Τα άγνωστα ημερολόγια ενός αντάρτη
Ο ταχυδρομικός φάκελος που ήρθε από τη Θεσσαλονίκη έκρυβε μέσα δύο κιτρινισμένα τετράδια, την ιστορία μιας ζωής και την «τοιχογραφία» μιας ταραγμένης εποχής.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Στη Νεάπολη, το βράδυ είδαμε να έρχονται δύο αγγλικά αεροπλάνα και να ρίχνουν διάφορα πολεμοφόδια και ρούχα και άρβυλα, στο χωριό Αγίασμα. Εκεί ντυθήκαμε και όσοι ήταν άοπλοι οπλίστηκαν, και από εκεί πήγαμε στο χωριό Σκαλοχώρι. (...) Εκεί καθήσαμε περίπου τέσσερις μήνες σε φυλάκια. Φυλάκια γράφω διότι απ' την άλλη μεριά του Αλιάκμονα ήταν η Καστοριά με Ιταλούς και η Χρούπιστα -νέο όνομα Αργος Ορεστικό- ήταν κομιτατζήδες και τυραννούσαν τον κόσμο.
Στις αρχές Ιουλίου '43 -δεν θυμάμαι ακριβώς ημερομηνία- είμασταν στο φυλάκιο έξω από το χωριό Ασπροκκλησιά (...) το απόγευμα κατά τις 5 η ώρα ήρθε ο καπετάν Κολοκοτρώνης καβάλα σε ένα άλογο και δύο της οργανώσεως, που ήταν και σύνδεσμοι από την Χρούπιστα και δύο γαϊδουράκια φορτωμένα με αυτόματα Στάερ, χιροβονβίδες και πυρομαχικά. (...) Αφού συνταχτήκαμε και με μέτωπο προς αυτόν, μας λέει συναγωνιστές απόψε θα έχουμε ένα μικρό πανηγύρι, αλλά πολύ επικίνδυνη αποστολή, μπορεί και να μην γυρίσουμε πίσω, και γι' αυτό όποιος είναι άρρωστος είτε έχει βήχα είτε τελοσπάντων, φοβάται ας βγει να το πει διότι δεν μπορεί να έχουν την ίδια καρδιά όλοι, αλλά κανένας δεν βγήκε, όλοι μαζί φωνάξαμε θα πάμε. (...)
Κατά το βασίλεμα του ήλιου ξεκινήσαμε. Σουρούπωσε και φθάσαμε στο ποτάμι μας είπε ο καπετάν Κολοκοτρώνης να βγάλουμε τα άρβυλα και τις κάλτσες και να τα ρίξουμε όλοι εκεί σε ένα θάμνο μέσα και αφού πρώτος έβγαλε και έριξε τα δικά του, και μας είπε όποιοι είναι τυχεροί και γυρίσουν με το καλό, τα παίρνουν. (...) Από ένα στενό μονοπάτι μπήκαμε μέσα στην Χρούπιστα και ο οδηγός μας πήγε στο κτίριο που ήταν οι Κομιτατζήδες, οι λεγόμενοι Οχρουνίταις και πριν μας πάρει είδηση ο σκοπός τον πιάσαμε και αφού τον ρώτησε ο Κολοκοτρώνης πώς θα μπούμε μέσα, διότι η πόρτα ήταν κλειστή, είπε ότι επάνω ήταν ο υπαξιωματικός της αλλαγής όταν έρθει η ώρα φέρνει τον άλλον και με αλλάζει, και πάλι κλείνει την πόρτα, και τα κλειδιά τα έχει ο ίδιος. (...) Μας είπε ο Κολοκοτρώνης εμπρός από το σπασμένο τζάμι θα μπούμε μέσα και πρώτος μπαίνει ο ίδιος. (...) Μας λέει μόλις ανεβούμε επάνω και πατήσω το πόμολο της πόρτας και ανοίξω την πόρτα όλοι μαζί θα φωνάξουμε «ψηλά τα χέρια» αν κάνουν πως παίρνουν τα όπλα τους θα πυροβολήσουμε αλλά όχι στο ψαχνό για να τους πιάσουμε ζωντανούς, και αφού ανεβήκαμε επάνω και μπήκαμε μέσα φωνάζοντας «ψηλά τα χέρια» και αυτός που ήταν της αλλαγής διάβαζε περιοδικό μόλις μας είδε, από τον φόβο του έπεσε το περιοδικό από τα χέρια του αλλά μερικοί ξύπνησαν και ψαχούλιζαν να πάρουν τα όπλα τους και να πυροβολήσουν. Οπως και πρόλαβαν και τραυμάτισαν δύο δικούς μας, τον Μπότσαρη στην δεξιά ωμοπλάτη και έναν πρώην χωροφύλακα ξυστά στο κεφάλι. Ο αρχηγός τους όπως πήρε το πιστόλι να πυροβολήσει, ένας δικός μας αντάρτης, ο Πετρίτσης -δεν ξέρω αν ήταν το πραγματικό όνομα- του άρπαξε το χέρι και το έστριψε τόσο δυνατά που έπεσε το πιστόλι. Τότε τον καθάρισε και εμείς θερίζαμε με τα Στάερ. (...) Ολοι οι Κομιτατζήδες που ήταν στο κτίριο ήταν δεκαεπτά (17), δηλαδή μια ομάδα έντεκα (11) άτομα και οι υπόλοιποι ήταν οι αρχηγοί τους. (...) Και έτσι τελείωσε ο αιφνιδιασμός, είχαμε δύο τραυματίες· εμείς πιάσαμε, δύο αιχμαλώτους, πήραμε λάφυρα δύο χότσκες οπλοπολυβόλα, δύο αραβίδες Μάλινχερ, τέσσερα αυτόματα Ιταλικά και πιστόλια. Αφού τελείωσε το πανηγύρι και είχε μαζευτεί κόσμος έξω από το κτίριο, βγήκε στο μπαλκόνι ο Κολοκοτρώνης και φώναξε ποιος είναι ο υπεύθυνος της πόλης να πάει να φέρει ένα σχοινί να φθάσει μέχρι το μπαλκόνι. (...) Εδεσε στο κάγκελο του μπαλκονιού και μας είπε εμπρος από εδώ θα κατεβούμε όλοι. (...)
