ζωγράφος!
Έζησε τον τέλειο έρωτα στην αγκαλιά του μετέπειτα μεγαλύτερου πολιτικού του αντιπάλου, τον οποίο τελικά τον σκώτωσε!
Διαβάστε την ιστορία που θέλει να κρύψει ο κάθε υμνητής του ναζισμού στο σεντούκι της λήθης!
Και βγαίνουν σήμερα κάποιες κρυφοαδελφές ναζίστριες και τα βάζουν με το σύμφωνο συμβίωσης!
Η υπόθεση Ρεμ και η δίωξη των ομοφυλοφίλων
Η ηγεσία του Ναζιστικού Κόμματος περιλάμβανε έναν τουλάχιστον παραδεδεγμένα ομοφυλόφιλο, τον Ερνστ Ρεμ. Ο Ρεμ ήταν μέλος της οργάνωσης του Χίρσφελντ και σύχναζε ανοικτά σε σημεία συνάντησης ομοφυλοφίλων. Ο Ρεμ διατηρούσε μόνιμα κλεισμένο τραπέζι σε μια ταβέρνα του Μονάχου, σχεδόν αποκλειστικά για ομοφυλόφιλους, η οποία λεγόταν "Bratwurstglockl ". Εκεί συναντούσε συνεργάτες του, όπως οι Ρορμπάιν (Rohrbein), Πέτερσντορφ (Petersdorf) και Ερνστ Χέλντορφ (Ernst Helldorf) και κατέστρωναν τα σχέδιά τους. Όλοι τους ήταν ομοφυλόφιλοι [1]. Ο Ρεμ ήταν, το 1933, ο ηγέτης της SA (Sturmabteilung) και, παράλληλα, ανταγωνιστής του Χίτλερ στην ηγεσία του Κόμματος. Με την άνοδο του Κόμματος στην εξουσία, η - αριστερή κυρίως - αντιπολίτευση επιτέθηκε στο Κόμμα με επιχείρημα και την ύπαρξη ομοφυλόφιλων στην ηγεσία του. Ο Ρεμ ήταν ένας από τους κύριους στόχους. Προς γενική κατάπληξη, βασικός υποστηρικτής του Ρεμ ήταν ο Χάινριχ Χίμλερ, ο οποίος υποστήριξε την άποψη ότι πίσω από αυτή τη δυσφημιστική εκστρατεία κρυπτόταν ο εβραϊκός δάκτυλος. Ο Χίτλερ, ο οποίος είχε προσωπική φιλία με τον Ρεμ, δεν εκδηλώθηκε ανοικτά, ωστόσο, όταν θεώρησε ως απειλή τις ηγετικές τάσεις του Ρεμ απέναντι στη δική του εξουσία (η SA είχε ήδη στρατολογημένα δύο εκατομμύρια μέλη), αποφάσισε να λάβει δραστικά μέτρα. Οργανώθηκε έτσι μια σφαγή της ηγεσίας των SA, η οποία έγινε γνωστή ως Η νύχτα των μεγάλων μαχαιριών. Ο Ρεμ, μαζί με όλα τα ηγετικά στελέχη της SA συνελήφθησαν και εκτελέσθηκαν. Για να καθησυχάσει την κατακραυγή που, ως λογική συνέπεια, εκδηλώθηκε, ο Χίτλερ δικαιολόγησε την πράξη αυτή με κύριο επιχείρημα την ομοφυλοφιλία του Ρεμ. Την θέση της SA κατέλαβαν τα SS, έχοντας ως ηγέτη τους τον υπερασπιστή του Ρεμ, Χίμλερ. Ο Χίτλερ έδωσε διαταγή να καταγραφούν οι ομοφυλόφιλοι και το καθήκον αυτό ανατέθηκε στην Γκεστάπο, η οποία συνέταξε φακέλους για όλους τους ομοφυλόφιλους καθώς και άλλους "μη κοινωνικοποιημένους" πολίτες του Τρίτου Ράιχ.
Το 1935 το Ράιχσταγκ κατάργησε το μέχρι τότε ισχύον άρθρο 175 αντικαθιστώντας το με νέο άρθρο, με τον ίδιο αριθμό, επιχειρώντας να "σφραγίσει τα ανοίγματα" που άφηνε το παλαιό άρθρο. Ο νέος Κώδικας περιελάμβανε τα εξής:
- 'Αρθρο 175: Άρρην, ο οποίος συνάπτει σεξουαλική σχέση με άλλον άρρενα ή επιτρέπει σε άλλον άρρενα να τον χρησιμοποιήσει ως σεξουαλικό αντικείμενο, τιμωρείται με φυλάκιση. Εάν ο κατηγορούμενος είναι κάτω των 21 ετών, το δικαστήριο μπορεί, σε όχι ιδιαίτερα σοβαρές περιπτώσεις, να μην επιβάλει φυλάκιση.
