Γράφει ο Βασίλης Χασιώτης
Ο Θεόφιλος τράβηξε μια ξεγυρισμένη ρουφηξιά καφέ που ακούστηκε σ’ όλο το καφενείο. Όταν τον απασχολεί κάτι πολύ σοβαρά, έτσι πίνει τον καφέ του. Όχι μόνο το καφέ του. Και το τσιγάρο του. Βαθιά ρουφηξιά που δεν βγαίνει μήτε δείγμα καπνού. Τον πάει και τον αποθηκεύει όλον εντός του, λες και θέλει με τον καπνό να κρύψει τις έγνοιες, του, μήτε ο ίδιος να μη τις βλέπει. Μ’ αυτές, δε κρύβονται με τίποτα.
Σήμερα, ο Θεόφιλος είχε τους λόγους του να είναι σοβαρά απασχολημένος. Σε τρεις-τέσσερις μέρες τελειώνει ο μήνας. Και πάντα, σαν κοντεύει να τελειώσει ο μήνας, κάνει τους υπολογισμούς του, πίνοντας το καφεδάκι του στο καφενείο του Σώτου. Το «Καφέ Σαντάν», έτσι έγραφε η ταμπέλα απ’ έξω. Ήταν αργά το μεσημέρι –πες προς απόγευμα. Δεν... μπορεί σπίτι να κάνει τούτη τη δουλειά. Δε θέλει τα παιδιά του να τον βλέπουν να φυσάει και να ξεφυσάει, σα φάλαινα. Βέβαια κι εκεί θα γίνουν συζητήσεις, όμως θέλει τη «προκαταρκτική» εργασία να τη κάνει μονάχος του. Υπολογίζει τα συν και τα πλην του ταμείου για τον μήνα που φεύγει, το μήνα που μπαίνει, μετρά τι του άφησε ταμιακά ο μήνας που έφυγε -συνήθως, δεν του αφήνει παρά βερεσέδια που πρέπει να πληρώσει.
-Το λοιπόν, μουρμούρισε, καθώς έσκιζε το φύλλο απ’ το μπλοκάκι του που έκανε τους υπολογισμούς του, και άρχιζε νέους υπολογισμούς σε νέο φύλλο. Τα δάκτυλα του αριστερού του χεριού έπαιζαν ρυθμικά ταμπούρλο πάνω στο τραπέζι όλη αυτή την ώρα. Έχουμε και λέμε, συνέχισε. 1100 ευρώ εγώ κι άλλα 800 η Μαριώ -η γυναίκα του-, 1900 ευρώ το όλον. Όξω 350 ευρώ το υπόλοιπο από τα βερεσέδια στο μανάβικο, μπακάλικο, το φούρνο, το ψιλικατζίδικο και το καφενείο, μένουν 1500. Μάλιστα!
Ανάβει νέο τσιγάρο. Νέα θορυβώδης ρουφηξιά καφέ.
- Σιγά! Ακούστηκε απ’ το διπλανό τραπέζι που παίζανε πρέφα ο Μήτσος –συνταξιούχος δάσκαλος- με τον Βλάση –συνταξιούχος κι αυτός, του Δημοσίου.
- Τι έγινε ρε; Αντέδρασε ο Θεόφιλος.
- Σιγά ρε Θεόφιλε, του ‘πε ο Μήτσος. Οι καλοί υπολογισμοί, θέλουν ρέγουλο και ηρεμία.
- Δάσκαλε, θα σου απαντήσω όταν τελειώσω για το τι λένε για σας και τους γιατρούς.
Γέλασε ο δάσκαλος, γέλασαν και οι άλλοι.
- Μου το ξανάπες, είπε ο δάσκαλος.
Ο Θεόφιλος ξαναγύρισε στους λογαριασμούς του.
- Πού στο διάολο είχα μείνει;
Κοιτά το φύλλο που έκανε τους υπολογισμούς του και βρήκε που είχε μείνει. Στα 1500 ευρω. Κάτι τον προβλημάτισε, γιατί έμεινε εκεί κοιτάζοντας το υπόλοιπο.
- Ρε πόσα στο διάολο χρωστάω στον Σώτο, μουρμούρισε.
Ο Σώτος είναι ο καφετζής.
- Σώτο! βάζει μια φωνή.
- Έφτασε! η φωνή του Σώτου απ’ το βάθος
Ήρθε ο Σώτος, έκατσε σε μια καρέκλα.
