Η διαφορά ανάμεσα στο περυσινό περιστατικό της Λεωφόρου και στο
περιστατικό της Τούμπας δεν είναι στο αντικείμενο που έπεσε. Είναι στις
προθέσεις των δυο ομάδων.
Γράφει ο Κώστας Κεφαλογιάννης.
Η συζήτηση για το βάρος ενός κουτιού μπύρας και ενός ρολού ταμειακής μηχανής είναι γελοία και θλιβερή. Ανάλογα γελοία και θλιβερή με την περυσινή συζήτηση αν το κουτί που βρήκε τον Ίβιτς ήταν άδειο ή γεμάτο. Δεν έχει την παραμικρή σημασία. Σημασία έχει η κίνηση. Η οποία δεν μπορεί παρά να είναι καταδικαστέα απολύτως και δίχως αστερίσκους. Αν ο εν λόγω τύπος έχει όντως συλληφθεί, τότε η απαγόρευση εισόδου στην Τούμπα για το υπόλοιπο της ζωής του, αποτελεί την μικρότερη ποινή που πρέπει να του επιβληθεί από την ΠΑΕ.
Παρότι υπάρχουν επί μέρους στοιχεία που διαφοροποιούν την
περίπτωση Ίβιτς με την περίπτωση Γκαρσία, το βάρος του αντικειμένου δεν
είναι ένα από αυτά.
Και όσοι επιμένουμε να σεβόμαστε τον εαυτό μας, δεν μπορούμε να λέμε άλλα πέρυσι και άλλα φέτος.
Πέρυσι λοιπόν έγραφα: «Το πρόβλημα είναι ότι η πλειονότητα όσων έχουν απομείνει να ασχολούνται με το ελληνικό πρωτάθλημα έχει χάσει κάθε επαφή με την λογική, αντιλαμβάνεται την αλήθεια μόνο μέσα από οπαδικό πρίσμα και θεωρεί την ασχήμια των ελληνικών γηπέδων – ακόμα κι εκείνων όπου δεν συμβαίνουν επεισόδια – ως κάτι κανονικό, ενίοτε και ως «μαγική ατμόσφαιρα».
Το πρόβλημα είναι ότι θεωρούμε όσα βλέπουμε στα γήπεδα του εξωτερικού ως κάτι εξωτικό, με την λογική του carte postale, μακρινό και ανέφικτο. Και το δικό μας το χάλι ως κάτι αναπόφευκτο.
Το πρόβλημα είναι έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε στρεβλά, σχεδόν σε κάθε τομέα της ζωής, τόσο ώστε μας μοιάζει φυσιολογική η συζήτηση αν το κουτάκι της μπύρας ήταν άδειο!
Δεν είναι. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ! Είναι γελοία και θλιβερή»!
Επιμένω και σήμερα, στην ίδια ακριβώς άποψη.
Από εκεί και πέρα, όμως, δεν μπορούμε να τα κάνουμε και όλα ίσιωμα.
Διότι, ναι, οι δυο περιπτώσεις έχουν χτυπητές διαφορές. Και δεν γίνεται να μην τις επισημαίνουμε, στο βωμό μιας δήθεν πολιτικής ορθότητας που δεν έχει σχέση με την δημοσιογραφία.
Έχω γράψει κι άλλες φορές ότι, δεν με ενδιαφέρει αν τα αντικείμενα που πέφτουν στον αγωνιστικό χώρο βρίσκουν τον στόχο τους. Με ενδιαφέρει αν η ατμόσφαιρα που υπάρχει στο γήπεδο είναι κατάλληλη για ποδόσφαιρο ή όχι. Όταν για παράδειγμα, προ ετών περνούσαν φωτοβολίδες πάνω από τα κεφάλια των παικτών του Ολυμπιακού στο ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό στη Λεωφόρο, για εμένα δεν είχε ουδεμία σημασία αν τους πέτυχαν ή όχι. Και αυτή τη συζήτηση την έβρισκα γελοία και θλιβερή επίσης. Ορθώς το ματς δεν ξεκίνησε ποτέ, οι συνθήκες δεν το επέτρεπαν ούτε κατά διάνοια.
