Διαβάζω τη «Κρίση του Κυρίου» στις σημειώσεις του λοχία Αντώνη Κωστούλα. Οι σημειώσεις του ήταν το καθημερινό ημερολόγιο που κρατούσε όταν υπηρετούσε στο Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο εκεί στα χαρακώματα του Μακεδονικού Μετώπου, στο Μοναστήρι. Εκεί λοιπόν, σ’ ένα αναπαμό των μαχών, έγραψε, αναλογιζόμενος τις ματαιότητες του κόσμου αυτού, και για το ασυλλόγιστα ξοδεμένο «τάλαντο» που ο Κύριος έδωσε στους ανθρώπους, πράγμα που πολύ Τον θύμωσε, κι έτσι, σαν ήρθε η Δεύτερη Παρουσία κι άκουσε τις ανόητες απαντήσεις των ανθρώπων στο ερώτημά Του «τι κάματε το τάλαντο που σα δώρισα», τόσο συγχύστηκε που δεν άντεξε, κι όπως λέει ο Κωστούλας, άνοιξε πεντάλφα την άγια του Παλάμη, κι είπε:... «Όρσε παλιοτόμαρα! Φτύσατε πάνω στα πιο ακριβά μου δώρα, γρουσούζηδες, χαράμι να σας γίνουν. Άιντε, γκρεμιστείτε από δω στον πιο σκοταδερό πάτο της πιο κρύας θάλασσας, να μη σας βλέπουν τα μάτια μου…» (Στρατής Μυριβήλης : Η ζωή εν τάφω, εκδ. ΤΟ ΒΗΜΑ, Αθήνα, 2008, σελ.188)
Δε ξέρω πώς, πες το κλίμα των ημερών, εκλογές έχουμε, πες το ότι μ’ αρέσει να διαβάζω τα περασμένα και να παρακολουθώ τα συγκαιρινά, πες ότι πασχίζω να ξαραχνιάσω το αραχνιασμένο τσερβέλο μου που το βλέπω και λέω : πώς φτάσαμε το άφθαρτο κατά πως λένε πνεύμα να το ξοδεύουμε και να το ρυτιδιάζουμε στις μέρες μας γρηγορότερα απ’ το φθαρτό σώμα, μα να, όλα αυτά, μου έκαναν να σκεφτώ ότι πριν τη Κρίση του Κυρίου, υπάρχει και μια άλλη Κρίση, διαρκής, που παρόλα αυτά δεν τη βλέπουμε, δεν ασχολούμαστε μαζί της : η Κρίση των Προγόνων μας. Των πατεράδων και των μανάδων μας, των παππούδων και των γιαγιάδων μας, όλων εκείνων που σε τούτο το τόπο πέρασαν χιλιάδες χρόνια τώρα, για να μας δωρίσουν όχι ένα απλό όνομα, μα ένα όνομα που θα άντεχε στους αιώνες, μια ιστορία, ένα πολιτισμό, μια προοπτική, για να είμαστε ανάμεσα στους ευλογημένους της Γης, (όχι απ’ το Θεό, γιατί ο Θεός κανέναν δεν καταριέται, μα γιατί, όπως και να το κάνουμε, δεν είναι λίγο ο κόσμος όλος, να μιλά με θαυμασμό για τον πολιτισμό που εκπροσωπείς), περήφανοι για τους προγόνους μας, περήφανοι για μας, περήφανοι για το μέλλον που εμείς πια ετοιμαζόμαστε να κληροδοτήσουμε στα παιδιά μας. Περήφανοι για το «τάλαντο» που πλάσανε και μας το κληροδοτούν από γενιά σε γενιά.
