«Τελικά η Ένωση CDU/ CSU φαίνεται να μην χρειάζεται πλέον το να συμμετέχει το ΔΝΤ στη βοήθεια για την Ελλάδα» γράφει η γερμανική Süddeutsche Zeitung και προσθέτει: «Η κοινοβουλευτική ομάδα της Ένωσης CDU/ CSU απομακρύνεται από την αξίωσή της να συμμετέχει υποχρεωτικά το ΔΝΤ στα δάνεια για την Ελλάδα».
«Σε κάθε περίπτωση η τάση αυτή αποτελεί ένδειξη για το ότι η γερμανική πολιτική για την Ελλάδα, μετά την αποχώρηση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, έχει καταστεί περισσότερο ελεύθερη. Κανείς δεν υπαγορεύει πλέον λεπτομερείς όρους λιτότητας, κανείς δεν απειλεί. Αντ’ αυτού και οι δύο πλευρές αναζητούν συμβιβασμούς με διάθεση πραγματιστική. Ένας τέτοιος συμβιβασμός είναι το να μην ζητηθεί από το ΔΝΤ να συμμετέχει οικονομικά στη βοήθεια με την Ελλάδα, δεδομένου ότι υπάρχουν στον “κορβανά” αρκετά χρήματα που επαρκούν και χωρίς τη συμμετοχή του Ταμείου» γράφει η SZ, όπως αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Όπως δήλωσε στην SZ ο εκπρόσωπός της Ένωσης για θέματα δημοσίων οικονομικών Εκχαρντ Ρέμπεργκ, το ΔΝΤ συμμετείχε ως τώρα διαρκώς στην αξιολόγηση της προόδου του δανειακού προγράμματος της Ελλάδας, έχοντας ένα «αποφασιστικό μερίδιο στην εφαρμογή σημαντικών δομικών μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα». Κατά συνέπεια, όπως υποστηρίζει, έχει επιτευχθεί ένας σημαντικός στόχος του προγράμματος βοήθειας και [στην ουσία δεν υφίσταται ανάγκη και οικονομικής συμμετοχής του Ταμείου», επισημαίνοντας ότι ούτως ή άλλως τα 86 δισ. ευρώ που έχουν διατεθεί από τον μηχανισμό ESM για την Ελλάδα δεν θα έχουν απορροφηθεί έως τον Αύγουστο.
«Με τις δηλώσεις του ο Ρέμπεργκ αποτυπώνει το κλίμα εντός της κοινοβουλευτικής ομάδας της Ένωσης. Πολλοί βουλευτές διατηρούν πλέον επιφυλάξεις σχετικά με τη σκοπιμότητα μιας οικονομικής συμμετοχής του Ταμείου στη βοήθεια για την Ελλάδα, λόγω των αξιώσεων του Ταμείου για γενναιόδωρες ελαφρύνσεις του ελληνικού χρέους. Αρχικά γινόταν λόγος για ποσό έως και 100 δισ. ευρώ, αν και κατά τις τελευταίες διαπραγματεύσεις το Ταμείο δεν αναφέρθηκε και πάλι σε τέτοιο ποσό, καθιστώντας όμως σαφές ότι θεωρεί αναγκαίες τις ουσιώδεις ελαφρύνσεις του ελληνικού χρέους, ώστε η χώρα να διευκολυνθεί να περάσει σε καθεστώς οικονομικής ελευθερίας. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, επενδυτές και αγορές θα πρέπει να είναι πεπεισμένοι ότι αξίζει να επενδύσουν μακροπρόθεσμα στην Ελλάδα» γράφει η SZ.
Οι διαπραγματεύσεις, που θα έπρεπε να είχαν ολοκληρωθεί στις 24 Μαΐου, θα συνεχιστούν την ερχόμενη Παρασκευή στο περιθώριο συνάντησης των G7 στον Καναδά. Ωστόσο, θέμα οικονομικής συμμετοχής του Ταμείου θα είχε νόημα, μόνον εφόσον οι διαπραγματεύσεις ολοκληρώνονταν έως τα τέλη Μαΐου.
O Ρέμπεργκ παραδέχτηκε ότι «εφόσον το Ταμείο συνεχίσει να επιμένει σε μεγάλες ελαφρύνσεις του ελληνικού χρέους ως αντάλλαγμα για την οικονομική του συμμετοχή στο πρόγραμμα, πρόκειται για κάτι που δύσκολα μπορούμε να αποδεχτούμε», προσθέτοντας ότι στο θέμα των ελαφρύνσεων του ελληνικού χρέους δεν υπάρχει κάποιο είδος “αυτοματισμού” κι ότι το εάν και σε ποιο βαθμό θα πρέπει να γίνουν στην Ελλάδα ελαφρύνσεις, είναι κάτι που πρέπει να αποφασιστεί στη βάση επικαιροποιημένης ανάλυσης της βιωσιμότητας του χρέους και της μακροπρόθεσμης αναπτυξιακής στρατηγικής της Ελλάδας.
