Α! Οι εκλογές! Τι θαυμάσιο πράγμα! Η Στιγμή του Πολίτη. Προσέξτε! Η Στιγμή. Ούτε λιγότερο, μα ούτε και περισσότερο απ’ αυτή –έτσι, για να μη βαρυστομαχιάσει κιόλας. Ο Πολίτης, για κάποια δευτερόλεπτα, όσο χρειάζεται δηλαδή να παραλάβει τα ψηφοδέλτια, να τα βάλει στο φάκελο και να τα ρίξει μέσα στη κάλπη, τούτα τα δευτερόλεπτα, είναι η Στιγμή του Πολίτη. Μετά, θα επανέλθει πάλι στη καθημερινότητά του, αφήνοντας τη ζωή του –και τη ψυχή του- στα χέρια αυτού ή αυτής ή αυτών που λίγο προηγούμενα «σταύρωσε».
«Σταύρωσε»… Κάποια σημειολογία θα κρύβεται πίσω από τούτη την απλή λέξη. Ίσως, ότι... αυτοί που το όνομά τους βρίσκεται μέσα στα ψηφοδέλτια, προορίζονται να «σταυρωθούν» για το «κοινό», το «δημόσιο», το «γενικό» συμφέρον. Μα βέβαια, δεν μπορεί να έχει άλλη σημασία, τούτη η λέξη, σε τούτη τη περίσταση. Άνθρωποι έτοιμοι για θυσία! Ήρωες να πούμε! Έτοιμοι να «στεγνώσουν τη ψυχή τους» υπέρ των συνανθρώπων τους. Έτοιμοι να συγκρουστούν με τα μεγάλα συμφέροντα, που μήτε τα ξέρουν, μήτε θέλουν να έχουν πάρε-δώσε μαζί τους. Έτοιμοι να αναλάβουν τον Σταυρό του Μαρτυρίου, να πορευθούν τον δικό τους Γολγοθά, κι εκεί πάνω, στον Κρανίου Λόφο, να σταυρωθούν και με τη σταύρωσή τους αυτή, να λυτρωθεί ο απλός άνθρωπος από τις αμαρτίες των άλλων –και τις δικές τους- που τον κατατυραννούν. «Σταύρωσε»… ή μήπως ο πολίτης όταν ψηφίζει «σταυρώνεται» -χωρίς καν να το συνειδητοποιεί εκείνη την ώρα; Μήπως δεν είναι η ώρα που ετοιμάζεται ο σταυρός των άλλων, μα ο δικός του; Μήπως δεν είναι η ώρα της θυσίας των άλλων μα της δικής του; Τι μεγάλη σημασία έχει να γνωρίζουμε –και κυρίως να χρησιμοποιούμε σωστά- τη γραμματική! Πάντως μου άρεσε τούτη η επισήμανσή μου : στις εκλογές θα «σταυρωθώ», διότι απλούστατα κανένας δε θα «σταυρωθεί» για χάρη μου…
Κι ενώ έτσι σκεφτόμουν συνεπαρμένος απ’ την Πολιτική Μεγάλη Εβδομάδα, που είναι η κάθε εβδομάδα, πριν τη κάθε εκλογή, σα νάκουσα παπαγαλάκια έξω απ’ το παράθυρο του δωματίου μου. Έκανα όμως λάθος, γιατί τα παπαγαλάκια ακούγονταν απ’ τη τηλεόραση. Βλέπω έντρομους ανθρώπους να προσπαθούν να αποφύγουν διάφορα παπαγαλάκια που τους λένε διάφορα πράγματα. Στην αρχή γέλασα, ύστερα μελαγχόλησε, ύστερα τρομοκρατήθηκα. Γέλασα, γιατί, είναι αλήθεια, η διαφήμιση είναι αυτό που λέμε «ευρηματική» -τόπαν και οι δημοσιογράφοι στα κανάλια. Όμως, καμιά διαφήμιση, όσο «ευρηματική» κι αν είναι δεν μπορεί να ξεγελάσει για πολύ. Μελαγχόλησα στη συνέχεια, γιατί τούτα τα παπαγαλάκια, έλεγαν αλήθειες. Ότι υπάρχει μεγάλη οικονομική κρίση, ότι υπάρχει ανεργία, ότι υπάρχει ακρίβεια, ότι υπάρχει φτώχεια, ότι υπάρχει ένα γενικό μπάχαλο σε ό,τι ονομάζουμε «δημόσια διοίκηση». Αυτές δεν είναι μονάχα αλήθειες που λέγονται από τους άλλους, μα κι απ’ την ίδια τη κυβέρνηση –αφού πρόκειται για κυβερνητική διαφήμιση. Μπροστά μου, τόσους μήνες, μια – δυο εικόνες κυριαρχούν. Η μια εικόνα που έχω είναι οι συχνές-πυκνές πρωθυπουργικές δηλώσεις περί των δύσκολων καιρών που διερχόμαστε, με τους ακόμα πιο δύσκολους καιρούς που έρχονται, και από την άλλη, έχω τις εικόνες των λοιπών διαπιστώσεων και προβλέψεων από άλλους θεσμικούς φορείς, -κάθε άλλο παρά αντικυβερνητικούς!- όπως π.χ. ο υπουργός οικονομικών, η Τράπεζα της Ελλάδας, η Ευρωπαϊκή Ένωση. Την αντιπολίτευση, μείζονα και ελάσσονα, δεν την αναφέρω καν, διότι θα μου πει κάποιος, ότι η αντιπολίτευση, και όλα αυτά να μη συνέβαιναν, πάλι θα φώναζε για το παραμικρό –και καλά θα έκανε, λέγω εγώ. Κι εδώ ακριβώς είναι που η μελαγχολία μου μετατράπηκε σε φόβο, σε τρόμο. Διότι το μήνυμα τελικά μου λέει, ότι τίποτα απ’ όλ’ αυτά τα «μαύρα» κι «άραχνα» δεν είναι πραγματικότητα, ότι τ’ αντίθετα μάλιστα ισχύουν. Ώστε είμαι εντελώς ανίκανος να συνειδητοποιήσω το πόσο χαρούμενα είναι τα πράγματα –αφού τίποτα απ’ τα παραπάνω μαύρα δεν είναι αλήθεια. Τούτη η συνειδητοποίηση της ανικανότητάς μου να δω την αλήθεια (τους), να δω την πραγματικότητά (τους), σημαίνει πως από κάτι το σοβαρό πάσχω, και τούτο με γέμισε τρόμο. Έχω πρόβλημα αντίληψης, κατανόησης των πραγμάτων. Λίγο είναι αυτό; Δεν σε τρομοκρατεί αυτό σαν το διαπιστώσεις, πως εσύ, άνθρωπος ων με νου και λογική μπορούν και σε κοροϊδεύουν 5-6 χαζοπούλια;
