Ας γυρίσουμε το χρόνο ζωής της Καλαμαριάς μας, πενήντα χρόνια πίσω.
Είμαι βέβαιος ότι δεν θα μας βασανίσει το μυαλό, ημών των παλιών, για το πώς ήταν τότε…Αφήστε που εμείς οι παλιοί με μεγάλη χαρά σε παραμικρή ευκαιρία γυρίζουμε και κοιτάμε την Καλαμαριά του τότε και την περιγράφουμε με ατέλειωτες διηγήσεις στις παρέες, στα καφενεία και αλλού, με νοσταλγική διάθεση, είτε με χιούμορ, ή, τέλος πάντων, για την ιστορία…
Μια, λοιπόν, που πρέπει να αναφερθούμε στην επέτειο των 100 χρόνων του Φροντιστηρίου της Τραπεζούντας του Πόντου και στη συνέχεια της Καλαμαριάς μας και κατ’ επέκταση στη μόρφωση, στην παιδεία ας θυμηθούμε και λίγα τινά από το τότε γυμνάσιο της Καλαμαριάς.
Ήταν τότε (στη δεκαετία 50 – 60, που πήγα εγώ δεκατριών ετών στην πρώτη τάξη) στο κτίριο του Δημαρχείου. Ακριβώς όπως είναι και σήμερα (τουλάχιστον απ’ έξω). Ήταν μικτό εξατάξιο. Λειτουργούσε στον επάνω όροφο με έξι αίθουσες διδασκαλίας και δύο γραφεία καθηγητών. Ο κάτω όροφος φιλοξενούσε δύο ή τρία δημοτικά σχολεία.
Δεν έφτανε, όμως, για το μέγα πλήθος των μαθητών, γι’ αυτό χρησιμοποιούταν και παράγκα, με δύο αίθουσες. Εννοώ τη γερμανική παράγκα που ήταν τοποθετημένη σε θέση παράλληλη προς το τώρα πολιτιστικό κέντρο του Δήμου, σε απόσταση από αυτό περίπου τέσσερα μέτρα και μέσα στον περίβολο του τώρα Δημαρχείου.
Η στενή πλευρά περίπου 4 μέτρα μήκους, ήταν παράλληλη της οδού Κομνηνών και η μακριά (σε μήκος 9 -10 μέτρων) κάθετα σ’ αυτήν. Είχε δύο αίθουσες διδασκαλίας, ένα γραφείο προσκόπων και ένα γραφείο του «Απόλλωνα».
1953. Πρώτη τάξη γυμνασίου, λοιπόν.
Αγόρια πενήντα. Κορίτσια σαράντα.
Τα αγόρια στην παράγκα. Τα κορίτσια στο κτίριο.
Η αίθουσα της παράγκας μικρή. Τα θρανία σχεδόν παιδικά. Μικρά για να καθίσουν όλοι οι μαθητές. Αν κανένα παιδί ήταν και λίγο αναπτυγμένο, έπρεπε να οργανώνει κάθε φορά τον τρόπο να καθίσει ή να σηκωθεί από το θρανίο του.
Σχεδόν γινόταν σύσκεψη, προπάντων όταν έπρεπε να σηκωθεί κάποιος στον πίνακα, μεταξύ των μαθητών, για να βρεθεί λύση. Καταλαβαίνετε. Πρώτες εμπειρίες που μένουν στο μυαλό για όλα τα χρόνια ζωής. Δεν ξεχνιούνται.
Πώς να ξεχάσω π.χ. το τι γινόταν στην τάξη όταν σήκωνε στον πίνακα για το μάθημα ο καθηγητής των αρχαίων ο μακαρίτης Κακουλίδης τον μαθητή Φιλίππου.
Ο Φιλίππου, λοιπόν, ήταν κοντά δύο μέτρα ύψος και καθόταν στα τελευταία θρανία.
Για να σηκωθεί έπρεπε να σηκωθούν όλοι οι μαθητές της τάξης. Να αδειάσουν δύο – τρεις σειρές θρανία. Να γίνει διάδρομος πιέζοντας στα άκρα ο ένας τον άλλο. για να καθίσει, πάλι το ίδιο. Αλλά ο καθηγητής Κακουλίδης είχε πάντα το συνήθειο να απαγορεύει τα γέλια.
- Μη γελάτε, βρε, μας έλεγε.