Η SZ υπενθυμίζει ότι ήταν η Καγκελάριος Μέρκελ και ο πρώην υπουργός Οικονομικών Β. Σόιμπλε, αυτοί που επέμεναν αρχικά να συμμετέχει το ΔΝΤ “ως ανεξάρτητος και έμπειρος εταίρος” στην οικονομική διάσωση της Ελλάδας. Το Ταμείο πράγματι μετείχε με υψηλά ποσά στα δύο πρώτα πακέτα διάσωσης. Ωστόσο το 2015, όταν αποφασίστηκε το τρίτο δανειακό πρόγραμμα, το Ταμείο αρνήθηκε να μετέχει επικαλούμενο διαφορετικές αξιολογήσεις της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους σε σχέση με αυτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, το ομοσπονδιακό κοινοβούλιο είχε προηγουμένως δώσει τη συγκατάθεσή του για το τρίτο πακέτο διάσωσης, υπό τον όρο ότι θα συμμετείχε και το ΔΝΤ. Εάν αυτό δε θα συνέβαινε, υποστήριζε τότε ο Σόιμπλε, το πρόγραμμα θα τερματιζόταν. Πέρυσι το ΔΝΤ και οι Ευρωπαίοι δανειστές συμφώνησαν να συμμετέχει το ΔΝΤ με ένα μικρό ποσό της τάξης του 1,6 δισ. ευρώ, εφόσον επιτυγχανόταν συμφωνία επί του θέματος των ελαφρύνσεων του χρέους. Μέχρι τώρα κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί, παρά το γεγονός ότι το ΔΝΤ έχει ως έναν βαθμό υποχωρήσει από τις αρχικές αξιώσεις του.
«Απομάκρυνση από το δόγμα Σόιμπλε»
«Το CDU χειραφετείται από την πολιτική Σόιμπλε κι από την αρχή ότι η οικονομική βοήθεια του ΔΝΤ αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση συγκατάθεσης σε δάνεια για την Ελλάδα. Πρόκειται για ένα δόγμα που διαμορφώθηκε από την Καγκελάριο Μέρκελ και τον πρώην ομοσπονδιακό υπουργό Οικονομικών Β. Σόιμπλε» σημειώνει η εφημερίδα.
Ωστόσο, αυτή η αλλαγή πλεύσης της Ένωσης δεν οφείλεται σε κάποια ξαφνική συμπάθεια για τους Έλληνες αλλά σε ίδιο συμφέρον. Η Ένωση βρίσκεται σε μία παγίδα στην οποία έπεσε μόνη της. Εάν η Ένωση παρέμενε πιστή στο δόγμα Μέρκελ-Σόιμπλε, να πρέπει δηλαδή να πληρώσει οπωσδήποτε το ΔΝΤ για την Αθήνα, τότε θα έπρεπε τα κόμματα CDU/ CSU να δεχτούν και τις αξιώσεις του Ταμείου και να καταφέρουν να περάσουν από το ομοσπονδιακό κοινοβούλιο μεγάλες ελαφρύνσεις του ελληνικού χρέους. Το τίμημα θα ήταν υψηλό. Πολλοί, θριαμβολογώντας, θα κατηγορούσαν ως αποτυχημένη τη γερμανική πολιτική για την Ελλάδα. Είναι λογικό κι επόμενο οι βουλευτές να προτιμούν να “χειραφετηθούν” από τη Μέρκελ, τον Σόιμπλε και το ΔΝΤ από το να ρισκάρουν ψήφους των εκλογέων τους, ειδικά μάλιστα στη Βαυαρία, όπου το φθινόπωρο επίκεινται εκλογές.
Οι Ευρωπαίοι υπήρξαν αρκετά έξυπνοι, ώστε να λάβουν τα μέτρα τους. Αντί να ζητούν από τα κοινοβούλιά τους να εγκρίνουν ελαφρύνσεις του χρέους για την Ελλάδα, επιλέγουν να παράσχουν στη χώρα ένα οικονομικό «μαξιλάρι». Η κυβέρνηση θα έχει στη διάθεσή της κάτι περισσότερο από 30 δισ. ευρώ ως απόθεμα, όταν θα βγει από το πρόγραμμα τον ερχόμενο Αύγουστο.
Το «μαξιλάρι» αυτό επαρκεί, ώστε η χώρα να καλύψει υποχρεώσεις της τα επόμενα τέσσερα χρόνια, υπό την προϋπόθεση ότι η Αθήνα δεν θα ξοδέψει τα χρήματα αλλού. Εάν το σχέδιο αυτό πετύχει, μέχρι τις επόμενες γερμανικές εκλογές δεν θα υπάρξει άλλο ελληνικό δράμα.
