ΒΑΣΙΛΗΣ ΧΑΣΙΩΤΗΣ : Omnia nimia in contraria convertuntur
…Στην πράξη λοιπόν η τάση του βιοτικού επιπέδου των ΗΠΑ προσδιορίζεται από την εξέλιξη της δικής τους παραγωγικότητας -τελεία και παύλα. Η διεθνής ανταγωνιστικότητα δεν έχει καμία σχέση με όλα αυτά. Τότε, όμως, τι σημαίνει όταν ο κόσμος κάνει λόγο για την «ανταγωνιστικότητα» των ΗΠΑ; Δυστυχώς, η απάντηση είναι συνήθως ότι δεν ξέρουν τι είναι αυτό για το οποίο μιλούν.
[Paul Krugman : Η εποχή των μειωμένων προσδοκιών, εκδ. Πόλις, σελ. 42]
… η Ελλάς δεν στερείται κεφαλαίων, αλλά κεφαλών…
Ευάγγελος Ανδρουλιδάκης εις Γιάννης Μαρίνος : Επανάσταση επιτέλους στην Εκπαίδευση, εις : Οικονομικός Ταχυδρόμος, 7/8/97, σελ. 4
Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης
[Paul Krugman : Η εποχή των μειωμένων προσδοκιών, εκδ. Πόλις, σελ. 42]
… η Ελλάς δεν στερείται κεφαλαίων, αλλά κεφαλών…
Ευάγγελος Ανδρουλιδάκης εις Γιάννης Μαρίνος : Επανάσταση επιτέλους στην Εκπαίδευση, εις : Οικονομικός Ταχυδρόμος, 7/8/97, σελ. 4
Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΑ παρατηρούμε και συζητούμε διάφορα πράγματα : θυμάστε, π.χ. πριν κάποια χρόνια το «όχι» των Γάλλων και Ολλανδών για το ευρωσύνταγμα, παρατηρούμε, άλλο παράδειγμα, καθημερινά τη συζήτηση (στην Ευρώπη κι εδώ) για τα κινέζικα προϊόντα, (όπου αιφνιδίως, οι υπέρμαχοι του ελεύθερου ανταγωνισμού, σαν είδαν ότι στρέφεται εναντίον τους, δεν δίστασαν να ζητήσουν «προστατευτικά» μέτρα έναντι των Κινέζων), τη.... συζήτηση για το εργασιακό και το ασφαλιστικό ζήτημα (ομοίως εδώ και διεθνώς), τη συζήτηση για τους προνομιούχους και μη μισθωτούς, τη συζήτηση για τη κρίση (ή μάλλον : για τις κρίσεις, για να μη ξεχνάμε και όσες προηγήθηκαν –όχι πολύ πριν- απ’ τη σημερινή) : όλες αυτές οι συζητήσεις είναι μερικές μονάχα όψεις ενός γενικότερου ζητήματος, της ανάπτυξης, το οποίο όμως, ενώ απλώς επικαλείται εν είδει νομιμοποιητικής βάσης για συζητήσεις σαν τις παραπάνω, εν τούτοις, αυτή η ίδια η νομιμοποιητική βάση δεν συζητείται στην έκταση και το βάθος που θα έπρεπε ακόμα και για να αιτιολογηθεί ως τέτοια (δηλαδή ως αιτιολογική βάση).
Όταν τίθεται το ζήτημα, και πολύ περισσότερο το ερώτημα της ανάπτυξης, το ερώτημα δεν είναι αν κάποιος θέλει την ανάπτυξη, (αυτό καθαυτό τούτο το ερώτημα είναι αφελές), μα ποια ανάπτυξη θέλει και με ποιους όρους την θέλει. Λέγουν π.χ., εστιάζοντας όλως ενδεικτικά στο εργασιακό ζήτημα, όπως η σχετική προβληματική φαίνεται να αναδύεται σε παγκόσμια κλίμακα, ότι κάποιοι προσπαθούν να μας πάνε πίσω στον 19ο αιώνα. Βεβαίως η «απειλή» αυτή έχει μια ειδική (φοβική) σημασία για τον «Δυτικό» άνθρωπο. Για έναν Αιθίοπα π.χ., η «απειλή» να γίνει η χώρα του Γαλλία του 19ου αιώνα, ίσως και να φάνταζε σαν μια τεράστια πρόοδος! Γιατί όμως, εμείς εδώ στη Δύση, να πάμε τόσο πίσω; Υπάρχουν συνθήκες που και τον 19ο αιώνα και τον 20ο αιώνα ήταν περίπου οι ίδιες. Σήμερα εξ άλλου (τον 21ο αιώνα παρακαλώ!), για εκατομμύρια παιδιά στο κόσμο (για να εστιάσουμε σε μια ενδεικτική απλώς πτυχή) τα πράγματα δεν είναι καλύτερα απ’ ό,τι αρκετό καιρό πίσω στο παρελθόν. Μόνο στην Ασία εργάζονται, συμβάλλοντας έτσι στο «θαύμα» του μικρού εργασιακού κόστους, περί τα 127 εκατομμύρια παιδιά ηλικίας 5-14 ετών που συνιστούν το 60% της παγκόσμιας παιδικής εργασίας, (διερωτώμαι, ένα παιδάκι5 ετών, πόσο είναι ανθρωπίνως μπορετό να το εκμεταλλεύεται ένας άλλος «άνθρωπος»), κι εδώ μάλιστα πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν υπολογίζονται στα μεγέθη αυτά παιδιά που απασχολούνται σε οικογενειακές οικονομικές δραστηριότητες (βλέπε ενδεικτικά, Eric V. Edmonds : Child Labour in South Asia, wp, OECD, 2003, pp. 3, 10). Η παιδική εργασία που εδώ επικεντρώνουμε όλως ενδεικτικά όπως σημειώσαμε, βεβαίως έχει «ευεργετικά» αποτελέσματα στην «ανταγωνιστικότητα», λόγω της ομοίως «ευεργετικής» επίδρασής της στο «κόστος εργασίας», μέσω της υποκατάστασης των «ακριβότερων» αμοιβών των ενηλίκων μα και επίσης «εξοικονομεί» και άλλους πόρους, όπως λιγότερες ανάγκες για σχολεία και δασκάλους, κλπ. (μια γενική απ’ αυτών αναφορά βλέπε ενδεικτικά Richard Anker : Conceptual and research frameworks for the economics of child labour and its elimination, International Labour Office Geneva, wp, 2000).
Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε και σε άλλα παρεμφερή ζητήματα, όπως π.χ. το τι συμβαίνει με τις γυναίκες στις χώρες εκείνες του «χαμηλού κόστους», το τι συμβαίνει με τις κοινωνικές καλύψεις αλλ’ εν τέλει και την ίδια την ποιότητα και την ασφάλεια των παραγόμενων προϊόντων, και άλλα πολλά και σοβαρά, διότι τότε θα επεκταθούμε κάτι που το δεν επιτρέπει ο χώρος. Όπως π.χ. στη συνήθως έμμεση πλην σαφή ανάπτυξη μιας παραοικονομικής φιλολογίας που περίπου εκθειάζει την προς τα κάτω εξίσωση των βιοτικών επιπέδων. Για μας, η οποιαδήποτε τέτοια προσέγγιση των πραγμάτων, αποτελεί σε κάθε περίπτωση εκτροπή από την ορθή επιστημονική ερμηνεία του οικονομικού γίγνεσθαι (εφόσον θέλουμε να την επικαλούμαστε). Πρόκειται για πλήρη σύγχυση. Διότι την ίδια στιγμή που υποδεικνύουν π.χ. στη χώρα μας την αναγκαιότητα «σύγκλισης» των μισθών προς τα ισχύοντα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την ίδια στιγμή επίσης οι ίδιοι πολλές φορές άνθρωποι σχεδόν λοιδορούν οποιαδήποτε επαγγελματική τάξη κατορθώσει να ξεφύγει από τους εθνικούς μίζερους μέσους όρους, ενώ αυτή «η προνομιούχα τάξη» ενίοτε ευρίσκεται κι αυτή πίσω από τους μέσους όρους που αποτελούν στόχο κατά τα άλλα για το σύνολο των εργαζόμενων (και βεβαίως και της ίδιας)! Έτσι, το ευαγγέλιο της «σύγκλισης» από τη μια που απαιτεί μεγαλύτερες αποδοχές των εργαζόμενων, την ίδια στιγμή, από τους ίδιους ευαγγελιστές καταπολεμείται με άλλα κηρύγματα που εγκωμιάζουν την εξίσωση προς τα κάτω, και άρα την ακόμα μεγαλύτερη απόκλιση από τους «ευρωπαϊκούς» στόχους. Την ίδια επίσης στιγμή, ένα τρίτο ευαγγέλιο των ίδιων ενίοτε ανωτέρω ευαγγελιστών, προάγει έτι περαιτέρω τον παραλογισμό της εποχής, δείχνοντάς μας π.χ. την Κίνα, την Ινδία και ίσως αύριο την Μοζαμβίκη ως περίπου πρότυπα για την ανταγωνιστικότητα (και βεβαίως, ιδιαίτερα εξυμνείται το χαμηλό τους εργασιακό κόστος) και την ανάπτυξη! Τι μας δείχνουν εκεί; Από τη μια το χαμηλό τους εργατικό κόστος, από την άλλη δε, γκρινιάζουν όχι μονάχα για την χαμηλή ποιότητα των κινέζικων προϊόντων, μα και ενίοτε για την επικινδυνότητά τους για την ίδια την ζωή των καταναλωτών. Λοιπόν, αν θα έπρεπε τα κινέζικα προϊόντα να κερδίσουν σε ποιότητα και ασφάλεια, θα πρέπει να αυξήσουν το κόστος τους. Και αστυφύλαξ και χωροφύλαξ δεν γίνεται. Ούτε πρέπει να ΄χει κανείς την ψευδαίσθηση ότι οι Κινέζοι ή οι Ινδοί δεν θ’ αρχίσουν και αυτοί να διεκδικούν ένα πιο «δυτικό» βιοτικό επίπεδο, πιο ακριβό και επομένως ν’ αρχίσουν να διεκδικούν και «δυτικές» απολαβές. Και ούτε βεβαίως το εργατικό κόστος είναι το μόνο καθοριστικό στοιχείο της ανταγωνιστικότητας, ιδίως σε μια εποχή όπου, όπως σημειώνει ο Alvin Toffer (Νέες Δυνάμεις, εκδ. Κάκτος, 1991, σελ. 528) : «…Σε μερικές βιομηχανίες, το εργατικό κόστος αντιπροσωπεύει μόνο το 10% στο σύνολο του κόστους της παραγωγής. Η εξοικονόμηση 1% σε κόστος 10% είναι μόνο το ένα δέκατο του εκατοστού». Ούτε θα ζητήσω να αναλύσουν τις τραγικές συνέπειες σ’ εκείνες τις οικονομίες που ακολούθησαν στο παρελθόν κατά γράμμα τις συνταγές των διεθνών οργανισμών (όπως π.χ., ο ΟΟΣΑ, το ΔΝΤ, κ.λπ), και γιατί πια έπαψε εκείνη η υμνωδία προς τις «ασιατικές τίγρεις» (κι αν το φτηνό εργατικό κόστος ήταν όντως ΤΟ μυστικό της «ανταγωνιστικότητάς» τους). Τι άλλωστε θα μπορούσε ν’ αναπτυχθεί ως επιχείρημα μεταξύ δύο απόψεων όταν η μια είναι πεπεισμένη ότι η ανάπτυξη είναι όρος που συνδέεται με την βελτίωση του βιοτικού επιπέδου όλο και μεγαλύτερων τμημάτων ενός πληθυσμού, και ότι ταύτη η επιδίωξη αποδεικνύεται ιστορικά και επιστημονικά ότι είναι συμβατή με το αίτημα της απρόσκοπτης επιχειρηματικής ανάπτυξης, και της άλλης άποψης που δεν αρκείται να υποστηρίζει ακριβώς το αντίθετο, μα και που έχει αναγάγει το εργατικό κόστος στην αυτοκρατορική παράμετρο της ανταγωνιστικότητας; Η βιώσιμη λύση, βρίσκεται συνήθως σ’ ό,τι δεν συζητείται. Ο αείμνηστος καθηγητής μου Αθ. Κανελλόπουλος (Η Οικονομική της Αναπτύξεως, Ανάλυσις και Πολιτική, Τόμος 1ος, Αθήναι) δίδασκε : «Οικονομική ανάπτυξις είναι η μακροχρόνιος διαδικασία κατά την οποίαν μια οικονομία ως σύνολον πραγματοποιεί αύξησιν και διαφοροποίησιν του αποτελέσματος της παραγωγικής ικανότητός της, εν συνδυασμώ προς τας διαρθρωτικάς μεταβολάς εις την δομήν της, άγουσαν εις μόνιμον, συσσωρευτικήν και αυτοσυντηρούμενην αύξησιν του πραγματικού κατά κεφαλήν εισοδήματος επί αυξανομένου πληθυσμού». Με πολύ απλά λόγια, θα πρέπει, εφ’ όσον έχουμε πραγματική ανάπτυξη, να μπορούμε να ζούμε πολύ καλύτερα, αφού λόγω της αυξημένης παραγωγικότητας θα μπορούμε να υποκαθιστούμε χρόνο εργασίας με χρόνο ελεύθερο όπου ο άνθρωπος θα μπορεί να αναπτύσσει και άλλες κοινωνικές δράσεις αλλά και να ικανοποιεί ατομικά ενδιαφέροντα που θα προάγουν το επίπεδο ευημερίας του.
