Τώρα τελευταία στην Ελλάδα, αλλά κυρίως τα 1-2 τελευταία χρόνια, είναι έκδηλη η ανησυχία του συστήματος όσον αφορά στον πειθαναγκασμό και τον έλεγχο των μαζών. Υπάρχει ολοφάνερα μια αμηχανία, ένα μούδιασμα. Δεν μπορεί να κρυφτεί η παγίδευση του θηρίου, ο εγκλωβισμός των αρχόντων. Είναι πλέον ορατές οι σπασμωδικές κινήσεις των μηχανισμών, οι αντιδράσεις στις οποίες καταφεύγει το σύστημα εξουσίας, τόσο στο υψηλότερο επίπεδο όπως π.χ. το νομοθετικό όσο και στο χαμηλότερο όπως π.χ. οι βραχιόνες καταστολής όπως είναι η αστυνομία. Ψηφίζονται τρομονόμοι, καταρτίζονται διατάξεις, στήνονται κάμερες, εποπτεύεται η έκφραση, οι προβοκάτορες αλωνίζουν και πάει λέγοντας.
Από την άλλη μεριά υπάρχει η ελληνική κοινωνία. Μια κοινωνία η οποία ίσως είναι η πλέον πολύπαθη της Ευρώπης. Μια κοινωνία που από το 1821 και εντεύθεν τα έχει ζήσει όλα. Έζησε απελευθερωτικούς αγώνες, δικτατορίες, έναν εφιαλτικό εμφύλιο, απηνείς διωγμούς και ξεριζωμούς, προδοσίες, διαψεύσεις και ατιμώσεις. Μεταξύ αυτών ποτέ δεν έπαψε να αγωνίζεται για την ευημερία της, για την οικοδόμησή της ή, αν θέλετε, ακόμα προσπαθεί να φερθεί ως συντεταγμένη πολιτεία στα πρότυπα των προηγμένων ευρωπαϊκών κρατών.
Η σημερινή ελληνική κοινωνία, χονδρικώς και σε γενικές γραμμές, διακρίνεται σε τρεις κατηγορίες:
Στους ανθρώπους που είναι έως 30 ετών, σε αυτούς μεταξύ 30 και 40 ετών και σε αυτούς που είναι άνω των 40 ετών.
Οι άνθρωποι της 1ης ομάδας ανήκουν σε μια γενιά όπου σχεδόν δεν ξέρουν τι θέλουν από την ζωή τους. Πασχίζουν μέρα νύχτα να συγκεντρώσουν προσόντα, αγνοώντας ότι ο χρόνος δεν περιμένει κανέναν. Έχουν επιδοθεί σε έναν ανελέητο αγώνα συγκομιδής πτυχίων, σε μίαν απηνή προσπάθεια στοίβαξης πιστοποιητικών, σε έναν ανθρωποβόρο και αέναο χορό όπου με μπερδεμένα βήματα ακροβατούν μεταξύ διορισμού και πρόσληψης, μεταξύ μεταπτυχιακού και διδακτορικού. Αντιλαμβάνονται ότι κάτι δεν πάει καλά αλλά πιστεύουν ότι το αντίδοτο στο πρόβλημά τους είναι η κάλυψη της “ανεπάρκειάς” τους.
Αγωνίζονται να πάρουν το πτυχίο τους αγνοώντας ότι πλέον απαιτείται μεταπτυχιακό. Αποκτούν μεταπτυχιακό και ανακαλύπτουν ότι ο μεγάλος μισθός βρίσκεται στο μεταπτυχιακό πανεπιστημίου του εξωτερικού. Σπουδάζουν στο εξωτερικό και μαθαίνουν εκ των υστέρων ότι η θέση κύρους ανήκει στον απόφοιτο του Χάρβαρντ. Τους βγαίνει η Παναγία να αποφοιτήσουν από τα αμερικάνικα ιδρύματα και διαπιστώνουν ότι τα φιλέτα τα μασάει ο Κούλης Μητσοτάκης.
