Περπατούσα βιαστικά γιατί είχα ραντεβού στις δέκα -και ήταν ήδη δέκα, για να μου κάνει μια αιμοληψία η Μαρία για μια γενική εξέταση αίματος και κανά δυο-τρεις ειδικές. Μέχρι την οδό Αγίου Δημητρίου, ξεκινώντας από την Μελενίκου και περνώντας μετά μπροστά από την είσοδο του νοσοκομείου «Γιώργος Γενημματάς», το πήγα σφαιράτος -ήταν και μικρής κλίσης η ανηφόρα, πέτυχα και πράσινα τα φανάρια των διαβάσεων προς την είσοδο του νεκροταφείου της Ευαγγελίστριας… Αλλά μόλις άρχισα να ανηφορίζω το πεζοδρόμιο δίπλα στο φράκτη του νεκροταφείου προς το «Άγιος Δημήτριος» τα ’παιξα στα πρώτα 40-50 μέτρα… Δεν έκοψα όμως ταχύτητα -φαντασιώθηκα απλώς ότι κατέβασα δευτέρα από την τρίτη ταχύτητα- και συνέχισα με πείσμα στον ίδιο ρυθμό, ανοίγοντας διασκελισμό, με το κεφάλι σκυφτό και λέγοντας από μέσα μου «έλα, λίγο ακόμα και αν δεν αντέξεις, κάνεις μια στάση να πάρεις μια ανάσα»…
Έφτασα έτσι, με κομμένη την ανάσα, μέχρι την πύλη του νοσοκομείου, που ούτε κι εκεί δεν σταμάτησα -γιατί πέτυχα την μπάρα σηκωμένη, καθώς μόλις έφτανα έμπαινε πριν από μένα ένα αυτοκίνητο… Μπήκα με φόρα στον προαύλιο χώρο, με το κεφάλι μου να βουίζει και συνέχισα ασθμαίνοντας στην πιο απότομη ανηφόρα όλης αυτής της διαδρομής, από την πύλη ίσια πάνω προς το κεντρικό κτίριο του νοσοκομείου, νιώθοντας πως εξαντλώ τις τελευταίες μου δυνάμεις… Και τα κατάφερα! Στη γωνία της πρόσοψης του κεντρικού κτιρίου έστριψα δεξιά στο ίσιωμα κι έφτασα μπροστά στις μαρμάρινες σκάλες μιας παράκεντρης εισόδου του… Επιτέλους. Σταμά-τησα εκεί και πήρα δυο ανάσες, φορούσα και ένα κλειστό αδιάβροχο κι είχα ψιλοϊδρώσει…
Ανέβηκα τα μαρμάρινα σκαλοπάτια της παράκεντρης εισόδου και μπήκα στο διάδρομο του ισογείου, κοίταξα αριστερά-δεξιά, διάβασα βιαστικά τις σημάνσεις στους τοίχους ψηλά, αλλά δεν έβγαλα άκρη, και τότε πλησίασα μια γυναίκα ντυμένη με λευκή ξε-κούμπωτη ρόμπα (που κοιτούσε στον πίνακα ανακοινώσεων μια ανακοίνωση για αμοιβαία μετάθεση) και την ρώτησα που είναι η άλφα παθολογική κλινική κι εκείνη μου απάντησε «Στον πρώτο όροφο» και μου έδειξε τις σκάλες… Κίνησα για εκεί και ανέβηκα σχεδόν δυο-δυο τα σκαλοπάτια στο ημικυκλικό κλιμακοστάσιο (αν και βαριανασαίνοντας πάντα) κι έφτασα στον πρώτο όροφο -στον πρώτο διάδρομο αριστερά μου η Α΄ Παθολογική και στο βάθος του διαδρόμου… είδα την Μαρία, να με περιμένει. Κοίταξα το ρολόι μου: είχε πάει δέκα και δεκατρία. Είχα ανέβει από τη στάση «Καμάρα» μέχρι εκεί σε δεκατρία περίπου λεπτά! Ήρθε η Μαρία κοντά μου και -χωρίς αυτή να μου πει τίποτα που άργησα- της είπα απολογητικά: «Άσε, ήρθα από την Καμάρα ως εδώ με τα πόδια… Τα ’παι-ξα». Κι αυτή μου είπε: «Από την Κα-μάρα!... Ε τότε εσύ δεν χρειάζεσαι να κάνεις τεστ κοπώσεως -το έκανες ήδη».
