Είναι παραμονές Πρωτοχρονιάς του '72.
Το πιο δημοφιλές ελληνικό «μαγαζί» της Κολωνίας, κάτι μεταξύ μπαρ, καφενείου, σκυλάδικου και ντίσκο, είναι γεμάτο.
Είναι ήδη αργά το βράδυ και..
όπως συμβαίνει τέτοιες μέρες σε όλα τα ελληνικά μαγαζιά της Γερμανίας, ο χώρος έχει μετατραπεί σε χαρτοπαικτική λέσχη. Σε όλα τα τραπέζια έχουν τοποθετηθεί πράσινες τσόχες και το χρήμα, πολύ χρήμα, ρέει άφθονα και αλλάζει κάθε τόσο χέρια.
Ορθιους βλέπεις μόνο τους ρέστους, που πίνουν αβέρτα αφού το ποτό είναι τζάμπα και πώς να μην είναι όταν ο ιδιοκτήτης έχει βγάλει σε μια νύχτα, απ’ το βιδάνιο, ότι έβγαζε σε τρεις μήνες απ’ τα ποτά. Αίφνης, και ενώ οι χαμένοι είναι σιωπηλοί και το μόνο που σκέφτονται είναι πως θα γυρίσουν στο σπίτι απένταροι και οι παίχτες είναι βαθιά προσηλωμένοι στο χαρτί, μπουκάρουν πέντε με πιστόλια πυροβολώντας στην οροφή. «Λεφτά, χέρια και πορτοφόλια πάνω στα τραπέζια κουφάλες», είναι οι μοναδικές λέξεις του αρχηγού.
Και ενώ, οι περισσότεροι, έντρομοι πέφτουν κάτω απ’ τα τραπέζια, δευτερόλεπτα μετά, ακούγεται μια άλλη, λιγότερο βροντερή αλλά ψυχρή και πιο απειλητική φωνή απ’ το πατάρι του μαγαζιού «κουφάλα Τιμανίδη ψηλά τα χέρια γιατί σε γάζωσα». Μόλις και μετά βίας μπορούσες να δεις μέσα απ’ την κάπνα τον «από μηχανής Θεό», τον μπράβο του μαγαζιού. Ηταν ένας κοντόσωμος αρματωμένος άντρας με ένα αυτόματο όπλο στο ένα χέρι και ένα πιστόλι στο άλλο, γνωστός ως «ο κοντός πιστολέρο», για τον οποίο έλεγαν πως ήταν πρώην προσωπικός φρουρός του Μαρκεζίνη».
Όταν το Σεπτέμβρη του 73, καθ’ οδόν προς τη Βρέμη για να συνεχίσω τις σπουδές μου, επισκέφτηκα για μερικές μέρες, που έγιναν μήνες, κάποιους συγγενείς μου σε μια μικρή κωμόπολη κοντά στο Hagen, στο Letmathe και μου διηγήθηκε αυτήν την ιστορία ο ιδιοκτήτης της μοναδικής ελληνικής μπυραρίας, ο Πέτρος, σκέφτηκα, πως κάπως έτσι θα πρέπει να έγινε και με πολλούς τυχοδιώκτες της άγριας δύσης, που ηρωποιήθηκαν μέσα από υπερβολές και μύθους.
Για να ‘μαι ειλικρινής, δε θα πίστευα τον Πέτρο, αν λίγες βδομάδες αργότερα δε γινόμουν αυτόπτης μάρτυς του “μπουκαρίσματος” της ίδιας ομάδας, με αυτόματα αυτή τη φορά, σε ένα μαγαζί στο Castrop-Rauxel. Ο Πέτρος απ’ το Πολύκαστρο του Κιλκίς, Θεός σχωρέστον, θαυμάσιος άνθρωπος, είχε μια αδυναμία στο τζόγο αλλά και λόγω επαγγέλματος, αφού διοργάνωνε στο μαγαζί του παιχνίδια με επαγγελματίες, μαγαζάτορες κυρίως, από ολόκληρη τη Βεσταφαλία-Ρηνανία, όφειλε κάπου-κάπου να πηγαίνει κι εκείνος όταν τον καλούσαν άλλοι. Επειδή ποτέ δεν πας μόνος σε τέτοιες αποστολές, μου είχε ζητήσει να τον συνοδεύσω στο συγκεκριμένο παιχνίδι στο Castrop-Rauxel.
