Η Αθήνα βρέθηκε ξαφνικά στο επίκεντρο ενός ανταγωνισμού που δεν αφορά μόνο στην οικονομία· αφορά στην παγκόσμια ισορροπία ισχύος. Η νέα Αμερικανίδα πρέσβειρα στην Ελλάδα, Κίμπερλι Γκίλφοϊλ, με μια μόλις δήλωση, μετέτρεψε το ζήτημα του Πειραιά σε μέτωπο στρατηγικής αντιπαράθεσης ανάμεσα στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα. Η τοποθέτησή της ήταν σαφής και απροκάλυπτη: η Ελλάδα, είπε, χρειάζεται να εξετάσει τρόπους να περιορίσει την κινεζική επιρροή στο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας και να αναζητήσει εναλλακτικές λύσεις που θα αναβαθμίσουν τις σχέσεις της με τη Δύση.
Η αντίδραση της κινεζικής πρεσβείας υπήρξε άμεση και ασυνήθιστα αιχμηρή για τα διπλωματικά δεδομένα της Αθήνας. Η κινεζική πλευρά κατηγόρησε την πρέσβειρα των ΗΠΑ στην Αθήνα ότι «εξαπέλυσε αβάσιμες επιθέσεις», ότι προχώρησε σε «κακόβουλη συκοφάντηση της φυσιολογικής σινοελληνικής εμπορικής συνεργασίας», σε «σοβαρή παρέμβαση στα εσωτερικά της Ελλάδας», και ότι οι ισχυρισμοί της είναι «διαποτισμένοι με ψυχροπολεμική νοοτροπία και λογική ηγεμονισμού». Και το μήνυμα κορυφώθηκε με τη φράση που έγινε τίτλος σε διεθνή πρακτορεία: «Το λιμάνι του Πειραιά ανήκει για πάντα στον ελληνικό λαό· δεν είναι εργαλείο για την υπονόμευση της περιφερειακής ευημερίας και σταθερότητας».
Η εικόνα λοιπόν ξεκαθαρίζει: η Ελλάδα δεν είναι απλώς μια χώρα με σημαντικό λιμάνι — είναι ένα κομβικό πεδίο μάχης στον νέο παγκόσμιο ανταγωνισμό ΗΠΑ–Κίνας.

Κίνα-ΗΠΑ (AP)
Η σταδιακή διαδρομή προς μια αναπόφευκτη σύγκρουση
Για να γίνει αντιληπτό πώς φτάσαμε ως εδώ, πρέπει να ανατρέξουμε στη δεκαπενταετία που προηγήθηκε. Το 2008, η Κίνα εισήλθε για πρώτη φορά στον ΟΛΠ με την παραχώρηση των προβλητών ΙΙ και ΙΙΙ. Σε μια περίοδο που η ελληνική οικονομία εμφάνιζε ήδη τα πρώτα σημάδια βαθιάς κρίσης, η COSCO αντιμετωπίστηκε σαν επενδυτής που μπορούσε να δώσει ώθηση σε ένα λιμάνι που επί χρόνια υπολειτουργούσε και έχανε μερίδιο στη Μεσόγειο.
Η μεγάλη καμπή ήρθε το 2016, όταν στο πλαίσιο των μνημονίων, ολοκληρώθηκε η πώληση του 51% του ΟΛΠ στην κινεζική εταιρεία. Μια απόφαση που ελήφθη όχι επειδή η Ελλάδα το επέλεξε στρατηγικά, αλλά επειδή κανείς άλλος δεν εμφανίστηκε ως αξιόπιστος επενδυτής μέσα στο περιβάλλον ασφυκτικής δημοσιονομικής πίεσης. Το 2021, η COSCO εξασφάλισε επιπλέον 16%, ανεβάζοντας το συνολικό της μερίδιο στο 67% και αποκτώντας ουσιαστικά τον πλήρη διοικητικό έλεγχο του λιμανιού.
