Οι αποφάσεις της ΕΕ για το προσφυγικό ήρθαν να αποδείξουν ότι κάποιες φορές ισχύει η φράση «ο εχθρός του κακού είναι το
χειρότερο». Εκεί, δηλαδή, όπου υπήρχε μια ούτως ή άλλως προβληματική κατάσταση σε σχέση με τη διαχείριση των προσφυγικών ροών, ήρθε η πρόσφατη απόφαση να κάνει τα πράγματα χειρότερα.
Λευτέρης Χαραλαμπόπουλος
Στην πραγματικότητα γύρω από το προσφυγικό πρόβλημα η Ευρώπη έδειξε τον χειρότερο εαυτό της. Αντιμέτωπη με ένα κύμα προσφύγων, που σε μεγάλο βαθμό ήταν και αποτέλεσμα των δικών της «συνεισφορών» είτε σε πολεμικές συγκρούσεις είτε στην αποπτώχευση χωρών του Τρίτου Κόσμου, κύμα που ήταν αντιμετωπίσιμο και σίγουρα όχι συγκρίσιμο με τα τεράστια κύματα μετακινήσεων πληθυσμών που καταγράφηκαν π.χ. μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έγραψε στα παλαιότερα των υποδημάτων της αρχές και αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Αντί να δει πώς θα υποδεχτεί αυτό το κύμα, θα το κατανείμει και σε τελική ανάλυση θα το απορροφήσει και θα το ενσωματώσει, διεργασία που έγινε στο παρελθόν, επέλεξε τη λογική του «φρουρίου». Και το έκανε με κριτήριο όχι πραγματικά προβλήματα – η Γερμανία για παράδειγμα δεν καταστράφηκε επειδή δέχτηκε ένα εκατομμύριο πρόσφυγες το 2015 – αλλά εσωτερικούς κυνικούς υπολογισμούς.
Χώρες που δεν είχαν δει παρά μόνο μερικές δεκάδες πρόσφυγες, αλλά είχαν κυβερνήσεις που επένδυαν στο λαϊκισμό και στην ξενοφοβία, έκλειναν σύνορα και διαδρόμους μετακίνησης και απαιτούσαν «σκληρή πολιτική». Χώρες που μπορούσαν να χειριστούν το πρόβλημα, που είχαν και τους πόρους και τη δυνατότητα, έχουν πλέον ηγεσίες, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την Άνγκελα Μέρκελ, που απλώς θέλουν να αποφύγουν την εκλογική φθορά από την ανερχόμενη ακροδεξιά αντί να πάρουν γενναίες αποφάσεις
Το αποτέλεσμα ήταν να πάμε στη λογική ότι οι χώρες υποδοχής έπρεπε να γίνουν «αποθήκες ψυχών» και να κρατήσουν τους πρόσφυγες και τους μετανάστες στο έδαφός τους και στη συνέχεια να τους επαναπροωθούν. Το αποτέλεσμα ήταν το αίσχος που κατά καιρούς είδαμε στη Μόρια και σε άλλα τέτοια κέντρα. Ακόμη χειρότερα, επειδή έγινε δυσκολότερη η μετακίνηση από τα ελληνικά νησιά προς την Ευρώπη, είχαμε χιλιάδες ανθρώπους να πνίγονται τα τελευταία χρόνια στη Μεσόγειο προσπαθώντας να φτάσουν στην Ιταλία.
Και αντί να υπάρξει απέναντι σε όλο αυτό το αίσχος μια αλλαγή πολιτικής σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, αυτό που είχαμε ήταν ακόμη πιο αυταρχικές και ρατσιστικές απόψεις. Πλέον στην Ευρώπη ανεβαίνουν οι δυνάμεις που βρίσκουν στους πρόσφυγες και τους μετανάστες τον εύκολο στόχο για να κερδίσουν ψήφους συνδυάζοντας λαϊκισμό και ρατσισμό.