- Λέγε
- Ρε Σώτο, του λέει σιγανά ο Θεόφιλος, δε μου λες, τι σου χρωστάω ίσαμε τώρα τούτο το μήνα;
- Μισό! κάνει ο Σώτος, σιγανά κι αυτός, γιατί σαν επαγγελματίας, γνώριζε να μη εκθέτει τη πελατεία του. Σ’ αυτό, ήταν κύριος ο Σώτος.
Σηκώνεται, πάει στη κουζίνα, και μετά από λίγο έρχεται πάλι.
- Το όλον; ρωτά ο Σώτος
-Αμ τι ρε Σώτο, το μισόν;
Γέλασε ο Σώτος, το βρήκε αστείο καθώς φαίνεται.
- Το όλον Θεόφιλε, 45 ευρώπουλα.
- Κάτσε, του λέει ο Θεόφιλος να σου τα δώσω τώρα.
Βγάζει το πορτοφόλι του και του σκάει ένα πενηντόευρω.
- 45 χωρίς τον σημερινό, έτσι; Του λέει ο Σώτος
- Έτσι! Συμφώνησε ο Θεόφιλος.
- Το σημερινό το κρατώ από δω, έτσι; Ξαναρωτά ο Σώτος.
- Έτσι ρε Σώτο του ξαναπαντά ο Θεόφιλος.
Του΄ δώσε τα ρέστα ο Σώτος, του χτύπησε φιλικά τη πλάτη και σηκώθηκε να πάει σ’ ένα άλλο τραπέζι, όπου κάποιος άλλος πελάτης τον φώναξε.
- Άντε ρε Σώτο, είμαστε κι εμείς εδώ, φώναξε ο ανυπόμονος πελάτης απ’ το βάθος.
Ένα νέο «έφτασε» του Σώτου, και κατ’ ευθείαν στο τραπέζι του ανυπόμονου.
Έχοντας τακτοποιημένο ταμιακά τον Σώτο, ο Θεόφιλος ξαναγύρισε στους υπολογισμούς του.
- Είχαμε μείνει στα 1500. Να τα μουρμούρισε -και υπογράμμισε το νούμερο με το μπικ του.
Ξανά νέο τσιγάρο. Πάει να πιει και λίγο καφέ, αλλά μόλις το δοκίμασε έκανε μια γκριμάτσα αηδίας. Έφτασε στο κατακάθι. Ρίχνει λίγο νερό μέσ’ το καφέ, τον κουνάει σα σέϊκερ καλά για να φτιαχτεί καλό μίγμα, και πίνει λίγο. Νέα έκφραση δυσαρέσκειας. Πώς να το κάνεις τώρα. νερωμένος καφές, καφές δεν είναι. Ξανά πίσω στο δεφτέρι του.
- 1500 -μπαίνει απευθείας στο ψητό- κι έχουμε τώρα. Έξω 400 ευρώ για το νοίκι -για ένα άθλιο και παμπάλαιο δυάρι- μένουνε 1100. Κοινόχρηστα, ΔΕΗ, ΟΤΕ, νερό, να μην είναι άλλα 200; Είναι! (αποφάνθηκε μουρμουρώντας). Μένουν; -ρωτά τον εαυτό του. Μένουν 900. Φροντιστήρια για τα παιδιά -ένα γιο πρώτη Λυκείου και μια κόρη δευτέρα Γυμνασίου- 200 ευρώ. Χαρτζιλίκι για τα παιδιά, -4 ευρώ για τον γιο και 2 για τη κόρη κάθε μέρα- 180 τον μήνα. Υπόλοιπο, 520. Μάλιστα! Νάμαι κι ευχαριστημένος, που δεν είχα έκτακτα! (Ξανά νέα ρουφηξιά καφέ -μ’ αυτή τον αποτέλειωσε).
Ο Θεόφιλος σταμάτησε σ’ αυτό το σημείο τους υπολογισμούς. Έτσι καθώς κάθονταν κοντά στη τζαμαρία, άφησε το βλέμμα του να χαζεύει έξω τους περαστικούς και τ’ αμάξια που πέρναγαν. Μια κοίταγε τους περαστικούς και τ’ αμάξια που πέρναγαν και μια το δεφτέρι του. Εκείνο του 520 τούκατσε σα κοιλόπονος του αισχίστου είδους. Σκέφτονταν όχι πώς θα πέρναγε το μήνα -διότι μ’ αυτά τα λεφτά μήνας δεν πέρναγε-, αλλά πόσα νέα βερεσέδια θα έκανε στο νέο μήνα.