Μπαϊλντισμένος απ’ τη βαρετή ζωή της σχεδόν εξάχρονης χούντας στην πατρίδα, όπου η μοναδική διασκέδαση ήταν η μπουάτ, κανένας κινηματογράφος, λίγο θέατρο και οι ατέλειωτες συζητήσεις για το ποδόσφαιρο, διψούσα για λίγη περιπέτεια αλλά και για να γνωρίσω άλλες πόλεις. Δίχως πολλή σκέψη λοιπόν του είπα το οκέϊ. Κι έτσι, εγώ, ο «κουλτουριάρης», που μέχρι πριν λίγο καιρό, διάβαζα Μαρκούζε, Σαρτρ, Καμί και Μαρξ, βρέθηκα μέσα σε έναν, τόσο κοντινό κι όμως τόσο απόμακρο, τόσο διαφορετικό και τόσο άγνωστο παράλληλο κόσμο, κάτι σαν ένα άλλο παράλληλο σύμπαν.
Όταν λοιπόν κάπου μετά τα μεσάνυχτα μπούκαραν ξαφνικά πέντε, οι δύο με αυτόματα όπλα, όταν έπεσε η πρώτη ριπή στο ταβάνι και ακούστηκε το «Λεφτά, χέρια και πορτοφόλια πάνω στα τραπέζια κουφάλες», ακόμα κι εγώ κατάλαβα πως είναι η παρέα του Τιμανίδη, ενός πρώην σφαιροβόλου του Ηρακλή απ’ τη Σαλονίκη και του Μπόμπα, ενός πρώην τερματοφύλακα του Πιερικού. Ισως να ήμουν ο μόνος εκεί μέσα, που ενδόμυχα τους περίμενα, παρότι δεν υπήρχε κανένας «κοντός» να μας σώσει. Το τι ακολούθησε δεν περιγράφεται με λόγια. «Εγινε το έλα να δεις». Ο Πέτρος, «φορτωμένος» όπως λέν’ οι τζογαδόροι, αλλά και προετοιμασμένος για τέτοιες περιπτώσεις έδωσε ένα σάλτο απ’ το παράθυρο που ήταν ακριβώς από πίσω του κι έγινε καπνός. Οι περισσότεροι τρύπωσαν κάτω απ’ τα τραπέζια, εγώ, θες από άγνοια κινδύνου, θες από περιέργεια ή γιατί νόμιζα πως ήμουν σε κινηματογράφο και έβλεπα ένα γουέστερν σπαγγέτι, ήμουν απ’ τους λίγους, ίσως ο μοναδικός, που έμεινα ατάραχος, καθισμένος στο σκαμπό δίπλα στο μπαρ. Ισως αυτό να μ’ έσωσε κι’ απ’ τη ληστεία γιατί θα σκέφτηκαν πως δεν είχα να κρύψω τίποτα. Το σκηνικό θύμιζε άγρια δύση. Στη μια άκρη ο Τιμανίδης, στην άλλη ο Μπόμπας με τα αυτόματα προς τα πάνω και οι άλλοι τρεις να ρίχνουν τα λεφτά σε σάκους. Όπως είπαν αργότερα κάποιοι, θα πρέπει να σήκωσαν πάνω από διακόσιες χιλιάδες μάρκα.
Τους λίγους μήνες, που έζησα, όπως λέν’ τη νύχτα, μεταξύ Dortmund-Bochum, Hagen και Letmathe, διαπίστωσα ότι η Αγρια Δύση ζούσε και βασίλευε στη Γερμανία των αρχών του 70. Η γερμανική αστυνομία, απασχολημένη τότε με την τρομοκρατική οργάνωση “Φράξια Κόκκινος Στρατός” (γερμ. Rote Armee Fraktion-RAF) και για όσον καιρό οι συμμορίες των ξένων επιδιδόταν σε παράνομες ενέργειες προς τους ίδιους τους ξένους, δεν είχε το χρόνο, ούτε και ιδιαίτερους λόγους να ασχοληθεί μ’ αυτές. Ετσι, έζησα ακόμα δυο περιστατικά με χρήση όπλων στο Hagen και στο Dortmund και πολλά άλλα με καυγάδες ελλήνων χαρτοπαικτών, εκβιαστών και μπράβων της νύχτας. Το χρήμα, προσελκύει πάντα τυχοδιώκτες, χαρτοπαίκτες, εκβιαστές και μπράβους και οι έλληνες είχαν αρχίσει να συσσωρεύουν πολύ χρήμα στη νέα τους πατρίδα.
