17 Μαΐ 2009

ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΙΚΟΥ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟΥ (ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ)

Γράφει: Ο Βασίλης Χασιώτης
Ο τέως Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωστής Στεφανόπουλος, σε πρόσφατη ομιλία του στο Πανεπιστήμιο Πειραιά, μίλησε, ανάμεσα σ’ άλλα και για τη παρακμή του ελληνικού πολιτικού συστήματος, εντοπίζοντας την αιτία κύρια στο φαινόμενο του κομματισμού και των δεινών που συνεπάγεται : ευνοιοκρατία, αναξιοκρατία, διαφθορά, ατιμωρησία, ενώ υπογράμμισε και τη σημασία του να μην λαμβάνει υπόψη της η –εκάστοτε κυβέρνηση- το πολιτικό κόστος.
Πολλά θα μπορούσε κανείς να σημειώσει σε όλα τα παραπάνω που επιγραμματικά μνημονεύονται, αλλού μεν συμφωνώντας, αλλού –ίσως- διαφωνώντας. Παρόλα αυτά, το... στοιχείο της συμφωνίας ή της διαφωνίας, δεν είναι καθόλου το μείζον, αντίθετα, το μείζον είναι η σημασία του να εγείρονται προβληματισμοί από μια άποψη που διατυπώνεται. Δηλαδή, να είναι σε θέση μια διατυπωμένη άποψη να προκαλεί το ενδιαφέρον για περαιτέρω σκέψεις για περαιτέρω διεργασίες στο επίπεδο της κοινωνικής και πολιτικής κριτικής και κυρίως το επίπεδο το κοινωνικών και πολιτικών επιλογών. Και τέτοιο ενδιαφέρον η ομιλία του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας το προκάλεσε. Σε ό,τι ακολουθεί, θα επιχειρήσω να συμβάλλω κι εγώ στον όλο προβληματισμό.
Ένα ιδιαίτερο σημείο λοιπόν που θα ήθελα να υπογραμμίσω, είναι το τι είναι αυτή η παρακμή που ζούμε, και πόσο τρέχουσα είναι. Θα έλεγα, ότι αυτή η προβληματική, για τα υπέρ δηλαδή και τα κατά της κομματικής δημοκρατίας, είναι πολύ παλιά. Αυτό το «άρωμα» κρατάει χρόνια –για την ακρίβεια : αιώνες. Σε όλες τις εποχές, σε όλα τα πολιτικά συστήματα, υπήρχαν θεμελιώδεις κοινωνικές αναζητήσεις αναφορικά με τις αξίες που θα έπρεπε να διέπει τα της οργάνωσης μιας κρατικής εξουσίας. Βασικά ο στόχος πάντα ήταν ένας : πώς τα συμφέροντα των πολλών –και κατά τεκμήριο αδύναμων- θα μπορούσαν να προστατευθούν από τα συμφέροντα των λίγων –και ισχυρών. Τούτος ο πόλεμος των συμφερόντων (και της «εκπροσώπησής τους στον θώκο της εξουσίας) είναι αέναος, και γύρω απ’ αυτόν τον πυρηνικό στοχασμό δομούνται οι όποιες μορφές συγκρότησης και οργάνωσης των κοινωνιών και των κρατών, οι κοινωνικοί και πολιτικοί θεσμοί. Ο Πλάτων για παράδειγμα –προσφάτως δηλαδή!!!- περιγράφει στην Πολιτεία του τη συνομιλία του Σωκράτη με τον Θρασύμαχο, ο οποίος απερίφραστα αντιτάσσει στον μεγάλο σοφό ότι «το δίκαιον ουκ άλλο τι ή του κρείττονος συμφέρον» (338c). Οι αιώνες που ακολουθούν, συνεχώς φέρουν στην επιφάνεια τούτο το θέμα ως προβληματική και ως πρόβλημα, χωρίς όμως να έχει δοθεί ακόμα η επιθυμητή λύση. Αν η Σφίγγα είχε θέσει στον Οιδίποδα το ερώτημα ποιο είναι εκείνο που όλοι το έχουν άνισα, όλοι το πολεμούν, αλλά όλους τους νικά, δεν ξέρω πόσο εύκολα θα πήγαινε το μυαλό του στο συμφέρον.