Αντιστοίχως, εκατοντάδες παιχνίδια του ελληνικού πρωταθλήματος δεν έπρεπε να έχουν ξεκινήσει. Και ακόμη περισσότερα δεν έπρεπε να έχουν τελειώσει. Στην Τούμπα, στο «Καραϊσκάκης», στη Λεωφόρο, στο ΟΑΚΑ, στη Νέα Φιλαδέλφεια, στο Χαριλάου, στο Γεντί Κουλέ, στη Ριζούπολη, σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Το ΠΑΟΚ – Ολυμπιακός δεν άνηκε σε αυτά, τουλάχιστον μέχρι τη σέντρα του. Δεν έχω ιδέα πώς θα εξελισσόταν. Ξέρω όμως ότι η ατμόσφαιρα δεν έμοιαζε διόλου επικίνδυνη. Ουδείς εκ των Ερυθρολεύκων δικαιούται να ισχυριστεί ότι φοβήθηκε αληθινά για τη σωματική του ακεραιότητα. Και δεν υπήρξε τίποτα στις εξέδρες, εκτός από φωνή και πάθος, που θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτρεπτικά για τους παίκτες του Ολυμπιακού, ώστε να μπουν και να παίξουν την μπαλίτσα τους.
Όταν σε σημαδεύουν με φωτοβολίδες , σκέφτεσαι τι θα συμβεί αν βάλεις γκολ. Όταν σε σημαδεύουν με ρολά χαρτιού, τι ακριβώς να φοβηθείς και για ποιον λόγο;
Και εντούτοις, τη συγκεκριμένη παράμετρο, ό,τι δηλαδή η Τούμπα εν προκειμένω δεν ήταν ζούγκλα, δεν μύριζε μπαρούτι, δεν φλεγόταν από μίσος και ανεξέλεγκτη οργή, ουδείς την έχει αναδείξει.
Αφήνω στην άκρη τα οπαδικά άρθρα, ένθεν – κακείθεν. Ακόμη και οι περισσότερο ψύχραιμες τοποθετήσεις εντούτοις, από κεκτημένη ταχύτητα σχεδόν, προσθέτουν όσα συνέβησαν την Κυριακή στην μακρά αλυσίδα των περιστατικών βίας του ελληνικού ποδοσφαίρου. Περίπου αντανακλαστικά. Αγνοώντας ότι χάρις στην προσπάθεια της διοίκησης των Ασπρόμαυρων, τα πράγματα ήταν καλύτερα από κάθε άλλο πρόσφατο ΠΑΟΚ – Ολυμπιακός.
Αν πρέπει να τιμωρηθεί ή όχι ο ΠΑΟΚ θα το αποφασίσουν άλλοι. Στην ΠΑΕ εντούτοις αξίζει έπαινος για την εικόνα της Τούμπας πριν τη σέντρα. Αν το αγνοήσουμε αυτό επειδή ο καταγγελτικός λόγος πουλάει περισσότερο ή επειδή φοβόμαστε μην μας πουν τσάτσους του Ιβάν, τότε απλώς αγνοούμε την πραγματικότητα.
Προσωπικά, μετά το ματς κυπέλλου, όταν οι ΠΑΟΚτσήδες μπούκαραν στο γήπεδο, εξαιτίας, υποτίθεται, του μη – καταλογισμού πέναλτι στον Μακ ή μετά τον ημιτελικό με τα ψάρια, έκραζα μέχρις εσχάτων και τους μπουκαδόρους αλλά και τον Σαββίδη
Και επιμένω και σήμερα ότι αυτού του είδους η βία, δεν είναι αντίδραση σε τίποτα. Είναι επιλογή.
Αλλά η «βία» του ρολού χαρτιού και η εξίσωσή της με όσα έχουν προηγηθεί στα ελληνικά γήπεδα, είναι άδικη. Και εδράζεται, νομίζω, στην τεράστια αντιπάθεια που έχει συσσωρευθεί στους οπαδούς των άλλων ομάδων προς τον ΠΑΟΚ. Και που σε μεγάλο βαθμό είναι αδικαιολόγητη - ο ΠΑΟΚ έχει κάνει λάθη, όχι τόσα πολλά και τόσο μεγάλα για να αξίζει τόσο δηλητήριο.
Μέρος αυτής της αντιπάθειας οφείλεται και στο περυσινό ΠΑΟ - ΠΑΟΚ. Αλλά και πάλι όσοι το επικαλούνται, αγνοούν μια καίρια διαφορά: Ό, τι συνέβη στην Τούμπα ήταν απολύτως προαποφασισμένο για τους Ερυθρολεύκους. Ένα στημένο πανηγύρι δειλίας, το οποίο αν ήμουν οπαδός αυτής της ομάδας θα με ξενέρωνε αφάνταστα. Μια ξεκάθαρη δήλωση αδυναμίας: Ούτε θέλουμε, ούτε μπορούμε να ανταγωνιστούμε τον ΠΑΟΚ στα ίσια, οπότε δώστε μας εσείς μια αφορμή και θα δείτε πώς θα την κοπανήσουμε πριν πείτε «Διαβαλκανικό».