Αυτά τα παιδιά αγνοούν ότι αγωνίζονται σε γήπεδο όπου το ματς είναι στημένο. Ρίχνουν νερό στο μύλο, την στιγμή που είναι εκ των προτέρων γνωστό το πόσο αλεύρι θα εισπράξει ο μυλωνάς, πόσα κιλά αλεύρι θα παραχθούν, πόσο ψωμί θα ζυμωθεί και ποιος θα φάει τις καλύτερες φέτες. Αυτά τα παιδιά, όσο και αν κοπιάσουν, αναλογιζόμενοι τον δικό τους μόχθο αλλά και των γονέων τους, πάντα ξεροκόμματα θα τρώνε.
Είναι πολύ γεροί ώστε να αγωνιστούν αλλά είναι πολύ απασχολημένοι.
Οι άνθρωποι της 3ης ομάδας συνήθως είναι παντρεμένοι και έχουν παιδιά. Ζουν σε ένα σπίτι που αγόρασαν με δανεικά και κάθε μήνα περνάνε από το γκισέ. Ακόμη συχνότερα, έχουν και ένα οικογενειακό αυτοκίνητο με 120-150 ίππους γιατί η ενεργητική ασφάλεια φαίνεται στην προσπέραση. Οι προσπεράσεις όμως κοστίζουν. Άμα το αμάξι είναι μάπα σου κοστίζει τη ζωή, άμα είναι καλό σου κοστίζει στο γκισέ.
Κάποιοι από αυτούς είναι δημόσιοι υπάλληλοι, κάποιοι άλλοι είναι ιδιωτικοί. Οι μεν πρώτοι δεν έχουν καιρό για ηρωισμούς – ποτέ δεν είχαν άλλωστε – οι δε δεύτεροι και μόνο που εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα είναι αγωνιστές. Αγωνιστές ναι, ήρωες όχι. Διότι ηρωισμός σημαίνει θυσία. Και δεν είναι καιρός για ηρωισμούς όταν σε καρτερεί ο γκισές.
Και αυτοί αντιλαμβάνονται ότι κάτι δεν πάει καλά αλλά πασχίζουν να το διορθώσουν ίσως με μια προαγωγή, ίσως με μια πολιτική γνωριμία, ίσως με κανένα λαχείο. Άλλοι πάλι, ενώ αντιλαμβάνονται ότι κάτι δεν πάει καλά, επιπλέον είναι και πεπεισμένοι ότι τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει. Έχοντας αυτήν την αντίληψη, γίνονται αρωγοί των νέων της 1ης περίπτωσης, με αποτέλεσμα να εξουθενώνονται και αυτοί οικονομικά και συχνότατα σωματικά.
Άλλοι πάλι, έχουν στρώσει τη ζωή τους όπως επιθυμούσαν και δεν αντιλαμβάνονται ως αναγκαία μιαν αλλαγή στη ζωή αυτού του τόπου. Μάλλον ως απευκταία την βλέπουν. Κάποιοι άλλοι πάλι, πιστεύουν ότι αρκεί απλώς να αλλάξει η κυβέρνηση…
Τούτοι οι άνθρωποι όταν δεν είναι απασχολημένοι είναι πολύ γέροι ενώ όταν δεν είναι γέροι δεν έχουν λόγο να αγωνιστούν ή έχουν πολύ σοβαρό λόγο για να μην αγωνιστούν.
Έχουμε, τέλος, τους ανθρώπους της 2ης ομάδας, αυτούς μεταξύ 30 και 40 ετών. Από αυτήν την ομάδα, για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης, εξαιρούμε τους δημόσιους υπαλληλους και θα ασχοληθούμε με τους υπόλοιπους που αποτελούν ιδιάζουσα περίπτωση.