Αν εστιάσουμε στη χώρα μας, το πρόβλημα με την ιστορικώς κρατούσα αντίληψη των πραγμάτων αλλά και με την αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων, είναι ότι τα αναπτυξιακά ζητήματα κατ’ ουσία ήταν θέμα είτε νομοθετικών παρεμβάσεων που επίσης για άλλους ιστορικούς λόγους σπάνια πετύχαιναν τον σκοπό τους ή/και απλώς μιας ταμιακής διαχείρισης των προβλημάτων που επηρέαζαν τον κρατικό κορβανά και πάντα στα πλαίσια των ετήσιων κρατικών προϋπολογισμών (ιστορικά το πλέον μακροπρόθεσμο (!!) εργαλείο διοίκησης). Το αποτέλεσμα ήταν μονίμως το ίδιο : σπατάλη πόρων και χρόνου. Ένα παράδειγμα : ποια είναι η στρατηγική λύση του ασφαλιστικού; Το δημογραφικό και η βιώσιμη ανάπτυξη -τελεία και παύλα. Πόσο θα βοηθήσουν τα ταμιακής φύσεως νοικοκυρέματα (παρόλα αυτά απολύτως αναγκαία αφού πριν κατακτήσουμε το αύριο πρέπει να επιβιώσουμε σήμερα); Λίγο καιρό αν η ταμιακή διαχείριση είναι η αποκλειστική παρέμβαση -επίσης τελεία και παύλα. Το δημογραφικό είναι το 50% της ευστάθειας του πλοίου, η βιώσιμη ανάπτυξη το άλλο 50%. Εκπτώσεις δεν χωρούν εδώ. Δεν χρειαζόμαστε το ένα μόνο, χρειαζόμαστε και τα δυο για να κερδηθεί ο πόλεμος.
Λοιπόν, ας θέσουμε ένα πρόβλημα οικονομικής λογικής στα πλαίσια του επιχειρείν. Πώς θα κρίναμε μιας και οι συρρικνωτικές (downsizing) μακροοικονομικές και μικροοικονομικές στρατηγικές απεδείχθη ότι δεν αποτελούν πανάκεια, να δοκιμάσουμε ακριβώς το αντίθετο; Δηλαδή upsizing v. downsizing. Βεβαίως παρόμοια παραδείγματα δεν υπάρχουν πολλά, όμως λίγα είναι και τα παραδείγματα επιτυχημένων στρατηγικών για τη μακροπρόθεσμη επιβίωση και του επίσης μακροπρόθεσμου στρατηγικού κέρδους (όπου αποδεικνύεται η πρακτική πλέον χρησιμότητα του σεβασμού απέναντι στον ανθρώπινο παράγοντα). Πολύ πρόχειρα ας αναφερθώ στην πασίγνωστη περίπτωση του Henry Ford. Τι έκανε λοιπόν όταν θέλησε να δώσει φτερά στην σχετικά νέα τότε General Motors; Τον Γενάρη του 1914 πήρε μια απόφαση. Μείωσε τις ώρες ημερήσιας εργασίας από 9 που ήταν μέχρι τότε στις 8, και αύξησε το μεροκάματο από τα 2,5 δολάρια, (που ήταν μάλιστα από τα πιο υψηλά του κόσμου) στα 5 (!!) ενώ μείωσε και την τιμή του αυτοκινήτου! Μέσα σε μια απόφαση τρεις πρωτόγνωρες για τα δεδομένα της εποχής παρεμβάσεις (οι δυο εργασιακής φύσης), που τίναζαν στον αέρα τις ορθοδοξίες της οικονομικής επιστήμης. Αντί ως «σώφρων βιομήχανος» να αυξήσει την πίεση στους εργάτες για περισσότερη δουλειά με μικρότερο μεροκάματο, αντί να απολύει τους ενήλικες και να προσλαμβάνει ανήλικα παιδιά, αντί να τους επισείει τον κίνδυνο των απολύσεων, αντί να ψάξει να βρει στην αγορά εργασίας άνεργους πρόθυμους να εργαστούν με πολύ λιγότερα), όλες δηλαδή αυτές οι πολιτικές του συνήθως βραχυπρόθεσμου πλουτισμού και κέρδους, (αυτές δεν θα ήταν οι συνταγές του κάθε ορθόδοξου τεχνοκράτη σήμερα;), έπραξε ακριβώς το αντίθετο. Αλλά επειδή στην ιστορία της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, παρεκτός απ΄ την περίπτωση της ελλιπούς μου γνώσης, δεν έχω διαπιστώσει την ιδιαίτερη συμβολή τούτων των ανθρώπων (των «τεχνοκρατών» - με το καθιερωμένο αρνητικό περιεχόμενο του όρου), και επειδή ο Ford ήταν άνθρωπος του επιχειρείν (μια έννοια που κείται πέραν αυτής του «επιχειρηματία» όπως τρεχόντως εκλαμβάνεται, π.χ., το επιχειρείν θα έπρεπε ν’ αποτελεί φιλοσοφία και και στρατηγική της ίδιας της κυβερνητικής δράσης), με στρατηγική σκέψη (παρά το ότι μάλλον δεν είχε διαβάσει ποτέ του κανένα εγχειρίδιο στρατηγικού μάνατζμεντ που άλλωστε την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν), έκανε ό,τι η κατεστημένη τότε (και σήμερα) οικονομική σκέψη και λογική απέρριπτε μετά βδελυγμίας (και βεβαίως και ό,τι η μαρξιστική ορθοδοξία επίσης προφήτευε). Το αποτέλεσμα της στρατηγικής του ήταν ένας πακτωλός κερδών, με την δημιουργία μυθικών για την εποχή εκείνη αποδόσεων για τους μετόχους, παρά το γεγονός ότι για εκείνη του την πολιτική είχε συρθεί στα δικαστήρια από τους μεγαλομετόχους αδερφούς Ντότζ (οι οποίοι, χάρη στην επιχειρηματικότητα του εναγόμενου απ’ αυτούς Φορντ, είχαν εισπράξει για τις 50 μετοχές των 100 δολαρίων που είχε ο καθένας τους το 1903, το ποσό των 6,5 περίπου εκατομμυρίων δολαρίων σαν μερίσματα ως το 1916!!!!). Αναφερόμενος ο Φορντ σ’ εκείνη του την απόφαση είχε δηλώσει : «Η πληρωμή της ημέρας των 8 ωρών προς 5 δολάρια ήταν η πιο ωραία μείωση του κόστους που κάναμε ποτέ» (βλ. P. L. Bruckberger : Ο Καπιταλισμός; Είναι η ίδια η ζωή!, εκδ. Ροές, σελ. 160. Το παραπάνω παράδειγμα είναι παρμένο από την ίδια αυτή πηγή, σελ. 159-160, 169-176). Ο δικαστής που δίκασε την αγωγή των αδερφών Ντότζ εναντίον του Φορντ, δικαίωσε τους ενάγοντες, με βάση ένα σκεπτικό που δεν διέφερε σε τίποτα από τις σύγχρονες ορθόδοξες