Έκατσε κάμποσο εκεί κοιτώντας άλλοτε το δεφτέρι κι άλλοτε τη κίνηση στο δρόμο. Τη στιγμή εκείνη στο ραδιόφωνο του Σώτου -καθότι το καφενείο ψυχαγωγούσε τους πελάτες του και με μουσική- ακούγονταν σιγανά ένα τραγουδάκι με τη Χαρούλα Αλεξίου :
Χάθηκα,
μέσα στους δρόμους
που μ’ έδεσαν για πάντα,
μαζί με τα σοκάκια,
μαζί με τα λιμάνια, χάθηκα,
γιατί δεν είχα τα φτερά,
και είχα εσένα Κατινιώ,
γιατί είχα όνειρα πολλά,
και το λιμάνι είναι μικρό,
γιατί ήμουν πάντα μόνος…
Κι όσο άκουγε το τραγούδι, μήτε που κατάλαβε, ότι απ’ το τσιγάρο που κάπνιζε δεν είχε μείνει μήτε η γόπα. Και για λίγο, καθώς είχε κλείσει τα μάτια του, ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του. Ποιος ξέρει τι να σκέφτηκε…
Σαν τέλειωσε το τραγούδι, άνοιξε τα μάτια του απότομα, κοιτά ένα γύρω μπας και κάποιος είδε τούτο το δάκρυ –δεν το πρόσεξε κανείς-, κι έσβησε το τσιγάρο στο σταχτοδοχείο. Ξανακοιτάει το φύλλο που έκανε τους υπολογισμούς του. Το έσκισε, σηκώθηκε, και πήγε στο διπλανό τραπέζι που έπαιζαν πρέφα.
- Θεόφιλε, του ‘πε ο συνταξιούχος δάσκαλος. Παίζεις;
- Μπα, σε λίγο είναι ώρα για φαΐ, είπε ο Θεόφιλος. Άσε που βαριέμαι.
- «Η πλήξη είναι το χτικιό της ψυχής. Τη μαραζώνει σιγά-σιγά και την ακινητοποιεί» είπε απαγγέλλοντας σιγ-ασιγά και τονίζοντας τις λέξεις ο δάσκαλος στον Θεόφιλο.
- Πώς τόπες αυτό; Ρώτησε ο Θεόφιλος.
- «Η πλήξη είναι το χτικιό της ψυχής. Τη μαραζώνει σιγά-σιγά και την ακινητοποιεί», ξαναλέει ο δάσκαλος.
- «Η πλήξη είναι το χτικιό της ψυχής. Τη μαραζώνει σιγά-σιγά και την κινητοποιεί», επανάλαβε ο Θεόφιλος.
- «ακινητοποιεί διόρθωσε ο δάσκαλος.
- «Ακινητοποιεί» είπε ο Θεόφιλος. «Χτικιό της ψυχής». Δάσκαλε, είσαι ποιητής!
- Δεν είναι δικό μου, του απάντησε γελώντας. Μυριβήλης.
- Α! έκανε ο Θεόφιλος.
- «Η ζωή εν τάφω», συμπληρώνει ο δάσκαλος.
- Η ζωή εν τάφω… Η ζωή εν τάφω… Η ζωή μας εν τάφω, μονολογεί ο Θεόφιλος.
- Όχι Θεόφιλε «η ζωή μας», «η ζωή», χωρίς το «μας» διόρθωσε ο δάσκαλος.
- Μάλιστα, χωρίς το «μας» επανέλαβε ο Θεόφιλος.
- Τελικά, θα μείνεις ή θα φύγεις; Ξαναρωτάει ο δάσκαλος.
- Θα φύγω. Θα φύγω. Σου ‘πα. Με περιμένει η Μαριώ. Σκέψου ότι ακόμα δε φάγαμε για μεσημεριανό.
- Δάσκαλε, πρόσεχε και δω, του λέει ο Βλάσης. Τι ρίχνεις μωρέ; Άσσο κούπα; Βλέπεις ή δε βλέπεις;
- Ωχ! Να το πάρω πίσω; Ρωτάει ο δάσκαλος.