Όμως, να που ήρθε η στιγμή, όπου η Κρίση των Προγόνων μας, φαίνεται ότι είναι προ των πυλών. Έρχονται να ζητήσουν λογαριασμό για το πώς ξοδέψαμε το τάλαντο που μας χάρισαν. Αν δικαιούμαστε να είμαστε «περήφανοι για μας, περήφανοι για το μέλλον που εμείς πια ετοιμαζόμαστε να κληροδοτήσουμε στα παιδιά μας». Το τάλαντο εκείνο που πλάστηκε με τόσο μεράκι και σοφία απ’ αυτούς. Εκείνα τα μεγαλειώδη κείμενα που μας έμαθαν πώς να ζούμε σαν άνθρωποι, πώς να είμαστε Άνθρωποι! Εκείνα τα μεγαλειώδη κείμενα που μας έμαθαν πώς να ζούμε σαν άνθρωποι και να μας βλέπουν άνθρωποι που εκπροσωπούν άλλους πολιτισμούς και να λένε : «να, ένας μεγάλος πολιτισμός»! Οι μεγαλειώδεις εκείνες παρακαταθήκες, που μας έμαθαν όχι απλά πώς να αναπνέουμε, πώς να γεμίζουμε το στομάχι, μα την ίδια την αξία της Ζωής. Διότι, «Υπάρχει και κάτι άλλο πέρα από το χορτασμό. Ο ανθρώπινος προορισμός δεν είναι ο ζωϊκός προορισμός. Ανάγκη για μια ηθική εξύψωση. Η ζωή των λαών, όπως η ζωή των ανθρώπων, έχει τις στιγμές της κατάπτωσής της· αυτές οι στιγμές περνούν βέβαια, μα δεν πρέπει να μένουν τα ίχνη τους. Ο άνθρωπος, αυτή τη στιγμή, πάει να πέσει στο έντερο : πρέπει να ξανατοποθετήσουμε τον άνθρωπο στην καρδιά, πρέπει να ξανατοποθετήσουμε τον άνθρωπος στον εγκέφαλο. Ο εγκέφαλος, να ο άρχοντας που πρέπει να παλινορθώσουμε· το κοινωνικό ζήτημα θέλει, σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά, να στραφεί προς το μέρος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Να δείξουμε στον άνθρωπο τον ανθρώπινο προορισμό, να βελτιώσουμε πρώτα τη διάνοια κι’ ύστερα το ζώο. Να απαξιώσουμε τη σάρκα όσο θα περιφρονούμε τη σκέψη και να προσφέρουμε τη δική μας σάρκα για παράδειγμα, αυτό είναι το επίκαιρο, το άμεσο, το επείγον καθήκον των συγγραφέων. Να τι έκαναν σε κάθε εποχή οι μεγαλοφυΐες. Να πλημμυρήσουμε με φως τον πολιτισμό· ρωτάτε σε τι χρησιμεύουν οι ποιητές; σ’ αυτό, απλούστατα.» (Βίκτωρ Ουγκώ : Φιλολογία και Φιλοσοφία, εκδ. Μαρή, Αθήνα, σελ. 118-119)
«Που μας έμαθαν…» Όχι, δεν είναι σωστή η φράση. Που μας δίδαξαν. Μας δίδαξαν, μα δε μάθαμε. Όχι, δε μάθαμε. Και για να χρησιμοποιήσουμε την ακόμα πιο ακριβή φράση : δεν μας επιτρέπουν –πια- να μας διδάξουν για να μάθουμε. Διότι τίποτα απ’ αυτά που υπάρχουν σήμερα και μπορούν να προσδιορίσουν τον σημερινό μας πολιτισμό, δεν είναι αντάξιο να λέγεται «ελληνική κληρονομιά». Αυτό που σήμερα ζούμε, δεν μας πληγώνει απλά, μας ντροπιάζει. Ποιά είναι εκείνα τα επιτεύγματα, σήμερα, που μπορεί να ειπωθεί ότι αποτελεί μια αδιαμφισβήτητη πολιτιστική συνέχεια, του ελληνικού πολιτισμού; Που βλέποντάς τα, ο κόσμος όλος, σ’ όλη τη Γη, λέει : «πράγματι, βλέπουμε σήμερα, κάτι το αντάξιο του ονόματος του πολιτισμού των Ελλήνων;» Η επιταγή ο Έλληνας να κάνει την υπόθεση της ενημέρωσής του και της παιδείας του προσωπική υπόθεση, είναι κάτι παραπάνω από επιβεβλημένη. Κάποτε τα σχολικά εγχειρίδια Ιστορίας, παρά τις ατέλειές τους, δίδασκαν –έστω κάτι. Σήμερα, ακούω, ότι δε διδάσκουν (ούτε αυτό το λίγο «κάτι»), δεν πληροφορούν –και κατά πως λένε, ενίοτε παραπλανούν : η αλήθεια είναι υποταγμένη σε άλλα κελεύσματα.
