Ας φάνε παντεσπάνι.
Οι ομοιότητες μεταξύ Μαρίας Αντουανέτας και της ελληνικής πολιτικής αφρόκρεμας
Toυ Markou Templar
Yπάρχει σαφής αποσύνδεση εντός του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών. Από τη μια πλευρά, όταν ο Gruevski κάνει εθνικιστικές δηλώσεις εναντίον της Ελλάδoς, οι αξιωματούχοι του ελληνικού υπουργείου εξωτερικών θριαμβευτικά ισχυρίζονται οτι οι ενέργειες του Gruevski υποστηρίζουν τις θέσεις της Ελλάδος για το όνομα. Από την άλλη πλευρά, οι ίδιοι αξιωματούχοι ενδίδουν όλο και περισσότερο στις ιδιοτροπίες και απαιτήσεις της πΓΔΜ. Κάποιος δήλωσε σε μια συνάντηση ότι «έχουμε την τάση να διαπραγματευόμαστε μεταξύ μας, κάνουμε παραχωρήσεις και ελπίζουμε ότι η άλλη πλευρά θα τις δεχθεί». Δηλαδή, Γιάννης κερνάει και Γιάννης πίνει. Αλλά επειδή κάναμε παραχωρήσεις στούς εαυτούς μας, δεν σημαίνει ότι η άλλη πλευρά θα δεχόταν αυτές τις παραχωρήσεις. Στην πραγματικότητα, όσο πιό πολύ η Ελλάδα συνεχίζει να παραχωρεί τα Σκόπια πάρνουν πιό πολλύ θάρρος και ζητούν περαιτέρω παραχωρήσεις, όπως στην περίπτωση Gruevski. Τέτοιου είδους σχέδια διπλωματικών διαπραγματεύσεων δεν είναι σοβαρά και δεν εμπνέουν εμπιστοσύνη στον ελληνικό λαό που αναμένει να δεί ένα καλύτερο μέλλον.....
Ο εθνικισμός μεταβάλλει την αφοσίωση προς το έθνος σε αρχές ή πολιτικά προγράμματα. Έτσι, περιέχει διαφορετική διάσταση από τον απλό πατριωτισμό που είναι η αφοσίωση στην χώρα ή το έθνος, αλλά στερείται σχεδίου για πολιτική δράση. Δεν μπορεί κανείς να συγχέει τον εθνικισμό με τον πατριωτισμό ή ακόμη και την ξενοφοβία. Ο πατριωτισμός ορίζεται ως αγάπη προς την πατρίδα, ή ακόμη ως ζήλος προς την υπεράσπιση των συμφερόντων μιας χώρας. Η ξενοφοβία είναι παράλογος φόβος, δυσπιστία, ή ακόμη και μίσος κατά των ξένων, αλλοδαπών, ή οτιδήποτε εκλαμβάνεται ως ξένο ή διαφορετικό.
Το ανωτέρω φαινόμενο αναλύεται σε ένα εξαιρετικό βιβλίο περί Ανάλυσης Πληροφοριών τού Richards J. Heuer, Jr. (Ρίτσαρντς Χόϊερ). Στο βιβλίο του, o Χόϊερ εξηγεί ότι το χειρότερο πράγμα που θα μπορούσε να κάνει κανείς είναι να προσπαθεί να σκεφτεί πώς θα σκεφτόταν κάποιος άλλος. Στην εν λόγω περίπτωση, «τι θα έκανα αν ήμουν Σκοπιανός;» Η απάντηση είναι ότι «Σκοπιανός δεν είσαι και ούτε ξέρεις πώς σκέφτονται οι Σκοπιανοί, και όλες οι ενδείξεις που είχες μέχρι τώρα δείχνουν ότι ο τρόπος που πίστευες ότι θα αντιδρούσαν οι Σκοπιανοί είναι λανθασμένος». Αφού όμως είναι έτσι, γιατί συνεχίζεις την ίδια εξωτερική πολιτική; Γιατί δεν αλλάζεις κατεύθυνση; «Η αδυναμία να κατανοήσει κανείς ότι οι άλλοι αντιλαμβάνονται τα εθνικά τους συμφέροντα διαφορετικά από τον τρόπο που εμείς αντιλαμβανόμαστε τα εθνικά τους συμφέροντα είναι μια συνεχής πηγή προβλημάτων» λέει ο Χόϊερ.
Τα παραπάνω μας οδηγούν στο θέμα της ηγεσίας. Όσο ασταθής κι’ αν φαίνεται να είναι, η ηγεσία των Σκοπίων, έχει αφιερώσει τα πάντα στο θέμα «Μακεδονία». Οι Σκοπιανοί από την ημέρα που γεννιούνται έως την ημέρα που πεθαίνουν, από τη στιγμή που ξυπνούν μέχρι τη στιγμή που πάνε για ύπνο, ένα πράγμα έχουν στο μυαλό τους, την «Μακεδονία». Αναπνέουν, τρώνε και πίνουν με τήν «Μακεδονία» ως όραμά τους.