Για να σωθώ, μπαίνω κι εγώ νοερά στο ρόλο όλων αυτών που φεύγουν απ’ τα παπαγαλάκια, που φεύγουν απ’ τις κραυγές τους. Η φυγή, ναι η φυγή θα σώσει –όποιος πει το αντίθετο είναι ψέμα. Η φυγή απ’ όσα λένε τα παπαγαλάκια. Η φυγή απ’ τη «πραγματικότητα των άλλων». Όχι, δεν θα δεχτώ τούτη τη μαυρίλα που τα παπαγαλάκια «παπαγαλίζουν». Το μαύρο δεν θα το δεχτώ, ακόμα κι αν υπάρχει ως πραγματικότητα. Θα προτιμώ σαν τον Δον Κιχώτη, να πολεμώ δικούς μου εφευρημένους «εχθρούς» παρά τις «πραγματικότητες» που τα παπαγαλάκια παπαγαλίζουν. Αυτό το μπλε, από την άλλη, που στο τέλος της διαφήμισης αναδύεται, είναι ηρεμιστικό. Ναι, πάντα το μπλε του ουρανού, πάντα τελικά ο ίδιος ο ουρανός σε ηρεμούσε, σε ηρεμεί. Ίσως το μήνυμα της διαφήμισης να είναι ακριβώς αυτό. Ότι τελικά, θα ηρεμήσουμε όταν θα ενωθούμε με τον ουρανό. Λες να υπάρχει ένα βαθύτερο νόημα σ’ αυτό;…
Κι ενώ πήρα την απόφαση της φυγής απ’ τα παπαγαλάκια, που παπαγαλίζουν μια πραγματικότητα που δεν θέλω να γνωρίζω, που δεν θέλω να την ακούω και να τη βλέπω, έρχεται κάποιος που ειλικρινά με σύγχυσε. Μου λέει ότι φεύγω γιατί είμαι –άκουσον-άκουσον- σε κατάσταση πανικού. «Άκου» μου λέει : Αυτό που κάνεις, που φεύγεις, «…δεν είναι λύση που οδηγεί σε ευτυχία και θετική ελευθερία. Είναι μια λύση που συναντιέται, κατ΄ αρχήν, σε όλα τα νευρωτικά άτομα. Ανακουφίζει μια αφόρητη κατάσταση άγχους και καθιστά τη ζωή δυνατή με το να αποφεύγεται ο πανικός. Όμως δε λύνει το βαθύτερο πρόβλημα…» (Έριχ Φρομ : Ο φόβος μπροστά στην ελευθερία, εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα, 1971, σελ. 163) Όμως, δεν τον αφήνω να πει άλλα. Τον σταματώ εδώ, διότι πράγματι με σύγχυσε. Να πει πως όλοι τούτοι που φεύγουν απ’ τα παπαγαλάκια είναι νευρωτικοί κατ’ ουσίαν! Και δεν είπε μονάχα αυτό, είπε κι άλλα, που δεν τα χωρά ανθρώπου νους. Διότι φεύγοντας από μένα, αφού τον έδιωξα, αδικιωρισμένος νάναι, πήγε σ’ άλλον που έφευγε κι εκείνος απ’ τα παπαγαλάκια, κι τούπε ότι «Σε ορισμένους τύπους νευρωτικής προσωπικότητας συναντάμε μια τάση να γίνουν ψυχικά ασθενείς και προσμένουν, συνειδητά ή ασυνείδητα, μια αρρώστια σα να ήταν δώρο Θεού…» (Έριχ Φρομ : Ο φόβος μπροστά στην ελευθερία, εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα, 1971, σελ. 166) Αυτό είναι βαρβαρότητα! Αναρωτιέμαι δηλαδή, πώς είναι δυνατό να αφήνεις να κυκλοφορούν έτσι ελεύθερα τέτοιοι άνθρωποι! (Να δεις που κι αυτός, δεν μπορεί, θα του αρέσουν τα παπαγαλάκια!) Ναι, πρέπει να έχουμε θετική σκέψη! Τι πάει να πει αυτό; Πάει να πει, «όξω το παπαγαλάκια!» Δεν είναι έτσι η κοινωνία μας. Όχι! Το μαύρο δεν θα επικρατήσει. Το μπλε τ’ ουρανού, αυτό είναι η πραγματικότητα! Ακόμα κι αν χρειάζεται να περάσεις απ’ τον τάφο για να φτάσεις εκεί, ναι, αυτό αξίζει, κι άσε τα παπαγαλάκια να παπαγαλίζουν! Όλα τα παπαγαλάκια, είναι βάρβαρα! Ναι! Αυτό είναι βαρβαρότητα! Τα παπαγαλάκια! Όμως, οι «εχθροί» είναι πολλοί. Τι μανία κι αυτή μ’ όλους αυτούς που δεν λένε να σ’ αφήσουν στην ησυχία σου να ηρεμήσεις με τούτο τ’ απέραντο μπλε τ’ ουρανού! Να μια άλλη, που κι αυτή καθώς φαίνεται θα πρέπει να συμπαθεί τα παπαγαλάκια. Έγραψε ένα βιβλίο και ακούστε τι λέει –το γράφει στο οπισθόφυλλο : «Το βιβλίο αυτό αφορά εσάς που έχετε το θάρρος να πείτε ότι δεν περνάτε καλά. Όσο για τους άλλους, αυτούς τους αντιπαθητικούς που προσπαθούν να μας θαμπώνουν συνέχεια με τις δήθεν τέλειες ζωές τους, τους τέλειους γάμους τους, που είναι σκατά, τα τέλεια παιδιά τους, που είναι κωλόπαιδα, και τα δήθεν λεφτά που έχουν, και στην πραγματικότητα δεν έχουν, αυτοί ας το αφήσουν αμέσως και frankly : GO TO HELL!» (Παυλίνα Νάσιουτζικ : Μύκονος μπλουζ, εκδ. Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα, 2007) Τώρα τι να πούμε εδώ; Άκουσον-άκουσον (πόσες φορές άραγε θα το πω τούτο;) : «που είναι σκατά». Μα είναι σοβαρά αυτά, είναι φράσεις καθώς πρέπει, που αρμόζουν σ’ αυτόν τον αγγελικά πλασμένο πολιτικό μας πολιτισμό; Θα μπορούσαν να ειπωθούν σε ένα καθώς πρέπει σαλόνι; Αυτά μόνο στα καφενεία ακούγονται. Εκεί όπου μαζεύεται η πλεμπάγια. Αυτή είναι η κοινωνία μας που ζούμε; Αυτή δεν είναι η πραγματικότητα. Είναι μια παραποίηση, μονάχα τίποτα παπαγαλάκια θα σας την περιέγραφαν έτσι. Αυτή η εικόνα που παρουσιάζει τούτο το βιβλίο είναι μια βαρβαρότητα, ναι, το λένε και τα παπαγαλάκια, και επομένως, κι εδώ πρέπει να τρέξουμε να ξεφύγουμε απ’ τα νύχια τους. Και από την άλλη; Τι είναι και τούτο, που πολεμάνε το αναφαίρετο δικαίωμα του εργαζόμενου να δουλεύει περισσότερο; (να δουλεύει, όχι να εργάζεται : τεράστια η διαφορά!) Διότι όχι μόνο τούτα τα πράσινα, μα και τα κόκκινα παπαγαλάκια είναι που παπαγαλίζουν ό,τι και τα πράσινα. Γιατί δεν καταλαβαίνουν επί τέλους κάποιοι ότι πρέπει να ξεφύγουμε απ’ τη βαρβαρότητα της υποχρέωσης να δουλεύουν λιγότερο οι άνθρωποι, και να τους επιτρέψουμε να δουλεύουν περισσότερο εφόσον τόσο πολύ το επιθυμούν; Κι επειδή βέβαια οι άνθρωποι, οι απλοί άνθρωποι, δεν μπορούν να τον πετύχουν αυτό το στόχο ζωής που θέτουν, κάναμε κάτι πολύ απλό : φέραμε τα πράγματα έτσι, που και να θέλουν να δουλέψουν λιγότερο δεν θα το μπορούν, μα θα είναι οι ίδιοι που θα επιλέγουν ΕΛΕΥΘΕΡΑ να δουλεύουν όλο και περισσότερο για να τα φέρουν βόλτα. Έτσι θ’ αναπαυτούν και οι ψυχές των βιομηχάνων του Γκουσέστερσαϊρ, που κάπου 2,5 αιώνες πριν, τόσο συγχύστηκαν όταν το Αγγλικό Κοινοβούλιο τότε αποφάσισε ότι οι 16 ώρες δουλειάς τη μέρα ήταν πολλές και έπρεπε να πέσουν στις δέκα. Ήταν μια απόφαση που οι βιομήχανοι του Γκουσέστερσαϊρ χαρακτήρισαν σαν «αντάξια των σκοτεινότερων αιώνων!» (Leo Huberman : Τα Υλικά Αγαθά του Ανθρώπου, εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα, 1977, σελ. 246) Όμως, ιδού στα 2009, οι νέοι ηγέτες της νέας Ευρώπης, το ξανασκέφτηκαν το πράγμα, και αφού είδαν πόσο δίκαιο είχαν οι βιομήχανοι του Γκουσέστερσαϊρ, αποφάσισαν να αποκαταστήσουν τη φυσική τάξη των πραγμάτων. Κι έτσι, μια ακόμα βαρβαρότητα καταργήθηκε, μια ακόμα ασέβεια απέναντι στη «θεία τάξη» των πραγμάτων αποκαταστάθηκε. Διότι η ευημερία, όπως δίδασκε κι ένας κληρικός της εποχής, ο πολύς Thomas Malthus, ήταν κάτι που απειλούνταν από τα όλο και περισσότερο στόματα που ζητούσαν να φάνε απ’ τη δεδομένη πίτα. Με κάθε τρόπο λοιπόν, έπρεπε η πείνα, η αρρώστια και ο «ηθικός περιορισμός» να συντηρηθούν, -αυτά ήταν τα μέτρα πολιτικής που πρότεινε- για να μην έρθουν τα πάνω κάτω στη «θεία» και «φυσική τάξη» των πραγμάτων. Διότι η απαίτηση οι πολλοί να έχουν αυξημένα μερίδια στην ευτυχία και ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο, είναι μια προφανής βαρβαρότητα, και δεν πρέπει η ανθρωπότητα να επιτρέψει τέτοια πισωγυρίσματα. Μην ακούτε συνεπώς τα παπαγαλάκια. Διότι το ζήτημα εδώ, είναι ότι δεν πρέπει να διαταραχθεί η καλή στατιστική εικόνα του πράγματος, δεν πρέπει να διαταραχθούν τα δημοσιονομικά μας, τα ισοζύγια μας. Είναι προς το συμφέρον του λαού, λέμε εμείς που δεν είμαστε παπαγαλάκια, να διαταραχθεί το βιοτικό του επίπεδο, να συμπιεσθεί προς τα κάτω, παρά να διαταραχθεί η καλή εικόνα των αριθμών. Ρωτήστε και τους έγκυρους επιστήμονες, όλους αυτούς που ηγούνται σε τόσα θεσμικά όργανα : τράπεζες, υπουργεία, (κρατικοδίαιτους) «ιδιωτικούς» (και άρα «ανεξάρτητους») οργανισμούς, κ.λπ., κ.λπ. Αυτοί δεν είναι παπαγαλάκια, διότι μιλάνε με τη ψυχρή λογική, τη λογική των αριθμών, που δε λέει ποτέ ψέματα.
