Το πρόβλημα βρίσκεται στην πολυπλοκότητα του συστήματος φορολογίας, που διευρύνεται και έχει γίνει βραχνάς για τους φορολογούμενους. Ήδη η συγκέντρωση των εκατοντάδων ή χιλιάδων αποδείξεων μοιάζει γραφική. Αν χρειαστεί να διαχωρίζονται, θα γίνει καταναγκαστική εργασία.
Διαβάζουμε σήμερα στη ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ το ρεπορτάζ του Γιώργου Κούρου:
Σε αποδείξεις δύο «ταχυτήτων» από το 2011 προσανατολίζεται πλέον το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, στο πλαίσιο των...
προσπαθειών που καταβάλλει για αναζωπύρωση του «κινήματος» και αύξηση των δημοσίων εσόδων.
Ειδικότερα, η προσκόμιση αποδείξεων από συγκεκριμένες επαγγελματικές κατηγορίες οι οποίες κατά κανόνα ρέπουν προς τη φοροδιαφυγή θα έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα στο «χτίσιμο» του αφορολογήτου ορίου ή ακόμη και έκπτωση από το φόρο ή το φορολογητέο εισόδημα σε σχέση με όλες τις υπόλοιπες, για τις οποίες θα εξακολουθήσει να εφαρμόζεται το ισχύον καθεστώς.
Η ελεύθερη πτώση στην οποία βρέθηκε ο ΦΠΑ τον Ιούλιου, που αυξήθηκε 0,53% έναντι στόχου 15%, δεν αφήνει πλέον πολλές επιλογές στην πολιτική ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών, η οποία γνωρίζει ότι τα περιθώρια στενεύουν και σε λίγο καιρό η πορεία των δημοσίων εσόδων θα είναι μη αναστρέψιμη.
Η απόφαση για τις αλλαγές που θα επέλθουν με ειδικό σχέδιο νόμου μέχρι το φθινόπωρο προαναγγέλλονται μάλιστα και στο νέο επικαιροποιημένο κείμενο του Μνημονίου Οικονομικής και Χρηματοπιστωτικής Πολιτικής, στο οποίο αναφέρεται συγκεκριμένα ότι «η κυβέρνηση θα κάνει πιο εντατική χρήση των αποδείξεων αγορών προϊόντων και υπηρεσιών για την ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης και θα συνεχίσει τις διασταυρώσεις φορολογικών στοιχείων και δεδομένων σχετικά με τον πλούτο και τις καταναλωτικές συνήθειες με στόχο τη μείωση της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής, ιδίως των φορολογουμένων με υψηλά εισοδήματα και περιουσίες, ενώ επανεξετάζει τις υφιστάμενες νομικές διαδικασίες για να διασφαλιστεί η έγκαιρη και αποτελεσματική δίωξη των παραβατών για φορολογικούς λόγους».
Θα πρέπει να αναφερθεί ότι για τα στελέχη του υπουργείου Οικονομικών το μεγαλύτερο πρόβλημα στο ισχύον καθεστώς είναι το γεγονός ότι οι φορολογούμενοι γνωρίζουν εκ των προτέρων ποιες δαπάνες αναγνωρίζονται για το «χτίσιμο» του αφορολογήτου ορίου, αλλά και το ποσό που απαιτείται για να το κατοχυρώσουν.
Από τη στιγμή, λοιπόν, που ο φορολογούμενος, συνεχίζουν τα ίδια στελέχη, συμπληρώνει το ελάχιστο απαιτούμενο ποσό, πραγματοποιεί τις υπόλοιπες συναλλαγές, χωρίς να λαμβάνει απόδειξη, λαμβάνοντας ίσως μια μικρή έκπτωση από τον επιτηδευματία, με αποτέλεσμα την υστέρηση των δημοσίων εσόδων.
Στο πλαίσιο αυτό, όπως αποκάλυψε η «Ν» (φ. 18.8.2010, σελ. 1), οι αρμόδιες υπηρεσίες του υπουργείου έχουν ήδη ετοιμάσει διάταξη-τροπολογία ώστε να υπάρξουν οι κατωτέρω βελτιώσεις στο σύστημα των αποδείξεων:
* Το ελάχιστο ποσό των δαπανών, σε ποσοστό επί του δηλούμενου και φορολογούμενου εισοδήματος, να καθορίζεται κατ' έτος με απόφαση του υπουργού Οικονομικών, η οποία θα εκδίδεται μέχρι τη 15η Φεβρουαρίου
* Το μέγιστο ποσό των δαπανών για την επιβολή ή την έκπτωση φόρου να καθορίζεται επίσης κατ' έτος με την ίδια απόφαση.
Αυτό ουσιαστικά σημαίνει ότι οι φορολογούμενοι καθ' όλη τη διάρκεια του έτους θα υποχρεούνται να συλλέγουν αποδείξεις για όλες τις καταναλωτικές δαπάνες τους, αλλά το ποιες τελικά θα εκπίπτουν από το εισόδημα και κατά συνέπεια θα περιορίζουν τη φορολογική επιβάρυνση θα το γνωρίζουν λίγο πριν ξεκινήσει η περίοδος υποβολής των φορολογικών δηλώσεων από ειδική λίστα που θα εκδίδει το υπουργείο.
Με τον τρόπο αυτό ούτε οι καταναλωτές ούτε οι επιχειρήσεις θα γνωρίζουν εκ των προτέρων ποιες δαπάνες θα αναγνωρίζει η εφορία. Το συγκεκριμένο μέτρο αναμένεται να ισχυροποιήσει το ενδιαφέρον των πολιτών στο να ζητούν αποδείξεις από τα εμπορικά καταστήματα.
Υπενθυμίζεται ότι, σύμφωνα με το καθεστώς που ισχύει σήμερα, το ατομικό αφορολόγητο ποσό συνδέεται άμεσα με τις δαπάνες που πραγματοποιεί ο φορολογούμενος και έτσι αυτός δικαιούται το αφορολόγητο ποσό των 12.000 ευρώ, εφόσον προσκομίζει τις νόμιμες αποδείξεις αγοράς αγαθών και παροχής υπηρεσιών.
Το ελάχιστο ύψος των αποδείξεων πρέπει να ανέρχεται στο 10% του ατομικού φορολογητέου εισοδήματός του (δεν περιλαμβάνονται οι ασφαλιστικές εισφορές), αν αυτό είναι μέχρι 12.000 ευρώ, ενώ για εισόδημα μεγαλύτερο από 12.000 ευρώ το ελάχιστο ύψος των αποδείξεων υπολογίζεται στο 30% του δηλωθέντος εισοδήματος. Για ατομικό εισόδημα μέχρι 6.000 ευρώ δεν απαιτείται η προσκόμιση αποδείξεων δαπανών.
Αξίζει πάντως να σημειωθεί ότι το οικονομικό επιτελείο σχεδιάζει να ρίξει στη «μάχη» των αποδείξεων και ειδικές μαγνητικές κάρτες, στις οποίες θα είναι καταχωρημένοι οι ειδικοί Μοναδικοί Αριθμοί -bar-code- που θα πιστοποιούν τον ΑΦΜ των φορολογουμένων, με ταυτόχρονη αποστολή ηλεκτρονικών τριμηνιαίων καταστάσεων από τις επιχειρήσεις και τους επιτηδευματίες στη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων, έως ότου υπάρξει on line σύνδεση των ταμιακών μηχανών με τα συστήματα του Taxis.