τεχνοκρατικές αντιλήψεις όλων εκείνων που έχουν θεοποιήσει το χρηματιστηριακό κέρδος των μετόχων (για τους οποίους ο Φορντ δεν είχε τις καλύτερες των εντυπώσεων) που απλώς εισπράττουν, σε βάρος εκείνων που δημιουργούν τα κέρδη, χωρίς πολύ φορές να γνωρίζουν ούτε καν που βρίσκονται τα γραφεία της επιχείρησής «τους». Όπως είπε ο Φορντ στη δίκη του (ανωτέρω), απαντώντας στις «εύλογες» ερωτήσεις του δικαστή του, όπως, πώς είναι δυνατό να ισχυρίζεται (ο Φορντ) ότι εν τέλει δεν λειτουργούσε σε βάρος του σκοπού της επιχείρησης που ήταν η δημιουργία κερδών για τους μετόχους της, όταν την ίδια στιγμή ισχυρίζονταν ότι στόχος του ήταν να εξασφαλίζει ικανοποιητικές αμοιβές για τους εργάτες του, να δημιουργεί θέσεις εργασίας, να μειώνει τις τιμές των αυτοκινήτων, (κατά την αντίληψή τους πράγματα δηλαδή εξορισμού εναντίον του κέρδους) απάντησε : «Αν τα δώσετε όλα αυτά, το χρήμα θα τρέχει στα χέρια σας τόσο γρήγορα ώστε δεν θα κατορθώσετε ν’ απαλλαγείτε απ’ αυτό» (P. L. Bruckberger : ό.π., σελ. 173). Το παραπάνω παράδειγμα, επιβεβαιώνει κάτι που είναι πολύ γνωστό σε όποιον στοιχειωδώς διαβάζει την εξέλιξη των πραγμάτων. Η σημερινή οικονομική ανάπτυξη, δεν είναι παρά η (ευτυχώς έχουσα θετική κατεύθυνση) μακροχρόνια συνισταμένη ουσιωδώς παρομοίων φιλοσοφικών αντιλήψεων (και συμφερόντων). Έτσι, όταν οι βιομήχανοι του Γκλουσέστερσαϊρ κάπου εκεί γύρω στα 1800, χαρακτήρισαν την πρόταση βουλευτών της Βουλής των Κοινοτήτων στην Αγγλία να μειωθούν οι εργάσιμες ώρες στις 10 ημερησίως (από τις 12-16 που ήταν τότε) σαν «αντάξια των σκοτεινότερων αιώνων» (Leo Huberman : Leo Huberman : Τα Υλικά Αγαθά του Ανθρώπου, Η Ιστορία του Πλούτου των Εθνών, εκδ. Μπουκουμάνη, 1977, σελ, 246), όταν η κατάκτηση του δικαιώματος ψήφου και η δημιουργία συνδικάτων αντιμετωπίστηκαν σαν εξελίξεις που θα μπορούσαν να κλονίσουν την θεία χάριτι «φυσική» εξέλιξη των πραγμάτων (ο δικαστής Sir William Garrow στα 1816 καταδίκασε εννιά καπελάδες σε 2 χρόνια φυλακή τον καθένα γιατί τόλμησαν να δημιουργήσουν ένα στοιχειώδες συνδικάτο - η αιτιολογία ήταν ότι «…η στοιχειώδης ευγνωμοσύνη θα μας δίδασκε να το βλέπουμε [σημ : εννοεί τον εργοδότη τους] σαν ευεργέτη της κοινότητας» (Leo Huberman : ό.π, σελ, 256), όταν σε κάθε αύξηση του μεροκάματου αύξαναν μαζί και οι κραυγές τρόμου της εκάστοτε «έγκριτης και έγκυρης διανόησης» (που δεν εκπροσωπούσε βέβαια το σύνολο της διανόησης) που επεσήμαναν τις ολέθριες συνέπειες που θα είχαν τούτες οι εξελίξεις στον ανταγωνισμό πράγμα που επέβαλε στις κυβερνήσεις να μην παρεμβαίνουν σ’ αυτά τα ζητήματα που άπτονταν του φυσικού νόμου (Leo Huberman : ό.π, σελ, 262), όταν ο Nassau Senior «αποδεικνύει» στα 1844 με τετράγωνη μαθηματική λογική ότι κάθε εργοστάσιο που θα δούλευε με λιγότερες από 12 ώρες την ημέρα (πλην Σαββάτου όπου εκεί είχαμε 9 ώρες), θα κατέρρεε (Leo Huberman : ό.π, σελ, 272), την ίδια στιγμή, το ίδιο το κοινωνικό γίγνεσθαι αποδείκνυε ότι η μακροχρόνια ανάπτυξη σχετίζεται θετικά με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου των λαών και των κοινωνικών παροχών. Δεν χρειάζεται βεβαίως να συντάξουμε πλήρες χρονολόγιο των καταστροφολογικών «έγκυρων κριτικών» που στη πορεία του χρόνου ορθώνονταν για να «αποδείξουν» γιατί η οικονομική ανάπτυξη είναι ένα Μολώχ που απαιτεί ανθρωποθυσίες. Αλλά, γιατί η ανθρωπότητα θα έπρεπε, ακόμα κι αν η ανάπτυξη ήταν ο Μολώχ να προσκυνά έναν τέτοιο θεό; Όμως, αν το 1% των όσων έχουν διατυπωθεί τους τελευταίους 3 αιώνες (για να μη πάμε πιο πίσω) αναφορικά με τις δήθεν δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις που θα είχε η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζόμενων πάνω στην ανταγωνιστικότητα και την οικονομική ανάπτυξη είχαν κόκκο επιστημονικής αλήθειας, τότε η μεν ανθρωπότητα θα είχε καταβυθιστεί σε ένα νέο Μεσαίωνα πριν καν προλάβει να εξέλθει από τον προηγούμενο, ενώ αυτή η ίδια η επιστημονική αλήθεια θα πρέπει επίσης να μας εξηγήσει, πώς είναι δυνατόν εν τέλει η οικονομική ανάπτυξη να συνέβη ακριβώς εκεί όπου υπήρξαν τέτοιες «δυσμενείς» εξελίξεις, όπως ομοίως η αναμενόμενη σύμφωνα με την μαρξιστική προφητεία επανάσταση του προλεταριάτου έγινε αλλού αντ’ αλλού! Γιατί τα πιο ισχυρά και πλούσια κράτη του κόσμου, γιατί οι πιο μεγάλες επιχειρήσεις του κόσμου πληρώνουν καλύτερα, έχουν καλύτερες παροχές, κ.λπ; Η απάντηση δεν είναι καθόλου δύσκολη : η δυσκολία βρίσκεται στο να δεχτεί κανείς την υπεροχή του ιστορικού συμπεράσματος πάνω στις δικές του ιδεοληψίες, παραδόξως δε μάλιστα, η μαρξιστική θεωρία έτσι όπως εξελίχτηκαν σήμερα τα πράγματα, ίσως ν’ αποτελεί και ένα επιστημονικό και ιδεολογικό σύμμαχο της κρατούσας (μετα-σοσιαλιστικής) παγκόσμιας αντίληψης των πραγμάτων!!!