Αποφασίζω να διώξω τα παπαγαλάκια κι εγώ. Παίρνω ένα ξύλο κι όποιο με πλησιάζει το κυνηγάω. Όμως, είναι ένα που όσο κι αν προσπαθώ να το διώξω αυτό εκεί επιμένει να θέλει να με πλησιάσει. «Κοίταξέ με καλύτερα!» ακούω μια φωνή να μιλά. Κοιτώ γύρω μου μα δεν βλέπω κανένα. «Εδώ! Λέει η φωνή! Εγώ είμαι το πράσινο παπαγαλάκι!» «Παπαγάλος είναι, είπα μέσα μου, θάμαθε να λέει κι αυτές τις λέξεις» Όμως το παπαγαλάκι επέμενε να θέλει να με πλησιάσει. «Κοίταξέ με καλύτερα!», επέμενε να παπαγαλίζει. «Δεν με γνωρίζεις; Είμαι το ίδιο παπαγαλάκι που εδώ και είκοσι χρόνια με είχαν βαμμένο μπλε! Δε θυμάσαι; Δε θυμάσαι ότι ποτέ δεν λέω κάτι διαφορετικό, και η μόνη διαφορά είναι το ποιος τη κάθε φορά με νοικιάζει απ’ τον ιδιοκτήτη που μας έχει, και ανάλογα μας βάφει και διαφορετικά; Ούτε καν νέες λέξεις δεν μαθαίνω. Χρόνια τώρα, δεκαετίες τώρα, έχεις ποτέ ακούσει από μένα άλλες λέξεις;» «Τι σημαίνει αυτό;» ρώτησα. «Δεν ξέρεις τι σημαίνει; Κρίμα κι είσαι άνθρωπος. Δεν θάθελα ποτέ να ήμουν σαν εσένα, άνθρωπος! Σημαίνει πως τα πάντα αλλάζουν, εξόν απ’ τα προβλήματά σας, κι αυτό χάρη σε σας τους ίδιους. Αυτό είναι καλό για μένα, γιατί δεν θα χρειάζεται να ταλαιπωρούμαι με το να μαθαίνω συνεχώς νέες λέξεις σε μια γλώσσα, την ανθρώπινη, που για μένα είναι ακατανόητη, αφού δεν αποφασίζετε ακόμα και για τις ίδιες τις λέξεις πώς τις εννοεί και πώς τις ερμηνεύει ο καθένας. Άλλωστε, κατά πώς πάνε τα πράγματα, την επόμενη φορά, που θάρθω να σας ξαναπώ τα ίδια πράγματα, θάμαι βαμμένο γαλάζιο, και τότε θα με βρίζουν όσοι σήμερα με χαϊδεύουν».
Απόμεινα σκεφτικός και είπα, «τα πράματα είναι σοβαρά, αφού οι άνθρωποι χρειάζονται παπαγάλους για ν’ αρχίσουν να σκέφτονται σοβαρά». Κι έτσι, αποφάσισα κι εγώ να σοβαρευτώ. Το πήρα απόφαση. Στις εκλογές που έρχονται θα κάνω την επανάστασή μου! Τέρμα οι κοροϊδίες! Θα ψηφίσω… αυτούς που ψήφιζα πάντα! Δεν είναι άλλωστε κι αυτό μια επανάσταση; Δηλαδή το να επιλέγεις την Κυριακή, αυτόν που ξέρεις ότι θα βρίζεις τη Δευτέρα;…
«Α! δε σου είπα», μούπε το παπαγαλάκι που πριν από λίγο μου μίλησε. «Τι πράμα του λέω;» «Να σου πω ένα καινούργιο που μας μάθανε, μόνο δεν ξέρω αν θα το βγάλουν στον αέρα τελικά.» «Άκου το! Ακούγεται ποιητικό!» «Ποιητικό; Λέω. Βλέπω το λεξιλόγιό σου είναι πιο πλούσιο απ’ ό,τι φανταζόμουν». «Ξέρεις, εκεί στο φροντιστήριο που μας μαθαίνουνε ξένες γλώσσες, ακούμε πολλές λέξεις.» «Λοιπόν, λέω, τι είναι αυτό που θες ν’ ακούσω» «Άκου, μου λέει: Λοιπόν, σεμνά και ταπεινά, ας Αποδομήσουμε τη Τρομοκρατία… της Κατεστημένης και Διαρκώς Επανιδρυόμενης και Εκσυγχρονιζόμενης Αθλιότητας… … των ποικίλων νταβατζήδων …και ν΄ Αποκαταστήσουμε τις Χαμένες Περηφάνιες και Αξιοπρέπειές ΜΑΣ…… και να Πολεμήσουμε τη Περήφανη Παρακμή… Πώς σου φάνηκε;» «Ε, έτσι κι έτσι! Δεν τρελάθηκα κι όλας. Μου φαίνεται και λίγο σαν πολιτικό μελό. Όμως, ποιοι απ’ όλους το ετοιμάζουν αυτό το σποτάκι;» «Δεν το ξέρω αυτό. Γιατί το αφεντικό μου θα το πουλήσει σ’ όποιον δώσει τα περισσότερα. Έτσι κι αλλιώς, όποιος το αγοράσει, θα ισχύει για όλους τους άλλους. Όσο για το μελό, ε, υπάρχει πιο μελό απ’ τη πολιτική γλώσσα, έτσι όπως την κατάντησαν;»…