Αυτοί οι άνθρωποι μεγάλωσαν σε μια περίοδο όπου το εκπαιδευτικό σύστημα είχε απαιτήσεις αλλά δεν ήταν απάνθρωπο όπως το σημερινό. Τελείωσαν το δημοτικό – απαιτητικό σε πολλές περιπτώσεις – συνέχισαν, σπούδασαν, συγκέντρωσαν και αυτοί προσόντα – όσοι μπορούσαν μαζέψαν ότι μπορούσαν. Και απολύτως φυσιολογικά έκαναν σχέδια στην ζωή τους.
Σήμερα βρίσκονται σε μια καμπή όπου ο ανελέητος ανταγωνισμός τούς φθείρει και τους απειλεί, αφενός μέσω της νεότερης γενιάς λόγω διαφοράς ηλικίας, αφετέρου μέσω της παλιότερης γενιάς λόγω ιεραρχίας. Το σύστημα τούς δίδαξε την αγιότητα της εργασίας και τους προσφέρει την αθλιότητα της ανεργίας. Θέλουν να μείνουν σε σπίτι ανθρώπινο και έχουν ξεσκιστεί στο ενοίκιο. Θέλουν να αγοράσουν αυτοκίνητο ανθρώπινο και εγκλωβίζονται στα 1400cc. Θέλουν να παντρευτούν και δεν έχουν πού να μείνουν. Έχουν να μείνουν - αν υπάρχει καμιά γονική δωρεά - και δεν έχουν τι να βάλουν μέσα.
Έχουν βαρεθεί να αμείβονται κατ’ εκτίμηση. Έχουν βαρεθεί να μεταφράζουν την απλήρωτη υπερωρία ως εταιρική συνείδηση. Έχουν βαρεθεί να είναι συμμέτοχοι στις ζημιές και αμέτοχοι στα κέρδη. Έχουν βαρεθεί να επιζητούν τα αυτονόητα.
Η βαρεμάρα, όμως, από την ανία απέχει λίγο. Η ανία από την θλίψη ακόμη λιγότερο. Ως γνωστό, όμως, το γαρ πολύ της θλίψεως γεννά παραφροσύνη. Αυτή η γενιά είναι θυμωμένη στα όρια της παραφροσύνης. Επιπλέον, δεν έχει να χάσει τίποτα. Απολύτως τίποτε. Ακόμη χειρότερα για το σύστημα, είναι και μορφωμένη. Μορφωμένη σε αφύσικο βαθμό. Και έχει μάθει να βλέπει. Και να συγκρίνει. Και ακόμη πιο άσχημα, έχει μάθει να απαιτεί. Και το χείριστο όλων, απαιτεί το καλύτερο.
Η πάγια τακτική των συστημάτων εξουσίας στο πέρασμα των αιώνων. προκειμένου αυτά να επιβιώσουν, είναι πάντα η ίδια. Απαιτείται χειραγώγηση της μάζας. Ο χειρισμός των ακίνδυνων ανθρώπων ποτέ δεν ήταν δύσκολη υπόθεση. Το δύσκολο είναι να διαχειριστείς τα εύφλεκτα υλικά ώστε να μην τιναχτούν όλα στον αέρα. Και κατά την ρωμαϊκή αυτοκρατορία αλλά και αμέσως μετά την Γαλλική επανάσταση όπου τα πράγματα ήρθαν σε οριακή κατάσταση, το σύστημα έδρασε κατά τον πάγιο και αλάνθαστο τρόπο. Πήρε με το μέρος του τους μορφωμένους και έξυπνους ανθρώπους. Πώς; Τους διέφθειρε. Η ιστορία φανερώνει ότι τον μορφωμένο και έξυπνο άνθρωπο μόνο με έναν τρόπο μπορείς να τον διαφθείρεις. Με “βόλεμα”. Απαιτείται εξαργύρωση της σιωπής του. Απαιτείται βόλεμα και πλεονεκτική τακτοποίηση έναντι των υπολοίπων. Απαιτείται να εισπράττει μισθό πολλαπλάσιο των άλλων.