Ο ΠΑΟΚ δεν πήγε πέρυσι στη Λεωφόρο για να προκαλέσει πρόβλημα στον Παναθηναϊκό, να μην παίξει, να δημιουργήσει τις συνθήκες βαριάς τιμωρίας για τους Πράσινους. Το πώς διαχειρίστηκε τη ρίψη της μπύρας, σαφώς σηκώνει συζήτηση. Ο Ίβιτς χτυπήθηκε και χρειαζόταν ράμματα. Αυτό το είδαν όλοι. Το καροτσάκι με το οποίο αποχώρησε ο προπονητής του «Δικεφάλου» από το γήπεδο, εκτός του ότι ήταν αχρείαστο, άφησε και ως παρακαταθήκη μια εικόνα την οποία χρησιμοποιεί από την Κυριακή η μισή Ελλάδα για να λοιδορήσει τον ΠΑΟΚ.
Σε κάθε περίπτωση όμως, ο «Δικέφαλος» μπήκε στη Λεωφόρο για να παίξει μέχρι που είδε τον προπονητή του ξαπλωμένο στο χορτάρι. Επέλεξε να τον στηρίξει. Τι συνέβη από εκεί και πέρα, ο καθένας ας το κρίνει κατά το δοκούν.
Ο Ολυμπιακός, δεν μπήκε στην Τούμπα για να παίξει. Μπήκε για να προκαλέσει ζημιά στον ΠΑΟΚ με όποιον τρόπο μπορούσε. Δεν στήριξε τον προπονητή του. Ο προπονητής στήριξε με όσα έκανε, είπε και λέει ακόμα, το πλάνο της ομάδας του.
Και μετά από περισσότερες από χίλιες λέξεις, αυτή είναι τελικά η μία και μοναδική διαφορά που αξίζει να συζητήσουμε.
Όχι το βάρος της μπύρας ή του χαρτιού. Αλλά το βάρος της ανανδρίας.
http://www.sdna.gr/podosfairo/superleague/article/438878/varos-tis-anandrias
Γράφει ο Κώστας Κεφαλογιάννης.
Η συζήτηση για το βάρος ενός κουτιού μπύρας και ενός ρολού ταμειακής μηχανής είναι γελοία και θλιβερή. Ανάλογα γελοία και θλιβερή με την περυσινή συζήτηση αν το κουτί που βρήκε τον Ίβιτς ήταν άδειο ή γεμάτο. Δεν έχει την παραμικρή σημασία. Σημασία έχει η κίνηση. Η οποία δεν μπορεί παρά να είναι καταδικαστέα απολύτως και δίχως αστερίσκους. Αν ο εν λόγω τύπος έχει όντως συλληφθεί, τότε η απαγόρευση εισόδου στην Τούμπα για το υπόλοιπο της ζωής του, αποτελεί την μικρότερη ποινή που πρέπει να του επιβληθεί από την ΠΑΕ.
Και όσοι επιμένουμε να σεβόμαστε τον εαυτό μας, δεν μπορούμε να λέμε άλλα πέρυσι και άλλα φέτος.
Πέρυσι λοιπόν έγραφα: «Το πρόβλημα είναι ότι η πλειονότητα όσων έχουν απομείνει να ασχολούνται με το ελληνικό πρωτάθλημα έχει χάσει κάθε επαφή με την λογική, αντιλαμβάνεται την αλήθεια μόνο μέσα από οπαδικό πρίσμα και θεωρεί την ασχήμια των ελληνικών γηπέδων – ακόμα κι εκείνων όπου δεν συμβαίνουν επεισόδια – ως κάτι κανονικό, ενίοτε και ως «μαγική ατμόσφαιρα».
Το πρόβλημα είναι ότι θεωρούμε όσα βλέπουμε στα γήπεδα του εξωτερικού ως κάτι εξωτικό, με την λογική του carte postale, μακρινό και ανέφικτο. Και το δικό μας το χάλι ως κάτι αναπόφευκτο.
