Το Κυπριακό έτσι όπως μέσα από την επιμήκυνση του ιστορικού χρόνου μπορούμε σήμερα να το δούμε, θέτει ευθέως το πρόβλημα των σχέσεων ανάμεσα στον ελληνικό λαό και τους λαούς της Τουρκίας και τα πραγματικά διλήμματα που τίθενται στους πολίτες και τις πολιτικές και κοινωνικές δυνάμεις σε Κύπρο, Ελλάδα και Τουρκία.
Θέτει δηλαδή επί τάπητος, χωρίς αναγκαστικά να τα εμπεριέχει ως όλον, τα μεγάλα ζητήματα που μας απασχολούν στο λυκόφως του 20ού αιώνα, ιδιαίτερα μάλιστα μετά την κατάρρευση του ολοκληρωτισμού στην Ανατολική Ευρώπη.
Όλες οι μαγικές λέξεις ελευθερία, πατριωτισμός, διεθνισμός, εθνικισμός, κρατισμός, ρατσισμός, ισότητα, δημοκρατία, διαφορά, αυτοδιάθεση, συνωστίζονται στην Πράσινη Γραμμή· εκεί που σταματάνε τα ψέματα και ανεμίζουν τουρκικές σημαίες.
Δεν γνωρίζω αν θα βρισκότανε κανείς να αμφισβητήσει σοβαρά το γεγονός ότι οι σχέσεις ανάμεσα στους
δυο λαούς (ελληνικό-τουρκικό), είναι ιδιαίτερα άσχημες. Σε γκάλοπ που δημοσίευσε το 1986 το τουρκικό περιοδικό «Nokta», το 95% των Τούρκων θεωρούν τους Έλληνες ως μη άξιους εμπιστοσύνης, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό κατεβαίνει για τους Έλληνες στο 73%. Ποιο αλήθεια μπορεί να είναι το πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό βάρος αυτού του 5% των Τούρκων που δεν διάκεινται εχθρικά απέναντι μας; Η γλώσσα των αριθμών - όσο κι αν αμφισβητηθεί - είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική και γίνεται ακόμα πιο πολύ όταν, μελετώντας
τις θέσεις και την πρακτική των τουρκικών πολιτικών σχηματισμών, διαπιστώσουμε ότι η νοοτροπία αυτή διαπερνά όχι μόνο τα κυβερνητικά, αλλά και τα αριστερά κόμματα της αντιπολίτευσης, που - υποτίθεται - εμπνέονται από διεθνιστικά ιδεώδη.
Είναι φανερό ότι οι ευθύνες δεν έχουν συνολικά έναν αποδέκτη. Και εννοούμε, σαφέστατα, και τις ευθύνες της ελληνικής πλευράς που όμως - οφείλουμε να το παραδεχθούμε - είναι άλλης τάξης από τις ευθύνες του συνόλου, σχεδόν, του τουρκικού πολιτικού κόσμου, που έχει πέσει στην παγίδα του μεγαλοτουρκικού σωβινισμού.
Ίσως κάποιοι ισχυριστούν ότι αυτό είναι κάτι το συγκυριακό που δεν εντάσσεται στις ιδιαίτερες συνθήκες χρόνιας αναγκαστικής συμβίωσης ανάμεσα στους Έλληνες και Τούρκους. Η πραγματικότητα όμως τους διαψεύδει αποδεικνύοντας ότι ο αντιξενισμός, ο ρατσισμός και η πολιτική φυσικής εξόντωσης ή βίαιου εξισλαμισμού έχει πολύ βαθιές ιστορικές ρίζες.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ, ΕΔΩ>>
Θέτει δηλαδή επί τάπητος, χωρίς αναγκαστικά να τα εμπεριέχει ως όλον, τα μεγάλα ζητήματα που μας απασχολούν στο λυκόφως του 20ού αιώνα, ιδιαίτερα μάλιστα μετά την κατάρρευση του ολοκληρωτισμού στην Ανατολική Ευρώπη.
Όλες οι μαγικές λέξεις ελευθερία, πατριωτισμός, διεθνισμός, εθνικισμός, κρατισμός, ρατσισμός, ισότητα, δημοκρατία, διαφορά, αυτοδιάθεση, συνωστίζονται στην Πράσινη Γραμμή· εκεί που σταματάνε τα ψέματα και ανεμίζουν τουρκικές σημαίες.
Δεν γνωρίζω αν θα βρισκότανε κανείς να αμφισβητήσει σοβαρά το γεγονός ότι οι σχέσεις ανάμεσα στους
δυο λαούς (ελληνικό-τουρκικό), είναι ιδιαίτερα άσχημες. Σε γκάλοπ που δημοσίευσε το 1986 το τουρκικό περιοδικό «Nokta», το 95% των Τούρκων θεωρούν τους Έλληνες ως μη άξιους εμπιστοσύνης, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό κατεβαίνει για τους Έλληνες στο 73%. Ποιο αλήθεια μπορεί να είναι το πολιτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό βάρος αυτού του 5% των Τούρκων που δεν διάκεινται εχθρικά απέναντι μας; Η γλώσσα των αριθμών - όσο κι αν αμφισβητηθεί - είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική και γίνεται ακόμα πιο πολύ όταν, μελετώντας
τις θέσεις και την πρακτική των τουρκικών πολιτικών σχηματισμών, διαπιστώσουμε ότι η νοοτροπία αυτή διαπερνά όχι μόνο τα κυβερνητικά, αλλά και τα αριστερά κόμματα της αντιπολίτευσης, που - υποτίθεται - εμπνέονται από διεθνιστικά ιδεώδη.
Είναι φανερό ότι οι ευθύνες δεν έχουν συνολικά έναν αποδέκτη. Και εννοούμε, σαφέστατα, και τις ευθύνες της ελληνικής πλευράς που όμως - οφείλουμε να το παραδεχθούμε - είναι άλλης τάξης από τις ευθύνες του συνόλου, σχεδόν, του τουρκικού πολιτικού κόσμου, που έχει πέσει στην παγίδα του μεγαλοτουρκικού σωβινισμού.
Ίσως κάποιοι ισχυριστούν ότι αυτό είναι κάτι το συγκυριακό που δεν εντάσσεται στις ιδιαίτερες συνθήκες χρόνιας αναγκαστικής συμβίωσης ανάμεσα στους Έλληνες και Τούρκους. Η πραγματικότητα όμως τους διαψεύδει αποδεικνύοντας ότι ο αντιξενισμός, ο ρατσισμός και η πολιτική φυσικής εξόντωσης ή βίαιου εξισλαμισμού έχει πολύ βαθιές ιστορικές ρίζες.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ, ΕΔΩ>>