Σήμερα, όμως, είναι πολλοί αυτοί που πρέπει να βολέψεις στην Ελλάδα. Η πίτα είναι μικρή και τα σκυλιά πολλά. Πλήθος. Αγέλες. Λεγεώνες. Όλοι αυτοί έχουν μασέλες πολυτελείας και εσείς τους πετάτε ψαροκόκκαλα. Όλοι αυτοί κουβαλάνε μεταξωτά τραπεζομάντηλα και εσείς φέρνετε κοψίδια στο λαδόχαρτο. Όλοι αυτοί κουβαλάνε φυσητά ποτήρια και εσείς φέρνετε ρετσίνα του κιλού. Όλοι αυτοί μοιάζουν με χύτρα χωρίς βαλβίδα, με χειροβομβίδα χωρίς περόνη, με φράγμα που ξεχείλισε, με δίχτυ που φλόμωσε στο ψάρι. Εσείς τους μάθατε έτσι. Εσείς τους κάνατε αιμοβόρους με σκοπό μια ζωή να τους στρέφετε εναντίον φαντασμάτων. Ο σχεδιασμός αυτός, όμως, δουλεύει καλά μόνο αν μπορείς διαρκώς να εκτονώνεις την προκύπτουσα κατάσταση. Δεν υπολογίσατε ότι ίσως έρθει η στιγμή που δεν θα έχετε τον έλεγχο. Βουτηγμένοι μέσα στην απληστία και την ραθυμία σας πιστεύατε ότι πάντα θα υπάρχει λεία για μοίρασμα.
Αυτό το τμήμα της Ελληνικής κοινωνίας πάσχει από μια σπάνια και μεταδοτική ασθένεια, η επιστημονική ονομασία της οποίας είναι triantafevga sarantaela. Αναπτύσσεται εν κρυπτώ αλλά όταν εξαπλώνεται καλύτερα να είσαι κάπου αλλού. Προσβάλλει δε, με χαρακτηριστική ευκολία, και τα υπόλοιπα τμήματα του “υγιούς” πληθυσμού. Αντίδοτο υπάρχει, αλλά επειδή είναι διαθέσιμο σε απειροελάχιστες ποσότητες και δεν προβλέπεται επιπλέον διάθεση, είναι βέβαιο ότι θα ξεσπάσει επιδημία. Κοινώς, το φαρμακείον είναι μείον.
Τώρα που τελειώσαν οι λουφέδες, τι θα κάνετε;
Τι μπορείτε να κάνετε; Τίποτε.
Πάλι γκιλοτίνες θα στηθούν. Όπως τότε. Αλλά δεν θα πέσουν οι αγωνιστές.
Τις δικές σας γκλάβες θα αχυρογεμίσουμε.
Από την άλλη μεριά υπάρχει η ελληνική κοινωνία. Μια κοινωνία η οποία ίσως είναι η πλέον πολύπαθη της Ευρώπης. Μια κοινωνία που από το 1821 και εντεύθεν τα έχει ζήσει όλα. Έζησε απελευθερωτικούς αγώνες, δικτατορίες, έναν εφιαλτικό εμφύλιο, απηνείς διωγμούς και ξεριζωμούς, προδοσίες, διαψεύσεις και ατιμώσεις. Μεταξύ αυτών ποτέ δεν έπαψε να αγωνίζεται για την ευημερία της, για την οικοδόμησή της ή, αν θέλετε, ακόμα προσπαθεί να φερθεί ως συντεταγμένη πολιτεία στα πρότυπα των προηγμένων ευρωπαϊκών κρατών.
Η σημερινή ελληνική κοινωνία, χονδρικώς και σε γενικές γραμμές, διακρίνεται σε τρεις κατηγορίες:
Στους ανθρώπους που είναι έως 30 ετών, σε αυτούς μεταξύ 30 και 40 ετών και σε αυτούς που είναι άνω των 40 ετών.