Από εκείνο το σημείο, ο Πειραιάς εξελίχθηκε σε ναυαρχίδα της Belt and Road Initiative στην Ευρώπη. Οι επενδύσεις εκτοξεύθηκαν, η διακίνηση εμπορευματοκιβωτίων τετραπλασιάστηκε, και το λιμάνι αναδείχθηκε — από ένα περιφερειακό ευρωπαϊκό κέντρο — σε βασικό κόμβο για τη μεταφορά κινεζικών προϊόντων προς την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
Για το Πεκίνο, ο Πειραιάς ήταν — και παραμένει — το πιο επιτυχημένο ευρωπαϊκό παράδειγμα της BRI. Για τις ΗΠΑ, όμως, ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό: μια κινεζική εγκατάσταση στρατηγικής σημασίας σε μια νατοϊκή χώρα, η οποία μπορούσε να επηρεάσει οικονομικά, ενεργειακά και, δυνητικά, επιχειρησιακά δεδομένα. Η σύγκρουση λοιπόν δεν ξεκίνησε το 2025. Εκκολάφθηκε επί χρόνια. Οι δηλώσεις Γκίλφοϊλ απλώς την έφεραν στο φως.
Η Ελευσίνα: το αμερικανικό αντίβαρο και η νέα πύλη ισχύος
Η πιο εντυπωσιακή αμερικανική κίνηση δεν έγινε στον Πειραιά — έγινε στην Ελευσίνα. Με τη στήριξη της DFC και την ενεργό εμπλοκή της ONEX, οι ΗΠΑ επιδιώκουν να διαμορφώσουν ένα παράλληλο λιμάνι–κόμβο, το οποίο θα λειτουργεί ως δυτικό αντίβαρο απέναντι στο κινεζικό προγεφύρωμα.
Ο σχεδιασμός είναι φιλόδοξος: μετατροπή των Ναυπηγείων Ελευσίνας σε ένα ισχυρό κέντρο logistics, ενέργειας και διαμετακόμισης, ικανό να ενσωματωθεί στους νέους διαδρόμους στρατηγικής σημασίας. Η Γκίλφοϊλ, κατά την πρόσφατη παρουσία της στο υπουργείο Ανάπτυξης, το διατύπωσε με χαρακτηριστική σαφήνεια:
«Η ενεργειακή ασφάλεια ισούται με εθνική ασφάλεια», υπογράμμισε, τονίζοντας ότι οι ΗΠΑ βλέπουν την Ελευσίνα ως χώρο μελλοντικών υποδομών LNG, στρατηγικών αποθηκεύσεων και διαμετακομιστικών δικτύων.
Στην πραγματικότητα, η Ελευσίνα δεν είναι τοπικό project. Είναι κομμάτι της αμερικανικής στρατηγικής περιφερειακής αναδιάταξης, που συνδέεται με το ΙΜEC, τον νέο διάδρομο Ινδία–Μέση Ανατολή–Ευρώπη, τον οποίο η Ουάσιγκτον θέλει να προωθήσει ως δυτική απάντηση στη Belt and Road.
Η δημιουργία ενός δεύτερου μεγάλου λιμανιού στην Αττική — με δυτική υποστήριξη και ενδεχόμενη στρατιωτική χρησιμότητα — αποτελεί ευθεία πρόκληση προς τον Πειραιά και έμμεση προειδοποίηση προς την Κίνα: "Δεν θα έχετε το μονοπώλιο των ελληνικών θαλάσσιων υποδομών".
Η κινεζική αντεπίθεση: διπλωματική πίεση, επίδειξη παρουσίας, στρατηγική δέσμευση
Η Κίνα δεν πρόκειται να επιτρέψει την αποδυνάμωση της θέσης της στην Ελλάδα χωρίς ουσιαστική αντίδραση. Η σκληρή ανακοίνωση της κινεζικής πρεσβείας δεν ήταν μια απλή απάντηση σε μια ατυχή δήλωση. Ήταν δήλωση θέσης, προειδοποίηση και πολιτικό μήνυμα.
Σε αυτήν, το Πεκίνο υπενθύμισε ότι στάθηκε δίπλα στην Ελλάδα «όταν αντιμετώπιζε την κρίση χρέους», ότι συνέβαλε στο να «εξελιχθεί ο Πειραιάς σε ένα από τα κορυφαία μεγάλα λιμάνια της Μεσογείου» και ότι η επιτυχία της επένδυσης αποτελεί «μαρτυρία της αλληλοστήριξης των δύο λαών».