Έτσι αντί να πάμε στη μόνη λύση που θα ήταν σύμφωνη με ό,τι έχει μείνει από τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, δηλαδή μια πολιτική που να συνδυάζει θετικά μέτρα για να μην έχουν λόγο να φύγουν οι πρόσφυγες και οι μετανάστες από τις χώρες τους (από την ειρήνευση στη Συρία έως την οικονομική βοήθεια σε χώρες όπως το Αφγανιστάν ή οι χώρες της Βόρειας Αφρικής) με το σεβασμό στο δικαίωμα στο άσυλο και την απορρόφηση των μεταναστευτικών κυμάτων, ξαναπάμε στη λογική «ας πληρώσουν το μάρμαρο οι χώρες υποδοχής» και στην πρακτική «ας φερθούμε όσο πιο απάνθρωπα και δολοφονικά γίνεται στους πρόσφυγες μπας και αλλάξουν γνώμη και δεν έρθουν». Κοντολογίς ένα εκρηκτικό μείγμα στρουθοκαμηλισμού και βαναυσότητας.
Δηλαδή, ξαναγυρνάμε, ως κεντρική ευρωπαϊκή πολιτική, στη γραμμή «γεμίστε με Μόριες τα σημεία εισόδου», υποτίθεται ως «αντικίνητρο» στο να αποφασίσει κάποιος να έρθει. Μόνο που ξέρουμε ότι αυτή η πολιτική και απάνθρωπη είναι, στοιβάζοντας ανθρώπους σε κακές συνθήκες, και δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά.
Απέναντι σε όλα αυτά, η ελληνική κυβέρνηση απλώς συναινεί. Ο πρωθυπουργός, ο μόνος υποτίθεται «αριστερός» πρωθυπουργός στην Ευρώπη, δεν είχε παρά μόνο ελάχιστες αντιρρήσεις να πει, πριν αναγκαστεί να συμφωνήσει στο να γίνουμε ακόμη περισσότερο το «σύνορο» της Ευρώπης ως προς τις μεταναστευτικές ροές.
Αντί να υψώσει το ανάστημά του, να τους πει κατάμουτρα πόσο κυνικά επενδύουν στο ρατσισμό και την ξενοφοβία, αντί να υπενθυμίσει ότι η χώρα με τα μεγαλύτερα οικονομικά προβλήματα στην Ευρώπη έδειξε το 2015 και το πιο αλληλέγγυο πρόσωπο, απλώς αποδέχτηκε τα τετελεσμένα που επέβαλαν Μέρκελ και Μακρόν στην προσπάθειά τους να ικανοποιήσουν τις επιθετικές ρατσιστικές προτάσεις που έρχονταν από την Ιταλία και άλλες χώρες και να αποτρέψουν την αμφισβήτηση από τα δεξιά.
Ακόμη χειρότερα, συμφώνησε να δεχτεί η Ελλάδα πίσω πρόσφυγες που είχαν φτάσει στη Γερμανία. Δηλαδή, εκεί όπου έστω ένας αριθμός προσφύγων κατόρθωνε να φτάσει εκεί όπου ήθελε να φτάσει, σε χώρες στις οποίες θα μπορούσε να μείνει και προοπτικά να ενσωματωθεί, τώρα, επειδή σε αυτές τις χώρες οι κυβερνήσεις προσπαθούν να απαντήσουν στην ακροδεξιά με τα δικά της εργαλεία, θα πρέπει η Ελλάδα να δεχτεί ακόμη περισσότερους πρόσφυγες και μετανάστες και να τους συμπεριλάβει και αυτούς αναγκαστικά σε κέντρα κράτησης ή σε ανάλογες δομές και να συνεχίσει να είναι το προκεχωρημένο φυλάκιο για την απάνθρωπη πολιτική της «Ευρώπης Φρούριο».
Στην πραγματικότητα έχουμε έναν πρωθυπουργό «περιορισμένης ευθύνης», προσανατολισμένο απλώς και μόνο στο να συναινεί σε όλες τις απαιτήσεις των δανειστών μόνο και μόνο για να μπορεί επικοινωνιακά να λέει «εγώ έβγαλα τη χώρα από τη μνημόνια».