Θυμάμαι στα 1978, ένα διεθνές συνέδριο (Διάλογος, ήταν ο ακριβής τίτλος) που είχε γίνει στην Αθήνα για το μέλλον της Δημοκρατίας. Ο τότε πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας κ. Κ. Τσάτσος, ανοίγοντας τις εργασίες του Διαλόγου, είχε πει : «Ο αριθμός των κρατών που τιτλοφορούνται Δημοκρατίες είναι πολύ μεγάλος. Όμως, σε αντιστάθμισμα, ξέρουμε πως ο αριθμός εκείνων που θα μπορούσαν με το δίκιο τους να διεκδικήσουν τον τίτλο αυτόν ευγενείας είναι πολύ περιορισμένος. Κι’ ανάμεσα σ’ αυτά κυρίως αυξάνουν ολοένα και πιο πολύ οι ανησυχίες για το μέλλον της Δημοκρατίας… Θυμάμαι τη φράση του Ρουσώ : «Αν πάρουμε τη λέξη στην αυστηρή της έννοια, δεν υπήρξε ποτέ αληθινή Δημοκρατία, και δεν θα υπάρξει ποτέ.»… Πολλές είναι οι αιτίες της κρίσεως αυτής του δημοκρατικού καθεστώτος. Όμως η πιο βαθιά αιτία είναι ότι δύο θεμελιώδεις παράγοντες, χωρίς τους οποίους η Δημοκρατία δεν είναι νοητή, έχουν επικίνδυνα εξασθενίσει : από τη μια ο άνθρωπος που κατέχει ελεύθερη πολιτική σκέψη κι από την άλλη η πολιτική εξουσία που αποτελεί την έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας.» (Το Μέλλον της Δημοκρατίας, εκδ. εφημ. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, Αθήνα, 1978, σελ. 26). Πολιτική ανελευθερία, καταχρήσεις εξουσίας, διαζύγιο ηθικής και πολιτικής, πράγματι, διαπιστώσεις σαν τις παραπάνω, θέτουν τον δάκτυλο επί των τύπων των ήλων... Η πολιτική, που θα έπρεπε να αποτελεί το μέσο της εξισορρόπησης και σύγκλισης των συμφερόντων με τρόπο κοινωνικά αποδεκτό, κατάντησε σε απρόκλητο εκπρόσωπο μονομερών συμφερόντων, και τούτο το «απρόκλητο» είναι μια άλλη διάσταση της παρακμής, διότι δείχνει πια το πόσο προχωρημένη είναι η «αρρώστια», που πλέον δεν έχει λόγο να κρύβεται, ούτε να αρωματίζει την δύσοσμη πληγή της. Η παρακμή ως έργο παίζεται ακριβώς μπροστά στα μάτια μας, και μάλιστα μας μοιράζει και προσκλήσεις να παρακολουθούμε το έργο της. Τι έγινε λοιπόν; Τόσο έχουμε υπνωτιστεί, ώστε να μην αντιλαμβανόμαστε ποιόν χειροκροτούμε, ποιόν επιλέγουμε να καθοδηγεί το μέλλον μας;
Ας μου επιτραπεί να επικαιροποιήσω κι εγώ ο ίδιος κάποιες παλιότερες διαπιστώσεις μου. Σ’ ένα άρθρο μου στον Οικονομικό Ταχυδρόμο (10-10-1985) με τον τίτλο Ο ρόλος του Βουλευτή στην κοινοβουλευτική δημοκρατία και η λαϊκή κυριαρχία, σημείωνα μεταξύ άλλων, και τα παρακάτω : «Χωρίς ν’ αποτελεί ελληνικό μόνο φαινόμενο, θα λέγαμε μάλιστα ότι αποτελεί χαρακτηριστικό όλων των δυτικών κοινοβουλευτικών συστημάτων, και υπό την έννοια αυτή, το παρόν άρθρο έχει να κάνει με μια γενικότερη τοποθέτηση, ο βουλευτής, αναγνωρίζεται από το όποιο κόμμα στο οποίο ανήκει -εκτός ίσως από το χώρο της δογματικής αριστεράς- σαν ανεξάρτητη πολιτική οντότητα, κι επομένως με δική του πολιτική βούληση, και ταυτόχρονα, δεν υπάρχει κόμμα, που ενώ υποστηρίζει τα παραπάνω, να μην υποστηρίζει συγχρόνως απόψεις αναιρετικές των ίδιων του θέσεων, όταν μ’ αυτόν τον τρόπο εξυπηρετούνται άλλες σκοπιμότητες, ιδίως θέματα κομματικής συνοχής και τάξεως. Αν θα θέλαμε, πέραν των όσων υποστηρίζουν ή δεν υποστηρίζουν τα διάφορα κόμματα, να προτάξουμε την δική μας κριτική τοποθέτηση, μπορούμε πράγματι να εστιάσουμε την προσοχή μας στα ακόλουθα σημεία. Στην καθημερινή πολιτική πρακτική, είναι πέραν κάθε αμφισβήτησης, ότι ο βουλευτής είναι στο έπακρο δεσμευμένος από την κομματική γραμμή. Το τι θα πει και τι δεν θα πει, το πώς θα το πει, το πόσο