Η φράση «η Αμερική, με ιδιοτελείς προθέσεις, υποκινεί την Ελλάδα να τερματίσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις» δεν ήταν τυχαία. Αποτυπώνει την πεποίθηση της Κίνας ότι οι ΗΠΑ επιχειρούν ανατροπή συνθηκών που ισχύουν μέχρι το 2052, όταν λήγει η σύμβαση της COSCO.
Η διαρροή ότι εξετάζεται προγραμματισμός επίσκεψης Σι Τζινπίνγκ στην Αθήνα το 2026 δείχνει πως το Πεκίνο θέλει να διεκδικήσει εκ νέου την πολιτική πρωτοβουλία. Με την παρουσία του Κινέζου προέδρου στην Ελλάδα, η Κίνα θα επιδιώξει:να στείλει μήνυμα σταθερότητας,
να υπενθυμίσει την επενδυτική της ισχύ,
να καταστήσει σαφές ότι ο Πειραιάς παραμένει ζωτικό στρατηγικό της σημείο στην Ευρώπη.
Ο Πειραιάς ως κόμβος διεθνούς στρατηγικής σημασίας
Η εμπορική δυναμική του Πειραιά είναι τέτοια που δεν μπορεί να αγνοηθεί από καμία υπερδύναμη. Με τη διακίνηση εμπορευματοκιβωτίων να έχει εκτιναχθεί σε επίπεδα που τον κατατάσσουν πρώτο στη Μεσόγειο, ο Πειραιάς έχει μετατραπεί σε καίριο διαμετακομιστικό κέντρο για προϊόντα από και προς την Ασία.
Η θέση του στο κέντρο των θαλάσσιων οδών, η άμεση πρόσβαση σε σιδηροδρομικά δίκτυα προς τα Βαλκάνια και η ένταξή του στο διεθνές δίκτυο της COSCO τον καθιστούν σημείο στρατηγικής σημασίας για την ευρωπαϊκή αλυσίδα εφοδιασμού.
Για την Κίνα, ο Πειραιάς είναι η ταχύτερη πύλη εισόδου προς την ΕΕ. Για τις ΗΠΑ, η ίδια πύλη μοιάζει επικίνδυνα ανοικτή σε μια ασιατική υπερδύναμη.
Αυτή η σύγκρουση ρόλων είναι που μετατρέπει το λιμάνι σε τόπο όπου συναντώνται — και ανταγωνίζονται — δύο διαφορετικές γεωοικονομικές φιλοσοφίες.
Η σταδιακή διαδρομή προς μια αναπόφευκτη σύγκρουση
Για να γίνει αντιληπτό πώς φτάσαμε ως εδώ, πρέπει να ανατρέξουμε στη δεκαπενταετία που προηγήθηκε. Το 2008, η Κίνα εισήλθε για πρώτη φορά στον ΟΛΠ με την παραχώρηση των προβλητών ΙΙ και ΙΙΙ. Σε μια περίοδο που η ελληνική οικονομία εμφάνιζε ήδη τα πρώτα σημάδια βαθιάς κρίσης, η COSCO αντιμετωπίστηκε σαν επενδυτής που μπορούσε να δώσει ώθηση σε ένα λιμάνι που επί χρόνια υπολειτουργούσε και έχανε μερίδιο στη Μεσόγειο.
Η μεγάλη καμπή ήρθε το 2016, όταν στο πλαίσιο των μνημονίων, ολοκληρώθηκε η πώληση του 51% του ΟΛΠ στην κινεζική εταιρεία. Μια απόφαση που ελήφθη όχι επειδή η Ελλάδα το επέλεξε στρατηγικά, αλλά επειδή κανείς άλλος δεν εμφανίστηκε ως αξιόπιστος επενδυτής μέσα στο περιβάλλον ασφυκτικής δημοσιονομικής πίεσης. Το 2021, η COSCO εξασφάλισε επιπλέον 16%, ανεβάζοντας το συνολικό της μερίδιο στο 67% και αποκτώντας ουσιαστικά τον πλήρη διοικητικό έλεγχο του λιμανιού.