Ή, πώς να ξεχάσω το άλλο…
Ότι υπήρχε μέσα στην τάξη της παράγκας, ξυλόσομπα για το χειμώνα, η οποία άναβε όταν υπήρχαν ξύλα ή όταν κάποιοι μαθητές έφερναν και από κανένα από τα σπίτια τους. Και ότι μία μέρα του χειμώνα στη διάρκεια διαλείμματος, έφυγε από τη θέση του το μπουρί, που μέχρι να το βάλουμε στη θέση του, κάψαμε τρία βιβλία αρχαίων ελληνικών, πιάνοντάς την όπως ήταν ζεστή για να έρθει στη θέση της. Γέμισε όμως καπνό η αίθουσα, τόσο που σχεδόν δεν έβλεπες.
Χτύπησε το κουδούνι για την τάξη. Τώρα;
Ανοίξαμε όλα τα παράθυρα και την πόρτα και όρθιοι μέσα στην τάξη με τον καπνό ακόμα, περιμένουμε τον καθηγητή μας τον Κακουλίδη για τα Αρχαία. Ο καθηγητής έμαθε τα καθέκαστα και μας έβαλε να καθίσουμε για μάθημα με ανοιχτά παράθυρα, πόρτες.
Το κρύο, κρύο. Ο καπνός, καπνός. Αλλά πρώτα το μάθημα.
- Για έλα στον πίνακα Ασλανίδη.
- Κύριε καθηγητά, κάηκε το βιβλίο μου, που έπιασα τη σόμπα μ’ αυτό…
- Παλαιόπαιδο. Με το βιβλίο των αρχαίων βρε;
Στη δευτέρα τάξη μας είπαν ότι θα πάμε σε αίθουσα του κτιρίου. Τι ωραία που θα είναι, σκεφτόμασταν πολλοί.
Του χρόνου θα είμαστε πολύ καλύτερα μέσα σε μεγάλη αίθουσα, με πολλά παράθυρα στον όροφο. Ψηλά. Τι ωραία…
Ήταν η πρώτη εβδομάδα που άρχισε το σχολικό έτος. Τέλος Οκτωβρίου 1954. Δευτέρα Γυμνασίου τώρα.
Την τρίτη ώρα είχαμε γυμναστική και την τέταρτη και πέμπτη Αρχαία. Γυμναστική μας κάνει στον περίβολο ο μακαρίτης ο Πούρικας…
Σύμπτωση, εκείνη η ώρα ήταν κενή για το σχωρεμένο τον Κακουλίδη, που θα μας έκανε τα αρχαία και καθόταν στο μοναδικό μπαλκόνι του κτιρίου και μας έβλεπε…
Τελείωσε η ώρα της γυμναστικής. Τελείωσε και το διάλειμμα.
Είμαστε μέσα στην τάξη. Έχουμε αρχαία με τον Κακουλίδη. Μόλις μπήκε στην τάξη και καθίσαμε όλοι οι μαθητές, ο Κακουλίδης απευθύνεται στο μαθητή Τραντίδη.
- Βρε παιδάκι μου, Τραντίδη…γιατί βρε έκανες ξυπόλυτος γυμναστική; Για ν’ αρρωστήσεις; Μήπως νομίζεις πως άμα αρρωστήσεις θα κλείσουν τα σχολεία; Α, να χαθείς παλαιόπαιδο... Κάθισε κάτω.
Τι θα έλεγε, άραγε, αν τον σήκωνε στον πίνακα και έβλεπε ότι δεν έκανε μόνο γυμναστική ξυπόλυτος, αλλά ήταν και ξυπόλυτος;
Αυτά τα παραπάνω τα ευτράπελα ή όχι, τα ξαναθυμήθηκα και τα μετέφερα εδώ για να φανεί έμμεσα ότι το πάθος για μόρφωση των παιδιών της Καλαμαριάς δεν σταματούσε με τη φτώχεια του τότε καιρού, ούτε με την ταλαιπωρία στην παράγκα. Αυτά ήταν τα τελευταία, που θα επηρέαζαν τους γονείς των παιδιών…
Αλλά και τους καθηγητές.
Τα γράμματα…
Αυτός ήταν το πάθος των γονέων…
Τα παιδιά τους να μάθουν γράμματα. Όπως να ‘ναι. Με οποιεσδήποτε συνθήκες… Γιατί έπρεπε… Γιατί επιβάλλονταν…
- Θα σε στείλω στο γυμνάσιο να μάθεις γράμματα (μας έλεγαν).
Τότε, κάποια μέρα, ρώτησα τον πατέρα μου.
- Πάπα, εσύ που έμαθες τα γράμματα;
- Στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντος…
- ……….