Οι άνθρωποι της 1ης ομάδας ανήκουν σε μια γενιά όπου σχεδόν δεν ξέρουν τι θέλουν από την ζωή τους. Πασχίζουν μέρα νύχτα να συγκεντρώσουν προσόντα, αγνοώντας ότι ο χρόνος δεν περιμένει κανέναν. Έχουν επιδοθεί σε έναν ανελέητο αγώνα συγκομιδής πτυχίων, σε μίαν απηνή προσπάθεια στοίβαξης πιστοποιητικών, σε έναν ανθρωποβόρο και αέναο χορό όπου με μπερδεμένα βήματα ακροβατούν μεταξύ διορισμού και πρόσληψης, μεταξύ μεταπτυχιακού και διδακτορικού. Αντιλαμβάνονται ότι κάτι δεν πάει καλά αλλά πιστεύουν ότι το αντίδοτο στο πρόβλημά τους είναι η κάλυψη της “ανεπάρκειάς” τους.
Αγωνίζονται να πάρουν το πτυχίο τους αγνοώντας ότι πλέον απαιτείται μεταπτυχιακό. Αποκτούν μεταπτυχιακό και ανακαλύπτουν ότι ο μεγάλος μισθός βρίσκεται στο μεταπτυχιακό πανεπιστημίου του εξωτερικού. Σπουδάζουν στο εξωτερικό και μαθαίνουν εκ των υστέρων ότι η θέση κύρους ανήκει στον απόφοιτο του Χάρβαρντ. Τους βγαίνει η Παναγία να αποφοιτήσουν από τα αμερικάνικα ιδρύματα και διαπιστώνουν ότι τα φιλέτα τα μασάει ο Κούλης Μητσοτάκης.
Αυτά τα παιδιά αγνοούν ότι αγωνίζονται σε γήπεδο όπου το ματς είναι στημένο. Ρίχνουν νερό στο μύλο, την στιγμή που είναι εκ των προτέρων γνωστό το πόσο αλεύρι θα εισπράξει ο μυλωνάς, πόσα κιλά αλεύρι θα παραχθούν, πόσο ψωμί θα ζυμωθεί και ποιος θα φάει τις καλύτερες φέτες. Αυτά τα παιδιά, όσο και αν κοπιάσουν, αναλογιζόμενοι τον δικό τους μόχθο αλλά και των γονέων τους, πάντα ξεροκόμματα θα τρώνε.
Είναι πολύ γεροί ώστε να αγωνιστούν αλλά είναι πολύ απασχολημένοι.
Οι άνθρωποι της 3ης ομάδας συνήθως είναι παντρεμένοι και έχουν παιδιά. Ζουν σε ένα σπίτι που αγόρασαν με δανεικά και κάθε μήνα περνάνε από το γκισέ. Ακόμη συχνότερα, έχουν και ένα οικογενειακό αυτοκίνητο με 120-150 ίππους γιατί η ενεργητική ασφάλεια φαίνεται στην προσπέραση. Οι προσπεράσεις όμως κοστίζουν. Άμα το αμάξι είναι μάπα σου κοστίζει τη ζωή, άμα είναι καλό σου κοστίζει στο γκισέ.
Κάποιοι από αυτούς είναι δημόσιοι υπάλληλοι, κάποιοι άλλοι είναι ιδιωτικοί. Οι μεν πρώτοι δεν έχουν καιρό για ηρωισμούς – ποτέ δεν είχαν άλλωστε – οι δε δεύτεροι και μόνο που εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα είναι αγωνιστές. Αγωνιστές ναι, ήρωες όχι. Διότι ηρωισμός σημαίνει θυσία. Και δεν είναι καιρός για ηρωισμούς όταν σε καρτερεί ο γκισές.
Και αυτοί αντιλαμβάνονται ότι κάτι δεν πάει καλά αλλά πασχίζουν να το διορθώσουν ίσως με μια προαγωγή, ίσως με μια πολιτική γνωριμία, ίσως με κανένα λαχείο. Άλλοι πάλι, ενώ αντιλαμβάνονται ότι κάτι δεν πάει καλά, επιπλέον είναι και πεπεισμένοι ότι τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει. Έχοντας αυτήν την αντίληψη, γίνονται αρωγοί των νέων της 1ης περίπτωσης, με αποτέλεσμα να εξουθενώνονται και αυτοί οικονομικά και συχνότατα σωματικά.
