του Βασίλη Χασιώτη
«...κύει πόλις ἥδε, δέδοικα δέ μή τέκῃ ἄνδρα εὐθηντῆρα κακῆς ὕβριος ἡμετέρης. ἀστοί μέν γάρ ἔθ' οἵδε σαόφρονες, ἡγεμόνες δέ τεράφαται πολλήν ἐς κακότητα πεσεῖν.» [39-42]. (…Η πόλη τούτη… εγκυμονεί. Φοβούμαι μη γεννήσει τιμωρό της αμυαλιάς μας. Οι συμπολίτες μας ακόμα σώφρονες είναι αλλά οι άρχοντες μπήκαν σε δρόμους γκρεμούς).[Θεόγνις, Ι, εκδ. Επικαιρότητα, σελ. 40-41]
Αυτό το άρθρο είναι μια γενική αναφορά στις παντοίες διακηρύξεις για την "αλλαγή", τον "εκσυγχρονισμό", την "επανίδρυση του κράτους", που όλες τους έχουν ένα κοινό στόχο. Ένα κράτος που δυσλειτουργεί, ένα κράτος αντιπαραγωγικό, ένα κράτος που κάνει περισσότερα βήματα προς τα πίσω απ' ό,τι προς τα μπρος, να ποιός είναι ο κοινός στόχος όλων αυτών των διακηρύξεων, που λεκτικά μόνο διαφέρουν.
«Επανίδρυση του κράτους», «εκσυγχρονισμός», «αναδιάρθρωση», δεν είναι παρά απλές λέξεις, απλές προτάσεις. Λέξεις ή προτάσεις που όμως, όταν τίθενται στη λογική μιας... σημαντικής επιδίωξης, ενός επιθυμητού στόχου, τότε οι λέξεις αυτές φορτίζονται με μια άλλη δυναμική. Ακόμα δε περισσότερο, όταν τέτοιοι στόχοι αντανακλούν πράγματι επιθυμίες -ή επιθυμία- ενός ολόκληρου λαού, ενός ολόκληρου έθνους, εκτός από το μεγάλο ειδικό βάρος το οποίο αποκτούν, οπλίζονται επίσης και με μια ισχύ, συνεπεία του πολιτικού και ενίοτε του ιδεολογικοποιημένου περιεχομένου τους.
Βέβαια, το να διατυπώσει κανείς μια επιθυμία ενός σημαντικού τμήματος (πόσο μάλλον) του συνόλου ενός λαού, κι αυτή την επιθυμία να την «στοχοποιεί», ίσως να μην είναι και το πιο δύσκολο. Άλλωστε, στο στίβο του πολιτικού και πολύ περισσότερο του κομματικού ανταγωνισμού, τέτοιες «μεγάλες» στοχοποιήσεις δεν είναι άγνωστες. Όπως δεν είναι άγνωστες βέβαια και οι μεγάλες απογοητεύσεις που ιστορικά διαπιστώνονται -και μάλλον όχι ως εξαιρέσεις- και ακολουθούν τους «στόχους» αυτούς.
Ήδη τα εισαγωγικά που θέσαμε στη λέξη «στόχους», μας δίνουν το έναυσμα για την αποτύπωση κάποιων σκέψεων αναφορικά με το θέμα που έχει ήδη τεθεί στον τίτλο του άρθρου αυτού. Επίσης, προκειμένου να αποφύγουμε τις μακρές ιστορικές αναφορές σχετικά με το κατά πόσον οι πολιτικοί και ιδιαίτερα οι κομματικοί προεκλογικοί κυβερνητικοί στόχοι μπορούν πράγματι να λαμβάνονται στα «σοβαρά», δοθείσης της μακρόχρονης ανυποληψίας στην οποία φαίνεται να έχει περιέλθει γενικότερα ο πολιτικός λόγος, μιας ανυποληψίας που εν είδει πολιτικού τσουνάμι φαίνεται να πλήττει δικαίους και αδίκους, η θέση μας είναι τούτη: όλα τα δάκτυλα του χεριού δεν είναι ίσια και ίδια, όλοι οι πολιτικοί δεν είναι οι ίδιοι. Σε τούτο το άρθρο, δεχόμαστε ότι έξω και πέρα από αυτή την πράγματι υπαρκτή ανυποληψία, εμείς παίρνουμε σαν δεδομένο ότι υπάρχει πράγματι η πολιτική φιλοδοξία της υστεροφημίας έστω, ότι δηλαδή, ο πολιτικός -με εξαίρεση τις παθολογικά διαπιστούμενες καταστάσεις αμοραλισμού, εκεί που μπορούν να εντοπιστούν- φιλοδοξεί να συνδέσει το όνομά του με ένα θετικό έργο. Πρόκειται για μια παρακινδυνευμένη υπόθεση, το ξέρω, αλλά, ας την κάνουμε χάρη των όποιων εξαιρέσεων που μπορεί να υπάρχουν –και πράγματι υπάρχουν…
Εδώ το μέλημα και η αγωνία είναι η αντοχή του στόχου στο καμίνι μέσα στο οποίο δοκιμάζονται όλοι ανεξαίρετα οι στόχοι όλων ανεξαίρετα των οργανισμών : η ρεαλιστική εφαρμογή, η εφαρμογή που εστιάζει στο αποτέλεσμα και όχι ενδεχόμενα σε μια στείρα ακαδημαϊκή προσέγγιση (αφού τούτη η αγωνία επίσης μας διακατέχει).