Όταν τίθεται το ζήτημα, και πολύ περισσότερο το ερώτημα της ανάπτυξης, το ερώτημα δεν είναι αν κάποιος θέλει την ανάπτυξη, (αυτό καθαυτό τούτο το ερώτημα είναι αφελές), μα ποια ανάπτυξη θέλει και με ποιους όρους την θέλει. Λέγουν π.χ., εστιάζοντας όλως ενδεικτικά στο εργασιακό ζήτημα, όπως η σχετική προβληματική φαίνεται να αναδύεται σε παγκόσμια κλίμακα, ότι κάποιοι προσπαθούν να μας πάνε πίσω στον 19ο αιώνα. Βεβαίως η «απειλή» αυτή έχει μια ειδική (φοβική) σημασία για τον «Δυτικό» άνθρωπο. Για έναν Αιθίοπα π.χ., η «απειλή» να γίνει η χώρα του Γαλλία του 19ου αιώνα, ίσως και να φάνταζε σαν μια τεράστια πρόοδος! Γιατί όμως, εμείς εδώ στη Δύση, να πάμε τόσο πίσω; Υπάρχουν συνθήκες που και τον 19ο αιώνα και τον 20ο αιώνα ήταν περίπου οι ίδιες. Σήμερα εξ άλλου (τον 21ο αιώνα παρακαλώ!), για εκατομμύρια παιδιά στο κόσμο (για να εστιάσουμε σε μια ενδεικτική απλώς πτυχή) τα πράγματα δεν είναι καλύτερα απ’ ό,τι αρκετό καιρό πίσω στο παρελθόν. Μόνο στην Ασία εργάζονται, συμβάλλοντας έτσι στο «θαύμα» του μικρού εργασιακού κόστους, περί τα 127 εκατομμύρια παιδιά ηλικίας 5-14 ετών που συνιστούν το 60% της παγκόσμιας παιδικής εργασίας, (διερωτώμαι, ένα παιδάκι5 ετών, πόσο είναι ανθρωπίνως μπορετό να το εκμεταλλεύεται ένας άλλος «άνθρωπος»), κι εδώ μάλιστα πρέπει να σημειώσουμε ότι δεν υπολογίζονται στα μεγέθη αυτά παιδιά που απασχολούνται σε οικογενειακές οικονομικές δραστηριότητες (βλέπε ενδεικτικά, Eric V. Edmonds : Child Labour in South Asia, wp, OECD, 2003, pp. 3, 10). Η παιδική εργασία που εδώ επικεντρώνουμε όλως ενδεικτικά όπως σημειώσαμε, βεβαίως έχει «ευεργετικά» αποτελέσματα στην «ανταγωνιστικότητα», λόγω της ομοίως «ευεργετικής» επίδρασής της στο «κόστος εργασίας», μέσω της υποκατάστασης των «ακριβότερων» αμοιβών των ενηλίκων μα και επίσης «εξοικονομεί» και άλλους πόρους, όπως λιγότερες ανάγκες για σχολεία και δασκάλους, κλπ. (μια γενική απ’ αυτών αναφορά βλέπε ενδεικτικά Richard Anker : Conceptual and research frameworks for the economics of child labour and its elimination, International Labour Office Geneva, wp, 2000).