Η σύγχρονη Ελλάδα δυστυχώς μέχρι σήμερα έχει προσφέρει μόνον διαχειριστές ως κυβερνήτες οι οποίοι έχουν στο μυαλό τους μόνον ένα πράγμα, την προσωπική τους πολιτική επιτυχία εις βάρος των συμπολιτών τους, που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν. Κάνουν ό,τι μπορούν για να επανεκλεγούν με τις ευλογίες του πολιτικού μηχανισμού του κόμματός τους. Τίποτε περισσότερο. Από την ημέρα που παίρνουν το πανεπιστημιακό πτυχίο στα χέρια τους αφιερώνουν τη ζωή τους μόνο για τους εαυτούς τους, και δεδομένου ότι η πολιτική στην Ελλάδα είναι ένα πολύ επικερδές επάγγελμα, ακολουθούν την πολιτική. Πώς αλλιώς θα κέρδιζαν υπέρογκους μισθούς για μια θέση που προϋποθέτει επιρροή και πρόσθετες παροχές, συχνά μάλιστα με ανήθικο ή παράνομο τρόπο ατιμωριτί, ενώ προσποιούνται ότι βοηθούν τη χώρα;
Η διαφορά μεταξύ διαχειριστών και ηγετών είναι ότι οι διαχειριστές κάνουν μόνο αυτό που είναι υποχρεωμένοι να κάνουν διαχειριζόμενοι τους πάντας και τα πάντα. Από την άλλη πλευρά, οι ηγέτες κάνουν ό,τι πρέπει να κάνουν, πράγμα που σημαίνει ότι οι ηγέτες κάνουν όλα τα απαιτούμενα βήματα για την εκτέλεση της αποστολής τους φροντίζοντας την ευημερία της χώρας. Επιπλέον, οι ηγέτες καθοδηγούν τον λαό, ενώ συγχρόνως διαχειρίζονται την λειτουργεία, τις επιχειρήσεις, και τις υποθέσεις της χώρας. Είναι το παράδειγμα του ενάρετου πολίτου.
Επί πλέον, υπάρχει σαφής αποσύνδεση μεταξύ της ελληνικής Βουλής και του ελληνικού λαού. Ο λαός της Ελλάδος ψηφίζει ανίκανους ή αναρμόδιους ανθρώπους γιατί είναι η μόνη επιλογή που παρέχουν οι πολιτικοί μηχασμοί των κομμάτων. Αλλά η ανικανότητα γεννά ανασφάλεια και αυτή η ανασφάλεια είναι η ουσία του προβλήματος. Ανασφαλείς άνθρωποι φοβούμενοι την έκθεση της ανικανότητάς τους προτιμούν να προσλαμβάνουν υποτελείς και χωρίς προσόντα υφισταμένους. Ικανοί υφιστάμενοι θα μπορούσαν άθελά τους να εκθέσουν τα ανίκανα αφεντικά τους. Εδώ θα έπρεπε να επισημάνουμε ότι συνέπεια της ανικανότητας είναι η αλαζονεία που μας φέρνει στην επόμενη φάση, τον κόσμο του ξερόλα.
Οι ξερόλες είναι ασυνηδήτως ανίκανοι και γι’αυτόν τον λόγο είναι οι χειρότεροι από ανθρώπους με τους οποίους κάποιος μπορεί να κάνει μια σοβαρή συζήτηση. Δεν γνωρίζουν ότι δεν γνωρίζουν ό,τι δεν γνωρίζουν. Για αυτούς τους ημιμαθείς δεν υπάρχει περίπτωση να μάθουν τίποτε περισσότερο δεδομένου ότι έχουν εμπεδώσει στο μυαλό τους ότι ξέρουν τα πάντα. Πώς μπορεί κανείς να διδάξει κάτι καινούριο σε άτομο που γνωρίζει τα πάντα;
Είναι ευρέως γνωστό το γεγονός ότι κάποιος δεν πρέπει να είναι ευφυής για να αποκτήσει πλούτο ή να γίνει πολιτικός. Δυστυχώς, είναι επίσης αλήθεια ότι δεν πρέπει να είναι κανείς υπερβολικά ευφυής για να πάρει πανεπιστημιακό πτυχίο. Ενας από τους γυμνασιακούς καθηγητές μου είπε κάποτε ότι το πιο δύσκολο πράγμα για ένα άτομο είναι να εισαχθεί στο πανεπιστήμιο. Μάλιστα αλλοδαποί φοιτητές δεν χρειάζεται καν να περάσουν εισαγωγικές εξετάσεις ώστε να μπούν σε πανεπιστήμια ή κολέγια ξένων χωρών. Βεβαίως οι προαναφερθείσες καταστάσεις δεν ισχύουν για όλους. Απλώς σημαίνει ότι επειδή ορισμένα άτομα έχουν ένα πτυχίο στο χέρι τους, συμπεριλαμβανομένων και διδακτορικό, δεν σημαίνει οτι είναι κατ’ανάγκη ευφυείς. Έχουμε ως παράδειγμα πολλούς υποτίθεται «επιστήμονες» με διδακτορικά πτυχία που έχουν γράψει μελέτες που η ποιότητά τους είναι συνώνυμη με σκουπίδια.