- Όχι! Όχι! Ή παίζουμε ή δεν παίζουμε.
- Καλώς, πώς κάνεις έτσι ρε;
- Θεόφιλε θα ξανάρθεις αργότερα; Ρώτησε ο δάσκαλος.
- Μπα! Κάνει ο Θεόφιλος!
- Καλά, τότε αύριο το βραδάκι; Ρε σεις, παραλίγο να το ξεχάσω, αύριο μεθαύριο έχει και το ντιμπέϊτ με τους πολιτικούς αρχηγούς.
- Ναι! Ναι! έκανε κι ο Βλάσης. Θ’ αναστενάξει ο καφενές στην ανάλυση μετά. Θεόφιλε νάσαι εδώ, γιατί ξέρεις κάτι τέτοια ζωντανεύουν το καφενέ. Ω ρε Θεέ μου! Τόχα ξεχάσει τελείως Έχει να γίνει εδώ το σώσε.
- Δε θυμάσαι τις προηγούμενες εκλογές; λέει ο δάσκαλος; Θυμάσαι ρε Θεόφιλε τι είχε γίνει; Πολύ χαβαλές.
- Δεν ξέρω, είπε ανόρεχτα ο Θεόφιλος. Δεν ξέρω, θα δω.
Ο Θεόφιλος, που μόλις είχε τελειώσει τον οικογενειακό του προϋπολογισμό, δεν είχε καθόλου όρεξη για τίποτα. Με τα ζόρι κάθονταν όρθιος και τους άκουγε. Το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει.
- Ρε Θεόφιλε, ρωτά ο Βλάσης, αν ήσουν εσύ στο ντιμπέϊτ, τι θα ρώταγες τους αρχηγούς, τον πρωθυπουργό ας πούμε;
- Έλα ντε! Τι να τους ρώταγα;
- Τι; Επέμενε ο Βλάσης;
- Αλήθεια τι;, ρωτάει κι ο δάσκαλος.
Ο Θεόφιλος σκέφτηκε για λίγο. Ο δάσκαλος κι ο Βλάσης σταμάτησαν να παίζουν και τον κοίταζαν.
- Θα τους ρώταγα, είπε ο Θεόφιλος, αν μπορούν, έτσι που εκτός από πολιτικοί είναι και κάργα σπουδαγμένοι περί τα οικονομικά, να μου λέγανε αν θα μπορούσανε με τα λεφτά που παίρνω εγώ κι η κυρά Μαριώ, να πέρναγαν αυτοί ένα μήνα. Κι αν δεν μπορούν αυτοί να περάσουν, γιατί να μπορώ εγώ; Κι αν δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα με το μισθό μου, τι λύση απομένει; Έχουν αυτοί καμία λύση;
- Τώρα μάλιστα είπε ο δάσκαλος. Τι να σου πω. Θα τους κάνεις να μη κοιμηθούν το βράδυ σαν ακούσουν το πόνο σου. Αυτό θα τους ρώταγες;
- Αμ τι άλλο; Έκανε ο Θεόφιλος. Ο καθένας ρωτάει αυτό που τον πονάει. Άντε παιδιά, γεια!
- Θεόφιλε, ρωτά ο Βλάσης, τι καλό έχει κυρά Μαριώ είπες;
- Δεν είπα. Τώρα θα στο πω : κατσικάκι στο φούρνο με πατάτες.
Ακούστηκε ένα «μμ!» επιδοκιμασίας κι απ’ τον Βλάση κι απ’ τον δάσκαλο.