Δεν χρειάζεται να επεκταθούμε και σε άλλα παρεμφερή ζητήματα, όπως π.χ. το τι συμβαίνει με τις γυναίκες στις χώρες εκείνες του «χαμηλού κόστους», το τι συμβαίνει με τις κοινωνικές καλύψεις αλλ’ εν τέλει και την ίδια την ποιότητα και την ασφάλεια των παραγόμενων προϊόντων, και άλλα πολλά και σοβαρά, διότι τότε θα επεκταθούμε κάτι που το δεν επιτρέπει ο χώρος. Όπως π.χ. στη συνήθως έμμεση πλην σαφή ανάπτυξη μιας παραοικονομικής φιλολογίας που περίπου εκθειάζει την προς τα κάτω εξίσωση των βιοτικών επιπέδων. Για μας, η οποιαδήποτε τέτοια προσέγγιση των πραγμάτων, αποτελεί σε κάθε περίπτωση εκτροπή από την ορθή επιστημονική ερμηνεία του οικονομικού γίγνεσθαι (εφόσον θέλουμε να την επικαλούμαστε). Πρόκειται για πλήρη σύγχυση. Διότι την ίδια στιγμή που υποδεικνύουν π.χ. στη χώρα μας την αναγκαιότητα «σύγκλισης» των μισθών προς τα ισχύοντα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την ίδια στιγμή επίσης οι ίδιοι πολλές φορές άνθρωποι σχεδόν λοιδορούν οποιαδήποτε επαγγελματική τάξη κατορθώσει να ξεφύγει από τους εθνικούς μίζερους μέσους όρους, ενώ αυτή «η προνομιούχα τάξη» ενίοτε ευρίσκεται κι αυτή πίσω από τους μέσους όρους που αποτελούν στόχο κατά τα άλλα για το σύνολο των εργαζόμενων (και βεβαίως και της ίδιας)! Έτσι, το ευαγγέλιο της «σύγκλισης» από τη μια που απαιτεί μεγαλύτερες αποδοχές των εργαζόμενων, την ίδια στιγμή, από τους ίδιους ευαγγελιστές καταπολεμείται με άλλα κηρύγματα που εγκωμιάζουν την εξίσωση προς τα κάτω, και άρα την ακόμα μεγαλύτερη απόκλιση από τους «ευρωπαϊκούς» στόχους. Την ίδια επίσης στιγμή, ένα τρίτο ευαγγέλιο των ίδιων ενίοτε ανωτέρω ευαγγελιστών, προάγει έτι περαιτέρω τον παραλογισμό της εποχής, δείχνοντάς μας π.χ. την Κίνα, την Ινδία και ίσως αύριο την Μοζαμβίκη ως περίπου πρότυπα για την ανταγωνιστικότητα (και βεβαίως, ιδιαίτερα εξυμνείται το χαμηλό τους εργασιακό κόστος) και την ανάπτυξη! Τι μας δείχνουν εκεί; Από τη μια το χαμηλό τους εργατικό κόστος, από την άλλη δε, γκρινιάζουν όχι μονάχα για την χαμηλή ποιότητα των κινέζικων προϊόντων, μα και ενίοτε για την επικινδυνότητά τους για την ίδια την ζωή των καταναλωτών. Λοιπόν, αν θα έπρεπε τα κινέζικα προϊόντα να κερδίσουν σε ποιότητα και ασφάλεια, θα πρέπει να αυξήσουν το κόστος τους. Και αστυφύλαξ και χωροφύλαξ δεν γίνεται. Ούτε πρέπει να ΄χει κανείς την ψευδαίσθηση ότι οι Κινέζοι ή οι Ινδοί δεν θ’ αρχίσουν και αυτοί να διεκδικούν ένα πιο «δυτικό» βιοτικό επίπεδο, πιο ακριβό και επομένως ν’ αρχίσουν να διεκδικούν και «δυτικές» απολαβές. Και ούτε βεβαίως το εργατικό κόστος είναι το μόνο καθοριστικό στοιχείο της ανταγωνιστικότητας, ιδίως σε μια εποχή όπου, όπως σημειώνει ο Alvin Toffer (Νέες Δυνάμεις, εκδ. Κάκτος, 1991, σελ. 528) : «…Σε μερικές βιομηχανίες, το εργατικό κόστος αντιπροσωπεύει μόνο το 10% στο σύνολο του κόστους της παραγωγής. Η εξοικονόμηση 1% σε κόστος 10% είναι μόνο το ένα δέκατο του εκατοστού». Ούτε θα ζητήσω να αναλύσουν τις τραγικές συνέπειες σ’ εκείνες τις οικονομίες που ακολούθησαν στο παρελθόν κατά γράμμα τις συνταγές των διεθνών οργανισμών (όπως π.χ., ο ΟΟΣΑ, το ΔΝΤ, κ.λπ), και γιατί πια έπαψε εκείνη η υμνωδία προς τις «ασιατικές τίγρεις» (κι αν το φτηνό εργατικό κόστος ήταν όντως ΤΟ μυστικό της «ανταγωνιστικότητάς» τους). Τι άλλωστε θα μπορούσε ν’ αναπτυχθεί ως επιχείρημα μεταξύ δύο απόψεων όταν η μια είναι πεπεισμένη ότι η ανάπτυξη είναι όρος που συνδέεται με την βελτίωση του βιοτικού επιπέδου όλο και μεγαλύτερων τμημάτων ενός πληθυσμού, και ότι ταύτη η επιδίωξη αποδεικνύεται ιστορικά και επιστημονικά ότι είναι συμβατή με το αίτημα της απρόσκοπτης επιχειρηματικής ανάπτυξης, και της άλλης άποψης που δεν αρκείται να υποστηρίζει ακριβώς το αντίθετο, μα και που έχει αναγάγει το εργατικό κόστος στην αυτοκρατορική παράμετρο της ανταγωνιστικότητας; Η βιώσιμη λύση, βρίσκεται συνήθως σ’ ό,τι δεν συζητείται. Ο αείμνηστος καθηγητής μου Αθ. Κανελλόπουλος (Η Οικονομική της Αναπτύξεως, Ανάλυσις και Πολιτική, Τόμος 1ος, Αθήναι) δίδασκε : «Οικονομική ανάπτυξις είναι η μακροχρόνιος διαδικασία κατά την οποίαν μια οικονομία ως σύνολον πραγματοποιεί αύξησιν και διαφοροποίησιν του αποτελέσματος της παραγωγικής ικανότητός της, εν συνδυασμώ προς τας διαρθρωτικάς μεταβολάς εις την δομήν της, άγουσαν εις μόνιμον, συσσωρευτικήν και αυτοσυντηρούμενην αύξησιν του πραγματικού κατά κεφαλήν εισοδήματος επί αυξανομένου πληθυσμού». Με πολύ απλά λόγια, θα πρέπει, εφ’ όσον έχουμε πραγματική ανάπτυξη, να μπορούμε να ζούμε πολύ καλύτερα, αφού λόγω της αυξημένης παραγωγικότητας θα μπορούμε να υποκαθιστούμε χρόνο εργασίας με χρόνο ελεύθερο όπου ο άνθρωπος θα μπορεί να αναπτύσσει και άλλες κοινωνικές δράσεις αλλά και να ικανοποιεί ατομικά ενδιαφέροντα που θα προάγουν το επίπεδο ευημερίας του.
Αν εστιάσουμε στη χώρα μας, το πρόβλημα με την ιστορικώς κρατούσα αντίληψη των πραγμάτων αλλά και με την αντιμετώπιση των μεγάλων προβλημάτων, είναι ότι τα αναπτυξιακά ζητήματα κατ’ ουσία ήταν θέμα είτε νομοθετικών παρεμβάσεων που επίσης για άλλους ιστορικούς λόγους σπάνια πετύχαιναν τον σκοπό τους ή/και απλώς μιας ταμιακής διαχείρισης των προβλημάτων που επηρέαζαν τον κρατικό κορβανά και πάντα στα πλαίσια των ετήσιων κρατικών προϋπολογισμών (ιστορικά το πλέον μακροπρόθεσμο (!!) εργαλείο διοίκησης). Το αποτέλεσμα ήταν μονίμως το ίδιο : σπατάλη πόρων και χρόνου. Ένα παράδειγμα : ποια είναι η στρατηγική λύση του ασφαλιστικού; Το δημογραφικό και η βιώσιμη ανάπτυξη -τελεία και παύλα. Πόσο θα βοηθήσουν τα ταμιακής φύσεως νοικοκυρέματα (παρόλα αυτά απολύτως αναγκαία αφού πριν κατακτήσουμε το αύριο πρέπει να επιβιώσουμε σήμερα); Λίγο καιρό αν η ταμιακή διαχείριση είναι η αποκλειστική παρέμβαση -επίσης τελεία και παύλα. Το δημογραφικό είναι το 50% της ευστάθειας του πλοίου, η βιώσιμη ανάπτυξη το άλλο 50%. Εκπτώσεις δεν χωρούν εδώ. Δεν χρειαζόμαστε το ένα μόνο, χρειαζόμαστε και τα δυο για να κερδηθεί ο πόλεμος.