Από εκείνο το σημείο, ο Πειραιάς εξελίχθηκε σε ναυαρχίδα της Belt and Road Initiative στην Ευρώπη. Οι επενδύσεις εκτοξεύθηκαν, η διακίνηση εμπορευματοκιβωτίων τετραπλασιάστηκε, και το λιμάνι αναδείχθηκε — από ένα περιφερειακό ευρωπαϊκό κέντρο — σε βασικό κόμβο για τη μεταφορά κινεζικών προϊόντων προς την Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη.
Για το Πεκίνο, ο Πειραιάς ήταν — και παραμένει — το πιο επιτυχημένο ευρωπαϊκό παράδειγμα της BRI. Για τις ΗΠΑ, όμως, ήταν κάτι εντελώς διαφορετικό: μια κινεζική εγκατάσταση στρατηγικής σημασίας σε μια νατοϊκή χώρα, η οποία μπορούσε να επηρεάσει οικονομικά, ενεργειακά και, δυνητικά, επιχειρησιακά δεδομένα. Η σύγκρουση λοιπόν δεν ξεκίνησε το 2025. Εκκολάφθηκε επί χρόνια. Οι δηλώσεις Γκίλφοϊλ απλώς την έφεραν στο φως.
Η Ελευσίνα: το αμερικανικό αντίβαρο και η νέα πύλη ισχύος
Η πιο εντυπωσιακή αμερικανική κίνηση δεν έγινε στον Πειραιά — έγινε στην Ελευσίνα. Με τη στήριξη της DFC και την ενεργό εμπλοκή της ONEX, οι ΗΠΑ επιδιώκουν να διαμορφώσουν ένα παράλληλο λιμάνι–κόμβο, το οποίο θα λειτουργεί ως δυτικό αντίβαρο απέναντι στο κινεζικό προγεφύρωμα.
Ο σχεδιασμός είναι φιλόδοξος: μετατροπή των Ναυπηγείων Ελευσίνας σε ένα ισχυρό κέντρο logistics, ενέργειας και διαμετακόμισης, ικανό να ενσωματωθεί στους νέους διαδρόμους στρατηγικής σημασίας. Η Γκίλφοϊλ, κατά την πρόσφατη παρουσία της στο υπουργείο Ανάπτυξης, το διατύπωσε με χαρακτηριστική σαφήνεια:
«Η ενεργειακή ασφάλεια ισούται με εθνική ασφάλεια», υπογράμμισε, τονίζοντας ότι οι ΗΠΑ βλέπουν την Ελευσίνα ως χώρο μελλοντικών υποδομών LNG, στρατηγικών αποθηκεύσεων και διαμετακομιστικών δικτύων.
Στην πραγματικότητα, η Ελευσίνα δεν είναι τοπικό project. Είναι κομμάτι της αμερικανικής στρατηγικής περιφερειακής αναδιάταξης, που συνδέεται με το ΙΜEC, τον νέο διάδρομο Ινδία–Μέση Ανατολή–Ευρώπη, τον οποίο η Ουάσιγκτον θέλει να προωθήσει ως δυτική απάντηση στη Belt and Road.
Η δημιουργία ενός δεύτερου μεγάλου λιμανιού στην Αττική — με δυτική υποστήριξη και ενδεχόμενη στρατιωτική χρησιμότητα — αποτελεί ευθεία πρόκληση προς τον Πειραιά και έμμεση προειδοποίηση προς την Κίνα: "Δεν θα έχετε το μονοπώλιο των ελληνικών θαλάσσιων υποδομών".
Η κινεζική αντεπίθεση: διπλωματική πίεση, επίδειξη παρουσίας, στρατηγική δέσμευση
Η Κίνα δεν πρόκειται να επιτρέψει την αποδυνάμωση της θέσης της στην Ελλάδα χωρίς ουσιαστική αντίδραση. Η σκληρή ανακοίνωση της κινεζικής πρεσβείας δεν ήταν μια απλή απάντηση σε μια ατυχή δήλωση. Ήταν δήλωση θέσης, προειδοποίηση και πολιτικό μήνυμα.