Μόνο κατσικάκι όμως δεν είχαν. Το φαγητό ήταν ρεβίθια για τρίτη συνεχόμενη μέρα. Τους χαιρέτησε, τον χαιρέτησαν, του ευχήθηκαν καλοφάγωτο το κατσικάκι, και ο Θεόφιλος έφυγε για το σπίτι του, όπου, θα ξανάρχιζε τους λογαριασμούς, γιατί μέρα που ήταν, και η Μαριώ και τα παιδιά έκαναν τους δικούς τους λογαριασμούς. Και όπως πάντα, κανείς δεν συμφωνούσε με τους άλλους στις πιστώσεις που του αναλογούσαν. Κάτι σαν τη κυβέρνηση. Όπου όλοι οι υπουργοί περιμένουν από τον υπουργό οικονομικών τι θα τους δώσει για να κάνουν τη πάρτι τους, και όπου κανένας δεν είναι ευχαριστημένος. Εδώ, υπουργός οικονομικών είναι ο Θεόφιλος. Και σήμερα, έχει συζήτηση προ ημερήσιας διάταξης για τον προϋπολογισμό. Αναμένονται εντάσεις –και ενστάσεις…
Σήμερα, ο Θεόφιλος είχε τους λόγους του να είναι σοβαρά απασχολημένος. Σε τρεις-τέσσερις μέρες τελειώνει ο μήνας. Και πάντα, σαν κοντεύει να τελειώσει ο μήνας, κάνει τους υπολογισμούς του, πίνοντας το καφεδάκι του στο καφενείο του Σώτου. Το «Καφέ Σαντάν», έτσι έγραφε η ταμπέλα απ’ έξω. Ήταν αργά το μεσημέρι –πες προς απόγευμα. Δεν... μπορεί σπίτι να κάνει τούτη τη δουλειά. Δε θέλει τα παιδιά του να τον βλέπουν να φυσάει και να ξεφυσάει, σα φάλαινα. Βέβαια κι εκεί θα γίνουν συζητήσεις, όμως θέλει τη «προκαταρκτική» εργασία να τη κάνει μονάχος του. Υπολογίζει τα συν και τα πλην του ταμείου για τον μήνα που φεύγει, το μήνα που μπαίνει, μετρά τι του άφησε ταμιακά ο μήνας που έφυγε -συνήθως, δεν του αφήνει παρά βερεσέδια που πρέπει να πληρώσει.
-Το λοιπόν, μουρμούρισε, καθώς έσκιζε το φύλλο απ’ το μπλοκάκι του που έκανε τους υπολογισμούς του, και άρχιζε νέους υπολογισμούς σε νέο φύλλο. Τα δάκτυλα του αριστερού του χεριού έπαιζαν ρυθμικά ταμπούρλο πάνω στο τραπέζι όλη αυτή την ώρα. Έχουμε και λέμε, συνέχισε. 1100 ευρώ εγώ κι άλλα 800 η Μαριώ -η γυναίκα του-, 1900 ευρώ το όλον. Όξω 350 ευρώ το υπόλοιπο από τα βερεσέδια στο μανάβικο, μπακάλικο, το φούρνο, το ψιλικατζίδικο και το καφενείο, μένουν 1500. Μάλιστα!
Ανάβει νέο τσιγάρο. Νέα θορυβώδης ρουφηξιά καφέ.
- Σιγά! Ακούστηκε απ’ το διπλανό τραπέζι που παίζανε πρέφα ο Μήτσος –συνταξιούχος δάσκαλος- με τον Βλάση –συνταξιούχος κι αυτός, του Δημοσίου.
- Τι έγινε ρε; Αντέδρασε ο Θεόφιλος.
- Σιγά ρε Θεόφιλε, του ‘πε ο Μήτσος. Οι καλοί υπολογισμοί, θέλουν ρέγουλο και ηρεμία.
- Δάσκαλε, θα σου απαντήσω όταν τελειώσω για το τι λένε για σας και τους γιατρούς.
Γέλασε ο δάσκαλος, γέλασαν και οι άλλοι.
- Μου το ξανάπες, είπε ο δάσκαλος.
Ο Θεόφιλος ξαναγύρισε στους λογαριασμούς του.
- Πού στο διάολο είχα μείνει;
Κοιτά το φύλλο που έκανε τους υπολογισμούς του και βρήκε που είχε μείνει. Στα 1500 ευρω. Κάτι τον προβλημάτισε, γιατί έμεινε εκεί κοιτάζοντας το υπόλοιπο.
- Ρε πόσα στο διάολο χρωστάω στον Σώτο, μουρμούρισε.
Ο Σώτος είναι ο καφετζής.
- Σώτο! βάζει μια φωνή.
- Έφτασε! η φωνή του Σώτου απ’ το βάθος
Ήρθε ο Σώτος, έκατσε σε μια καρέκλα.
- Λέγε
- Ρε Σώτο, του λέει σιγανά ο Θεόφιλος, δε μου λες, τι σου χρωστάω ίσαμε τώρα τούτο το μήνα;
- Μισό! κάνει ο Σώτος, σιγανά κι αυτός, γιατί σαν επαγγελματίας, γνώριζε να μη εκθέτει τη πελατεία του. Σ’ αυτό, ήταν κύριος ο Σώτος.