Υπάρχει ένα σύνολο παραμέτρων που συγκροτούν τις προϋποθέσεις υλοποίησης του στόχου του εκσυγχρονισμού, της αλλαγής, της επανίδρυσης του κράτους, εξειδικευμένοι παράμετροι που θα προκύψουν από την επιστημονική ανάλυση, και που φυσικά δεν είναι ο χώρος εδώ –δεν θα αρκούσε άλλωστε ούτε απαρίθμηση να κάνουμε- για να τοποθετηθούμε πάνω σ’ αυτούς. Μπορούμε όμως να εστιάσουμε στους παράγοντες εκείνους που θα μπορούσαν να αποδειχτούν «μοιραίοι» σε περίπτωση αποτυχίας -και επομένως : κρίσιμοι για την επιτυχία- του γενικού πολιτικού στόχου της επανίδρυσης του κράτους, (χάριν συντομίας ο όρος χρησιμοποιείται περιεκτικά για να περιλάβει και τους όρους «αλλαγή» και «εκσυγχρονισμός»). Οι παράγοντες αυτοί δεν θα μπορούσε να είναι παρά οι εξής, δηλαδή ο ακόλουθος ένας : ο ανθρώπινος παράγων. Ο παράγων αυτός, είναι ο εκ των πλέον «αυτονοήτων», τόσο μάλιστα αυτονόητος, ώστε οι περιπτωσιακές αναφορές στα εγχειρίδια του μάνατζμεντ, να μην παύουν συνεχώς να αναφέρονται με παλαιότερα και συνεχώς αναδυόμενα νέα παραδείγματα αγνόησης του παράγοντα αυτού, παρά τον αναγνωρισμένο βαθμό κρισιμότητάς του. Δεν χρειάζεται μάλιστα κανείς να φέρει τον τίτλο του φυσιοδίφη του μάνατζμεντ για να το διαπιστώσει αυτό. Ο οποιοσδήποτε εργαζόμενος, στον ιδιωτικό ή τον δημόσιο τομέα, νομίζω ότι δεν θα δυσκολευτεί να βρει παραδείγματα όπου συνυπάρχουν την ίδια στιγμή η δημόσια αναγνώριση της σημασίας του αποτελεσματικού μάνατζμεντ του ανθρώπινου δυναμικού με την πλέον επιδεκτική αγνόησή του (όταν δεν κακοποιείται), και μάλιστα από τα ίδια πρόσωπα, που ως διοικήσεις ή διευθύνσεις «θεωρητικά» εξαίρουν τη σημασία του παράγοντα αυτού.