Σε αυτήν, το Πεκίνο υπενθύμισε ότι στάθηκε δίπλα στην Ελλάδα «όταν αντιμετώπιζε την κρίση χρέους», ότι συνέβαλε στο να «εξελιχθεί ο Πειραιάς σε ένα από τα κορυφαία μεγάλα λιμάνια της Μεσογείου» και ότι η επιτυχία της επένδυσης αποτελεί «μαρτυρία της αλληλοστήριξης των δύο λαών».
Η φράση «η Αμερική, με ιδιοτελείς προθέσεις, υποκινεί την Ελλάδα να τερματίσει τις συμβατικές της υποχρεώσεις» δεν ήταν τυχαία. Αποτυπώνει την πεποίθηση της Κίνας ότι οι ΗΠΑ επιχειρούν ανατροπή συνθηκών που ισχύουν μέχρι το 2052, όταν λήγει η σύμβαση της COSCO.
Η διαρροή ότι εξετάζεται προγραμματισμός επίσκεψης Σι Τζινπίνγκ στην Αθήνα το 2026 δείχνει πως το Πεκίνο θέλει να διεκδικήσει εκ νέου την πολιτική πρωτοβουλία. Με την παρουσία του Κινέζου προέδρου στην Ελλάδα, η Κίνα θα επιδιώξει:να στείλει μήνυμα σταθερότητας,
να υπενθυμίσει την επενδυτική της ισχύ,
να καταστήσει σαφές ότι ο Πειραιάς παραμένει ζωτικό στρατηγικό της σημείο στην Ευρώπη.
Ο Πειραιάς ως κόμβος διεθνούς στρατηγικής σημασίας
Η εμπορική δυναμική του Πειραιά είναι τέτοια που δεν μπορεί να αγνοηθεί από καμία υπερδύναμη. Με τη διακίνηση εμπορευματοκιβωτίων να έχει εκτιναχθεί σε επίπεδα που τον κατατάσσουν πρώτο στη Μεσόγειο, ο Πειραιάς έχει μετατραπεί σε καίριο διαμετακομιστικό κέντρο για προϊόντα από και προς την Ασία.
Η θέση του στο κέντρο των θαλάσσιων οδών, η άμεση πρόσβαση σε σιδηροδρομικά δίκτυα προς τα Βαλκάνια και η ένταξή του στο διεθνές δίκτυο της COSCO τον καθιστούν σημείο στρατηγικής σημασίας για την ευρωπαϊκή αλυσίδα εφοδιασμού.
Για την Κίνα, ο Πειραιάς είναι η ταχύτερη πύλη εισόδου προς την ΕΕ. Για τις ΗΠΑ, η ίδια πύλη μοιάζει επικίνδυνα ανοικτή σε μια ασιατική υπερδύναμη.
Αυτή η σύγκρουση ρόλων είναι που μετατρέπει το λιμάνι σε τόπο όπου συναντώνται — και ανταγωνίζονται — δύο διαφορετικές γεωοικονομικές φιλοσοφίες.
Κοντέινερ στο λιμάνι Πειραιά (EUROKINISSI)
Η ελληνική ναυτιλία: ο αθόρυβος πολλαπλασιαστής ισχύος
Η ελληνική ναυτιλία, συχνά αθέατη στο δημόσιο διάλογο, αποτελεί τον κρυφό άσο στο μανίκι της Ελλάδας. Με τον μεγαλύτερο εμπορικό στόλο στον κόσμο, οι Έλληνες πλοιοκτήτες δεν μεταφέρουν απλώς εμπορεύματα· μεταφέρουν γεωπολιτική επιρροή.
Περίπου το 60% των κινεζικών θαλάσσιων εξαγωγών μεταφέρονται από ελληνόκτητους στόλους. Παράλληλα, από το 2022, οι ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες ανέλαβαν μεγάλο μέρος της μεταφοράς αμερικανικού LNG προς την Ευρώπη, στηρίζοντας τη δυτική ενεργειακή ανεξαρτησία μετά την έναρξη των ρωσικών επιχειρήσεων στην Ουκρανία.
Αυτή η διπλή πραγματικότητα είναι καθοριστική: Η Ελλάδα εξυπηρετεί ταυτόχρονα την κινεζική εμπορική οικονομία και την αμερικανική ενεργειακή στρατηγική.