Μετά με ρώτησε: «Μήπως θέλεις να πιεις κάτι; Ένα ποτήρι κρύο νερό;» Της απάντησα «όχι» και πήγαμε σε ένα δωμάτιο για να μου πάρει αίμα. Κάθισα, η αναπνοή μου επανερχόταν στον κανονικό της ρυθμό, με τρύπησε με μια βελόνα σε μια φλέβα, τράβηξε το έμβολο της σύριγγας και πήρε στον διάφανο κύλινδρο της το αίμα μου. Μετά άρχισε να το μοιράζει σε άλλα φιαλίδια κι εγώ παρατήρησα: «Μοιάζει σαν χυμός βύσσινο…». Και η Μαρία σχολίασε: «Ναι, έχει αρκετά σκούρο χρώμα το αίμα σου…». Έμεινα απορημένος για μια στιγμή: «Λες να έχω περισσότερα ερυθρά;» τη ρώτησα (και ο νους μου πήγε μήπως είχε κάποια σχέση η κόπωση που είχα υποστεί λίγο πριν). Κάτι μου απάντησε η Μαρία, αλλά εκείνη τη στιγμή απομακρυνόταν με τα φιαλίδια στο χέρι και δεν το ’πιασα καλά.
Λίγο αργότερα, στο διάδρομο, της είπα: «Νομίζω πως πρέπει να το κάνω αυτό πιο συχνά -που ήρθα με τα πόδια από την Καμάρα ως εδώ…». «Πώς νιώθεις τώ-ρα;» με ρώτησε. «Τώρα;… μια φοβερή ευεξία» της απάντησα και κορδώθηκα στ’ αστεία (αλλά το εννοούσα). «Εί-δες…» μου είπε χαμογελώντας με νόη-μα η Μαρία.
Χαιρετηθήκαμε και αποχώρησα. Το κατηφόρισμα από το νοσοκομείο μέχρι το κέντρο το έκανα τόσο ανάλαφρος, που ήταν σαν να πετούσα… Και καθώς πετούσα σκεφτόμουν: «Νομίζω ότι η Μαντόνα έχει αναιμία… ενώ εγώ υπερερυθραιμία. Κι έχουμε την ίδια ηλικία, και μάλιστα γεννηθήκαμε στον ίδιο αστερισμό: του Λέοντα… Γιατί λοιπόν η Μαντόνα και όχι εγώ; -που λέει κι ένα θεατρικό».
Καλό εε!... ;
Γράφει ο Σωτήρης Ζήκος στο εξαιρετικό cityportal.gr (βρείτε το στα αγαπημένα μας)
Λίγο αργότερα, στο διάδρομο, της είπα: «Νομίζω πως πρέπει να το κάνω αυτό πιο συχνά -που ήρθα με τα πόδια από την Καμάρα ως εδώ…». «Πώς νιώθεις τώ-ρα;» με ρώτησε. «Τώρα;… μια φοβερή ευεξία» της απάντησα και κορδώθηκα στ’ αστεία (αλλά το εννοούσα). «Εί-δες…» μου είπε χαμογελώντας με νόη-μα η Μαρία.
Χαιρετηθήκαμε και αποχώρησα. Το κατηφόρισμα από το νοσοκομείο μέχρι το κέντρο το έκανα τόσο ανάλαφρος, που ήταν σαν να πετούσα… Και καθώς πετούσα σκεφτόμουν: «Νομίζω ότι η Μαντόνα έχει αναιμία… ενώ εγώ υπερερυθραιμία. Κι έχουμε την ίδια ηλικία, και μάλιστα γεννηθήκαμε στον ίδιο αστερισμό: του Λέοντα… Γιατί λοιπόν η Μαντόνα και όχι εγώ; -που λέει κι ένα θεατρικό».
Καλό εε!... ;
Γράφει ο Σωτήρης Ζήκος στο εξαιρετικό cityportal.gr (βρείτε το στα αγαπημένα μας)