Αλέκος Τραντίδης
Είμαι βέβαιος ότι δεν θα μας βασανίσει το μυαλό, ημών των παλιών, για το πώς ήταν τότε…Αφήστε που εμείς οι παλιοί με μεγάλη χαρά σε παραμικρή ευκαιρία γυρίζουμε και κοιτάμε την Καλαμαριά του τότε και την περιγράφουμε με ατέλειωτες διηγήσεις στις παρέες, στα καφενεία και αλλού, με νοσταλγική διάθεση, είτε με χιούμορ, ή, τέλος πάντων, για την ιστορία…
Μια, λοιπόν, που πρέπει να αναφερθούμε στην επέτειο των 100 χρόνων του Φροντιστηρίου της Τραπεζούντας του Πόντου και στη συνέχεια της Καλαμαριάς μας και κατ’ επέκταση στη μόρφωση, στην παιδεία ας θυμηθούμε και λίγα τινά από το τότε γυμνάσιο της Καλαμαριάς.
Ήταν τότε (στη δεκαετία 50 – 60, που πήγα εγώ δεκατριών ετών στην πρώτη τάξη) στο κτίριο του Δημαρχείου. Ακριβώς όπως είναι και σήμερα (τουλάχιστον απ’ έξω). Ήταν μικτό εξατάξιο. Λειτουργούσε στον επάνω όροφο με έξι αίθουσες διδασκαλίας και δύο γραφεία καθηγητών. Ο κάτω όροφος φιλοξενούσε δύο ή τρία δημοτικά σχολεία.
Δεν έφτανε, όμως, για το μέγα πλήθος των μαθητών, γι’ αυτό χρησιμοποιούταν και παράγκα, με δύο αίθουσες. Εννοώ τη γερμανική παράγκα που ήταν τοποθετημένη σε θέση παράλληλη προς το τώρα πολιτιστικό κέντρο του Δήμου, σε απόσταση από αυτό περίπου τέσσερα μέτρα και μέσα στον περίβολο του τώρα Δημαρχείου.
Η στενή πλευρά περίπου 4 μέτρα μήκους, ήταν παράλληλη της οδού Κομνηνών και η μακριά (σε μήκος 9 -10 μέτρων) κάθετα σ’ αυτήν. Είχε δύο αίθουσες διδασκαλίας, ένα γραφείο προσκόπων και ένα γραφείο του «Απόλλωνα».
1953. Πρώτη τάξη γυμνασίου, λοιπόν.
Αγόρια πενήντα. Κορίτσια σαράντα.
Τα αγόρια στην παράγκα. Τα κορίτσια στο κτίριο.
Η αίθουσα της παράγκας μικρή. Τα θρανία σχεδόν παιδικά. Μικρά για να καθίσουν όλοι οι μαθητές. Αν κανένα παιδί ήταν και λίγο αναπτυγμένο, έπρεπε να οργανώνει κάθε φορά τον τρόπο να καθίσει ή να σηκωθεί από το θρανίο του.
Σχεδόν γινόταν σύσκεψη, προπάντων όταν έπρεπε να σηκωθεί κάποιος στον πίνακα, μεταξύ των μαθητών, για να βρεθεί λύση. Καταλαβαίνετε. Πρώτες εμπειρίες που μένουν στο μυαλό για όλα τα χρόνια ζωής. Δεν ξεχνιούνται.
Πώς να ξεχάσω π.χ. το τι γινόταν στην τάξη όταν σήκωνε στον πίνακα για το μάθημα ο καθηγητής των αρχαίων ο μακαρίτης Κακουλίδης τον μαθητή Φιλίππου.
Ο Φιλίππου, λοιπόν, ήταν κοντά δύο μέτρα ύψος και καθόταν στα τελευταία θρανία.
Για να σηκωθεί έπρεπε να σηκωθούν όλοι οι μαθητές της τάξης. Να αδειάσουν δύο – τρεις σειρές θρανία. Να γίνει διάδρομος πιέζοντας στα άκρα ο ένας τον άλλο. για να καθίσει, πάλι το ίδιο. Αλλά ο καθηγητής Κακουλίδης είχε πάντα το συνήθειο να απαγορεύει τα γέλια.
- Μη γελάτε, βρε, μας έλεγε.