Για να έρθουμε λοιπόν στα της επανίδρυσης του κράτους, σε τούτον τον παράγοντα θα εστιάσω κυρίως. Διότι, αν τα όποια συστήματα, οι όποιες διαδικασίες διοίκησης και διαχείρισης, οι όποιες νέες δυνατότητες που προσφέρει π.χ. η σύγχρονη τεχνολογία στη διοίκηση και διαχείριση των οργανισμών είναι πράγματι πολύ σημαντικές παράμετροι, όμως, είναι η ίδια η ανθρώπινη παρουσία που όλα αυτά θα τα αξιοποιήσει ή θα τα απαξιώσει. Είναι ο ανθρώπινος παράγων που θα εγκαθιδρύσει ένα περιβάλλον «φιλικό» στην ανάπτυξη, στην δημιουργικότητα, στην παραγωγικότητα, στην καινοτομία, στην εφευρετικότητα, όπως είναι ο ίδιος παράγων που θα εξορίσει όλες τούτες τις επιθυμητές προοπτικές στο βασίλειο της αδιαφορίας και της αναποτελεσματικότητας, όπου βασιλεύουν οι ιστορικά διαπιστούμενες νοσογόνες συμπεριφορές της ημετεροκρατίας, της ευνοιοκρατίας, της αναξιοκρατίας. Εδώ, τούτες οι απαξίες εφόσον αποτελούν τα χαρακτηριστικά των ηγετικών ομάδων στους οργανισμούς, συγκροτούν μια πανίσχυρη ομάδα (δίμορφων) πρωτονίων με καταστροφικές συμπεριφορές. Τούτα τα διοικητικά πρωτόνια στο επίπεδο του μάνατζμεντ, αποτελούν την πλέον επιφανή επιβεβαίωση της ισχύος του Νόμου του Gresham, αφού εν προκειμένω, κατ’ αναλογίαν πανίσχυρες -εφόσον «υπηρετούνται» από επιχειρησιακές ηγεσίες- απαξίες εν τέλει επικρατούν και φθείρουν τον οργανισμό. Πίσω από τον θάνατο μιας επιχείρησης, πίσω από την απαξίωση των δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών, δεν θα βρούμε τόσο την έλλειψη «αποτελεσματικών συστημάτων», «διαδικασιών», κ.λπ. Θα βρούμε την ηγεμονία νοσογόνων περιβαλλόντων, μέσα στα οποία εν τέλει πνίγεται κάθε υγιής οργανισμός. Άλλωστε, όπως ορθά το θέτει ο Basil W.Dening (Basil W.Dening (ed.): Corprorate Planing (selected concepts), Mc GRAW-HILL, 1971, σελ. 6), τα λάθη στο επίπεδο του προγραμματισμού έργου ή του λειτουργικού προγραμματισμού, δεν οδηγούν συνήθως στο θάνατο μιας επιχείρησης, ενώ αντίθετα, τα στρατηγικά λάθη, είναι πολύ πιθανόν πράγματι να επιφέρουν το «μοιραίο». Όμως, τα κεφάλαια «κουλτούρα», «αξίες», «όραμα», «κλίμα», κ.λπ., αποτελούν τα πλέον κεφαλαιώδη στοιχεία σ’ ένα στρατηγικό πρόγραμμα. Για να το θέσουμε με τα λόγια ενός αναγνωρισμένου επιχειρησιακού ηγέτη, του πρώην γενικού διευθυντή της Telephone & Telegraph Company, Χάρολντ Τζένιν (γεν. 1910), «Μία επιχείρηση είναι πολλά πράγματα, το τελευταίο από τα οποία είναι ο ισολογισμός. Μία επιχείρηση είναι ένας ρευστός, ζωντανός οργανισμός που αλλάζει αδιάκοπα, άλλοτε ανυψώνεται σε μεγάλες κορυφές κι άλλοτε καταρρέει σε ερείπια. Η ψυχή μίας επιχείρησης είναι μία παράξενη αλχημεία από ανάγκες, επιθυμίες, απληστίες και ικανοποιήσεις, ανάμικτες με ανιδιοτέλεια, προσωπική συμβολή και θυσίες που ξεπερνούν κατά πολύ τις υλικές αμοιβές». (Helen Exley: Η Τέχνη του Επιχειρείν, εκδ. Παπαδόπουλος, Αθήνα, 1993, σελ. 7.)
Καταλήγοντας λοιπόν, επισημαίνουμε ιδιαίτερα το γεγονός ότι η «επανίδρυση του κράτους», ιδωμένη από την πλευρά του μάνατζμεντ ναι μεν απαιτεί την «μετάφρασή» της σε όρους προγραμματικούς, όμως, το στοίχημα θα κερδηθεί με βάση τούτο : στα χέρια ποιών θα εναποτεθεί η εφαρμογή του στόχου. Μάλιστα όταν αναφερόμαστε στη σφαίρα του δημόσιου μάνατζμεντ, τότε το ζήτημα αυτό είναι ακόμα πιο κρίσιμο. Το σε ποιόν θα έπρεπε ένας στόχος να ανατίθεται είναι ένα ζήτημα που έχει επαρκώς διαφωτιστεί στη θεωρία αλλά και επιβεβαιωθεί στην πράξη. Ο χώρος δεν επαρκεί για παραπέρα πλάτιασμα πάνω σε τούτο το θέμα. Εκείνο όμως που μπορούμε να επισημάνουμε είναι ότι δεν είναι καθόλου σπάνιο το φαινόμενο να βλέπουμε λύκους να στέλνονται να φυλάνε πρόβατα, δεν είναι καθόλου σπάνιο το φαινόμενο να ανατίθεται η φύλαξη των Θερμοπυλών σε Εφιάλτες! Τούτες οι εκδοχές για μένα συνιστούν πραγματικές αγωνίες, σ’ αντίθεση με την «αγωνία» μπας και κάποιες αποτυχημένες διευθυντικές ομάδες, συν-επίκουροι ομοίως αποτυχημένων Διοικήσεων, απωλέσουν τις ούτως ή άλλως αναξιοκρατικά κατεχόμενες θέσεις τους (εκεί βέβαια όπου τα φαινόμενα αυτά υπάρχουν και επιβεβαιώνονται).