Το πρόβλημα είναι έχουμε μάθει να σκεφτόμαστε στρεβλά, σχεδόν σε κάθε τομέα της ζωής, τόσο ώστε μας μοιάζει φυσιολογική η συζήτηση αν το κουτάκι της μπύρας ήταν άδειο!
Δεν είναι. ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ! Είναι γελοία και θλιβερή»!
Επιμένω και σήμερα, στην ίδια ακριβώς άποψη.
Από εκεί και πέρα, όμως, δεν μπορούμε να τα κάνουμε και όλα ίσιωμα.
Διότι, ναι, οι δυο περιπτώσεις έχουν χτυπητές διαφορές. Και δεν γίνεται να μην τις επισημαίνουμε, στο βωμό μιας δήθεν πολιτικής ορθότητας που δεν έχει σχέση με την δημοσιογραφία.
Έχω γράψει κι άλλες φορές ότι, δεν με ενδιαφέρει αν τα αντικείμενα που πέφτουν στον αγωνιστικό χώρο βρίσκουν τον στόχο τους. Με ενδιαφέρει αν η ατμόσφαιρα που υπάρχει στο γήπεδο είναι κατάλληλη για ποδόσφαιρο ή όχι. Όταν για παράδειγμα, προ ετών περνούσαν φωτοβολίδες πάνω από τα κεφάλια των παικτών του Ολυμπιακού στο ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό στη Λεωφόρο, για εμένα δεν είχε ουδεμία σημασία αν τους πέτυχαν ή όχι. Και αυτή τη συζήτηση την έβρισκα γελοία και θλιβερή επίσης. Ορθώς το ματς δεν ξεκίνησε ποτέ, οι συνθήκες δεν το επέτρεπαν ούτε κατά διάνοια.
Αντιστοίχως, εκατοντάδες παιχνίδια του ελληνικού πρωταθλήματος δεν έπρεπε να έχουν ξεκινήσει. Και ακόμη περισσότερα δεν έπρεπε να έχουν τελειώσει. Στην Τούμπα, στο «Καραϊσκάκης», στη Λεωφόρο, στο ΟΑΚΑ, στη Νέα Φιλαδέλφεια, στο Χαριλάου, στο Γεντί Κουλέ, στη Ριζούπολη, σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Το ΠΑΟΚ – Ολυμπιακός δεν άνηκε σε αυτά, τουλάχιστον μέχρι τη σέντρα του. Δεν έχω ιδέα πώς θα εξελισσόταν. Ξέρω όμως ότι η ατμόσφαιρα δεν έμοιαζε διόλου επικίνδυνη. Ουδείς εκ των Ερυθρολεύκων δικαιούται να ισχυριστεί ότι φοβήθηκε αληθινά για τη σωματική του ακεραιότητα. Και δεν υπήρξε τίποτα στις εξέδρες, εκτός από φωνή και πάθος, που θα μπορούσε να λειτουργήσει αποτρεπτικά για τους παίκτες του Ολυμπιακού, ώστε να μπουν και να παίξουν την μπαλίτσα τους.
Όταν σε σημαδεύουν με φωτοβολίδες , σκέφτεσαι τι θα συμβεί αν βάλεις γκολ. Όταν σε σημαδεύουν με ρολά χαρτιού, τι ακριβώς να φοβηθείς και για ποιον λόγο;
Και εντούτοις, τη συγκεκριμένη παράμετρο, ό,τι δηλαδή η Τούμπα εν προκειμένω δεν ήταν ζούγκλα, δεν μύριζε μπαρούτι, δεν φλεγόταν από μίσος και ανεξέλεγκτη οργή, ουδείς την έχει αναδείξει.
Αφήνω στην άκρη τα οπαδικά άρθρα, ένθεν – κακείθεν. Ακόμη και οι περισσότερο ψύχραιμες τοποθετήσεις εντούτοις, από κεκτημένη ταχύτητα σχεδόν, προσθέτουν όσα συνέβησαν την Κυριακή στην μακρά αλυσίδα των περιστατικών βίας του ελληνικού ποδοσφαίρου. Περίπου αντανακλαστικά. Αγνοώντας ότι χάρις στην προσπάθεια της διοίκησης των Ασπρόμαυρων, τα πράγματα ήταν καλύτερα από κάθε άλλο πρόσφατο ΠΑΟΚ – Ολυμπιακός.
