλακίου (holding companies) που κατέχουν άμεσα ή μέσω ενδιάμεσων εταιρειών χαρτοφυλακίου τις μετοχές ή τα μερίδια των ως άνω πλοιοκτητριών εταιρειών.».

Άρθρο 27
Τροποποίηση διατάξεων ν. 814/1978

Το άρθρο 35 του ν. 814/1978 (Α’ 144) αντικαθίσταται ως εξής:

«Άρθρο 35
Απαλλαγή εισοδήματος κτωμένου από εταιρία χαρτοφυλακίου.
Απαλλάσσεται από κάθε φόρο, τέλος, εισφορά ή κράτηση το εισόδημα που αποκτάται από εταίρους ή μετόχους Εταιρειών Χαρτοφυλακίου (Holding Companies), οι οποίες έχουν αποκλειστικά, άμεσα ή έμμεσα, μετοχές εταιρειών πλοιοκτητριών πλοίων με ελληνική σημαία ή ξένη σημαία, εφόσον οι πλοιοκτήτριες εταιρείες είναι συμβεβλημένες με το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο ή η εκμετάλλευση ή διαχείριση των πλοίων τους γίνεται από ημεδαπή ή αλλοδαπή επιχείρηση εγκατεστημένη στην Ελλάδα με βάση το άρθρο 25 του ν. 27/1975 (Α’ 77), όπως ισχύει. Το ότι οι Εταιρείες Χαρτοφυλακίου (Holding Companies) κατέχουν αποκλειστικά μετοχές πλοιοκτητριών εταιρειών πλοίων με ελληνική ή ξένη σημαία αποδεικνύεται:
(α) με την προσκόμιση σχετικών πιστοποιητικών της αρμόδιας δημόσιας αρχής της καταστατικής έδρας των εταιρειών, στο οποίο θα πρέπει να αναφέρονται η επωνυμία κάθε πλοιοκτήτριας εταιρείας, στην οποία μετέχουν οι Εταιρείες Χαρτοφυλακίου (Holding Companies), όπως και το όνομα και τα λοιπά στοιχεία ταυτότητας των πλοίων που ανήκουν σε κάθε πλοιοκτήτρια εταιρεία. Η αρμοδιότητα της αλλοδαπής δημόσιας αρχής για την έκδοση των πιστοποιητικών βεβαιώνεται από το Υπουργείο Εξωτερικών ή την Ελληνική Προξενική Αρχή, είτε (β) με την προσκόμιση πιστοποιητικών από τα οποία να προκύπτει ότι οι Εταιρείες Χαρτοφυλακίου (Holding Companies) είναι σε ισχύ (good standing), καθώς και αντίγραφο πρακτικού των Δ.Σ. των Εταιρειών Χαρτοφυλακίου, από το οποίο πρακτικό να προκύπτει η επωνυμία των πλοιοκτητριών εταιρειών, στις οποίες μετέχουν, το όνομα, η σημαία και ο λιμένας νηολόγησης του πλοίου ή των πλοίων, και το οποίο πρακτικό θα πρέπει να είναι θεωρημένο από την οικεία Προξενική Αρχή της χώρας της καταστατικής έδρας των Εταιρειών Χαρτοφυλακίου (Holding Companies) που εδρεύει στην Ελλάδα.
Ειδικά οι συμβεβλημένες με το Ναυτικό Απομαχικό Ταμείο πλοιοκτήτριες εταιρείες πλοίων με ξένη σημαία υποχρεούνται να προσκομίζουν και πιστοποιητικό του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου, από το οποίο να αποδεικνύεται ότι τα ως άνω πλοία τους είναι συμβεβλημένα με αυτό».

Άρθρο 28  
Ρύθμιση για τα τεχνικά-ψυχαγωγικά παίγνια

Στο τέλος της παραγράφου 2 του άρθρου 38 του ν. 4002/2011 προστίθεται νέο εδάφιο ως εξής:
«Η ημερομηνία, μετά την οποία η τοποθέτηση του ατομικού ενσωματωμένου ειδικού απαραβίαστου φορολογικού μηχανισμού καθίσταται υποχρεωτική, καθορίζεται με απόφαση του Υπουργού Οικονομικών, μετά από εισήγηση της Επιτροπής Εποπτείας και Ελέγχου Παιγνίων (Ε.Ε.Ε.Π.)».

