Ο πρώην καγκελάριος της Γερμανίας μου διηγήθηκε πριν λίγες μέρες ότι ένας κινέζος υπουργός μεταξύ σοβαρού και αστείου του είπε σε συζήτηση για τις παγκόσμιες επιπτώσεις της κρίσης. Η Κίνα έχει τρία προβλήματα. Το πρώτο, ότι έχει επενδύσει τα συναλλαγματικά αποθέματά της σε αμερικάνικα κρατικά ομόλογα. Θα στηρίξει τις ΗΠΑ και δεν θα πουλήσει τα ομόλογα. Το δεύτερο είναι η μείωση των ρυθμών ανάπτυξης στο εσωτερικό της χώρας. Με μέτρα δημοσιονομικής πολιτικής θα ενισχύσει την ανάπτυξη. Το τρίτο και πιο δύσκολο είναι ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες άρχισαν να μιμούνται το κινεζικό οικονομικό μοντέλο.
Ας συγκρατήσουμε επίσης ότι η διάσωση αφορά επιχειρηματίες που κερδοσκόπησαν, απεκόμισαν τεράστια κέρδη και αρνούνται να καταβάλουν το κόστος της ασυδοσίας. Αυτό το κόστος μετακυλείται στο κοινωνικό σύνολο. Δικαιολογημένα οι πολίτες μπορούν να ρωτήσουν γιατί σε πολλά και σοβαρά προβλήματα που τους ταλαιπωρούν, όπως η φτώχεια, το ανεπαρκές σύστημα υγείας ή οι πενιχρές συντάξεις δεν υπάρχει προθυμία να εξευρεθούν οι απαραίτητες πιστώσεις και οι κερδοφόρες επιχειρήσεις αντιδρούν στις φορολογίες.
Οι επενδυτικές τράπεζες αποδείχθηκαν ως ο ασθενής κρίκος του συστήματος. Οι κανόνες προς προστασία των καταθετών που υποχρεώνουν τις εμπορικές τράπεζες να τηρούν ορισμένα αποθεματικά ή να συμμετέχουν οι ίδιες με το κεφάλαιό τους κατά ένα ποσοστό στα ποσά που δανείζουν, δεν ισχύουν στις ΗΠΑ για επενδυτικές τράπεζες και οργανισμούς. Η έλλειψη αυτών των περιορισμών τους επέτρεψε να ακολουθήσουν πρακτικές υψηλού ρίσκου, π.χ. να δανείζονται βραχυπρόθεσμα και να δανείζουν μακροπρόθεσμα, αυξάνοντας έτσι το ρίσκο τους για χάρη της κερδοφορίας να δημιουργήσουν νέα επικίνδυνα χρηματοοικονομικά προϊόντα, όπως τα «δομημένα ομόλογα».
Αιτία της κρίσης θεωρήθηκε από πολλούς η συστηματική απορρύθμιση που ακολουθήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες. Πράγματι, οι κυβερνήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών ακολούθησαν συνειδητά μια πολιτική άρσης περιορισμών και ελέγχων στις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες. Το 1998 π.χ. αναιρέθηκε η νομοθεσία που έθετε περιορισμούς στις επενδυτικές τράπεζες. Το 2000 καταργήθηκαν οι έλεγχοι στα χρηματοπιστωτικά παράγωγα. Η ιδεολογία που καθόριζε τις παρεμβάσεις αυτές ήταν ότι οι αγορές αυτορυθμίζονται, κρατικές παρεμβάσεις παρεμποδίζουν την ανάπτυξή τους και οι βέλτιστες λύσεις προκύπτουν από την ανεμπόδιστη λειτουργία τους.
Ας συγκρατήσουμε επίσης ότι η διάσωση αφορά επιχειρηματίες που κερδοσκόπησαν, απεκόμισαν τεράστια κέρδη και αρνούνται να καταβάλουν το κόστος της ασυδοσίας. Αυτό το κόστος μετακυλείται στο κοινωνικό σύνολο. Δικαιολογημένα οι πολίτες μπορούν να ρωτήσουν γιατί σε πολλά και σοβαρά προβλήματα που τους ταλαιπωρούν, όπως η φτώχεια, το ανεπαρκές σύστημα υγείας ή οι πενιχρές συντάξεις δεν υπάρχει προθυμία να εξευρεθούν οι απαραίτητες πιστώσεις και οι κερδοφόρες επιχειρήσεις αντιδρούν στις φορολογίες.
Οι επενδυτικές τράπεζες αποδείχθηκαν ως ο ασθενής κρίκος του συστήματος. Οι κανόνες προς προστασία των καταθετών που υποχρεώνουν τις εμπορικές τράπεζες να τηρούν ορισμένα αποθεματικά ή να συμμετέχουν οι ίδιες με το κεφάλαιό τους κατά ένα ποσοστό στα ποσά που δανείζουν, δεν ισχύουν στις ΗΠΑ για επενδυτικές τράπεζες και οργανισμούς. Η έλλειψη αυτών των περιορισμών τους επέτρεψε να ακολουθήσουν πρακτικές υψηλού ρίσκου, π.χ. να δανείζονται βραχυπρόθεσμα και να δανείζουν μακροπρόθεσμα, αυξάνοντας έτσι το ρίσκο τους για χάρη της κερδοφορίας να δημιουργήσουν νέα επικίνδυνα χρηματοοικονομικά προϊόντα, όπως τα «δομημένα ομόλογα».
Αιτία της κρίσης θεωρήθηκε από πολλούς η συστηματική απορρύθμιση που ακολουθήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες. Πράγματι, οι κυβερνήσεις των Ηνωμένων Πολιτειών ακολούθησαν συνειδητά μια πολιτική άρσης περιορισμών και ελέγχων στις χρηματοπιστωτικές δραστηριότητες. Το 1998 π.χ. αναιρέθηκε η νομοθεσία που έθετε περιορισμούς στις επενδυτικές τράπεζες. Το 2000 καταργήθηκαν οι έλεγχοι στα χρηματοπιστωτικά παράγωγα. Η ιδεολογία που καθόριζε τις παρεμβάσεις αυτές ήταν ότι οι αγορές αυτορυθμίζονται, κρατικές παρεμβάσεις παρεμποδίζουν την ανάπτυξή τους και οι βέλτιστες λύσεις προκύπτουν από την ανεμπόδιστη λειτουργία τους.