Άλλοι πάλι, έχουν στρώσει τη ζωή τους όπως επιθυμούσαν και δεν αντιλαμβάνονται ως αναγκαία μιαν αλλαγή στη ζωή αυτού του τόπου. Μάλλον ως απευκταία την βλέπουν. Κάποιοι άλλοι πάλι, πιστεύουν ότι αρκεί απλώς να αλλάξει η κυβέρνηση…
Τούτοι οι άνθρωποι όταν δεν είναι απασχολημένοι είναι πολύ γέροι ενώ όταν δεν είναι γέροι δεν έχουν λόγο να αγωνιστούν ή έχουν πολύ σοβαρό λόγο για να μην αγωνιστούν.
Έχουμε, τέλος, τους ανθρώπους της 2ης ομάδας, αυτούς μεταξύ 30 και 40 ετών. Από αυτήν την ομάδα, για λόγους κοινωνικής δικαιοσύνης, εξαιρούμε τους δημόσιους υπαλληλους και θα ασχοληθούμε με τους υπόλοιπους που αποτελούν ιδιάζουσα περίπτωση.
Αυτοί οι άνθρωποι μεγάλωσαν σε μια περίοδο όπου το εκπαιδευτικό σύστημα είχε απαιτήσεις αλλά δεν ήταν απάνθρωπο όπως το σημερινό. Τελείωσαν το δημοτικό – απαιτητικό σε πολλές περιπτώσεις – συνέχισαν, σπούδασαν, συγκέντρωσαν και αυτοί προσόντα – όσοι μπορούσαν μαζέψαν ότι μπορούσαν. Και απολύτως φυσιολογικά έκαναν σχέδια στην ζωή τους.
Σήμερα βρίσκονται σε μια καμπή όπου ο ανελέητος ανταγωνισμός τούς φθείρει και τους απειλεί, αφενός μέσω της νεότερης γενιάς λόγω διαφοράς ηλικίας, αφετέρου μέσω της παλιότερης γενιάς λόγω ιεραρχίας. Το σύστημα τούς δίδαξε την αγιότητα της εργασίας και τους προσφέρει την αθλιότητα της ανεργίας. Θέλουν να μείνουν σε σπίτι ανθρώπινο και έχουν ξεσκιστεί στο ενοίκιο. Θέλουν να αγοράσουν αυτοκίνητο ανθρώπινο και εγκλωβίζονται στα 1400cc. Θέλουν να παντρευτούν και δεν έχουν πού να μείνουν. Έχουν να μείνουν - αν υπάρχει καμιά γονική δωρεά - και δεν έχουν τι να βάλουν μέσα.
Έχουν βαρεθεί να αμείβονται κατ’ εκτίμηση. Έχουν βαρεθεί να μεταφράζουν την απλήρωτη υπερωρία ως εταιρική συνείδηση. Έχουν βαρεθεί να είναι συμμέτοχοι στις ζημιές και αμέτοχοι στα κέρδη. Έχουν βαρεθεί να επιζητούν τα αυτονόητα.
Η βαρεμάρα, όμως, από την ανία απέχει λίγο. Η ανία από την θλίψη ακόμη λιγότερο. Ως γνωστό, όμως, το γαρ πολύ της θλίψεως γεννά παραφροσύνη. Αυτή η γενιά είναι θυμωμένη στα όρια της παραφροσύνης. Επιπλέον, δεν έχει να χάσει τίποτα. Απολύτως τίποτε. Ακόμη χειρότερα για το σύστημα, είναι και μορφωμένη. Μορφωμένη σε αφύσικο βαθμό. Και έχει μάθει να βλέπει. Και να συγκρίνει. Και ακόμη πιο άσχημα, έχει μάθει να απαιτεί. Και το χείριστο όλων, απαιτεί το καλύτερο.