 
Άρθρο 29
Τροποποίηση διατάξεων του ν. 2731/1999

Μετά την παράγραφο 2 του άρθρου 12 ν. 2731/1999 (Α΄ 138) προστίθενται παράγραφοι 3, 4 και 5 ως εξής, ενώ οι παράγραφοι 3, 4 και 5 του άρθρου 12 αναριθμούνται σε παραγράφους 6, 7 και 8 :

«3. Η επιχορήγηση προς Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (Μ.Κ.Ο.), σωματεία, αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες, ΝΠΙΔ ή φυσικά πρόσωπα, ανεξαρτήτως ποσού επιχορήγησης και από οποιονδήποτε φορέα του Δημοσίου και αν προέρχεται, επιτρέπεται εφεξής υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις :
α) Υποβολή ειδικής έκθεσης του αρμόδιου Υπουργού προς τον Υπουργό Οικονομικών, με σαφή και πλήρη αιτιολόγηση ως προς την αναγκαιότητα και τη νομιμότητα της δαπάνης, Στην ειδική έκθεση θα μνημονεύονται απαραιτήτως όλα τα μέλη των συλλογικών οργάνων διοίκησης των ανωτέρω νομικών προσώπων, καθώς και κάθε τρίτου προσώπου στο οποίο έχουν τυχόν ανατεθεί αρμοδιότητες διοίκησης
β) Χορήγηση ειδικής έγκρισης του Υπουργού Οικονομικών, παρεχομένης σ’ αυτόν της δυνατότητας απομείωσης του ύψους της προτεινόμενης δαπάνης ή πλήρους απόρριψής της, εάν η δημοσιονομική κατάσταση του Κράτους δεν την καθιστά εφικτή,
γ) Η απόφαση έγκρισης του Υπουργού Οικονομικών με το σχετικό φάκελο κοινοποιείται στην Οικονομική Αστυνομία και στη Γενική Διεύθυνση Οικονομικής Επιθεώρησης του Υπουργείου Οικονομικών.
Οποιαδήποτε επιχορήγηση χωρίς την τήρηση των παραπάνω προϋποθέσεων, συνιστά για τους δημόσιους λειτουργούς απιστία σχετική με την υπηρεσία που τιμωρείται σύμφωνα με το άρθρο 256 Π.Κ.
4. Για τις ήδη έως την έναρξη ισχύος του παρόντος, ανειλημμένες συμβατικές υποχρεώσεις του Υπουργείου Εξωτερικών προς Μ.Κ.Ο ορίζεται ότι:
4α. Η διάρκεια των συμβάσεων της Υ.Δ.Α.Σ με τις Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις (Μ.Κ.Ο), που συνήφθησαν από το 2002 έως το 2009 και για τις οποίες εκκρεμεί η διαδικασία εκκαθάρισης από τις αρμόδιες υπηρεσίες  παρατείνεται αυτοδικαίως από τη συμβατική λήξη τους μέχρι τη δημοσίευση του παρόντος για τον σκοπό της ολοκλήρωσης της διαδικασίας εκκαθάρισής τους, εφόσον συντρέχουν σωρευτικά οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
αα) Έχει ολοκληρωθεί το φυσικό αντικείμενο της σύμβασης μέχρι την κατάθεση του παρόντος,
αβ) Έχει υποβληθεί από την Μ.Κ.Ο. αρμοδίως και εμπροθέσμως αίτημα παράτασης του συμβατικού χρόνου η αίτημα τροποποίησης του φυσικού αντικειμένου της σύμβασης, ή μετά την εκπνοή του συμβατικού χρόνου υπεβλήθη ανάλογο αίτημα που έγινε δεκτό από την υπηρεσία, ή υπεγράφη τροποποιητική σύμβαση.
4 β. Για το σύνολο των εκκρεμών συμβάσεων της παραγράφου 4α θα συνταχθεί από την ΥΔΑΣ και την Γενική Διεύθυνση Οικονομικής Επιθεώρησης του Υπουργείου Οικονομικών κοινό πόρισμα σχετικά με την υπαγωγή τους ή όχι στις ρυθμίσεις της παραγράφου 4. Με το ίδιο πόρισμα θα προσδιορίζεται το ποσό πληρωμής για κάθε σύμβαση, θα ολοκληρώνεται δε η διαδικασία εκκαθάρισης με την παραπομπή των φακέλων στον προβλεπόμενο από την κείμενη νομοθεσία δημοσιονομικό έλεγχο σύμφωνα με τις ισχύουσες κατά περίπτωση διατάξεις. Οι υπαχθείσες στην παράγραφο 4α περιπτώσεις, θεωρούνται οριστικά εκκαθαρισμένες και δεν επιτρέπεται οποιαδήποτε αμφισβήτηση του παραπάνω ποσού από την υπαχθείσα στην ρύθμιση Μ.Κ.Ο.
5. Για τις τυχόν ανειλημμένες συμβατικές υποχρεώσεις των υπολοίπων Υπουργείων προς Μ.Κ.Ο., σωματεία, αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρείες, ν.π.ι.δ ή φυσικά πρόσωπα  θα ακολουθηθεί η διαδικασία της  παραγράφου 4β από τις  οικονομικές υπηρεσίες των αρμοδίων κατά περίπτωση  Υπουργείων.»


