Κανείς δεν αμφιβάλλει ότι, το αργότερο με την πτώχευση της Lehman Brothers εισήλθαμε σε μία περίοδο έντονης κρίσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, το οποίο αποτελεί τα θεμέλια του καπιταλισμού. Επίσης ότι, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, αποφύγαμε το μοιραίο, το οποίο δεν ήταν άλλο από την κατάρρευση των τραπεζών που θα επακολουθούσε, εάν εμφανίζονταν οι πρώτες ουρές καταθετών στα καταστήματα μίας οποιασδήποτε τράπεζας.
Γνωρίζοντας ότι ακόμη και η απλή φήμη όχι της χρεοκοπίας, αλλά της αδυναμίας μίας τράπεζας να πληρώσει τα χρήματα των καταθετών της φτάνει για να... καταρρεύσει ολόκληρο το «σύστημα» (καμία τράπεζα στον κόσμο, ούτε η πιο υγιής, δεν μπορεί να εξοφλήσει τους καταθέτες της, εάν το ζητήσουν όλοι μαζί, αφού κρατάει μόνο ένα μέρος των χρημάτων τους, δανείζοντας όλα τα υπόλοιπα), τα κράτη, συνεργαζόμενα μεταξύ τους, κατάφεραν την τελευταία στιγμή να το διασώσουν
α) εγγυώμενα τις καταθέσεις και
β) «βοηθώντας» με τεράστια ποσά τις τράπεζες, προερχόμενα από τα, χρεωμένα δυστυχώς, δημόσια ταμεία τους (χωρίς να έχει αποκατασταθεί η ροή των χρημάτων προς την πραγματική οικονομία, ενώ η ύφεση διεθνώς εξελίσσεται ραγδαία).
Περαιτέρω, χωρίς να θέλουμε ή να μπορούμε να κρίνουμε την κίνηση των χρηματιστηριακών δεικτών, όταν είναι δυνατόν να «χειραγωγηθούν» ακόμη και από τα επενδυτικά κεφάλαια αντιστάθμισης κινδύνων (Hedge funds), πόσο μάλλον από τις συντονισμένες προσπάθειες των μεγαλύτερων οικονομιών του πλανήτη, αναφέρουμε ορισμένες τραπεζικές αναταράξεις του παρελθόντος, οι οποίες προηγήθηκαν της σημερινής:
α) Ο πανικός του 1907: Προήλθε από την χρεοκοπία των ιδρυμάτων, γνωστών ως «καταπιστευμάτων» που είχαν έδρα τη Νέα Υόρκη.
Χωρίς να επεκταθούμε σε λεπτομέρειες, τα «καταπιστεύματα» αυτά ξέφυγαν από τη βασική λειτουργία τους (διαχείριση κληρονομιών και ακινήτων πλουσίων) και άρχισαν να κερδοσκοπούν σε ακίνητα και μετοχές (οι «εθνικές» τράπεζες τότε δεν επιτρεπόταν να έχουν αντίστοιχες δραστηριότητες). Επειδή δεν ελέγχονταν όσο οι τράπεζες και διατηρούσαν χαμηλότερα χρηματικά αποθέματα εγγύησης των καταθέσεων, είχαν τη δυνατότητα να πληρώνουν υψηλότερες αποδόσεις στους επενδυτές τους.
Έτσι, επεκτάθηκαν ραγδαία, ξεπερνώντας σχεδόν σε τζίρο τις τράπεζες, μέχρι τη στιγμή που χρεοκόπησε ένα από αυτά. Μέσα σε ελάχιστο χρόνο τότε, όλοι οι καταθέτες τρομοκρατήθηκαν και σχημάτισαν ουρές για να αποσύρουν τις καταθέσεις τους, με αποτέλεσμα να κλείσουν πολλά από αυτά (ακόμη και τα υγιή), να αδρανοποιηθούν οι πιστωτικές αγορές, να υποστεί μεγάλο πλήγμα η εμπορική πίστη και να καταποντιστούν οι χρηματιστηριακοί δείκτες.
Ο πανικός σταμάτησε όταν, με τη συνεργασία μεγάλων τραπεζιτών της εποχής (J.P. Morgan, Rockefeller κ.α.), στηρίχθηκαν τα αποθεματικά όλων των τραπεζών και πείσθηκαν οι καταθέτες ότι τα χρήματα τους δεν βρισκόταν σε κίνδυνο. Εν τούτοις, παρά το ότι ο πανικός διήρκεσε λιγότερο από δύο εβδομάδες, η οικονομία βυθίστηκε σε ύφεση για 4 χρόνια, η παραγωγή μειώθηκε κατά 11% και η ανεργία έφθασε στο 8%, από το 3% προηγουμένως. Αμέσως μετά ακολούθησε μια μεγάλη μεταρρύθμιση του πιστωτικού τομέα (μέχρι και την ίδρυση της Fed το 1913), έτσι ώστε να μην επαναληφθεί το γεγονός.
β) Η επανάληψη του ίδιου γεγονότος το 1930 (31-33): Πτώση στις τιμές των εμπορευμάτων, αθέτηση δανείων των αγροτών, μαζικές αναλήψεις των καταθετών από τις τράπεζες.