πολύ θα διαφωνήσει ή δεν θα διαφωνήσει πάνω σε κομματικές επιλογές, εξαρτάται όχι απ’ αυτόν, μα από το κόμμα. Η βούληση του βουλευτή αντικαθίσταται από την κομματική βούληση. Όχι μονάχα η ατομική βούληση μα και η συμμετοχή στα όργανα λήψης αποφάσεων των (μεγάλως ιδίως) κομμάτων, είναι ανύπαρκτη, μα και εκεί δημιουργείται μια άλλη ελίτ, η κομματική ελίτ. Μέσα λοιπόν σ’ αυτό το πλαίσιο δρώντας ο βουλευτής, μετατρέπει τελικά την υπόθεση της εξυπηρέτησης των λαϊκών συμφερόντων, σε υπόθεση κομματικών σκοπιμοτήτων, όπου το κάθε κόμμα, και ιδίως το κάθε κόμμα εξουσίας (συμπολίτευση-αξιωματική αντιπολίτευση), υπηρετεί την λαϊκή υπόθεση στον βαθμό που εξυπηρετείται (και) η κομματική υπόθεση… Αυτή η υποταγή του ατομικού στο ομαδικό, μας αναπαράγει αβίαστα την εικόνα του κοινοβουλευτικού όχλου του Gustave Le Bon, σύμφωνα με τον οποίο : «… Ξαναβρίσκουμε στις κοινοβουλευτικές συνελεύσεις τα χαρακτηριστικά των όχλων : την απλοποίηση ιδεών, το ευόργητον, την υποβλητικότητα, την υπερβολή των συναισθημάτων, την ισχυρότερη επίδραση των δημαγωγών…» [Bon Gustave Le : Ψυχολογία των όχλων, εκδ. Αναγνωστίδη, σελ. 148]. Η μέρα με τη μέρα αποδυνάμωση του ρόλου βουλευτή, συνεπάγεται την μέρα με τη μέρα υποβάθμιση του λειτουργήματός του, της αποστολής του, συνεπάγεται την από μέρα σε μέρα υποβάθμιση της ίδιας του της αντίληψης για την αποστολή του, με άμεσο κίνδυνο, κάποια στιγμή, η κυριολεκτική έννοια της βουλευτικής του διάθεσης, να αντικατασταθεί από κάποιαν άλλη, λιγότερο βουλευτική και περισσότερο βολευτική. Η κρίση της συμμετοχής του βουλευτή, κατά τρόπο ελεύθερο και, ας το πούμε κι αυτό, αξιοπρεπή, στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, τονίζει την κρίση του ιδίου του κοινοβουλευτικού θεσμού… Σ’ ένα κοινωνικό σύστημα όπου ο ρόλος του Κοινοβουλίου αναγνωρίζεται σαν θεμελιώδης συνιστώσα των δημοκρατικών θεσμών και διαδικασιών, και σαν η ύψιστη έκφραση, μέσω των βουλευτών, της λαϊκής βούλησης, ανάλογη θα πρέπει να είναι και η συμπεριφορά των εκπροσώπων του λαού, που αποτελούν πολίτες πρώτους μεταξύ ίσων, παρ’ όλο που σε ατομικό επίπεδο ο συγγραφέας του παρόντος άρθρου δέχεται με μεγάλη επιφύλαξη την παραπάνω έννοια, σαν άρνηση της ίδιας της ισότητας. Υπό την έννοια αυτή, ο βουλευτής θα πρέπει να είναι πρώτος στις υποχρεώσεις και τελευταίος στα δικαιώματα, τα οποία ούτως ή άλλως και περισσότερα είναι και καλύτερα κατοχυρωμένα, έναντι εκείνων του απλού πολίτη. Η μεγάλη δημοκρατική επιταγή, η μεγάλη προσδοκία των αντιπροσωπευομένων, είναι ο αντιπρόσωπός τους να έχει γνώμη και τόλμη. Ο βουλευτής πρέπει να ενσωματώνει τον επαναστατημένο άνθρωπο του Camus, τον άνθρωπο που τολμά να λέγει όχι, που τολμά να λέγει ναι. Ο βουλευτής είναι ο τελευταίος που δικαιούται να σιωπά ή να κωφεύει εν ονόματι κάποιων αναστολών, εν ονόματι κάποιων σκοπιμοτήτων. Είναι αυτός από τον οποίο οι αντιπροσωπευόμενοι αξιούν κριτική τοποθέτηση, αξιούν αμφισβήτηση, εκεί που πρέπει, αξιούν και τόνο διαμαρτυρίας, πάλι εκεί που πρέπει. Ο βουλευτής είναι εκείνος από τον οποίο η βάση απαιτεί να ελέγχει την εξουσία, όχι μόνο από τα έδρανα της αντιπολίτευσης, αλλά κι από εκείνα της συμπολίτευσης, και ιδίως στην τελευταία περίπτωση, όπου κύρια δοκιμάζεται το θάρρος ή η δειλία, όπου κύρια επιβεβαιώνεται η κατάφαση ή η άρνηση της ίδιας του της αυτοβεβαίωσης, κόντρα σ’ όλες τις αναστολές και σ’ όλες τις πολιτικές αντιξοότητες.»
