Πήγα κι εγώ λιγάκι στην επαρχία μας, τώρα με την Εγνατία Οδό είναι παιχνιδάκι. Φτιάχτηκα από την ομορφιά του φυσικού περιβάλλοντος, χαλάστηκα από το κιτς που βασιλεύει στα αποκαλούμενα ελληνικά χωριά και από το σκουπιδαριό των αχρήστων αντικειμένων. Φτιάξανε διώροφα και τριώροφα κάποιοι, πραγματικοί χωριάτες, για να δείξουν στους συγχωριανούς τους ότι δεν είναι… χωριάτες. Βάλανε κι ένα κάγκελο, ειδικά σχεδιασμένο για να κάνει το κιτς μπαμ από την είσοδο του χωριού, που καμαρώνουν γι’ αυτό, αντί να χώνουν το κεφάλι τους στο σανό. Γιατί γίνανε αυτά; Ποιος τα επέτρεψε; Ποιος τα ενθάρρυνε; Ποιος μπορεί να κάνει κάτι για να τ’ αλλάξει;
Το κράτος που εδώ και δεκαετίες τα έχει εγκαταλείψει σίγουρα όχι. Αν μπορούσε θα είχε επιβάλλει όρους δόμησης και στο τελευταίο χωριό, και για τον τελευταίο επίδοξο διαρρήκτη αισθητικής.
Η τοπική αυτοδιοίκηση, κι αυτή όχι. Αν μπορούσε θα το είχε σώσει έστω την τελευταία στιγμή. Αλλά ποιος δημαρχάκος θα τολμήσει να τα βάλει με την ψήφο του; Αφού κιτς ξεκιτς ίσα ψηφίζουν. Ποιος αυτοδιοικητικός θα τολμήσει να φωνάξει έστω «ε, πατριώτ’ τι φκιανς αυτού; στάβλου για τα ζουντανά σ’;».
Ο ίδιος ο κιτς, αυτός θα μπορούσε. Πραγματικά θα μπορούσε. Ίσως είναι ο μόνος που πραγματικά θα μπορούσε, η πιο βραχυπρόθεσμη λύση. Θα μπορούσε αν είχε τη στοιχειώδη εκείνη εκπαίδευση, που μπορεί να μην τον έβαζε σε κανέναν ΤΕΙ αλλά θα τον μόρφωνε. Θα τον έκανε δηλαδή να συναισθάνεται ανά πάσα στιγμή ότι ίσως κάπου ενοχλεί τον διπλανό του με τις επιλογές του. Αυτό θα τον έκανε να το ξανασκέφτεται. Κι ίσως έτσι το κάγκελο θα ήταν απλώς… απλό, χωρίς μαγκιές δήθεν ανωτερότητας.
Αλλά αν είχαμε παιδεία, τότε και ο δεσμοφύλακας «από τη σχολή» δεν θα ήταν ποτέ «δε βαριέσαι» εν ώρα υπηρεσίας, ο αρχιφύλακας δεν θα άφηνε ποτέ τη φυλακή χωρίς κάγκελα (έστω κιτς), ο συνοριοφύλακας δεν θα υπηρετούσε ποτέ στις… πόλεις (άσχετο αλλά καλό!), ο αρχηγός της αστυνομίας τουλάχιστον θα κοκκίνιζε με τέτοια απόδραση και ο υπουργός, ακόμη κι αν είχε 1,5 μήνα στο υπουργείο του, θα υπέβαλε κανονική παραίτηση χωρίς να περιμένει από κανέναν να την κάνει δεκτή. Όχι γιατί θα έφταιγε αυτός, αλλά γιατί θα ντρεπόταν να αντικρίσει τον κόσμο, όπως θα ένοιωθε κάθε φυσιολογικός άνθρωπος που σήμερα αναρωτιέται: «Τι ‘ν’ τούτος ρε; Σούπερμαν; Και δεν τον πιάνει μάτι;».
Το κράτος που εδώ και δεκαετίες τα έχει εγκαταλείψει σίγουρα όχι. Αν μπορούσε θα είχε επιβάλλει όρους δόμησης και στο τελευταίο χωριό, και για τον τελευταίο επίδοξο διαρρήκτη αισθητικής.
Η τοπική αυτοδιοίκηση, κι αυτή όχι. Αν μπορούσε θα το είχε σώσει έστω την τελευταία στιγμή. Αλλά ποιος δημαρχάκος θα τολμήσει να τα βάλει με την ψήφο του; Αφού κιτς ξεκιτς ίσα ψηφίζουν. Ποιος αυτοδιοικητικός θα τολμήσει να φωνάξει έστω «ε, πατριώτ’ τι φκιανς αυτού; στάβλου για τα ζουντανά σ’;».
Ο ίδιος ο κιτς, αυτός θα μπορούσε. Πραγματικά θα μπορούσε. Ίσως είναι ο μόνος που πραγματικά θα μπορούσε, η πιο βραχυπρόθεσμη λύση. Θα μπορούσε αν είχε τη στοιχειώδη εκείνη εκπαίδευση, που μπορεί να μην τον έβαζε σε κανέναν ΤΕΙ αλλά θα τον μόρφωνε. Θα τον έκανε δηλαδή να συναισθάνεται ανά πάσα στιγμή ότι ίσως κάπου ενοχλεί τον διπλανό του με τις επιλογές του. Αυτό θα τον έκανε να το ξανασκέφτεται. Κι ίσως έτσι το κάγκελο θα ήταν απλώς… απλό, χωρίς μαγκιές δήθεν ανωτερότητας.
Αλλά αν είχαμε παιδεία, τότε και ο δεσμοφύλακας «από τη σχολή» δεν θα ήταν ποτέ «δε βαριέσαι» εν ώρα υπηρεσίας, ο αρχιφύλακας δεν θα άφηνε ποτέ τη φυλακή χωρίς κάγκελα (έστω κιτς), ο συνοριοφύλακας δεν θα υπηρετούσε ποτέ στις… πόλεις (άσχετο αλλά καλό!), ο αρχηγός της αστυνομίας τουλάχιστον θα κοκκίνιζε με τέτοια απόδραση και ο υπουργός, ακόμη κι αν είχε 1,5 μήνα στο υπουργείο του, θα υπέβαλε κανονική παραίτηση χωρίς να περιμένει από κανέναν να την κάνει δεκτή. Όχι γιατί θα έφταιγε αυτός, αλλά γιατί θα ντρεπόταν να αντικρίσει τον κόσμο, όπως θα ένοιωθε κάθε φυσιολογικός άνθρωπος που σήμερα αναρωτιέται: «Τι ‘ν’ τούτος ρε; Σούπερμαν; Και δεν τον πιάνει μάτι;».