Η πάγια τακτική των συστημάτων εξουσίας στο πέρασμα των αιώνων. προκειμένου αυτά να επιβιώσουν, είναι πάντα η ίδια. Απαιτείται χειραγώγηση της μάζας. Ο χειρισμός των ακίνδυνων ανθρώπων ποτέ δεν ήταν δύσκολη υπόθεση. Το δύσκολο είναι να διαχειριστείς τα εύφλεκτα υλικά ώστε να μην τιναχτούν όλα στον αέρα. Και κατά την ρωμαϊκή αυτοκρατορία αλλά και αμέσως μετά την Γαλλική επανάσταση όπου τα πράγματα ήρθαν σε οριακή κατάσταση, το σύστημα έδρασε κατά τον πάγιο και αλάνθαστο τρόπο. Πήρε με το μέρος του τους μορφωμένους και έξυπνους ανθρώπους. Πώς; Τους διέφθειρε. Η ιστορία φανερώνει ότι τον μορφωμένο και έξυπνο άνθρωπο μόνο με έναν τρόπο μπορείς να τον διαφθείρεις. Με “βόλεμα”. Απαιτείται εξαργύρωση της σιωπής του. Απαιτείται βόλεμα και πλεονεκτική τακτοποίηση έναντι των υπολοίπων. Απαιτείται να εισπράττει μισθό πολλαπλάσιο των άλλων.
Σήμερα, όμως, είναι πολλοί αυτοί που πρέπει να βολέψεις στην Ελλάδα. Η πίτα είναι μικρή και τα σκυλιά πολλά. Πλήθος. Αγέλες. Λεγεώνες. Όλοι αυτοί έχουν μασέλες πολυτελείας και εσείς τους πετάτε ψαροκόκκαλα. Όλοι αυτοί κουβαλάνε μεταξωτά τραπεζομάντηλα και εσείς φέρνετε κοψίδια στο λαδόχαρτο. Όλοι αυτοί κουβαλάνε φυσητά ποτήρια και εσείς φέρνετε ρετσίνα του κιλού. Όλοι αυτοί μοιάζουν με χύτρα χωρίς βαλβίδα, με χειροβομβίδα χωρίς περόνη, με φράγμα που ξεχείλισε, με δίχτυ που φλόμωσε στο ψάρι. Εσείς τους μάθατε έτσι. Εσείς τους κάνατε αιμοβόρους με σκοπό μια ζωή να τους στρέφετε εναντίον φαντασμάτων. Ο σχεδιασμός αυτός, όμως, δουλεύει καλά μόνο αν μπορείς διαρκώς να εκτονώνεις την προκύπτουσα κατάσταση. Δεν υπολογίσατε ότι ίσως έρθει η στιγμή που δεν θα έχετε τον έλεγχο. Βουτηγμένοι μέσα στην απληστία και την ραθυμία σας πιστεύατε ότι πάντα θα υπάρχει λεία για μοίρασμα.
Αυτό το τμήμα της Ελληνικής κοινωνίας πάσχει από μια σπάνια και μεταδοτική ασθένεια, η επιστημονική ονομασία της οποίας είναι triantafevga sarantaela. Αναπτύσσεται εν κρυπτώ αλλά όταν εξαπλώνεται καλύτερα να είσαι κάπου αλλού. Προσβάλλει δε, με χαρακτηριστική ευκολία, και τα υπόλοιπα τμήματα του “υγιούς” πληθυσμού. Αντίδοτο υπάρχει, αλλά επειδή είναι διαθέσιμο σε απειροελάχιστες ποσότητες και δεν προβλέπεται επιπλέον διάθεση, είναι βέβαιο ότι θα ξεσπάσει επιδημία. Κοινώς, το φαρμακείον είναι μείον.
Τώρα που τελειώσαν οι λουφέδες, τι θα κάνετε;
Τι μπορείτε να κάνετε; Τίποτε.
Πάλι γκιλοτίνες θα στηθούν. Όπως τότε. Αλλά δεν θα πέσουν οι αγωνιστές.
Τις δικές σας γκλάβες θα αχυρογεμίσουμε.
Από το εξαιρετικό http://kommatoskylo.blogspot.com