Και το χειρότερο όλων, εν ονόματι ενός νέου παγκόσμιου πολιτιστικού προτύπου που πάνε να στήσουνε οι παγκόσμιες εταιρείες, ένα πολιτισμό που θα στοχεύει απλά στο πώς να θα καταναλώνουμε αυτά τα συγκεκριμένα προϊόντα, ένα πολιτισμό που θα στοχεύει στο πώς οι εταιρείες αυτές θα μπορούν να συνεχίσουν να είναι κερδοφόρες ώστε να μη διακινδυνέψει η ύπαρξή τους, και άρα η παρουσία των προϊόντων τους, που με τη πλύση εγκεφάλου της διαφήμισης επιχειρούν να χτίσουν σχέσεις εξάρτησης μαζί τους, πράγμα που σημαίνει, ότι μπρος στο υπέρτατο τούτο γενικό, τι γενικό δηλαδή, πες παγκόσμιο συμφέρον, κάθε άλλο μικροατομικό, «συντεχνιακό» (τι θαυμάσια εφεύρεση, τι θαυμάσια φαυλότητα) συμφέρον και διεκδίκηση, που θα μπορούσε να διαταράξει τούτη τη προοπτική, πρέπει να μπει στην άκρη. Αύξηση μισθών; Ζητάς καλά (άρα ακριβά στη λειτουργία) τους νοσοκομεία; Ζητάς καλά (άρα ακριβά στη λειτουργία τους) σχολεία; Τολμάς, απλά επειδή άρχισες να λιποθυμάς από τη πείνα, να βγαίνεις στους δρόμους και να σταματάς τη λειτουργία του εμπορίου; Τολμάς να θέλεις περισσότερους νοσοκόμους και νοσοκόμες από αγροφύλακες, χωρίς να κατανοείς ότι το μέλλον βρίσκεται στη πράσινη ανάπτυξη, δηλαδή στη φύση, στους αγρούς, κι άρα εκεί πρέπει να κατευθυνθούν πρώτα οι δημόσιες δαπάνες; Ζητάς να έχεις την αξίωση να έχεις γνώμη για τα μεγάλα και σημαντικά κρατικά ζητήματα, και για τούτο θέλεις δημοψηφίσματα, αξιώνοντας οι γνωστικοί πατέρες του έθνους να παίξουν κορώνα γράμματα τις προοπτικές της χώρας, παραδίνοντάς τες στις πρόσκαιρες και χωρίς θεμελιωμένη γνώση απόψεις των πολλών; Αυτά, όλα, μπορεί να αρμόζουν σε ένα πολιτισμό του παρελθόντος, όχι όμως στο πολιτισμό της Νέας Τάξης των Πραγμάτων, που επαγγέλλεται ακριβώς τα αντίθετα από τα παραπάνω.
Ο Ελληνικός πολιτισμός κληροδότησε στα παιδιά του ένα πλούσιο πολιτιστικό κεφάλαιο, που απέφερε για αιώνες μεγάλους πολιτιστικούς τόκους, αρκετούς να τους καταναλώνουμε τόσο αλόγιστα, ώστε να νομίζουμε ότι τελικά δεν θα χρειαζόταν να αρχίσουμε να τρώμε και το κεφάλαιο. Μα έγινε, γίνεται και τούτο. Τα αποτέλεσμα είναι ορατό. Νομίζαμε ότι αρκούσε η υπεροχή του πολιτιστικού μας παρελθόντος για να συνεχίσει τούτη η υπεροχή και στο μέλλον, μια στείρα αντίληψη, που οδηγεί μαθηματικά σε μια στείρα περηφάνεια. Βέβαια, σε πτυχές του πολιτιστικού μας οικοδομήματος, τα πράγματα ομολογουμένως δεν πάνε και τόσο άσχημα, όπως π.χ. στη Τέχνη και στη Λογοτεχνία, ακόμη στην Επιστήμη, αν και πιστεύω πως αν υπήρχε αποτελεσματική πολιτιστική εθνική στρατηγική, θα πηγαίναμε σαφώς καλύτερα σε πολύ περισσότερα πράγματα. Άλλωστε, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, πως οι καλές μας επιδόσεις, όπου αυτές εντοπίζονται, σε αρκετές αν όχι σε πολλές περιπτώσεις, ευδοκιμούν εκτός Ελλάδος, ακριβώς γιατί η «επίσημη» Ελλάδα, φαίνεται ότι έχει κολλήσει σε μια μόνο πτυχή της πλούσιας ελληνικής μας μυθολογίας : στο Κρόνο που τρώει τα παιδιά του…