Σηκώνεται, πάει στη κουζίνα, και μετά από λίγο έρχεται πάλι.
- Το όλον; ρωτά ο Σώτος
-Αμ τι ρε Σώτο, το μισόν;
Γέλασε ο Σώτος, το βρήκε αστείο καθώς φαίνεται.
- Το όλον Θεόφιλε, 45 ευρώπουλα.
- Κάτσε, του λέει ο Θεόφιλος να σου τα δώσω τώρα.
Βγάζει το πορτοφόλι του και του σκάει ένα πενηντόευρω.
- 45 χωρίς τον σημερινό, έτσι; Του λέει ο Σώτος
- Έτσι! Συμφώνησε ο Θεόφιλος.
- Το σημερινό το κρατώ από δω, έτσι; Ξαναρωτά ο Σώτος.
- Έτσι ρε Σώτο του ξαναπαντά ο Θεόφιλος.
Του΄ δώσε τα ρέστα ο Σώτος, του χτύπησε φιλικά τη πλάτη και σηκώθηκε να πάει σ’ ένα άλλο τραπέζι, όπου κάποιος άλλος πελάτης τον φώναξε.
- Άντε ρε Σώτο, είμαστε κι εμείς εδώ, φώναξε ο ανυπόμονος πελάτης απ’ το βάθος.
Ένα νέο «έφτασε» του Σώτου, και κατ’ ευθείαν στο τραπέζι του ανυπόμονου.
Έχοντας τακτοποιημένο ταμιακά τον Σώτο, ο Θεόφιλος ξαναγύρισε στους υπολογισμούς του.
- Είχαμε μείνει στα 1500. Να τα μουρμούρισε -και υπογράμμισε το νούμερο με το μπικ του.
Ξανά νέο τσιγάρο. Πάει να πιει και λίγο καφέ, αλλά μόλις το δοκίμασε έκανε μια γκριμάτσα αηδίας. Έφτασε στο κατακάθι. Ρίχνει λίγο νερό μέσ’ το καφέ, τον κουνάει σα σέϊκερ καλά για να φτιαχτεί καλό μίγμα, και πίνει λίγο. Νέα έκφραση δυσαρέσκειας. Πώς να το κάνεις τώρα. νερωμένος καφές, καφές δεν είναι. Ξανά πίσω στο δεφτέρι του.
- 1500 -μπαίνει απευθείας στο ψητό- κι έχουμε τώρα. Έξω 400 ευρώ για το νοίκι -για ένα άθλιο και παμπάλαιο δυάρι- μένουνε 1100. Κοινόχρηστα, ΔΕΗ, ΟΤΕ, νερό, να μην είναι άλλα 200; Είναι! (αποφάνθηκε μουρμουρώντας). Μένουν; -ρωτά τον εαυτό του. Μένουν 900. Φροντιστήρια για τα παιδιά -ένα γιο πρώτη Λυκείου και μια κόρη δευτέρα Γυμνασίου- 200 ευρώ. Χαρτζιλίκι για τα παιδιά, -4 ευρώ για τον γιο και 2 για τη κόρη κάθε μέρα- 180 τον μήνα. Υπόλοιπο, 520. Μάλιστα! Νάμαι κι ευχαριστημένος, που δεν είχα έκτακτα! (Ξανά νέα ρουφηξιά καφέ -μ’ αυτή τον αποτέλειωσε).
Ο Θεόφιλος σταμάτησε σ’ αυτό το σημείο τους υπολογισμούς. Έτσι καθώς κάθονταν κοντά στη τζαμαρία, άφησε το βλέμμα του να χαζεύει έξω τους περαστικούς και τ’ αμάξια που πέρναγαν. Μια κοίταγε τους περαστικούς και τ’ αμάξια που πέρναγαν και μια το δεφτέρι του. Εκείνο του 520 τούκατσε σα κοιλόπονος του αισχίστου είδους. Σκέφτονταν όχι πώς θα πέρναγε το μήνα -διότι μ’ αυτά τα λεφτά μήνας δεν πέρναγε-, αλλά πόσα νέα βερεσέδια θα έκανε στο νέο μήνα.