«Σταύρωσε»… Κάποια σημειολογία θα κρύβεται πίσω από τούτη την απλή λέξη. Ίσως, ότι... αυτοί που το όνομά τους βρίσκεται μέσα στα ψηφοδέλτια, προορίζονται να «σταυρωθούν» για το «κοινό», το «δημόσιο», το «γενικό» συμφέρον. Μα βέβαια, δεν μπορεί να έχει άλλη σημασία, τούτη η λέξη, σε τούτη τη περίσταση. Άνθρωποι έτοιμοι για θυσία! Ήρωες να πούμε! Έτοιμοι να «στεγνώσουν τη ψυχή τους» υπέρ των συνανθρώπων τους. Έτοιμοι να συγκρουστούν με τα μεγάλα συμφέροντα, που μήτε τα ξέρουν, μήτε θέλουν να έχουν πάρε-δώσε μαζί τους. Έτοιμοι να αναλάβουν τον Σταυρό του Μαρτυρίου, να πορευθούν τον δικό τους Γολγοθά, κι εκεί πάνω, στον Κρανίου Λόφο, να σταυρωθούν και με τη σταύρωσή τους αυτή, να λυτρωθεί ο απλός άνθρωπος από τις αμαρτίες των άλλων –και τις δικές τους- που τον κατατυραννούν. «Σταύρωσε»… ή μήπως ο πολίτης όταν ψηφίζει «σταυρώνεται» -χωρίς καν να το συνειδητοποιεί εκείνη την ώρα; Μήπως δεν είναι η ώρα που ετοιμάζεται ο σταυρός των άλλων, μα ο δικός του; Μήπως δεν είναι η ώρα της θυσίας των άλλων μα της δικής του; Τι μεγάλη σημασία έχει να γνωρίζουμε –και κυρίως να χρησιμοποιούμε σωστά- τη γραμματική! Πάντως μου άρεσε τούτη η επισήμανσή μου : στις εκλογές θα «σταυρωθώ», διότι απλούστατα κανένας δε θα «σταυρωθεί» για χάρη μου…
Κι ενώ έτσι σκεφτόμουν συνεπαρμένος απ’ την Πολιτική Μεγάλη Εβδομάδα, που είναι η κάθε εβδομάδα, πριν τη κάθε εκλογή, σα νάκουσα παπαγαλάκια έξω απ’ το παράθυρο του δωματίου μου. Έκανα όμως λάθος, γιατί τα παπαγαλάκια ακούγονταν απ’ τη τηλεόραση. Βλέπω έντρομους ανθρώπους να προσπαθούν να αποφύγουν διάφορα παπαγαλάκια που τους λένε διάφορα πράγματα. Στην αρχή γέλασα, ύστερα μελαγχόλησε, ύστερα τρομοκρατήθηκα. Γέλασα, γιατί, είναι αλήθεια, η διαφήμιση είναι αυτό που λέμε «ευρηματική» -τόπαν και οι δημοσιογράφοι στα κανάλια. Όμως, καμιά διαφήμιση, όσο «ευρηματική» κι αν είναι δεν μπορεί να ξεγελάσει για πολύ. Μελαγχόλησα στη συνέχεια, γιατί τούτα τα παπαγαλάκια, έλεγαν αλήθειες. Ότι υπάρχει μεγάλη οικονομική κρίση, ότι υπάρχει ανεργία, ότι υπάρχει ακρίβεια, ότι υπάρχει φτώχεια, ότι υπάρχει ένα γενικό μπάχαλο σε ό,τι ονομάζουμε «δημόσια διοίκηση». Αυτές δεν είναι μονάχα αλήθειες που λέγονται από τους άλλους, μα κι απ’ την ίδια τη κυβέρνηση –αφού πρόκειται για κυβερνητική διαφήμιση. Μπροστά μου, τόσους μήνες, μια – δυο εικόνες κυριαρχούν. Η μια εικόνα που έχω είναι οι συχνές-πυκνές πρωθυπουργικές δηλώσεις περί των δύσκολων καιρών που διερχόμαστε, με τους ακόμα πιο δύσκολους καιρούς που έρχονται, και από την άλλη, έχω τις εικόνες των λοιπών διαπιστώσεων και προβλέψεων από άλλους θεσμικούς φορείς, -κάθε άλλο παρά αντικυβερνητικούς!- όπως π.χ. ο υπουργός οικονομικών, η Τράπεζα της Ελλάδας, η Ευρωπαϊκή Ένωση. Την αντιπολίτευση, μείζονα και ελάσσονα, δεν την αναφέρω καν, διότι θα μου πει κάποιος, ότι η αντιπολίτευση, και όλα αυτά να μη συνέβαιναν, πάλι θα φώναζε για το παραμικρό –και καλά θα έκανε, λέγω εγώ. Κι εδώ ακριβώς είναι που η μελαγχολία μου μετατράπηκε σε φόβο, σε τρόμο. Διότι το μήνυμα τελικά μου λέει, ότι τίποτα απ’ όλ’ αυτά τα «μαύρα» κι «άραχνα» δεν είναι πραγματικότητα, ότι τ’ αντίθετα μάλιστα ισχύουν. Ώστε είμαι εντελώς ανίκανος να συνειδητοποιήσω το πόσο χαρούμενα είναι τα πράγματα –αφού τίποτα απ’ τα παραπάνω μαύρα δεν είναι αλήθεια. Τούτη η συνειδητοποίηση της ανικανότητάς μου να δω την αλήθεια (τους), να δω την πραγματικότητά (τους), σημαίνει πως από κάτι το σοβαρό πάσχω, και τούτο με γέμισε τρόμο. Έχω πρόβλημα αντίληψης, κατανόησης των πραγμάτων. Λίγο είναι αυτό; Δεν σε τρομοκρατεί αυτό σαν το διαπιστώσεις, πως εσύ, άνθρωπος ων με νου και λογική μπορούν και σε κοροϊδεύουν 5-6 χαζοπούλια;