Για αυτό, η ελληνική ναυτιλία λειτουργεί ως:παράγοντας ισορροπίας,
μοχλός σταθερότητας,
και στοιχείο που αποτρέπει την Αθήνα από απότομες μετατοπίσεις προς οποιαδήποτε πλευρά.
Σε έναν κόσμο όπου το εμπόριο και η ενέργεια καθορίζουν την ισχύ, η Ελλάδα διαθέτει ένα πλεονέκτημα που ούτε η Ουάσιγκτον ούτε το Πεκίνο μπορούν να αγνοήσουν.
Η Ελλάδα ανάμεσα σε δύο κολοσσούς: ισορροπία, ρίσκο και ανάγκη στρατηγικής
Η Αθήνα βρίσκεται πλέον στην πιο απαιτητική στρατηγική θέση της τελευταίας 20ετίας. Από τη μία πλευρά, οι ΗΠΑ — μέσω της MDCA, της Αλεξανδρούπολης, της Ελευσίνας και των νέων ενεργειακών συνεργασιών — λειτουργούν ως εγγυητές ασφάλειας και πολιτικής σταθερότητας. Από την άλλη, η Κίνα παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους επενδυτές σε ελληνικές υποδομές, ένας σταθερός εμπορικός εταίρος και ένας κρίσιμος παίκτης στην ευρωπαϊκή οικονομία.
Η πρόκληση για την Ελλάδα είναι διπλή:να διατηρήσει την ευρωατλαντική της ταυτότητα,
χωρίς να υπονομεύσει την οικονομική σχέση της με την Κίνα.
Η ισορροπία αυτή δεν είναι μόνο δύσκολη, είναι μεταβαλλόμενη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση προωθεί πλέον πολιτικές «απομείωσης κινδύνου» (de-risking) ως προς την Κίνα. Το ΝΑΤΟ μιλά για «συστημικό ανταγωνιστή». Την ίδια στιγμή, η κινεζική παρουσία σε ευρωπαϊκές υποδομές έχει γίνει αντικείμενο έντονης πολιτικής συζήτησης.
Σε αυτό το περιβάλλον, η Ελλάδα αναζητά ρόλο. Όχι ρόλο ουδετερότητας — αυτό δεν είναι εφικτό. Αλλά ρόλο διαμεσολαβητή, ισορροπιστή, εταίρου που ανήκει στη Δύση αλλά συνομιλεί με την Ανατολή.
Προς το 2026: μια κρίσιμη χρονιά για το νέο γεωπολιτικό τοπίο
Τα δεδομένα δείχνουν ότι το 2026 θα αποτελέσει έτος καμπής. Η πιθανή επίσκεψη του Σι Τζινπίνγκ, η ολοκλήρωση των πρώτων έργων στην Ελευσίνα, η πορεία του ΙΜEC, οι ευρωπαϊκοί έλεγχοι επενδύσεων και το ανανεωμένο ενδιαφέρον των ΗΠΑ για ελληνικά λιμάνια θα καθορίσουν την επόμενη ημέρα.
Η Ελλάδα μπορεί: να εξελιχθεί σε σταθεροποιητικό πυλώνα της Ανατολικής Μεσογείου, ή να βρεθεί στη δίνη ενός ανταγωνισμού που δεν ξεκίνησε η ίδια, αλλά την αφορά άμεσα.
Το μόνο βέβαιο είναι πως ο ανταγωνισμός ΗΠΑ–Κίνας στην Ελλάδα δεν είναι επεισόδιο. Είναι το άνοιγμα ενός νέου κεφαλαίου.
Η ελληνική ναυτιλία, συχνά αθέατη στο δημόσιο διάλογο, αποτελεί τον κρυφό άσο στο μανίκι της Ελλάδας. Με τον μεγαλύτερο εμπορικό στόλο στον κόσμο, οι Έλληνες πλοιοκτήτες δεν μεταφέρουν απλώς εμπορεύματα· μεταφέρουν γεωπολιτική επιρροή.
Περίπου το 60% των κινεζικών θαλάσσιων εξαγωγών μεταφέρονται από ελληνόκτητους στόλους. Παράλληλα, από το 2022, οι ελληνικές ναυτιλιακές εταιρείες ανέλαβαν μεγάλο μέρος της μεταφοράς αμερικανικού LNG προς την Ευρώπη, στηρίζοντας τη δυτική ενεργειακή ανεξαρτησία μετά την έναρξη των ρωσικών επιχειρήσεων στην Ουκρανία.