Χωρίς πολιτικό πρόγραμμα, χωρίς ανάστημα και κυρίως χωρίς αυτό που υποτίθεται ότι είναι η ειδοποιός διαφορά της Αριστεράς: αξίες και αρχές για τις οποίες μάχεται.
in.gr/
χειρότερο». Εκεί, δηλαδή, όπου υπήρχε μια ούτως ή άλλως προβληματική κατάσταση σε σχέση με τη διαχείριση των προσφυγικών ροών, ήρθε η πρόσφατη απόφαση να κάνει τα πράγματα χειρότερα.
Λευτέρης Χαραλαμπόπουλος
Στην πραγματικότητα γύρω από το προσφυγικό πρόβλημα η Ευρώπη έδειξε τον χειρότερο εαυτό της. Αντιμέτωπη με ένα κύμα προσφύγων, που σε μεγάλο βαθμό ήταν και αποτέλεσμα των δικών της «συνεισφορών» είτε σε πολεμικές συγκρούσεις είτε στην αποπτώχευση χωρών του Τρίτου Κόσμου, κύμα που ήταν αντιμετωπίσιμο και σίγουρα όχι συγκρίσιμο με τα τεράστια κύματα μετακινήσεων πληθυσμών που καταγράφηκαν π.χ. μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, έγραψε στα παλαιότερα των υποδημάτων της αρχές και αξίες του ευρωπαϊκού πολιτισμού.
Αντί να δει πώς θα υποδεχτεί αυτό το κύμα, θα το κατανείμει και σε τελική ανάλυση θα το απορροφήσει και θα το ενσωματώσει, διεργασία που έγινε στο παρελθόν, επέλεξε τη λογική του «φρουρίου». Και το έκανε με κριτήριο όχι πραγματικά προβλήματα – η Γερμανία για παράδειγμα δεν καταστράφηκε επειδή δέχτηκε ένα εκατομμύριο πρόσφυγες το 2015 – αλλά εσωτερικούς κυνικούς υπολογισμούς.
Χώρες που δεν είχαν δει παρά μόνο μερικές δεκάδες πρόσφυγες, αλλά είχαν κυβερνήσεις που επένδυαν στο λαϊκισμό και στην ξενοφοβία, έκλειναν σύνορα και διαδρόμους μετακίνησης και απαιτούσαν «σκληρή πολιτική». Χώρες που μπορούσαν να χειριστούν το πρόβλημα, που είχαν και τους πόρους και τη δυνατότητα, έχουν πλέον ηγεσίες, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα την Άνγκελα Μέρκελ, που απλώς θέλουν να αποφύγουν την εκλογική φθορά από την ανερχόμενη ακροδεξιά αντί να πάρουν γενναίες αποφάσεις
Το αποτέλεσμα ήταν να πάμε στη λογική ότι οι χώρες υποδοχής έπρεπε να γίνουν «αποθήκες ψυχών» και να κρατήσουν τους πρόσφυγες και τους μετανάστες στο έδαφός τους και στη συνέχεια να τους επαναπροωθούν. Το αποτέλεσμα ήταν το αίσχος που κατά καιρούς είδαμε στη Μόρια και σε άλλα τέτοια κέντρα. Ακόμη χειρότερα, επειδή έγινε δυσκολότερη η μετακίνηση από τα ελληνικά νησιά προς την Ευρώπη, είχαμε χιλιάδες ανθρώπους να πνίγονται τα τελευταία χρόνια στη Μεσόγειο προσπαθώντας να φτάσουν στην Ιταλία.
Και αντί να υπάρξει απέναντι σε όλο αυτό το αίσχος μια αλλαγή πολιτικής σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, αυτό που είχαμε ήταν ακόμη πιο αυταρχικές και ρατσιστικές απόψεις. Πλέον στην Ευρώπη ανεβαίνουν οι δυνάμεις που βρίσκουν στους πρόσφυγες και τους μετανάστες τον εύκολο στόχο για να κερδίσουν ψήφους συνδυάζοντας λαϊκισμό και ρατσισμό.