«Σε κάθε περίπτωση η τάση αυτή αποτελεί ένδειξη για το ότι η γερμανική πολιτική για την Ελλάδα, μετά την αποχώρηση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, έχει καταστεί περισσότερο ελεύθερη. Κανείς δεν υπαγορεύει πλέον λεπτομερείς όρους λιτότητας, κανείς δεν απειλεί. Αντ’ αυτού και οι δύο πλευρές αναζητούν συμβιβασμούς με διάθεση πραγματιστική. Ένας τέτοιος συμβιβασμός είναι το να μην ζητηθεί από το ΔΝΤ να συμμετέχει οικονομικά στη βοήθεια με την Ελλάδα, δεδομένου ότι υπάρχουν στον “κορβανά” αρκετά χρήματα που επαρκούν και χωρίς τη συμμετοχή του Ταμείου» γράφει η SZ, όπως αναμεταδίδει το Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων.
Όπως δήλωσε στην SZ ο εκπρόσωπός της Ένωσης για θέματα δημοσίων οικονομικών Εκχαρντ Ρέμπεργκ, το ΔΝΤ συμμετείχε ως τώρα διαρκώς στην αξιολόγηση της προόδου του δανειακού προγράμματος της Ελλάδας, έχοντας ένα «αποφασιστικό μερίδιο στην εφαρμογή σημαντικών δομικών μεταρρυθμίσεων στην Ελλάδα». Κατά συνέπεια, όπως υποστηρίζει, έχει επιτευχθεί ένας σημαντικός στόχος του προγράμματος βοήθειας και [στην ουσία δεν υφίσταται ανάγκη και οικονομικής συμμετοχής του Ταμείου», επισημαίνοντας ότι ούτως ή άλλως τα 86 δισ. ευρώ που έχουν διατεθεί από τον μηχανισμό ESM για την Ελλάδα δεν θα έχουν απορροφηθεί έως τον Αύγουστο.
«Με τις δηλώσεις του ο Ρέμπεργκ αποτυπώνει το κλίμα εντός της κοινοβουλευτικής ομάδας της Ένωσης. Πολλοί βουλευτές διατηρούν πλέον επιφυλάξεις σχετικά με τη σκοπιμότητα μιας οικονομικής συμμετοχής του Ταμείου στη βοήθεια για την Ελλάδα, λόγω των αξιώσεων του Ταμείου για γενναιόδωρες ελαφρύνσεις του ελληνικού χρέους. Αρχικά γινόταν λόγος για ποσό έως και 100 δισ. ευρώ, αν και κατά τις τελευταίες διαπραγματεύσεις το Ταμείο δεν αναφέρθηκε και πάλι σε τέτοιο ποσό, καθιστώντας όμως σαφές ότι θεωρεί αναγκαίες τις ουσιώδεις ελαφρύνσεις του ελληνικού χρέους, ώστε η χώρα να διευκολυνθεί να περάσει σε καθεστώς οικονομικής ελευθερίας. Σύμφωνα με το ΔΝΤ, επενδυτές και αγορές θα πρέπει να είναι πεπεισμένοι ότι αξίζει να επενδύσουν μακροπρόθεσμα στην Ελλάδα» γράφει η SZ.
Οι διαπραγματεύσεις, που θα έπρεπε να είχαν ολοκληρωθεί στις 24 Μαΐου, θα συνεχιστούν την ερχόμενη Παρασκευή στο περιθώριο συνάντησης των G7 στον Καναδά. Ωστόσο, θέμα οικονομικής συμμετοχής του Ταμείου θα είχε νόημα, μόνον εφόσον οι διαπραγματεύσεις ολοκληρώνονταν έως τα τέλη Μαΐου.
O Ρέμπεργκ παραδέχτηκε ότι «εφόσον το Ταμείο συνεχίσει να επιμένει σε μεγάλες ελαφρύνσεις του ελληνικού χρέους ως αντάλλαγμα για την οικονομική του συμμετοχή στο πρόγραμμα, πρόκειται για κάτι που δύσκολα μπορούμε να αποδεχτούμε», προσθέτοντας ότι στο θέμα των ελαφρύνσεων του ελληνικού χρέους δεν υπάρχει κάποιο είδος “αυτοματισμού” κι ότι το εάν και σε ποιο βαθμό θα πρέπει να γίνουν στην Ελλάδα ελαφρύνσεις, είναι κάτι που πρέπει να αποφασιστεί στη βάση επικαιροποιημένης ανάλυσης της βιωσιμότητας του χρέους και της μακροπρόθεσμης αναπτυξιακής στρατηγικής της Ελλάδας.