Όταν στα μέσα της δεκαετίας του 70, έλληνες, ιταλοί και γιουγκοσλάβοι άρχισαν να επεκτείνουν τις παράνομες δραστηριότητές τους με θύματα γερμανούς, τότε μέσα σε μερικούς μήνες η γερμανική αστυνομία «καθάρισε» όπως λένε το τοπίο. Ο μπόμπας, όπως έμαθα αργότερα αυτοκτόνησε στη φυλακή, ενώ πολλοί άλλοι, ακόμη και ανήλικοι έλληνες, ιταλοί, τούρκοι, ισπανοί και Γιουγκοσλάβοι γεννημένοι στη Γερμανία, κρίθηκαν ανεπιθύμητοι και απελάθηκαν κατά εκατοντάδες. Πολλοί απ’ αυτούς τους νέους σώθηκαν κυριολεκτικά, διότι επέστρεψαν και ενσωματώθηκαν στη φυσική τους κοινωνία, της πατρίδας τους. Αυτό που, δυστυχώς, δεν μπορούν να κατανοήσουν σήμερα πολλοί στην αριστερά. Αν συνέχιζαν να παραμένουν στη Γερμανία σίγουρα θα κατέληγαν στη φυλακή και οι φυλακές σήμερα, ακόμη και οι γερμανικές, μόνο αναμορφωτήρια δεν είναι.
Αν τότε, μου έλεγε κάποιος ότι αυτά που έζησα αυτούς τους λίγους μήνες μεταξύ Dortmund-Bochum, Hagen και Letmathe, θα τα ζούσα κάποια στιγμή επιστρέφοντας στην πατρίδα μου, θα τον θεωρούσα τρελό.
Αν πάλι, μου έλεγε κάποιος ότι αυτό το “Λεφτά, χέρια και πορτοφόλια πάνω στα τραπέζια κουφάλες”, θα το άκουγα με κάποιον πιο εξευγενισμένο αλλά το ίδιο χυδαίο και εκβιαστικό τρόπο από κυρίους με μαύρα κοστούμια και γραβάτες, που λέν’ πως εκπροσωπούν το ελληνικό κράτος δικαίου, θα τον θεωρούσα θεότρελο.
Οι έλληνες τυχοδιώκτες, χαρτοπαίκτες, εκβιαστές και μπράβοι του 70 στη Γερμανία, είχαν κάποιους σταθερούς κανόνες τους οποίους τηρούσαν με ευλάβεια. Αν τους ήξερες και τους τηρούσες, δεν είχες να φοβηθείς τίποτα. Είχαν επίσης έναν ιπποτισμό. Τα ’παιρναν μόνο απ’ αυτούς που είχαν και έδιναν συχνά κάτι σ’ αυτούς που δεν είχαν.
Εδώ δεν ξέρεις από πού να πρωτοφυλαχτείς. Απ’ τους τυχοδιώκτες, ξένους και έλληνες ή από το κράτος-τρομοκράτη, που πουλάει προστασία στους ίδιους τους πολίτες του, με το αζημίωτο φυσικά. Εδώ συνεχίζει να ζει και να βασιλεύει η Αγρια Δύση στην πιο χυδαία και πιο επικίνδυνη μορφή της, αφού νομιμοφανώς και νομιμοτύπως, στο όνομα του λαού και για το καλό του, έχουν σταλεί «στον άλλο κόσμο» χιλιάδες συμπατριώτες μας, από εκβιαστές με μαύρα κοστούμια και γραβάτες, που λέν’ πως εκπροσωπούν το ελληνικό κράτος δικαίου.
Αλέξανδρος Πιστοφίδης
taxalia.blogspot.com / 26.12.2012