Έτσι αντί να πάμε στη μόνη λύση που θα ήταν σύμφωνη με ό,τι έχει μείνει από τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, δηλαδή μια πολιτική που να συνδυάζει θετικά μέτρα για να μην έχουν λόγο να φύγουν οι πρόσφυγες και οι μετανάστες από τις χώρες τους (από την ειρήνευση στη Συρία έως την οικονομική βοήθεια σε χώρες όπως το Αφγανιστάν ή οι χώρες της Βόρειας Αφρικής) με το σεβασμό στο δικαίωμα στο άσυλο και την απορρόφηση των μεταναστευτικών κυμάτων, ξαναπάμε στη λογική «ας πληρώσουν το μάρμαρο οι χώρες υποδοχής» και στην πρακτική «ας φερθούμε όσο πιο απάνθρωπα και δολοφονικά γίνεται στους πρόσφυγες μπας και αλλάξουν γνώμη και δεν έρθουν». Κοντολογίς ένα εκρηκτικό μείγμα στρουθοκαμηλισμού και βαναυσότητας.
Δηλαδή, ξαναγυρνάμε, ως κεντρική ευρωπαϊκή πολιτική, στη γραμμή «γεμίστε με Μόριες τα σημεία εισόδου», υποτίθεται ως «αντικίνητρο» στο να αποφασίσει κάποιος να έρθει. Μόνο που ξέρουμε ότι αυτή η πολιτική και απάνθρωπη είναι, στοιβάζοντας ανθρώπους σε κακές συνθήκες, και δεν μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά.
Απέναντι σε όλα αυτά, η ελληνική κυβέρνηση απλώς συναινεί. Ο πρωθυπουργός, ο μόνος υποτίθεται «αριστερός» πρωθυπουργός στην Ευρώπη, δεν είχε παρά μόνο ελάχιστες αντιρρήσεις να πει, πριν αναγκαστεί να συμφωνήσει στο να γίνουμε ακόμη περισσότερο το «σύνορο» της Ευρώπης ως προς τις μεταναστευτικές ροές.
Αντί να υψώσει το ανάστημά του, να τους πει κατάμουτρα πόσο κυνικά επενδύουν στο ρατσισμό και την ξενοφοβία, αντί να υπενθυμίσει ότι η χώρα με τα μεγαλύτερα οικονομικά προβλήματα στην Ευρώπη έδειξε το 2015 και το πιο αλληλέγγυο πρόσωπο, απλώς αποδέχτηκε τα τετελεσμένα που επέβαλαν Μέρκελ και Μακρόν στην προσπάθειά τους να ικανοποιήσουν τις επιθετικές ρατσιστικές προτάσεις που έρχονταν από την Ιταλία και άλλες χώρες και να αποτρέψουν την αμφισβήτηση από τα δεξιά.
Ακόμη χειρότερα, συμφώνησε να δεχτεί η Ελλάδα πίσω πρόσφυγες που είχαν φτάσει στη Γερμανία. Δηλαδή, εκεί όπου έστω ένας αριθμός προσφύγων κατόρθωνε να φτάσει εκεί όπου ήθελε να φτάσει, σε χώρες στις οποίες θα μπορούσε να μείνει και προοπτικά να ενσωματωθεί, τώρα, επειδή σε αυτές τις χώρες οι κυβερνήσεις προσπαθούν να απαντήσουν στην ακροδεξιά με τα δικά της εργαλεία, θα πρέπει η Ελλάδα να δεχτεί ακόμη περισσότερους πρόσφυγες και μετανάστες και να τους συμπεριλάβει και αυτούς αναγκαστικά σε κέντρα κράτησης ή σε ανάλογες δομές και να συνεχίσει να είναι το προκεχωρημένο φυλάκιο για την απάνθρωπη πολιτική της «Ευρώπης Φρούριο».
Στην πραγματικότητα έχουμε έναν πρωθυπουργό «περιορισμένης ευθύνης», προσανατολισμένο απλώς και μόνο στο να συναινεί σε όλες τις απαιτήσεις των δανειστών μόνο και μόνο για να μπορεί επικοινωνιακά να λέει «εγώ έβγαλα τη χώρα από τη μνημόνια».
Χωρίς πολιτικό πρόγραμμα, χωρίς ανάστημα και κυρίως χωρίς αυτό που υποτίθεται ότι είναι η ειδοποιός διαφορά της Αριστεράς: αξίες και αρχές για τις οποίες μάχεται.