Σύμφωνα με την «Τράπεζα της Ελλάδος», μπορούμε να μηδενίσουμε το δημοσιονομικό έλλειμμα μας έως το 2012, μέσω του περιορισμού της «τεράστιας φοροδιαφυγής» και της ουσιαστικής περιστολής της σπατάλης του δημοσίου. Επίσης, μπορούμε να στοχεύσουμε στη μείωση της αναλογίας του χρέους προς το ΑΕΠ στο 60%, μέσα σε εύλογο χρονικό διάστημα (10 έτη), μέσω της επίτευξης σημαντικών «πρωτογενών πλεονασμάτων, της τάξης του 4,5-5% του ΑΕΠ.
Περαιτέρω, αν και κατά την ίδια έκθεση, «Πουθενά και ποτέ δεν υπήρξε παράδειγμα χώρας, η οποία να πέτυχε διατηρήσιμη ανάπτυξη στη βάση χρόνιων δημοσιονομικών ελλειμμάτων», εμείς θα μπορούσαμε να τα καταφέρουμε, με τη βοήθεια «Εκτεταμένων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων για την ενίσχυση της παραγωγικής βάσης μέσω των επενδύσεων, της... αύξησης του ποσοστού απασχόλησης και της διαρκούς ποιοτικής αναβάθμισης του ανθρώπινου δυναμικού και κυρίως της ενδυνάμωσης του ανταγωνισμού σε όλες τις αγορές».
Ξεκινώντας από το δεύτερο, τη μείωση δηλαδή του χρέους προς το ΑΕΠ μας μέσα σε 10 έτη, διαπιστώνουμε ότι, με σταθερό ΑΕΠ ύψους 245 δις € και Δημόσιο Χρέος ύψους 233 δις €, αυτό που θεωρούμε εφικτό είναι η επίτευξη «κεφαλαιακού πλεονάσματος» 86 δις € (8,6 δις € ετήσια), όταν τα τελευταία 30 χρόνια το χρέος μας αυξανόταν σταθερά κατά σχεδόν 7 δις € ετήσια. Θέλοντας λοιπόν να επιτύχουμε μείωση του δημόσιου χρέους μας κατά 8,6 δις € για τα επόμενα δέκα χρόνια, στην ουσία επιδιώκουμε καλυτέρευση ίση με 7 δις € συν 8,6 δις €, ήτοι περί τα 15,6 δις € ετησίως! (επιφυλασσόμαστε, όπως πάντοτε, για την ακρίβεια των αριθμών)
Από την άλλη πλευρά, η λύση που θεωρείται ότι θα συμβάλλει στην επίλυση των προβλημάτων μας, στηρίζεται στις επενδύσεις, μέσω των οποίων θα επιτευχθούν οι στόχοι μας. Όμως, όταν τα φορολογικά μας έσοδα είναι περίπου 55 δις € ετησίως και δεν φτάνουν ούτε για να καλύψουν τουλάχιστον τις δαπάνες ύψους 49 δις € (πρωτογενείς), τους τόκους ύψους 11,3 δις € και τις επιστροφές δανείων (χρεολύσια) ύψους 26 δις € - συνολικά δηλαδή περίπου 86 δις € ετήσια έναντι 55 δις € -, δεν είναι ουσιαστικά δυνατόν να περιμένουμε σοβαρές επενδύσεις εκ μέρους του δημοσίου.
Βέβαια, θα μπορούσαμε θεωρητικά να αυξήσουμε τα φορολογικά μας έσοδα και να μηδενίσουμε τουλάχιστον το ετήσιο έλλειμμα του προϋπολογισμού (περί τα 6,3 δις €). Τα φορολογικά μας έσοδα όμως είναι γύρω στο 22% του ΑΕΠ μας, σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του 2008, όταν για παράδειγμα τα αντίστοιχα της Γερμανίας το 2006 (πηγή: OCDE, Paris 2007) ήταν επίσης 22% και της Ιαπωνίας 18% (τότε τα δικά μας ήταν 17,4%). Επομένως, συγκριτικά δεν είναι καθόλου ευκαταφρόνητα, ενώ έχουν αυξηθεί σημαντικά σε σχέση με το 2006.
Κατ’ επακόλουθο, ακόμη και αν είχαμε τη θέληση, καθώς επίσης μία σταθερή κυβέρνηση, η οποία δεν θα αντιμετώπιζε κανένα πρόβλημα στη συλλογή των φόρων, θα μπορούσαμε αλήθεια να αυξήσουμε τη φορολογία; Η Ιαπωνία, όταν το 1997 αύξησε τους φόρους για να μειώσει το έλλειμμά της, οδηγήθηκε αμέσως στην ύφεση. Εμείς γιατί θα τα καταφέρναμε καλύτερα; Η ύφεση φυσικά σημαίνει ότι, ακόμη και με αυξημένους συντελεστές φορολόγησης, τα έσοδα μειώνονται αφού περιορίζεται το ΑΕΠ, με τα χρέη σαν ποσοστό επί του ΑΕΠ να αυξάνονται ραγδαία.
Περεταίρω, ακόμη και εάν όλες οι υπόλοιπες συνθήκες (παγκόσμια οικονομική κρίση, προβληματισμοί στο εσωτερικό της χώρας κλπ) ήταν θετικές, η χώρα μας έχει χρόνιο και διαρκώς αυξανόμενο έλλειμμα στις τρέχουσες συναλλαγές της. Αγοράζει δηλαδή περισσότερα από όσα πουλάει, οπότε είναι υποχρεωμένη να έχει ίσο αντίστοιχο πλεόνασμα στο λογαριασμό κεφαλαίου της – επομένως, να πουλάει περισσότερα περιουσιακά στοιχεία από όσα αγοράζει, για να καλύπτει αυτές τις ανάγκες της και όχι για τη μείωση των χρεών της.
Για να μπορεί λοιπόν να καλύπτει το έλλειμμα της, θα πρέπει είτε να προσελκύει ξένους επενδυτές για την εξαγορά των περιουσιακών στοιχείων της, είτε να δανείζεται από το εξωτερικό.
H συνέχεια στο http://www.x-hellenica.gr/PressCenter/Articles/1496.aspx