Λοιπόν, ας θέσουμε ένα πρόβλημα οικονομικής λογικής στα πλαίσια του επιχειρείν. Πώς θα κρίναμε μιας και οι συρρικνωτικές (downsizing) μακροοικονομικές και μικροοικονομικές στρατηγικές απεδείχθη ότι δεν αποτελούν πανάκεια, να δοκιμάσουμε ακριβώς το αντίθετο; Δηλαδή upsizing v. downsizing. Βεβαίως παρόμοια παραδείγματα δεν υπάρχουν πολλά, όμως λίγα είναι και τα παραδείγματα επιτυχημένων στρατηγικών για τη μακροπρόθεσμη επιβίωση και του επίσης μακροπρόθεσμου στρατηγικού κέρδους (όπου αποδεικνύεται η πρακτική πλέον χρησιμότητα του σεβασμού απέναντι στον ανθρώπινο παράγοντα). Πολύ πρόχειρα ας αναφερθώ στην πασίγνωστη περίπτωση του Henry Ford. Τι έκανε λοιπόν όταν θέλησε να δώσει φτερά στην σχετικά νέα τότε General Motors; Τον Γενάρη του 1914 πήρε μια απόφαση. Μείωσε τις ώρες ημερήσιας εργασίας από 9 που ήταν μέχρι τότε στις 8, και αύξησε το μεροκάματο από τα 2,5 δολάρια, (που ήταν μάλιστα από τα πιο υψηλά του κόσμου) στα 5 (!!) ενώ μείωσε και την τιμή του αυτοκινήτου! Μέσα σε μια απόφαση τρεις πρωτόγνωρες για τα δεδομένα της εποχής παρεμβάσεις (οι δυο εργασιακής φύσης), που τίναζαν στον αέρα τις ορθοδοξίες της οικονομικής επιστήμης. Αντί ως «σώφρων βιομήχανος» να αυξήσει την πίεση στους εργάτες για περισσότερη δουλειά με μικρότερο μεροκάματο, αντί να απολύει τους ενήλικες και να προσλαμβάνει ανήλικα παιδιά, αντί να τους επισείει τον κίνδυνο των απολύσεων, αντί να ψάξει να βρει στην αγορά εργασίας άνεργους πρόθυμους να εργαστούν με πολύ λιγότερα), όλες δηλαδή αυτές οι πολιτικές του συνήθως βραχυπρόθεσμου πλουτισμού και κέρδους, (αυτές δεν θα ήταν οι συνταγές του κάθε ορθόδοξου τεχνοκράτη σήμερα;), έπραξε ακριβώς το αντίθετο. Αλλά επειδή στην ιστορία της οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης, παρεκτός απ΄ την περίπτωση της ελλιπούς μου γνώσης, δεν έχω διαπιστώσει την ιδιαίτερη συμβολή τούτων των ανθρώπων (των «τεχνοκρατών» - με το καθιερωμένο αρνητικό περιεχόμενο του όρου), και επειδή ο Ford ήταν άνθρωπος του επιχειρείν (μια έννοια που κείται πέραν αυτής του «επιχειρηματία» όπως τρεχόντως εκλαμβάνεται, π.χ., το επιχειρείν θα έπρεπε ν’ αποτελεί φιλοσοφία και και στρατηγική της ίδιας της κυβερνητικής δράσης), με στρατηγική σκέψη (παρά το ότι μάλλον δεν είχε διαβάσει ποτέ του κανένα εγχειρίδιο στρατηγικού μάνατζμεντ που άλλωστε την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν), έκανε ό,τι η κατεστημένη τότε (και σήμερα) οικονομική σκέψη και λογική απέρριπτε μετά βδελυγμίας (και βεβαίως και ό,τι η μαρξιστική ορθοδοξία επίσης προφήτευε). Το αποτέλεσμα της στρατηγικής του ήταν ένας πακτωλός κερδών, με την δημιουργία μυθικών για την εποχή εκείνη αποδόσεων για τους μετόχους, παρά το γεγονός ότι για εκείνη του την πολιτική είχε συρθεί στα δικαστήρια από τους μεγαλομετόχους αδερφούς Ντότζ (οι οποίοι, χάρη στην επιχειρηματικότητα του εναγόμενου απ’ αυτούς Φορντ, είχαν εισπράξει για τις 50 μετοχές των 100 δολαρίων που είχε ο καθένας τους το 1903, το ποσό των 6,5 περίπου εκατομμυρίων δολαρίων σαν μερίσματα ως το 1916!!!!). Αναφερόμενος ο Φορντ σ’ εκείνη του την απόφαση είχε δηλώσει : «Η πληρωμή της ημέρας των 8 ωρών προς 5 δολάρια ήταν η πιο ωραία μείωση του κόστους που κάναμε ποτέ» (βλ. P. L. Bruckberger : Ο Καπιταλισμός; Είναι η ίδια η ζωή!, εκδ. Ροές, σελ. 160. Το παραπάνω παράδειγμα είναι παρμένο από την ίδια αυτή πηγή, σελ. 159-160, 169-176). Ο δικαστής που δίκασε την αγωγή των αδερφών Ντότζ εναντίον του Φορντ, δικαίωσε τους ενάγοντες, με βάση ένα σκεπτικό που δεν διέφερε σε τίποτα από τις σύγχρονες ορθόδοξες τεχνοκρατικές αντιλήψεις όλων εκείνων που έχουν θεοποιήσει το χρηματιστηριακό κέρδος των μετόχων (για τους οποίους ο Φορντ δεν είχε τις καλύτερες των εντυπώσεων) που απλώς εισπράττουν, σε βάρος εκείνων που δημιουργούν τα κέρδη, χωρίς πολύ φορές να γνωρίζουν ούτε καν που βρίσκονται τα γραφεία της επιχείρησής «τους». Όπως είπε ο Φορντ στη δίκη του (ανωτέρω), απαντώντας στις «εύλογες» ερωτήσεις του δικαστή του, όπως, πώς είναι δυνατό να ισχυρίζεται (ο Φορντ) ότι εν τέλει δεν λειτουργούσε σε βάρος του σκοπού της επιχείρησης που ήταν η δημιουργία κερδών για τους μετόχους της, όταν την ίδια στιγμή ισχυρίζονταν ότι στόχος του ήταν να εξασφαλίζει ικανοποιητικές αμοιβές για τους εργάτες του, να δημιουργεί θέσεις εργασίας, να μειώνει τις τιμές των αυτοκινήτων, (κατά την αντίληψή τους πράγματα δηλαδή εξορισμού εναντίον του κέρδους) απάντησε : «Αν τα δώσετε όλα αυτά, το χρήμα θα τρέχει στα χέρια σας τόσο γρήγορα ώστε δεν θα κατορθώσετε ν’ απαλλαγείτε απ’ αυτό» (P. L. Bruckberger : ό.