Δυστυχώς όμως, τα παραπάνω φανερώνουν την αλήθεια πίσω από τούς χαμηλούς τόνους της εξωτερικής πολιτικής διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων, που ελπίζουν ότι οι ψηφοφόροι δεν θα μάθουν για την αποτυχημένη πολιτική τους. Φοβούνται ότι τα blogs, και οι ιστοσελίδες τις οποίες δεν μπορούν να ελέγξουν, θα εξαπλώσουν τα γεγονότα. Η πολιτική τού «μην σκαλίζετε βαθύτερα» ή «μην δημοσιεύετε αυτόν τον χάρτη ή εκείνο το έγγραφο» ανήκει πλέον στο παρελθόν. Στην εποχή της πληροφορίας τέτοιες σκέψεις δημιουργούν ερωτηματικά όπως π.χ., σε ποιόν πλανήτη ζεί το ελληνικό πολιτικό κατεστημένο;
Ορισμένοι ανίκανοι πολιτικοί νομίζουν ότι η ελληνική διασπορά έχει έλλειψη κατανόησης των ελληνικών εθνικών θεμάτων. Η αλήθεια όμως είναι ότι ο ελληνισμός της διασποράς καταλαβαίνει τα ελληνικά εθνικά θέματα πολύ καλλίτερα και πολύ πιο βαθιά από το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών. Η κ. Μπακογιάννη ήταν αυτή που είπε πριν από λίγα χρόνια στην αντιπροσωπεία της Παμμακεδονικής ότι το Μακεδονικό θέμα δεν ήταν εθνικό θέμα αφήνοντας την εν λόγω αντιπροσωπεία εμβρόντητη!
Ο παρακάτω παραλληλισμός δίνει καλύτερη εικόνα κατανόησης σχετικά με το γιατί η ελληνική διασπορά βλέπει τα πράγματα πολύ πιο καθαρά από τους Έλληνες της Ελλάδος και σίγουρα από ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών. Ας υποθέσουμε ότι έχουμε την θέα ενός ποδοσφαιρικού γηπέδου με οπαδούς, προπονητές, διαιτητές, παίκτες και των δύο ομάδων και δύο αερόστατα ανωτέρω του γηπέδου με παρατηρητές των δύο ομάδων. Οι παίκτες των δύο ομάδων φορούν γαλάζια και κόκκινα φανελάκια αντιπροσωπεύοντας τα δύο υπουργεία εξωτερικών, της Ελλάδος και της πΓΔΜ. Οι φίλαθλοι αντιπροσωπεύουν τους λαούς των δύο χωρών που βλέπουν τον αγώνα από τις κερκίδες. Προπονητές είναι οι πρωθυπουργοί και διαιτητής ο Nimetz (και το αμερικανικό υπουργείο εξωτερικών) και είναι έτοιμοι να αρχίσουν τον αγώνα. Την καλλίτερη θέα του γηπέδου την έχουν οι παρατηρητές της διασποράς απο τα αερόστατά τους. Το παιχνίδι αρχίζει και ενώ ο προπονητής της κόκκινης ομάδας ακούει τις οδηγίες των παρατηρητών απο το αερόστατο της σλαβικής διασποράς και κατευθύνει το παιχνίδι της ομάδας του, ο προπονητής της γαλάζιας ομάδας ακούει μόνον τους δικους του γαλάζιους παίκτες που δεν έχουν καμία όψη του κόκκινου τέρματος και αγνοώντας τους παρατηρητές της γαλάζιας ομάδος φωνάζει στους παίκτες «μπράβο, άριστα». Όλα αυτά συμβαίνουν, ενώ οι γαλάζιοι οπαδοί και παρατηρητές που βλέπουν καλύτερα από το αερόστατο ουρλιάζουν «στέλνετε τους παίκτες σε λάθος κατεύθυνση». Όμως ο προπονητής δεν ακούει κανέναν παρά τον εαυτό του.
Ναι, υπάρχει μία σαφής αποσύνδεση εντός του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών. Εναπόκειται στους αναγνώστες να κρίνουν και στον λαό της Ελλάδος να πετάξει τον προπονητή και την ομάδα του έξω από το γήπεδο. Σε μια δημοκρατία η διαδικασία αυτή ειναι η ψήφος. Το πρόβλημα είναι ακόμα και αν ο λαός της Ελλάδος αλλάξει την ομάδα και τον προπονητή, η νέα ομάδα και ο νέος προπονητής θα είναι οι ίδιοι και χειρότεροι. Είναι η δυσκολότερη θέση που θα μπορούσε μια χώρα να βρίσκεται.