Η συναίνεση στην δική μου αντίληψη δεν είναι συναίνεση προς κάθε κατεύθυνση. Δεν αποτελεί συναίνεση η υπόθαλψη και προστασία εκείνων οι οποίοι θεωρούνται (και βεβαίως αποδεικνύεται ότι είναι) οι υπαίτιοι καταστροφικών ή ακόμα και απλά αναποτελεσματικών διοικήσεων ή διευθύνσεων των δημοσίου ενδιαφέροντος υποθέσεων. Πολύ περισσότερο όταν το μόνο προσόν τους είναι κάποιες ισχυρές (πολύχρωμες) διασυνδέσεις και διαπλοκές. Η τυχόν υπόθεση ότι είναι δυνατός ένας πόλεμος με στρατιώτες που πιστεύουν σ’ ένα όραμα, αλλά να ηγούνται από αξιωματικούς του αντιθέτου οράματος, τούτο δεν αποτελεί καν πείραμα : αποτελεί παραλογισμό.
Η δυνητική μεγάλη ζημία θα προέλθει από την απογοήτευση πάνω σε ζητήματα καταπολέμησης ιστορικών δυσλειτουργιών στο χώρο της δημόσιας διοίκησης, του μάνατζμεντ του στενότερου και ευρύτερου δημόσιου τομέα. Η όντως μεγάλη ζημία θα προέλθει από μια άλλης μορφής απογοήτευση: από το να επικρατήσει για μια ακόμα φορά ως γενική αίσθηση, ότι είναι αδύνατο να πληγεί η αναξιοκρατία και η παρεοκρατία στη διοίκηση του στενότερου και ευρύτερου δημόσιου τομέα, όσο βλέπουμε να επαναβεβαιώνονται δια της επανεκλογής τους εκείνοι που ενσαρκώνουν τούτες τις καταστάσεις, όταν βλέπουμε να βασιλεύει η έλλειψη κάθε συνέπειας στις περιπτώσεις της ανικανότητας, όταν βλέπουμε να βασιλεύει η ατιμωρησία εκεί όπου θα έπρεπε να υπάρχει τιμωρία, όταν βλέπουμε να εναποτίθεται το μέλλον σ’ εκείνους που χθες δεν το σεβάστηκαν, για να θυμηθούμε και τον Σαίξπηρ. («Ελισάβετ : …Πού μπορείς να ορκιστείς; Ριχάρδος : Στο μέλλον. Ελισάβετ : Που το αδίκησες στο παρελθόν. Γιατί κι εγώ έχω να χύσω δάκρυα πολλά στο μέλλον για το παρελθόν που αδίκησες εσύ… Μην ορκιστείς στο μέλλον που το κακομεταχειρίστηκες προτού το μεταχειριστείς, με το να κακομεταχειριστείς το παρελθόν» (Ουίλλιαμ Σαίξπηρ : Ο Βασιλιάς Ριχάρδος ο Γ’, εκδ. Επικαιρότητα, σελ. 143-144).
Αυτή όμως η ζημιά, αυτή η απογοήτευση, αποτελεί την πιο «πραγματική» πραγματικότητα (ας μου συγχωρηθεί η φράση) στο τόπο μας. «Εκσυγχρονιστικά» πειράματα, πειράματα για την «επανίδρυση του κράτους», πειράματα «αλλαγής», κατέληξαν σε μεγάλα φιάσκα, σε μεγάλες αποτυχίες. Ακόμα κι όπου υπήρξαν κάποιες επιτυχίες, δεν άντεξαν –τουλάχιστον όλες- στο χρόνο. Ό,τι όμως μένει είναι το μεγάλο ιστορικό δίδαγμα : η αλλαγή, ο εκσυγχρονισμός, δεν θα έρθει ως δώρο κάποιων πολιτικών, αλλά ως απαίτηση και αξίωση του λαού. Το πώς τώρα εκδηλώνεται –ή πρέπει να εκδηλώνεται- αυτή η απαίτηση κι αυτή η αξίωση, αυτό ας το αφήσουμε να το θίξουμε –εμείς ή άλλοι, δεν έχει σημασία- μιαν άλλη φορά…