Αυτά έγραφα 24 χρόνια πριν…
Ο κ. Στεφανόπουλος –για να επανέλθω στο αρχικό ερέθισμα του άρθρου αυτού- υπενθύμισε επίσης (σύμφωνα με τα όσα αναφέρει ο Τύπος) ότι το Σύνταγμα προβλέπει από 200 - 300 βουλευτές και ο αριθμός τους θα μπορούσε να μειωθεί στο πλαίσιο της περιστολής δαπανών. «Είναι ανάγκη να μειωθούν διότι οι περισσότεροι εξ αυτών δεν μας χρειάζονται και το λέγω εγώ που υπήρξα βουλευτής και έχω μεγάλο σεβασμό προς τους συναδέλφους μου τους παλιούς», ανέφερε. Προσωπικά, δεν μπορώ παρά να επικροτήσω τούτη την πρόταση, σημειώνοντας πάντως, ότι ακόμη και τον αριθμό των 200 βουλευτών των βρίσκω υπερβολικά μεγάλο σε σχέση τόσο με το μέγεθος της χώρας μας, αλλά και με το έργο που προσφέρουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Στη Βουλή, όπου θα έπρεπε να υπήρχαν 300 ανεξάρτητες γνώμες, προσωπικά δεν βλέπω να υπάρχουν παρά τόσες «επίσημες» απόψεις όσες και τα κόμματα, με μοναδικές προσθήκες κάποιες φωνές που διαφοροποιούνται όταν τύχει και για τον άλφα ή τον βήτα λόγο βρεθούν εκτός κόμματος. Διερωτώμαι γιατί για παράδειγμα να μην υπήρχαν μόνο 100 βουλευτές. Ο αριθμός που εδώ θέτω, δεν είναι τόσο αυθαίρετος. Γιατί π.χ. στη Γερμανία να αναλογούν περίπου 135.000 ψηφοφόροι ανά βουλευτή και στην Ελλάδα περίπου 36.000; Συνεπώς, 100 βουλευτές, είναι υπεραρκετοί για να διεξάγουν το όποιο έργο τους.
Αν δεν το έχουμε αντιληφθεί, η κομματική δημοκρατία, έχει πεθάνει. Μάλιστα έχει πεθάνει από καιρό πολύ. Ζούμε περισσότερο με το φάντασμά της, παρά με την ίδια. Αυτό που βιώνουμε δεν είναι η κοινοβουλευτική δημοκρατία, όπως θα έπρεπε να είναι. Είναι ένα μεγάλο ΔΗΘΕΝ, μια μεγάλη επίφαση δημοκρατίας. Και ας σημειώσουμε, ότι αφήσαμε έξω από την σύντομη αναφορά μας, άλλους εξίσου σημαντικούς παράγοντες, εξαιρετικά διαβρωτικούς των δημοκρατικών θεσμών και διαδικασιών. Π.χ., την ολοένα αυξανόμενη εξωθεσμική και κοινωνικά ανομιμοποίητη επιρροή των τεχνοκρατών –περιλαμβανομένων και των τεχνοκρατών διεθνών οργανισμών, στο καθημερινό πολιτικό γίγνεσθαι, την διασύνδεση πολιτικής και χρήματος, κ.λπ. Τούτα όμως τα ζητήματα ας τ’ αφήσουμε για μια άλλη φορά, όπως και μερικές σκέψεις για το τι δέον γενέσθαι…
 
Copyright © 2015 Taxalia Blog - Θεσσαλονίκη