Οι Ιταλοί μπήκανε μέσα στην πόλη και πήγαν στην πλατεία στο κτίριο και είδαν το σχοινί ανέβηκαν και είδαν τους σκοτωμένους θαυμάζανε και έλεγαν «μπόνο Παρτιζάν Γκρέκο». Θαυμάζανε πως από το σχοινί ανεβήκαμε και τους καθαρίσαμε και δεν μας πήραν χαμπάρι. (...)
Και δυο λόγια για τους Κομιτατζήδες Οχρανίτες που πολεμούσαμε διότι οι σημερινοί νέοι δεν ξέρουν τι ήταν αυτοί. Ηταν Βούλγαροι φασίστες και ήταν μαζί με τους Γερμανούς, Ιταλούς και Παοτσήδες και ήθελαν να οργανώσουν τους Σλαβομακεδόνους της περιοχής και να προσαρτίσουν την Μακεδονία στην τότε φασιστική Βουλγαρία και αρχηγός τους ήταν ο Κάλτσεφ, αυτοί ήταν οι Οχρανίταις.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
http://www.enet.gr/online/online_obj?pid=137&tp=T&id=84334324
Ο ταχυδρομικός φάκελος που ήρθε από τη Θεσσαλονίκη έκρυβε μέσα δύο κιτρινισμένα τετράδια, την ιστορία μιας ζωής και την «τοιχογραφία» μιας ταραγμένης εποχής.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Στη Νεάπολη, το βράδυ είδαμε να έρχονται δύο αγγλικά αεροπλάνα και να ρίχνουν διάφορα πολεμοφόδια και ρούχα και άρβυλα, στο χωριό Αγίασμα. Εκεί ντυθήκαμε και όσοι ήταν άοπλοι οπλίστηκαν, και από εκεί πήγαμε στο χωριό Σκαλοχώρι. (...) Εκεί καθήσαμε περίπου τέσσερις μήνες σε φυλάκια. Φυλάκια γράφω διότι απ' την άλλη μεριά του Αλιάκμονα ήταν η Καστοριά με Ιταλούς και η Χρούπιστα -νέο όνομα Αργος Ορεστικό- ήταν κομιτατζήδες και τυραννούσαν τον κόσμο.
Στις αρχές Ιουλίου '43 -δεν θυμάμαι ακριβώς ημερομηνία- είμασταν στο φυλάκιο έξω από το χωριό Ασπροκκλησιά (...) το απόγευμα κατά τις 5 η ώρα ήρθε ο καπετάν Κολοκοτρώνης καβάλα σε ένα άλογο και δύο της οργανώσεως, που ήταν και σύνδεσμοι από την Χρούπιστα και δύο γαϊδουράκια φορτωμένα με αυτόματα Στάερ, χιροβονβίδες και πυρομαχικά. (...) Αφού συνταχτήκαμε και με μέτωπο προς αυτόν, μας λέει συναγωνιστές απόψε θα έχουμε ένα μικρό πανηγύρι, αλλά πολύ επικίνδυνη αποστολή, μπορεί και να μην γυρίσουμε πίσω, και γι' αυτό όποιος είναι άρρωστος είτε έχει βήχα είτε τελοσπάντων, φοβάται ας βγει να το πει διότι δεν μπορεί να έχουν την ίδια καρδιά όλοι, αλλά κανένας δεν βγήκε, όλοι μαζί φωνάξαμε θα πάμε. (...)