- Άρθρο 175α: Κάθειρξη διαρκείας μέχρι δέκα ετών ή, όπου υφίστανται ελαφρυντικά, φυλάκιση όχι μικροτέρα των τριών μηνών, θα επιβάλλεται εις (1) άρρενα ο οποίος με βία ή απειλή σωματικής ή ψυχολογικής βίας ή απειλή αφαίρεσης ζωής, εξαναγκάζει άλλον άρρενα εις σεξουαλική πράξη ή επιτρέπει εις τον εαυτό του να συμμετάσχει εις αυτήν (2) άρρενα ο οποίος, εκμεταλλευόμενος σχέση βασιζόμενη σε υπηρεσία, εργοδοσία ή εξάρτηση, εξαναγκάζει άλλον άρρενα εις σεξουαλική πράξη ή επιτρέπει εις τον εαυτό του να συμμετάσχει εις αυτήν (3) άρρενα, άνω των 21 ετών, ο οποίος αποπλανώντας άρρενα κάτω των 21 ετών εξαναγκάζει άλλον άρρενα εις σεξουαλική πράξη ή επιτρέπει εις τον εαυτό του να συμμετάσχει εις αυτήν (4) άρρενα ο οποίος δημόσια προβαίνει εις σεξουαλική πράξη ή πρόκληση με άρρενες ή επιτρέπει εις τον εαυτό του να συμμετάσχει εις αυτήν.
- Άρθρο 175β: Μη φυσιολογική σεξουαλική πράξη διαπραττομένη μεταξύ ανθρώπου και ζώων τιμωρείται με φυλάκιση. Είναι, επίσης, δυνατή η επιβολή απώλειας των πολιτικών δικαιωμάτων.
Η παράγραφος 174 του Ποινικού Κώδικα απαγόρευε την αιμομιξία, ενώ η παράγραφος 176 έθετε εκτός νόμου την παιδοφιλία. Οι ναζιστές ενεργοποίησαν και άλλες νομοθετικές διατάξεις, στοχεύοντας στις σεξουαλικές "παραβάσεις". Στις 26 Ιουνίου 1935ψηφίσθηκε ο "Νόμος Προστασίας των Επιγόνων με Κληρονομικές παθήσεις". Με βάση αυτό το νομοθετικό πλαίσιο, δικαστήρια διέταξαν τον ευνουχισμό ορισμένων παραβατών σε περιπτώσεις βιασμών, "ανίερων σεξουαλικών πράξεων" και σεξουαλικών πράξεων με συμμετοχή αγοριών κάτω των 14 ετών. Το νομοθετικό αυτό πλαίσιο όριζε τους ομοφυλόφιλους ως "μη κοινωνικοποιημένα άτομα", τα οποία απειλούσαν το Ράιχ και την ηθική αγνότητα της Γερμανίας. Η ποινή των "χρονίως ομοφυλοφίλων" ήταν ο εγκλεισμός τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Με τον τρόπο αυτό, η έννοια του ήθους του λαού έγινε ζήτημα με το οποίο ασχολείτο πλέον η αστυνομία. Έτσι, το 1934 συνελήφθησαν μόνον 766 άτομα ως ομοφυλόφιλοι. Το 1936 οι συλληφθέντες έφθασαν τους 4.000 ενώ το 1938 ξεπέρασαν τους 8.000. Το 1936, ύστερα από εντολή του Χίμλερ, δημιουργήθηκε το Κεντρικό Γραφείο του Ράιχ για την καταπολέμηση της ομοφυλοφιλίας και ο ίδιος τοποθέτησε επικεφαλής τον Γιόζεφ Μάιζινγκερ (Joseph Meisinger). Το Γραφείο ενεθάρρυνε τους καταδότες και πληροφοριοδότες δημιουργώντας ολόκληρο δίκτυο: Μαθητές κατέδιδαν καθηγητές τους, τους οποίους υποπτεύονταν, εργοδότες τους υπαλλήλους τους (και το αντίστροφο). Οι συλλαμβανόμενοι ομοφυλόφιλοι ανακρίνονταν ώστε να καταδώσουν και άλλους ομοφυλόφιλους και η Γκεστάπο κατέστρωνε λίστες με τον προφανή στόχο τον εντοπισμό και σύλληψη όλων των ομοφυλόφιλων της Γερμανίας και τον εγκλεισμό τους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης: Οι συλλαμβανόμενοι εξέτιαν την ποινή φυλάκισης, που τους επιβαλλόταν, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Εκεί υποχρεώνονταν να φέρουν στην στολή τους το σύμβολο της ομοφυλοφιλίας, το ροζ τρίγωνο.