π., σελ. 173). Το παραπάνω παράδειγμα, επιβεβαιώνει κάτι που είναι πολύ γνωστό σε όποιον στοιχειωδώς διαβάζει την εξέλιξη των πραγμάτων. Η σημερινή οικονομική ανάπτυξη, δεν είναι παρά η (ευτυχώς έχουσα θετική κατεύθυνση) μακροχρόνια συνισταμένη ουσιωδώς παρομοίων φιλοσοφικών αντιλήψεων (και συμφερόντων). Έτσι, όταν οι βιομήχανοι του Γκλουσέστερσαϊρ κάπου εκεί γύρω στα 1800, χαρακτήρισαν την πρόταση βουλευτών της Βουλής των Κοινοτήτων στην Αγγλία να μειωθούν οι εργάσιμες ώρες στις 10 ημερησίως (από τις 12-16 που ήταν τότε) σαν «αντάξια των σκοτεινότερων αιώνων» (Leo Huberman : Leo Huberman : Τα Υλικά Αγαθά του Ανθρώπου, Η Ιστορία του Πλούτου των Εθνών, εκδ. Μπουκουμάνη, 1977, σελ, 246), όταν η κατάκτηση του δικαιώματος ψήφου και η δημιουργία συνδικάτων αντιμετωπίστηκαν σαν εξελίξεις που θα μπορούσαν να κλονίσουν την θεία χάριτι «φυσική» εξέλιξη των πραγμάτων (ο δικαστής Sir William Garrow στα 1816 καταδίκασε εννιά καπελάδες σε 2 χρόνια φυλακή τον καθένα γιατί τόλμησαν να δημιουργήσουν ένα στοιχειώδες συνδικάτο - η αιτιολογία ήταν ότι «…η στοιχειώδης ευγνωμοσύνη θα μας δίδασκε να το βλέπουμε [σημ : εννοεί τον εργοδότη τους] σαν ευεργέτη της κοινότητας» (Leo Huberman : ό.π, σελ, 256), όταν σε κάθε αύξηση του μεροκάματου αύξαναν μαζί και οι κραυγές τρόμου της εκάστοτε «έγκριτης και έγκυρης διανόησης» (που δεν εκπροσωπούσε βέβαια το σύνολο της διανόησης) που επεσήμαναν τις ολέθριες συνέπειες που θα είχαν τούτες οι εξελίξεις στον ανταγωνισμό πράγμα που επέβαλε στις κυβερνήσεις να μην παρεμβαίνουν σ’ αυτά τα ζητήματα που άπτονταν του φυσικού νόμου (Leo Huberman : ό.π, σελ, 262), όταν ο Nassau Senior «αποδεικνύει» στα 1844 με τετράγωνη μαθηματική λογική ότι κάθε εργοστάσιο που θα δούλευε με λιγότερες από 12 ώρες την ημέρα (πλην Σαββάτου όπου εκεί είχαμε 9 ώρες), θα κατέρρεε (Leo Huberman : ό.π, σελ, 272), την ίδια στιγμή, το ίδιο το κοινωνικό γίγνεσθαι αποδείκνυε ότι η μακροχρόνια ανάπτυξη σχετίζεται θετικά με την άνοδο του βιοτικού επιπέδου των λαών και των κοινωνικών παροχών. Δεν χρειάζεται βεβαίως να συντάξουμε πλήρες χρονολόγιο των καταστροφολογικών «έγκυρων κριτικών» που στη πορεία του χρόνου ορθώνονταν για να «αποδείξουν» γιατί η οικονομική ανάπτυξη είναι ένα Μολώχ που απαιτεί ανθρωποθυσίες. Αλλά, γιατί η ανθρωπότητα θα έπρεπε, ακόμα κι αν η ανάπτυξη ήταν ο Μολώχ να προσκυνά έναν τέτοιο θεό; Όμως, αν το 1% των όσων έχουν διατυπωθεί τους τελευταίους 3 αιώνες (για να μη πάμε πιο πίσω) αναφορικά με τις δήθεν δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις που θα είχε η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζόμενων πάνω στην ανταγωνιστικότητα και την οικονομική ανάπτυξη είχαν κόκκο επιστημονικής αλήθειας, τότε η μεν ανθρωπότητα θα είχε καταβυθιστεί σε ένα νέο Μεσαίωνα πριν καν προλάβει να εξέλθει από τον προηγούμενο, ενώ αυτή η ίδια η επιστημονική αλήθεια θα πρέπει επίσης να μας εξηγήσει, πώς είναι δυνατόν εν τέλει η οικονομική ανάπτυξη να συνέβη ακριβώς εκεί όπου υπήρξαν τέτοιες «δυσμενείς» εξελίξεις, όπως ομοίως η αναμενόμενη σύμφωνα με την μαρξιστική προφητεία επανάσταση του προλεταριάτου έγινε αλλού αντ’ αλλού! Γιατί τα πιο ισχυρά και πλούσια κράτη του κόσμου, γιατί οι πιο μεγάλες επιχειρήσεις του κόσμου πληρώνουν καλύτερα, έχουν καλύτερες παροχές, κ.λπ; Η απάντηση δεν είναι καθόλου δύσκολη : η δυσκολία βρίσκεται στο να δεχτεί κανείς την υπεροχή του ιστορικού συμπεράσματος πάνω στις δικές του ιδεοληψίες, παραδόξως δε μάλιστα, η μαρξιστική θεωρία έτσι όπως εξελίχτηκαν σήμερα τα πράγματα, ίσως ν’ αποτελεί και ένα επιστημονικό και ιδεολογικό σύμμαχο της κρατούσας (μετα-σοσιαλιστικής) παγκόσμιας αντίληψης των πραγμάτων!!!
Πράγματι, Omnia nimia in contraria convertuntur : όλα τα υπερβολικά γυρίζουνε στα αντίθετά τους.