Αν πρέπει να τιμωρηθεί ή όχι ο ΠΑΟΚ θα το αποφασίσουν άλλοι. Στην ΠΑΕ εντούτοις αξίζει έπαινος για την εικόνα της Τούμπας πριν τη σέντρα. Αν το αγνοήσουμε αυτό επειδή ο καταγγελτικός λόγος πουλάει περισσότερο ή επειδή φοβόμαστε μην μας πουν τσάτσους του Ιβάν, τότε απλώς αγνοούμε την πραγματικότητα.
Προσωπικά, μετά το ματς κυπέλλου, όταν οι ΠΑΟΚτσήδες μπούκαραν στο γήπεδο, εξαιτίας, υποτίθεται, του μη – καταλογισμού πέναλτι στον Μακ ή μετά τον ημιτελικό με τα ψάρια, έκραζα μέχρις εσχάτων και τους μπουκαδόρους αλλά και τον Σαββίδη
Και επιμένω και σήμερα ότι αυτού του είδους η βία, δεν είναι αντίδραση σε τίποτα. Είναι επιλογή.
Αλλά η «βία» του ρολού χαρτιού και η εξίσωσή της με όσα έχουν προηγηθεί στα ελληνικά γήπεδα, είναι άδικη. Και εδράζεται, νομίζω, στην τεράστια αντιπάθεια που έχει συσσωρευθεί στους οπαδούς των άλλων ομάδων προς τον ΠΑΟΚ. Και που σε μεγάλο βαθμό είναι αδικαιολόγητη - ο ΠΑΟΚ έχει κάνει λάθη, όχι τόσα πολλά και τόσο μεγάλα για να αξίζει τόσο δηλητήριο.
Μέρος αυτής της αντιπάθειας οφείλεται και στο περυσινό ΠΑΟ - ΠΑΟΚ. Αλλά και πάλι όσοι το επικαλούνται, αγνοούν μια καίρια διαφορά: Ό, τι συνέβη στην Τούμπα ήταν απολύτως προαποφασισμένο για τους Ερυθρολεύκους. Ένα στημένο πανηγύρι δειλίας, το οποίο αν ήμουν οπαδός αυτής της ομάδας θα με ξενέρωνε αφάνταστα. Μια ξεκάθαρη δήλωση αδυναμίας: Ούτε θέλουμε, ούτε μπορούμε να ανταγωνιστούμε τον ΠΑΟΚ στα ίσια, οπότε δώστε μας εσείς μια αφορμή και θα δείτε πώς θα την κοπανήσουμε πριν πείτε «Διαβαλκανικό».
Ο ΠΑΟΚ δεν πήγε πέρυσι στη Λεωφόρο για να προκαλέσει πρόβλημα στον Παναθηναϊκό, να μην παίξει, να δημιουργήσει τις συνθήκες βαριάς τιμωρίας για τους Πράσινους. Το πώς διαχειρίστηκε τη ρίψη της μπύρας, σαφώς σηκώνει συζήτηση. Ο Ίβιτς χτυπήθηκε και χρειαζόταν ράμματα. Αυτό το είδαν όλοι. Το καροτσάκι με το οποίο αποχώρησε ο προπονητής του «Δικεφάλου» από το γήπεδο, εκτός του ότι ήταν αχρείαστο, άφησε και ως παρακαταθήκη μια εικόνα την οποία χρησιμοποιεί από την Κυριακή η μισή Ελλάδα για να λοιδορήσει τον ΠΑΟΚ.
Σε κάθε περίπτωση όμως, ο «Δικέφαλος» μπήκε στη Λεωφόρο για να παίξει μέχρι που είδε τον προπονητή του ξαπλωμένο στο χορτάρι. Επέλεξε να τον στηρίξει. Τι συνέβη από εκεί και πέρα, ο καθένας ας το κρίνει κατά το δοκούν.
Ο Ολυμπιακός, δεν μπήκε στην Τούμπα για να παίξει. Μπήκε για να προκαλέσει ζημιά στον ΠΑΟΚ με όποιον τρόπο μπορούσε. Δεν στήριξε τον προπονητή του. Ο προπονητής στήριξε με όσα έκανε, είπε και λέει ακόμα, το πλάνο της ομάδας του.
Και μετά από περισσότερες από χίλιες λέξεις, αυτή είναι τελικά η μία και μοναδική διαφορά που αξίζει να συζητήσουμε.
Όχι το βάρος της μπύρας ή του χαρτιού. Αλλά το βάρος της ανανδρίας.
http://www.sdna.gr/podosfairo/superleague/article/438878/varos-tis-anandrias