Ή, πώς να ξεχάσω το άλλο…
Ότι υπήρχε μέσα στην τάξη της παράγκας, ξυλόσομπα για το χειμώνα, η οποία άναβε όταν υπήρχαν ξύλα ή όταν κάποιοι μαθητές έφερναν και από κανένα από τα σπίτια τους. Και ότι μία μέρα του χειμώνα στη διάρκεια διαλείμματος, έφυγε από τη θέση του το μπουρί, που μέχρι να το βάλουμε στη θέση του, κάψαμε τρία βιβλία αρχαίων ελληνικών, πιάνοντάς την όπως ήταν ζεστή για να έρθει στη θέση της. Γέμισε όμως καπνό η αίθουσα, τόσο που σχεδόν δεν έβλεπες.
Χτύπησε το κουδούνι για την τάξη. Τώρα;
Ανοίξαμε όλα τα παράθυρα και την πόρτα και όρθιοι μέσα στην τάξη με τον καπνό ακόμα, περιμένουμε τον καθηγητή μας τον Κακουλίδη για τα Αρχαία. Ο καθηγητής έμαθε τα καθέκαστα και μας έβαλε να καθίσουμε για μάθημα με ανοιχτά παράθυρα, πόρτες.
Το κρύο, κρύο. Ο καπνός, καπνός. Αλλά πρώτα το μάθημα.
- Για έλα στον πίνακα Ασλανίδη.
- Κύριε καθηγητά, κάηκε το βιβλίο μου, που έπιασα τη σόμπα μ’ αυτό…
- Παλαιόπαιδο. Με το βιβλίο των αρχαίων βρε;
Στη δευτέρα τάξη μας είπαν ότι θα πάμε σε αίθουσα του κτιρίου. Τι ωραία που θα είναι, σκεφτόμασταν πολλοί.
Του χρόνου θα είμαστε πολύ καλύτερα μέσα σε μεγάλη αίθουσα, με πολλά παράθυρα στον όροφο. Ψηλά. Τι ωραία…
Ήταν η πρώτη εβδομάδα που άρχισε το σχολικό έτος. Τέλος Οκτωβρίου 1954. Δευτέρα Γυμνασίου τώρα.
Την τρίτη ώρα είχαμε γυμναστική και την τέταρτη και πέμπτη Αρχαία. Γυμναστική μας κάνει στον περίβολο ο μακαρίτης ο Πούρικας…
Σύμπτωση, εκείνη η ώρα ήταν κενή για το σχωρεμένο τον Κακουλίδη, που θα μας έκανε τα αρχαία και καθόταν στο μοναδικό μπαλκόνι του κτιρίου και μας έβλεπε…
Τελείωσε η ώρα της γυμναστικής. Τελείωσε και το διάλειμμα.
Είμαστε μέσα στην τάξη. Έχουμε αρχαία με τον Κακουλίδη. Μόλις μπήκε στην τάξη και καθίσαμε όλοι οι μαθητές, ο Κακουλίδης απευθύνεται στο μαθητή Τραντίδη.
- Βρε παιδάκι μου, Τραντίδη…γιατί βρε έκανες ξυπόλυτος γυμναστική; Για ν’ αρρωστήσεις; Μήπως νομίζεις πως άμα αρρωστήσεις θα κλείσουν τα σχολεία; Α, να χαθείς παλαιόπαιδο... Κάθισε κάτω.
Τι θα έλεγε, άραγε, αν τον σήκωνε στον πίνακα και έβλεπε ότι δεν έκανε μόνο γυμναστική ξυπόλυτος, αλλά ήταν και ξυπόλυτος;
Αυτά τα παραπάνω τα ευτράπελα ή όχι, τα ξαναθυμήθηκα και τα μετέφερα εδώ για να φανεί έμμεσα ότι το πάθος για μόρφωση των παιδιών της Καλαμαριάς δεν σταματούσε με τη φτώχεια του τότε καιρού, ούτε με την ταλαιπωρία στην παράγκα. Αυτά ήταν τα τελευταία, που θα επηρέαζαν τους γονείς των παιδιών…
Αλλά και τους καθηγητές.
Τα γράμματα…
Αυτός ήταν το πάθος των γονέων…
Τα παιδιά τους να μάθουν γράμματα. Όπως να ‘ναι. Με οποιεσδήποτε συνθήκες… Γιατί έπρεπε… Γιατί επιβάλλονταν…
- Θα σε στείλω στο γυμνάσιο να μάθεις γράμματα (μας έλεγαν).
Τότε, κάποια μέρα, ρώτησα τον πατέρα μου.
- Πάπα, εσύ που έμαθες τα γράμματα;
- Στο Φροντιστήριο της Τραπεζούντος…
- ……….
Αλέκος Τραντίδης