Τότε, για να μην επαναληφθεί το επικίνδυνο γεγονός, οι τράπεζες χωρίστηκαν σε δύο κατηγορίες (Glass-Steagall-Acts 1932/33):
1. Στις εμπορικές που δέχονταν καταθέσεις και
2. Στις επενδυτικές που δεν δέχονταν.
Οι εμπορικές είχαν μεγάλους περιορισμούς, όσον αφορά τα πιστωτικά ρίσκα που επιτρεπόταν να αναλάβουν και εγγυούνταν τις καταθέσεις, ενώ οι επενδυτικές δεν είχαν τόσο αυστηρό πλαίσιο.
γ) Η κρίση των στεγαστικών ταμιευτηρίων το 1980: Το πρόβλημα εμφανίστηκε ξανά μετά από 50 χρόνια, αλλά ήταν πολύ μικρότερο, αφού το κράτος ήταν εγγυητής των καταθέσεων. Εν τούτοις όμως, κόστισε στις Η.Π.Α. περίπου 700 δις $ με σημερινά μεγέθη (5% του ΑΕΠ) και οδήγησε στην ύφεση του 1990.
δ) Η σημερινή κρίση: Θα ξεκινήσουμε από το 1999, όπου οι Η.Π.Α. κατήργησαν το νόμο Glass-Steagall, επιτρέποντας ξανά τόσο στις τράπεζες, όσο και στις επενδυτικές εταιρείες να κινούνται ελεύθερα. Ακολούθησε η χρηματιστηριακή κρίση (υπερβολή των μετοχών του τεχνολογικού-διαδικτυακού κλάδου) το 2000 η οποία, αν και διήρκεσε μόλις 8 μήνες, άφησε σοβαρά κατάλοιπα (ανεργία για σχεδόν 2,5 χρόνια ακόμη κλπ).
Η κρίση ουσιαστικά «καταπολεμήθηκε» με την διατήρηση των χαμηλών επιτοκίων, τα οποία όμως οδήγησαν σε μία ακόμη «υπερβολή» (ενυπόθηκα δάνεια μειωμένης εξασφάλισης) – λύσαμε δηλαδή το πρόβλημα με τη βοήθεια, τη δημιουργία καλύτερα, ενός καινούργιου! Με απλά λόγια, βάλαμε τα σκουπίδια κάτω από τα έπιπλα, αντί να καθαρίσουμε το δωμάτιο.
Στο τέλος, τα δάνεια αυτά, όμορφα «συσκευασμένα» σε διάφορα νεωτεριστικά χρηματοπιστωτικά προϊόντα (CDO’s κλπ), εξήχθησαν από τις Η.Π.Α. παγκοσμίως, βάζοντας τα θεμέλια της παρούσης κρίσης. Οι αιτίες της φαίνεται να είναι οι παρακάτω:
α) Οι εμπορικές τράπεζες έπαιρναν πολύ μεγάλα ρίσκα, διατηρώντας χαμηλά σχετικά αποθέματα (πολλές συγχωνεύθηκαν με επενδυτικές εταιρείες),
β) Οι επενδυτικές τράπεζες είχαν βρει τρόπο να προσελκύουν «διαφοροποιημένες» καταθέσεις (ομόλογα, τιτλοποιήσεις, προϊόντα «εγγυημένης απόδοσης» κλπ)
γ) Είχε δημιουργηθεί ένας «παρατραπεζικός» χώρος, εντός του οποίου διενεργούνταν τραπεζικές συναλλαγές εκτός κάθε πλαισίου, χωρίς την εγγύηση του Δημοσίου ή καθορισμένων χρηματικών αποθεματικών (δημοπρασίες ομολόγων κ.α.). Ο χώρος δε αυτός (ο οποίος έχει πλέον καταρρεύσει εντελώς, μέσω αντίστοιχων με τις «ουρές» στις τράπεζες υπεραναλήψεων των «καταθετών» - αν και βέβαια διαδικτυακών), είχε μεγεθυνθεί σε τέτοιο βαθμό που πλησίαζε τον τραπεζικό, ενώ επίσης «εξήχθη» από τις Η.Π.Α. παγκοσμίως.
δ) Το κυριότερο, η παραγωγικότητα δεν αυξήθηκε αντίστοιχα τουλάχιστον με τη χρέωση του ιδιωτικού & δημόσιου τομέα, ενώ η τεχνολογία, αντί να συμβάλλει στην αύξηση της παραγωγικότητας, συνέβαλε στην «εξαγωγή της εργασίας» προς τις αναπτυσσόμενες χώρες (Κίνα, Ινδία κλπ), η οποία ακολουθήθηκε από την αύξηση των τιμών των «εμπορευμάτων» (πετρέλαιο, πρώτες ύλες κ.α.). Η «κάλυψη» δε του κενού της εργασίας από το χρηματοπιστωτικό τομέα, καθώς επίσης η προσπάθεια αύξησης της παραγωγικότητας μέσω αυτού, οδήγησε τόσο στην αλόγιστη διόγκωση του, όσο και στα γνωστά μας προβλήματα.
η συνέχεια στο http://www.x-hellenica.gr/PressCenter/Articles/1511.aspx