Έκατσε κάμποσο εκεί κοιτώντας άλλοτε το δεφτέρι κι άλλοτε τη κίνηση στο δρόμο. Τη στιγμή εκείνη στο ραδιόφωνο του Σώτου -καθότι το καφενείο ψυχαγωγούσε τους πελάτες του και με μουσική- ακούγονταν σιγανά ένα τραγουδάκι με τη Χαρούλα Αλεξίου :
Χάθηκα,
μέσα στους δρόμους
που μ’ έδεσαν για πάντα,
μαζί με τα σοκάκια,
μαζί με τα λιμάνια, χάθηκα,
γιατί δεν είχα τα φτερά,
και είχα εσένα Κατινιώ,
γιατί είχα όνειρα πολλά,
και το λιμάνι είναι μικρό,
γιατί ήμουν πάντα μόνος…
Κι όσο άκουγε το τραγούδι, μήτε που κατάλαβε, ότι απ’ το τσιγάρο που κάπνιζε δεν είχε μείνει μήτε η γόπα. Και για λίγο, καθώς είχε κλείσει τα μάτια του, ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό του. Ποιος ξέρει τι να σκέφτηκε…
Σαν τέλειωσε το τραγούδι, άνοιξε τα μάτια του απότομα, κοιτά ένα γύρω μπας και κάποιος είδε τούτο το δάκρυ –δεν το πρόσεξε κανείς-, κι έσβησε το τσιγάρο στο σταχτοδοχείο. Ξανακοιτάει το φύλλο που έκανε τους υπολογισμούς του. Το έσκισε, σηκώθηκε, και πήγε στο διπλανό τραπέζι που έπαιζαν πρέφα.
- Θεόφιλε, του ‘πε ο συνταξιούχος δάσκαλος. Παίζεις;
- Μπα, σε λίγο είναι ώρα για φαΐ, είπε ο Θεόφιλος. Άσε που βαριέμαι.
- «Η πλήξη είναι το χτικιό της ψυχής. Τη μαραζώνει σιγά-σιγά και την ακινητοποιεί» είπε απαγγέλλοντας σιγ-ασιγά και τονίζοντας τις λέξεις ο δάσκαλος στον Θεόφιλο.
- Πώς τόπες αυτό; Ρώτησε ο Θεόφιλος.
- «Η πλήξη είναι το χτικιό της ψυχής. Τη μαραζώνει σιγά-σιγά και την ακινητοποιεί», ξαναλέει ο δάσκαλος.
- «Η πλήξη είναι το χτικιό της ψυχής. Τη μαραζώνει σιγά-σιγά και την κινητοποιεί», επανάλαβε ο Θεόφιλος.
- «ακινητοποιεί διόρθωσε ο δάσκαλος.
- «Ακινητοποιεί» είπε ο Θεόφιλος. «Χτικιό της ψυχής». Δάσκαλε, είσαι ποιητής!
- Δεν είναι δικό μου, του απάντησε γελώντας. Μυριβήλης.
- Α! έκανε ο Θεόφιλος.
- «Η ζωή εν τάφω», συμπληρώνει ο δάσκαλος.
- Η ζωή εν τάφω… Η ζωή εν τάφω… Η ζωή μας εν τάφω, μονολογεί ο Θεόφιλος.
- Όχι Θεόφιλε «η ζωή μας», «η ζωή», χωρίς το «μας» διόρθωσε ο δάσκαλος.
- Μάλιστα, χωρίς το «μας» επανέλαβε ο Θεόφιλος.
- Τελικά, θα μείνεις ή θα φύγεις; Ξαναρωτάει ο δάσκαλος.
- Θα φύγω. Θα φύγω. Σου ‘πα. Με περιμένει η Μαριώ. Σκέψου ότι ακόμα δε φάγαμε για μεσημεριανό.
- Δάσκαλε, πρόσεχε και δω, του λέει ο Βλάσης. Τι ρίχνεις μωρέ; Άσσο κούπα; Βλέπεις ή δε βλέπεις;
- Ωχ! Να το πάρω πίσω; Ρωτάει ο δάσκαλος.
- Όχι! Όχι! Ή παίζουμε ή δεν παίζουμε.
- Καλώς, πώς κάνεις έτσι ρε;
- Θεόφιλε θα ξανάρθεις αργότερα; Ρώτησε ο δάσκαλος.
- Μπα! Κάνει ο Θεόφιλος!