Άρθρο 30  
Έναρξη ισχύος

1.      Η ισχύς των διατάξεων αυτού του νόμου αρχίζει:
α) Των άρθρων 1, 2,  (παράγραφοι 2 και 7), 3 (παράγραφοι 1, 2, 3, 6, 7, 15, 22, 24, 25, 32, 34, 37, 38, 39, 40, 41, 42 και 45), 4, 5, 6 (παράγραφοι 3, 4, 5, 6, 8 και 15), 7 (παράγραφοι 2 και 5) και 9 (παράγραφοι 1, 2, 6, 12, 13, 15, 18, 26, 32 και 33) για τα εισοδήματα που αποκτώνται και τις δαπάνες που πραγματοποιούνται κατά περίπτωση, από το οικονομικό έτος 2014 και μετά.
β) Της παραγράφου 1 του άρθρου 2 για τόκους που καταβάλλονται ή πιστώνονται από την 1η Δεκεμβρίου 2012 και μετά.
γ) Της παραγράφου 4 του άρθρου 2 και των παραγράφων 11 και 12 του άρθρου 7 για τόκους ή εισοδήματα που καταβάλλονται ή πιστώνονται από 1η Ιανουαρίου 2013 και μετά.
δ) Της παραγράφου 5 του άρθρου 2 για κέρδη από πωλήσεις μετοχών οι οποίες αποκτώνται από την 1η Απριλίου 2013 και μετά.
ε) Της παραγράφου 8 του άρθρου 3 για κέρδη επιχειρήσεων που τηρούν βιβλία με τη διπλογραφική μέθοδο, που καταβάλλονται ή πιστώνονται από την 1η Ιανουαρίου 2014 και μετά.
στ) Της παραγράφου 12 του άρθρου 3 και της παραγράφου 6 του άρθρου 9 για εισοδήματα που αποκτώνται από το οικονομικό έτος 2013 και μετά.
ζ) Της παραγράφου 26 του άρθρου 3 για πάγια περιουσιακά στοιχεία που αποκτώνται από την 1η Ιανουαρίου 2013 και μετά.
η) Της παραγράφου 2 του άρθρου 6 για διανεμόμενα κέρδη που εγκρίνονται από γενικές συνελεύσεις από την 1η Ιανουαρίου 2014 και μετά.
θ) Της παραγράφου 7 του άρθρου 6 για διανεμόμενα κέρδη που εγκρίνονται από τα αρμόδια όργανα από την 1η Ιανουαρίου 2014 και μετά.
ι) Των παραγράφων 1 και 3 του άρθρου 8 και παραγράφου 4 του άρθρου 11, για τις οριστικές δηλώσεις που υποβάλλονται από το οικονομικό έτος 2013 και επόμενα.
ια) Της παραγράφου 2 του άρθρου 8, για τις οριστικές δηλώσεις που υποβάλλονται από το οικονομικό έτος 2014 και επόμενα.
ιβ) Της παραγράφου 4 του άρθρου 8 για δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος οικονομικού έτους 2013 και επομένων.
ιγ) Της παραγράφου 7 του άρθρου 8 για ισολογισμούς που κλείνουν μετά την 30 Δεκεμβρίου 2012.
ιδ) Της παραγράφου 3 του άρθρου 9 από το χρόνο έναρξης ισχύος του ν.4072/2012 (ΦΕΚ Α86).
ιε) Της παραγράφου 16 του άρθρου 9 για συμβάσεις που συνάπτονται από 1η Ιανουαρίου 2013 και μετά.
ιστ) Της παραγράφου 17 του άρθρου 9 από την έναρξη ισχύος του ν.4046/2012 ( Α’ 28).

2.             Η ισχύς των διατάξεων των παραγράφων και άρθρων πλην των οριζομένων στην παράγραφο 1 του παρόντος αρχίζει από την δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης, εκτός κι αν ορίζεται διαφορετικά στις επιμέρους διατάξεις.

  

Αθήνα, 13 Δεκεμβρίου 2012

ΟΙ ΥΠΟΥΡΓΟΙ

ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ                                           ΝΑΥΤΙΛΙΑΣ ΚΑΙ ΑΙΓΑΙΟΥ





ΙΩΑΝΝΗΣ ΣΤΟΥΡΝΑΡΑΣ                ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΟΥΣΟΥΡΟΥΛΗΣ         
 
Copyright © 2015 Taxalia Blog - Θεσσαλονίκη