Η SZ υπενθυμίζει ότι ήταν η Καγκελάριος Μέρκελ και ο πρώην υπουργός Οικονομικών Β. Σόιμπλε, αυτοί που επέμεναν αρχικά να συμμετέχει το ΔΝΤ “ως ανεξάρτητος και έμπειρος εταίρος” στην οικονομική διάσωση της Ελλάδας. Το Ταμείο πράγματι μετείχε με υψηλά ποσά στα δύο πρώτα πακέτα διάσωσης. Ωστόσο το 2015, όταν αποφασίστηκε το τρίτο δανειακό πρόγραμμα, το Ταμείο αρνήθηκε να μετέχει επικαλούμενο διαφορετικές αξιολογήσεις της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους σε σχέση με αυτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ωστόσο, το ομοσπονδιακό κοινοβούλιο είχε προηγουμένως δώσει τη συγκατάθεσή του για το τρίτο πακέτο διάσωσης, υπό τον όρο ότι θα συμμετείχε και το ΔΝΤ. Εάν αυτό δε θα συνέβαινε, υποστήριζε τότε ο Σόιμπλε, το πρόγραμμα θα τερματιζόταν. Πέρυσι το ΔΝΤ και οι Ευρωπαίοι δανειστές συμφώνησαν να συμμετέχει το ΔΝΤ με ένα μικρό ποσό της τάξης του 1,6 δισ. ευρώ, εφόσον επιτυγχανόταν συμφωνία επί του θέματος των ελαφρύνσεων του χρέους. Μέχρι τώρα κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί, παρά το γεγονός ότι το ΔΝΤ έχει ως έναν βαθμό υποχωρήσει από τις αρχικές αξιώσεις του.
«Απομάκρυνση από το δόγμα Σόιμπλε»
«Το CDU χειραφετείται από την πολιτική Σόιμπλε κι από την αρχή ότι η οικονομική βοήθεια του ΔΝΤ αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση συγκατάθεσης σε δάνεια για την Ελλάδα. Πρόκειται για ένα δόγμα που διαμορφώθηκε από την Καγκελάριο Μέρκελ και τον πρώην ομοσπονδιακό υπουργό Οικονομικών Β. Σόιμπλε» σημειώνει η εφημερίδα.
Ωστόσο, αυτή η αλλαγή πλεύσης της Ένωσης δεν οφείλεται σε κάποια ξαφνική συμπάθεια για τους Έλληνες αλλά σε ίδιο συμφέρον. Η Ένωση βρίσκεται σε μία παγίδα στην οποία έπεσε μόνη της. Εάν η Ένωση παρέμενε πιστή στο δόγμα Μέρκελ-Σόιμπλε, να πρέπει δηλαδή να πληρώσει οπωσδήποτε το ΔΝΤ για την Αθήνα, τότε θα έπρεπε τα κόμματα CDU/ CSU να δεχτούν και τις αξιώσεις του Ταμείου και να καταφέρουν να περάσουν από το ομοσπονδιακό κοινοβούλιο μεγάλες ελαφρύνσεις του ελληνικού χρέους. Το τίμημα θα ήταν υψηλό. Πολλοί, θριαμβολογώντας, θα κατηγορούσαν ως αποτυχημένη τη γερμανική πολιτική για την Ελλάδα. Είναι λογικό κι επόμενο οι βουλευτές να προτιμούν να “χειραφετηθούν” από τη Μέρκελ, τον Σόιμπλε και το ΔΝΤ από το να ρισκάρουν ψήφους των εκλογέων τους, ειδικά μάλιστα στη Βαυαρία, όπου το φθινόπωρο επίκεινται εκλογές.
Οι Ευρωπαίοι υπήρξαν αρκετά έξυπνοι, ώστε να λάβουν τα μέτρα τους. Αντί να ζητούν από τα κοινοβούλιά τους να εγκρίνουν ελαφρύνσεις του χρέους για την Ελλάδα, επιλέγουν να παράσχουν στη χώρα ένα οικονομικό «μαξιλάρι». Η κυβέρνηση θα έχει στη διάθεσή της κάτι περισσότερο από 30 δισ. ευρώ ως απόθεμα, όταν θα βγει από το πρόγραμμα τον ερχόμενο Αύγουστο.
Το «μαξιλάρι» αυτό επαρκεί, ώστε η χώρα να καλύψει υποχρεώσεις της τα επόμενα τέσσερα χρόνια, υπό την προϋπόθεση ότι η Αθήνα δεν θα ξοδέψει τα χρήματα αλλού. Εάν το σχέδιο αυτό πετύχει, μέχρι τις επόμενες γερμανικές εκλογές δεν θα υπάρξει άλλο ελληνικό δράμα.