Αυτή η διπλή πραγματικότητα είναι καθοριστική: Η Ελλάδα εξυπηρετεί ταυτόχρονα την κινεζική εμπορική οικονομία και την αμερικανική ενεργειακή στρατηγική.
Για αυτό, η ελληνική ναυτιλία λειτουργεί ως:παράγοντας ισορροπίας,
μοχλός σταθερότητας,
και στοιχείο που αποτρέπει την Αθήνα από απότομες μετατοπίσεις προς οποιαδήποτε πλευρά.
Σε έναν κόσμο όπου το εμπόριο και η ενέργεια καθορίζουν την ισχύ, η Ελλάδα διαθέτει ένα πλεονέκτημα που ούτε η Ουάσιγκτον ούτε το Πεκίνο μπορούν να αγνοήσουν.
Η Ελλάδα ανάμεσα σε δύο κολοσσούς: ισορροπία, ρίσκο και ανάγκη στρατηγικής
Η Αθήνα βρίσκεται πλέον στην πιο απαιτητική στρατηγική θέση της τελευταίας 20ετίας. Από τη μία πλευρά, οι ΗΠΑ — μέσω της MDCA, της Αλεξανδρούπολης, της Ελευσίνας και των νέων ενεργειακών συνεργασιών — λειτουργούν ως εγγυητές ασφάλειας και πολιτικής σταθερότητας. Από την άλλη, η Κίνα παραμένει ένας από τους μεγαλύτερους επενδυτές σε ελληνικές υποδομές, ένας σταθερός εμπορικός εταίρος και ένας κρίσιμος παίκτης στην ευρωπαϊκή οικονομία.
Η πρόκληση για την Ελλάδα είναι διπλή:να διατηρήσει την ευρωατλαντική της ταυτότητα,
χωρίς να υπονομεύσει την οικονομική σχέση της με την Κίνα.
Η ισορροπία αυτή δεν είναι μόνο δύσκολη, είναι μεταβαλλόμενη. Η Ευρωπαϊκή Ένωση προωθεί πλέον πολιτικές «απομείωσης κινδύνου» (de-risking) ως προς την Κίνα. Το ΝΑΤΟ μιλά για «συστημικό ανταγωνιστή». Την ίδια στιγμή, η κινεζική παρουσία σε ευρωπαϊκές υποδομές έχει γίνει αντικείμενο έντονης πολιτικής συζήτησης.
Σε αυτό το περιβάλλον, η Ελλάδα αναζητά ρόλο. Όχι ρόλο ουδετερότητας — αυτό δεν είναι εφικτό. Αλλά ρόλο διαμεσολαβητή, ισορροπιστή, εταίρου που ανήκει στη Δύση αλλά συνομιλεί με την Ανατολή.
Προς το 2026: μια κρίσιμη χρονιά για το νέο γεωπολιτικό τοπίο
Τα δεδομένα δείχνουν ότι το 2026 θα αποτελέσει έτος καμπής. Η πιθανή επίσκεψη του Σι Τζινπίνγκ, η ολοκλήρωση των πρώτων έργων στην Ελευσίνα, η πορεία του ΙΜEC, οι ευρωπαϊκοί έλεγχοι επενδύσεων και το ανανεωμένο ενδιαφέρον των ΗΠΑ για ελληνικά λιμάνια θα καθορίσουν την επόμενη ημέρα.
Η Ελλάδα μπορεί: να εξελιχθεί σε σταθεροποιητικό πυλώνα της Ανατολικής Μεσογείου, ή να βρεθεί στη δίνη ενός ανταγωνισμού που δεν ξεκίνησε η ίδια, αλλά την αφορά άμεσα.
Το μόνο βέβαιο είναι πως ο ανταγωνισμός ΗΠΑ–Κίνας στην Ελλάδα δεν είναι επεισόδιο. Είναι το άνοιγμα ενός νέου κεφαλαίου.
https://www.ethnos.gr/Politics/article/388765/opolemoshpakinasmolisxekinhseskiesyperdynameonpanoapotonpeiraia