Κατά το βασίλεμα του ήλιου ξεκινήσαμε. Σουρούπωσε και φθάσαμε στο ποτάμι μας είπε ο καπετάν Κολοκοτρώνης να βγάλουμε τα άρβυλα και τις κάλτσες και να τα ρίξουμε όλοι εκεί σε ένα θάμνο μέσα και αφού πρώτος έβγαλε και έριξε τα δικά του, και μας είπε όποιοι είναι τυχεροί και γυρίσουν με το καλό, τα παίρνουν. (...) Από ένα στενό μονοπάτι μπήκαμε μέσα στην Χρούπιστα και ο οδηγός μας πήγε στο κτίριο που ήταν οι Κομιτατζήδες, οι λεγόμενοι Οχρουνίταις και πριν μας πάρει είδηση ο σκοπός τον πιάσαμε και αφού τον ρώτησε ο Κολοκοτρώνης πώς θα μπούμε μέσα, διότι η πόρτα ήταν κλειστή, είπε ότι επάνω ήταν ο υπαξιωματικός της αλλαγής όταν έρθει η ώρα φέρνει τον άλλον και με αλλάζει, και πάλι κλείνει την πόρτα, και τα κλειδιά τα έχει ο ίδιος. (...) Μας είπε ο Κολοκοτρώνης εμπρός από το σπασμένο τζάμι θα μπούμε μέσα και πρώτος μπαίνει ο ίδιος. (...) Μας λέει μόλις ανεβούμε επάνω και πατήσω το πόμολο της πόρτας και ανοίξω την πόρτα όλοι μαζί θα φωνάξουμε «ψηλά τα χέρια» αν κάνουν πως παίρνουν τα όπλα τους θα πυροβολήσουμε αλλά όχι στο ψαχνό για να τους πιάσουμε ζωντανούς, και αφού ανεβήκαμε επάνω και μπήκαμε μέσα φωνάζοντας «ψηλά τα χέρια» και αυτός που ήταν της αλλαγής διάβαζε περιοδικό μόλις μας είδε, από τον φόβο του έπεσε το περιοδικό από τα χέρια του αλλά μερικοί ξύπνησαν και ψαχούλιζαν να πάρουν τα όπλα τους και να πυροβολήσουν. Οπως και πρόλαβαν και τραυμάτισαν δύο δικούς μας, τον Μπότσαρη στην δεξιά ωμοπλάτη και έναν πρώην χωροφύλακα ξυστά στο κεφάλι. Ο αρχηγός τους όπως πήρε το πιστόλι να πυροβολήσει, ένας δικός μας αντάρτης, ο Πετρίτσης -δεν ξέρω αν ήταν το πραγματικό όνομα- του άρπαξε το χέρι και το έστριψε τόσο δυνατά που έπεσε το πιστόλι. Τότε τον καθάρισε και εμείς θερίζαμε με τα Στάερ. (...) Ολοι οι Κομιτατζήδες που ήταν στο κτίριο ήταν δεκαεπτά (17), δηλαδή μια ομάδα έντεκα (11) άτομα και οι υπόλοιποι ήταν οι αρχηγοί τους. (...) Και έτσι τελείωσε ο αιφνιδιασμός, είχαμε δύο τραυματίες· εμείς πιάσαμε, δύο αιχμαλώτους, πήραμε λάφυρα δύο χότσκες οπλοπολυβόλα, δύο αραβίδες Μάλινχερ, τέσσερα αυτόματα Ιταλικά και πιστόλια. Αφού τελείωσε το πανηγύρι και είχε μαζευτεί κόσμος έξω από το κτίριο, βγήκε στο μπαλκόνι ο Κολοκοτρώνης και φώναξε ποιος είναι ο υπεύθυνος της πόλης να πάει να φέρει ένα σχοινί να φθάσει μέχρι το μπαλκόνι. (...) Εδεσε στο κάγκελο του μπαλκονιού και μας είπε εμπρος από εδώ θα κατεβούμε όλοι. (...)
Οι Ιταλοί μπήκανε μέσα στην πόλη και πήγαν στην πλατεία στο κτίριο και είδαν το σχοινί ανέβηκαν και είδαν τους σκοτωμένους θαυμάζανε και έλεγαν «μπόνο Παρτιζάν Γκρέκο». Θαυμάζανε πως από το σχοινί ανεβήκαμε και τους καθαρίσαμε και δεν μας πήραν χαμπάρι. (...)
Και δυο λόγια για τους Κομιτατζήδες Οχρανίτες που πολεμούσαμε διότι οι σημερινοί νέοι δεν ξέρουν τι ήταν αυτοί. Ηταν Βούλγαροι φασίστες και ήταν μαζί με τους Γερμανούς, Ιταλούς και Παοτσήδες και ήθελαν να οργανώσουν τους Σλαβομακεδόνους της περιοχής και να προσαρτίσουν την Μακεδονία στην τότε φασιστική Βουλγαρία και αρχηγός τους ήταν ο Κάλτσεφ, αυτοί ήταν οι Οχρανίταις.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
http://www.enet.gr/online/online_obj?pid=137&tp=T&id=84334324