Ο Χίμλερ παραδεχόταν ότι με τον τρόπο αυτό δεν ήταν δυνατό να εξαλειφθεί ολοσχερώς η ομοφυλοφιλία από την Γερμανία. Σκοπός του ήταν, όπως ο ίδιος τον εξέφρασε, να "εντοπίσει τους ομοφυλόφιλους και να τους εξαλείψει από την κοινωνία". Επιζητούσε, όμως, και ένα λογικό επιχείρημα για την εξόντωσή τους. Κατέφυγε, συνεπώς, στην ιατρική "επιστήμη" αναζητώντας το. Βέβαια, υπήρξε και μια -όχι αμελητέα - ομάδα Ναζιστών, οι οποίοι υποστήριξαν ότι οι Γερμανοί είναι ανώτερη φυλή και, κατά συνέπεια, θα ήταν σφάλμα η εξόντωση ανδρών της ανώτερης φυλής. Υποστήριξαν, μάλιστα, ότι η ομοφυλοφιλία είναι "θεραπεύσιμη" και έπρεπε να επιδιωχθεί η θεραπεία των "πασχόντων".[2]
Η περίπτωση Βερνέτ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Η Γκεστάπο, έχοντας υπόψη όλες τις τάσεις στο εσωτερικό του Κόμματος, ερεύνησε πολλές προτεινόμενες λύσεις. Μία από τις πλέον δελεαστικές διατυπώθηκε από τον Δανό ταγματάρχη των SS και ερευνητή ιατρό Δρα. Καρλ Βερνέτ (Carl Værnet), ο οποίος ισχυρίσθηκε ότι έχει αναπτύξει ένα ορμονικό εμφύτευμα, το οποίο ήταν ικανό να θεραπεύει την ομοφυλοφιλία. Τη σύστασή του στα ανώτερα κλιμάκια των SS την όφειλε στον Ερνστ - Ρόμπερτ Γκράβιτς (Ernst-Robert Grawitz), ιατρό και διοικητικά επικεφαλής του ιατρικού τμήματος των SS. Η χρηματοδότηση του Βερνέτ από τους SS έκανε σαφή την αντίληψη που είχαν περί ομοφυλοφιλίας: Εθεωρείτο ορμονική είτε γενετική είτε ψυχική ανωμαλία - αρκετά στελέχη των SS - του Χίμλερ συμπεριλαμβανομένου - πίστευαν ότι η ομοφυλοφιλία ήταν μεταδοτική και κατά συνέπεια όφειλαν να προστατεύσουν τον γερμανικό λαό από την μετάδοσή της. Στον Βερνέτ δόθηκαν τα αναγκαία μέσα, όπως εργαστηριακός εξοπλισμός, χρηματοδότηση και το αναγκαίο πειραματικό υλικό: Του επιτράπηκε να χρησιμοποιήσει ομορφυλόφιλους κρατούμενους στο στρατόπεδο συγκέντρωσης του Μπούχενβαλντ ως υποκείμενα των πειραμάτων του. Έτσι, κρατούμενοι υποβλήθηκαν σε εγχειρίσεις για την τοποθέτηση εμφυτευμάτων τεστοστερόνης και, μολονότι κανείς δεν πέθανε από αυτά καθεαυτά τα εμφυτεύματα, σε τουλάχιστον δύο εμφανίσθηκαν μετεγχειρητικές επιπλοκές, οι οποίες οδήγησαν στον θάνατό τους. Η πρόοδος των "ασθενών" καταγραφόταν σε ημερήσια βάση. Κάποιοι από αυτούς παρουσίασαν "βελτιώσεις", όπως έδειξαν οι αναφορές, ωστόσο η πλειοψηφία δεν παρουσίασε αξιόλογες αλλαγές. Δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένο αν ο Βερνέτ προχώρησε και σε ευνουχισμούς κρατουμένων. Το συμπέρασμα, ωστόσο, του Δρα Βερνέτ, για την αποτυχία της μεθόδου του ήταν ότι επρόκειτο για περιπτώσεις χρονίων ή μη θεραπεύσιμων μορφών ομοφυλοφιλίας. Σαν συνέπεια της αποτυχίας του εγχειρήματος, ως συνόλου, η χρηματοδότηση του προγράμματος αυτού διακόπηκε από τα ανώτερα κλιμάκια των SS και τα "πειραματόζωα" επέστρεψαν στη ζωή του "κανονικού" κρατούμενου[3].