Για να σωθώ, μπαίνω κι εγώ νοερά στο ρόλο όλων αυτών που φεύγουν απ’ τα παπαγαλάκια, που φεύγουν απ’ τις κραυγές τους. Η φυγή, ναι η φυγή θα σώσει –όποιος πει το αντίθετο είναι ψέμα. Η φυγή απ’ όσα λένε τα παπαγαλάκια. Η φυγή απ’ τη «πραγματικότητα των άλλων». Όχι, δεν θα δεχτώ τούτη τη μαυρίλα που τα παπαγαλάκια «παπαγαλίζουν». Το μαύρο δεν θα το δεχτώ, ακόμα κι αν υπάρχει ως πραγματικότητα. Θα προτιμώ σαν τον Δον Κιχώτη, να πολεμώ δικούς μου εφευρημένους «εχθρούς» παρά τις «πραγματικότητες» που τα παπαγαλάκια παπαγαλίζουν. Αυτό το μπλε, από την άλλη, που στο τέλος της διαφήμισης αναδύεται, είναι ηρεμιστικό. Ναι, πάντα το μπλε του ουρανού, πάντα τελικά ο ίδιος ο ουρανός σε ηρεμούσε, σε ηρεμεί. Ίσως το μήνυμα της διαφήμισης να είναι ακριβώς αυτό. Ότι τελικά, θα ηρεμήσουμε όταν θα ενωθούμε με τον ουρανό. Λες να υπάρχει ένα βαθύτερο νόημα σ’ αυτό;…
Κι ενώ πήρα την απόφαση της φυγής απ’ τα παπαγαλάκια, που παπαγαλίζουν μια πραγματικότητα που δεν θέλω να γνωρίζω, που δεν θέλω να την ακούω και να τη βλέπω, έρχεται κάποιος που ειλικρινά με σύγχυσε. Μου λέει ότι φεύγω γιατί είμαι –άκουσον-άκουσον- σε κατάσταση πανικού. «Άκου» μου λέει : Αυτό που κάνεις, που φεύγεις, «…δεν είναι λύση που οδηγεί σε ευτυχία και θετική ελευθερία. Είναι μια λύση που συναντιέται, κατ΄ αρχήν, σε όλα τα νευρωτικά άτομα. Ανακουφίζει μια αφόρητη κατάσταση άγχους και καθιστά τη ζωή δυνατή με το να αποφεύγεται ο πανικός. Όμως δε λύνει το βαθύτερο πρόβλημα…» (Έριχ Φρομ : Ο φόβος μπροστά στην ελευθερία, εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα, 1971, σελ. 163) Όμως, δεν τον αφήνω να πει άλλα. Τον σταματώ εδώ, διότι πράγματι με σύγχυσε. Να πει πως όλοι τούτοι που φεύγουν απ’ τα παπαγαλάκια είναι νευρωτικοί κατ’ ουσίαν! Και δεν είπε μονάχα αυτό, είπε κι άλλα, που δεν τα χωρά ανθρώπου νους. Διότι φεύγοντας από μένα, αφού τον έδιωξα, αδικιωρισμένος νάναι, πήγε σ’ άλλον που έφευγε κι εκείνος απ’ τα παπαγαλάκια, κι τούπε ότι «Σε ορισμένους τύπους νευρωτικής προσωπικότητας συναντάμε μια τάση να γίνουν ψυχικά ασθενείς και προσμένουν, συνειδητά ή ασυνείδητα, μια αρρώστια σα να ήταν δώρο Θεού…» (Έριχ Φρομ : Ο φόβος μπροστά στην ελευθερία, εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα, 1971, σελ. 166) Αυτό είναι βαρβαρότητα! Αναρωτιέμαι δηλαδή, πώς είναι δυνατό να αφήνεις να κυκλοφορούν έτσι ελεύθερα τέτοιοι άνθρωποι! (Να δεις που κι αυτός, δεν μπορεί, θα του αρέσουν τα παπαγαλάκια!) Ναι, πρέπει να έχουμε θετική σκέψη! Τι πάει να πει αυτό; Πάει να πει, «όξω το παπαγαλάκια!» Δεν είναι έτσι η κοινωνία μας. Όχι! Το μαύρο δεν θα επικρατήσει. Το μπλε τ’ ουρανού, αυτό είναι η πραγματικότητα! Ακόμα κι αν χρειάζεται να περάσεις απ’ τον τάφο για να φτάσεις εκεί, ναι, αυτό αξίζει, κι άσε τα παπαγαλάκια να παπαγαλίζουν! Όλα τα παπαγαλάκια, είναι βάρβαρα! Ναι! Αυτό είναι βαρβαρότητα! Τα παπαγαλάκια! Όμως, οι «εχθροί» είναι πολλοί. Τι μανία κι αυτή μ’ όλους αυτούς που δεν λένε να σ’ αφήσουν στην ησυχία σου να ηρεμήσεις με τούτο τ’ απέραντο μπλε τ’ ουρανού! Να μια άλλη, που κι αυτή καθώς φαίνεται θα πρέπει να συμπαθεί τα παπαγαλάκια. Έγραψε ένα βιβλίο και ακούστε τι λέει –το γράφει στο οπισθόφυλλο : «Το βιβλίο αυτό αφορά εσάς που έχετε το θάρρος να πείτε ότι δεν περνάτε καλά. Όσο για τους άλλους, αυτούς τους αντιπαθητικούς που προσπαθούν να μας θαμπώνουν συνέχεια με τις δήθεν τέλειες ζωές τους, τους τέλειους γάμους τους, που είναι σκατά, τα τέλεια παιδιά τους, που είναι κωλόπαιδα, και τα δήθεν λεφτά που έχουν, και στην πραγματικότητα δεν έχουν, αυτοί ας το αφήσουν αμέσως και frankly : GO TO HELL!» (Παυλίνα Νάσιουτζικ : Μύκονος μπλουζ, εκδ. Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα, 2007) Τώρα τι να πούμε εδώ; Άκουσον-άκουσον (πόσες φορές άραγε θα το πω τούτο;) : «που είναι σκατά». Μα είναι σοβαρά αυτά, είναι φράσεις καθώς πρέπει, που αρμόζουν σ’ αυτόν τον αγγελικά πλασμένο πολιτικό μας πολιτισμό; Θα μπορούσαν να ειπωθούν σε ένα καθώς πρέπει σαλόνι; Αυτά μόνο στα καφενεία ακούγονται. Εκεί όπου μαζεύεται η πλεμπάγια. Αυτή είναι η κοινωνία μας που ζούμε; Αυτή δεν είναι η πραγματικότητα. Είναι μια παραποίηση, μονάχα τίποτα παπαγαλάκια θα σας την περιέγραφαν έτσι. Αυτή η εικόνα που παρουσιάζει τούτο το βιβλίο είναι μια βαρβαρότητα, ναι, το λένε και τα παπαγαλάκια, και επομένως, κι εδώ πρέπει να τρέξουμε να ξεφύγουμε απ’ τα νύχια τους. Και από την άλλη; Τι είναι και τούτο, που πολεμάνε το αναφαίρετο δικαίωμα του εργαζόμενου να δουλεύει περισσότερο; (να δουλεύει, όχι να εργάζεται : τεράστια η διαφορά!) Διότι όχι μόνο τούτα τα πράσινα, μα και τα κόκκινα παπαγαλάκια είναι που παπαγαλίζουν ό,τι και τα πράσινα. Γιατί δεν καταλαβαίνουν επί τέλους κάποιοι ότι πρέπει να ξεφύγουμε απ’ τη βαρβαρότητα της υποχρέωσης να δουλεύουν λιγότερο οι άνθρωποι, και να τους επιτρέψουμε να δουλεύουν περισσότερο εφόσον τόσο πολύ το επιθυμούν; Κι επειδή βέβαια οι άνθρωποι, οι απλοί άνθρωποι, δεν μπορούν να τον πετύχουν αυτό το στόχο ζωής που θέτουν, κάναμε κάτι πολύ απλό : φέραμε τα πράγματα έτσι, που και να θέλουν να δουλέψουν λιγότερο δεν θα το μπορούν, μα θα είναι οι ίδιοι που θα επιλέγουν ΕΛΕΥΘΕΡΑ να δουλεύουν όλο και περισσότερο για να τα φέρουν βόλτα. Έτσι θ’ αναπαυτούν και οι ψυχές των βιομηχάνων του Γκουσέστερσαϊρ, που κάπου 2,5 αιώνες πριν, τόσο συγχύστηκαν όταν το Αγγλικό Κοινοβούλιο τότε αποφάσισε ότι οι 16 ώρες δουλειάς τη μέρα ήταν πολλές και έπρεπε να πέσουν στις δέκα. Ήταν μια απόφαση που οι βιομήχανοι του Γκουσέστερσαϊρ χαρακτήρισαν σαν «αντάξια των σκοτεινότερων αιώνων!» (Leo Huberman : Τα Υλικά Αγαθά του Ανθρώπου, εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα, 1977, σελ. 246) Όμως, ιδού στα 2009, οι νέοι ηγέτες της νέας Ευρώπης, το ξανασκέφτηκαν το πράγμα, και αφού είδαν πόσο δίκαιο είχαν οι βιομήχανοι του Γκουσέστερσαϊρ, αποφάσισαν να αποκαταστήσουν τη φυσική τάξη των πραγμάτων. Κι έτσι, μια ακόμα βαρβαρότητα καταργήθηκε, μια ακόμα ασέβεια απέναντι στη «θεία τάξη» των πραγμάτων αποκαταστάθηκε. Διότι η ευημερία, όπως δίδασκε κι ένας κληρικός της εποχής, ο πολύς Thomas Malthus, ήταν κάτι που απειλούνταν από τα όλο και περισσότερο στόματα που ζητούσαν να φάνε απ’ τη δεδομένη πίτα. Με κάθε τρόπο λοιπόν, έπρεπε η πείνα, η αρρώστια και ο «ηθικός περιορισμός» να συντηρηθούν, -αυτά ήταν τα μέτρα πολιτικής που πρότεινε- για να μην έρθουν τα πάνω κάτω στη «θεία» και «φυσική τάξη» των πραγμάτων. Διότι η απαίτηση οι πολλοί να έχουν αυξημένα μερίδια στην ευτυχία και ένα καλύτερο βιοτικό επίπεδο, είναι μια προφανής βαρβαρότητα, και δεν πρέπει η ανθρωπότητα να επιτρέψει τέτοια πισωγυρίσματα. Μην ακούτε συνεπώς τα παπαγαλάκια. Διότι το ζήτημα εδώ, είναι ότι δεν πρέπει να διαταραχθεί η καλή στατιστική εικόνα του πράγματος, δεν πρέπει να διαταραχθούν τα δημοσιονομικά μας, τα ισοζύγια μας. Είναι προς το συμφέρον του λαού, λέμε εμείς που δεν είμαστε παπαγαλάκια, να διαταραχθεί το βιοτικό του επίπεδο, να συμπιεσθεί προς τα κάτω, παρά να διαταραχθεί η καλή εικόνα των αριθμών. Ρωτήστε και τους έγκυρους επιστήμονες, όλους αυτούς που ηγούνται σε τόσα θεσμικά όργανα : τράπεζες, υπουργεία, (κρατικοδίαιτους) «ιδιωτικούς» (και άρα «ανεξάρτητους») οργανισμούς, κ.λπ., κ.λπ. Αυτοί δεν είναι παπαγαλάκια, διότι μιλάνε με τη ψυχρή λογική, τη λογική των αριθμών, που δε λέει ποτέ ψέματα.