- Καλά, τότε αύριο το βραδάκι; Ρε σεις, παραλίγο να το ξεχάσω, αύριο μεθαύριο έχει και το ντιμπέϊτ με τους πολιτικούς αρχηγούς.
- Ναι! Ναι! έκανε κι ο Βλάσης. Θ’ αναστενάξει ο καφενές στην ανάλυση μετά. Θεόφιλε νάσαι εδώ, γιατί ξέρεις κάτι τέτοια ζωντανεύουν το καφενέ. Ω ρε Θεέ μου! Τόχα ξεχάσει τελείως Έχει να γίνει εδώ το σώσε.
- Δε θυμάσαι τις προηγούμενες εκλογές; λέει ο δάσκαλος; Θυμάσαι ρε Θεόφιλε τι είχε γίνει; Πολύ χαβαλές.
- Δεν ξέρω, είπε ανόρεχτα ο Θεόφιλος. Δεν ξέρω, θα δω.
Ο Θεόφιλος, που μόλις είχε τελειώσει τον οικογενειακό του προϋπολογισμό, δεν είχε καθόλου όρεξη για τίποτα. Με τα ζόρι κάθονταν όρθιος και τους άκουγε. Το μόνο που ήθελε ήταν να φύγει.
- Ρε Θεόφιλε, ρωτά ο Βλάσης, αν ήσουν εσύ στο ντιμπέϊτ, τι θα ρώταγες τους αρχηγούς, τον πρωθυπουργό ας πούμε;
- Έλα ντε! Τι να τους ρώταγα;
- Τι; Επέμενε ο Βλάσης;
- Αλήθεια τι;, ρωτάει κι ο δάσκαλος.
Ο Θεόφιλος σκέφτηκε για λίγο. Ο δάσκαλος κι ο Βλάσης σταμάτησαν να παίζουν και τον κοίταζαν.
- Θα τους ρώταγα, είπε ο Θεόφιλος, αν μπορούν, έτσι που εκτός από πολιτικοί είναι και κάργα σπουδαγμένοι περί τα οικονομικά, να μου λέγανε αν θα μπορούσανε με τα λεφτά που παίρνω εγώ κι η κυρά Μαριώ, να πέρναγαν αυτοί ένα μήνα. Κι αν δεν μπορούν αυτοί να περάσουν, γιατί να μπορώ εγώ; Κι αν δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα με το μισθό μου, τι λύση απομένει; Έχουν αυτοί καμία λύση;
- Τώρα μάλιστα είπε ο δάσκαλος. Τι να σου πω. Θα τους κάνεις να μη κοιμηθούν το βράδυ σαν ακούσουν το πόνο σου. Αυτό θα τους ρώταγες;
- Αμ τι άλλο; Έκανε ο Θεόφιλος. Ο καθένας ρωτάει αυτό που τον πονάει. Άντε παιδιά, γεια!
- Θεόφιλε, ρωτά ο Βλάσης, τι καλό έχει κυρά Μαριώ είπες;
- Δεν είπα. Τώρα θα στο πω : κατσικάκι στο φούρνο με πατάτες.
Ακούστηκε ένα «μμ!» επιδοκιμασίας κι απ’ τον Βλάση κι απ’ τον δάσκαλο.
Μόνο κατσικάκι όμως δεν είχαν. Το φαγητό ήταν ρεβίθια για τρίτη συνεχόμενη μέρα. Τους χαιρέτησε, τον χαιρέτησαν, του ευχήθηκαν καλοφάγωτο το κατσικάκι, και ο Θεόφιλος έφυγε για το σπίτι του, όπου, θα ξανάρχιζε τους λογαριασμούς, γιατί μέρα που ήταν, και η Μαριώ και τα παιδιά έκαναν τους δικούς τους λογαριασμούς. Και όπως πάντα, κανείς δεν συμφωνούσε με τους άλλους στις πιστώσεις που του αναλογούσαν. Κάτι σαν τη κυβέρνηση. Όπου όλοι οι υπουργοί περιμένουν από τον υπουργό οικονομικών τι θα τους δώσει για να κάνουν τη πάρτι τους, και όπου κανένας δεν είναι ευχαριστημένος. Εδώ, υπουργός οικονομικών είναι ο Θεόφιλος. Και σήμερα, έχει συζήτηση προ ημερήσιας διάταξης για τον προϋπολογισμό. Αναμένονται εντάσεις –και ενστάσεις…