Αποφασίζω να διώξω τα παπαγαλάκια κι εγώ. Παίρνω ένα ξύλο κι όποιο με πλησιάζει το κυνηγάω. Όμως, είναι ένα που όσο κι αν προσπαθώ να το διώξω αυτό εκεί επιμένει να θέλει να με πλησιάσει. «Κοίταξέ με καλύτερα!» ακούω μια φωνή να μιλά. Κοιτώ γύρω μου μα δεν βλέπω κανένα. «Εδώ! Λέει η φωνή! Εγώ είμαι το πράσινο παπαγαλάκι!» «Παπαγάλος είναι, είπα μέσα μου, θάμαθε να λέει κι αυτές τις λέξεις» Όμως το παπαγαλάκι επέμενε να θέλει να με πλησιάσει. «Κοίταξέ με καλύτερα!», επέμενε να παπαγαλίζει. «Δεν με γνωρίζεις; Είμαι το ίδιο παπαγαλάκι που εδώ και είκοσι χρόνια με είχαν βαμμένο μπλε! Δε θυμάσαι; Δε θυμάσαι ότι ποτέ δεν λέω κάτι διαφορετικό, και η μόνη διαφορά είναι το ποιος τη κάθε φορά με νοικιάζει απ’ τον ιδιοκτήτη που μας έχει, και ανάλογα μας βάφει και διαφορετικά; Ούτε καν νέες λέξεις δεν μαθαίνω. Χρόνια τώρα, δεκαετίες τώρα, έχεις ποτέ ακούσει από μένα άλλες λέξεις;» «Τι σημαίνει αυτό;» ρώτησα. «Δεν ξέρεις τι σημαίνει; Κρίμα κι είσαι άνθρωπος. Δεν θάθελα ποτέ να ήμουν σαν εσένα, άνθρωπος! Σημαίνει πως τα πάντα αλλάζουν, εξόν απ’ τα προβλήματά σας, κι αυτό χάρη σε σας τους ίδιους. Αυτό είναι καλό για μένα, γιατί δεν θα χρειάζεται να ταλαιπωρούμαι με το να μαθαίνω συνεχώς νέες λέξεις σε μια γλώσσα, την ανθρώπινη, που για μένα είναι ακατανόητη, αφού δεν αποφασίζετε ακόμα και για τις ίδιες τις λέξεις πώς τις εννοεί και πώς τις ερμηνεύει ο καθένας. Άλλωστε, κατά πώς πάνε τα πράγματα, την επόμενη φορά, που θάρθω να σας ξαναπώ τα ίδια πράγματα, θάμαι βαμμένο γαλάζιο, και τότε θα με βρίζουν όσοι σήμερα με χαϊδεύουν».
Απόμεινα σκεφτικός και είπα, «τα πράματα είναι σοβαρά, αφού οι άνθρωποι χρειάζονται παπαγάλους για ν’ αρχίσουν να σκέφτονται σοβαρά». Κι έτσι, αποφάσισα κι εγώ να σοβαρευτώ. Το πήρα απόφαση. Στις εκλογές που έρχονται θα κάνω την επανάστασή μου! Τέρμα οι κοροϊδίες! Θα ψηφίσω… αυτούς που ψήφιζα πάντα! Δεν είναι άλλωστε κι αυτό μια επανάσταση; Δηλαδή το να επιλέγεις την Κυριακή, αυτόν που ξέρεις ότι θα βρίζεις τη Δευτέρα;…
«Α! δε σου είπα», μούπε το παπαγαλάκι που πριν από λίγο μου μίλησε. «Τι πράμα του λέω;» «Να σου πω ένα καινούργιο που μας μάθανε, μόνο δεν ξέρω αν θα το βγάλουν στον αέρα τελικά.» «Άκου το! Ακούγεται ποιητικό!» «Ποιητικό; Λέω. Βλέπω το λεξιλόγιό σου είναι πιο πλούσιο απ’ ό,τι φανταζόμουν». «Ξέρεις, εκεί στο φροντιστήριο που μας μαθαίνουνε ξένες γλώσσες, ακούμε πολλές λέξεις.» «Λοιπόν, λέω, τι είναι αυτό που θες ν’ ακούσω» «Άκου, μου λέει: Λοιπόν, σεμνά και ταπεινά, ας Αποδομήσουμε τη Τρομοκρατία… της Κατεστημένης και Διαρκώς Επανιδρυόμενης και Εκσυγχρονιζόμενης Αθλιότητας… … των ποικίλων νταβατζήδων …και ν΄ Αποκαταστήσουμε τις Χαμένες Περηφάνιες και Αξιοπρέπειές ΜΑΣ…… και να Πολεμήσουμε τη Περήφανη Παρακμή… Πώς σου φάνηκε;» «Ε, έτσι κι έτσι! Δεν τρελάθηκα κι όλας. Μου φαίνεται και λίγο σαν πολιτικό μελό. Όμως, ποιοι απ’ όλους το ετοιμάζουν αυτό το σποτάκι;» «Δεν το ξέρω αυτό. Γιατί το αφεντικό μου θα το πουλήσει σ’ όποιον δώσει τα περισσότερα. Έτσι κι αλλιώς, όποιος το αγοράσει, θα ισχύει για όλους τους άλλους. Όσο για το μελό, ε, υπάρχει πιο μελό απ’ τη πολιτική γλώσσα, έτσι όπως την κατάντησαν;»…