Σημείο μέγιστης παρακμής, μια (κυρίαρχη δυστυχώς) τάση κάποιας διανοουμενίστικης υποκουλτούρας με σαφή επιρροή, που καθιστά «ύποπτο» οποιονδήποτε Έλληνα μιλά για το ελληνικό έθνος (οι αμερικάνοι, σχεδόν ποτέ δε χρησιμοποιούν τη λέξη «λαός», αλλά πάντα αναφέρονται στο «έθνος» τους). Α! πόσο ευτυχείς μάλιστα αισθάνονται όταν βρίσκουν την παραμικρή ευκαιρία για να ανοητεύουν υποστηρίζοντας πράγματα όπως τούτο –πόσες φορές δεν έτυχε να τα’ ακούσω στο παρελθόν!- : ότι π.χ. ήταν η δουλεία που έδωσε το «προνόμιο» στους «άεργους» Έλληνες της αρχαιότητας να επιδοθούν και διαπρέψουν στις Τέχνες, τα Γράμματα, τη Φιλοσοφία, τη Πολιτική. Τώρα, αν τούτο ήταν τόσο προσδιοριστικός παράγοντας, θα έπρεπε την εποχή εκείνη, όπου δεν υπήρχε λαός χωρίς να έχει δούλους, να υπήρχε μια πολιτιστική ανάπτυξη, μια θύελλα μάλλον πολιτιστικών δραστηριοτήτων παγκόσμιας σημασίας, αλλά φευ, πραγματικά μεγάλοι πολιτισμοί, και κυρίως παγκόσμιοι, δεν υπήρξαν παρά σε λίγες περιπτώσεις. Τι έγινε λοιπόν; Άλλωστε μέχρι πρόσφατα σχεδόν, η δουλεία ήταν πανταχού παρούσα. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, δεν είχε άραγε υπό καθεστώς ουσιαστικής δουλείας επί αιώνες, τόσες εθνότητες; Ποιόν πολιτισμό παρήγαγε εξ αυτού του λόγου; Πάντως, η πραγματικότητα δεν μπορεί ν’ αλλάξει, όσο κι αν ενοχλεί. Ο ελληνικός πολιτισμός, δεν υπήρξε μονάχα μεγάλος, μα ουσιαστικά συνέβαλε και στη μετέπειτα εξέλιξη του παγκόσμιου πολιτισμού, μέσω του ευρωπαϊκού πολιτισμού. «Οι χώρες της δυτικής Ευρώπης είδαν τον εαυτό τους σαν φορείς της μεγάλης φιλελεύθερης παραδόσεως που είχε κληροδοτηθή από τους Έλληνες μέσον της αναγεννήσεως και πίστευαν πως ήσαν η εμπροσθοφυλακή της ανθρώπινης κοινωνίας…» (UNESCO : Η Ιστορία της Ανθρωπότητος, εκδ. Χ. Τεγόπουλος - Ν. Νίκας, Αθήναι, 1970, Τόμος 11, σελ. 5380-5381) Όμως και η μπουρδολογία έχει τα όριά της –και την εμβέλειά της από άποψη αποτελεσματικότητας. Τούτη η διανοουμενίστικη μπουρδολογία, η δήθεν παγκοσμιοποιημένη, για να χρησιμοποιήσω την επιχειρηματολογία του καθηγητή Θάνου Bερέμη, (αναφέρεται βέβαια γενικώς στο φαινόμενο της μπουρδολογίας), στη φιλοσοφική της διάσταση (οι υπογραμμίσεις δικές μου) «…σχετίζεται σε υψηλότερο επίπεδο με τη μεταμοντέρνα αποδόμηση της αντικειμενικότητας. Παραπέμποντας όλες τις αξιολογικές κρίσεις σε ένα σχετικισμό χωρίς όρια, ο μεταμοντερνισμός απαξιώνει την εγκυρότητα κάθε διάκρισης. Ο σχετικισμός αυτός βέβαια υπονομεύει και την εγκυρότητα του ίδιου του κινήματος αφού τα φιλοσοφικά του συμπεράσματα δεν μπορούν να εξαιρεθούν από τον κανόνα της αμφισβήτησης.», ενώ όπως ο ίδιος επισημαίνει, «Η διαφορά ανάμεσα στην μπούρδα και το ψέμα είναι ότι ο ψεύτης παρουσιάζει ως αληθινό κάτι που ο ίδιος θεωρεί ψέμα. Ο ψεύτης συνεπώς έχει σαφή άποψη περί του αληθινού. Ο μπουρδολόγος ενδέχεται να μη γνωρίζει, ή το πιθανότερο, να μην ενδιαφέρεται για την αλήθεια. Εκπέμπει ανοησίες, δηλαδή λεκτικές κατασκευές δίχως νόημα, ή ωραιολογίες που χαϊδεύουν τα αυτιά των ακροατών του χωρίς να εναποθέτουν εκεί κάποιο έλλογο μήνυμα.» (Θάνος Βερέμης : Περί μπουρδολογίας, εις : εφ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 12/4/2009)
Άρα, οι περί ου ο λόγος μπουρδολόγοι στους οποίους αναφερθήκαμε, ενδέχεται να είναι ουσιαστικά άσχετοι και απαίδευτοι, ή το πιθανότερο, και χειρότερο, να μην ενδιαφέρονται για την αλήθεια.
Γραμμές άμυνας, θα μπορούσε να ήταν ο υπόλοιπος πνευματικός κόσμος. Αυτοί που δεν δέχονται τις παραπάνω απόψεις της κυρίαρχης μειοψηφίας. Μα πού βρίσκεται αυτός ο «πνευματικός κόσμος»; ; Και κυρίως ποιος είναι αυτός; Πώς λειτουργεί; Λειτουργεί εν τέλει; Έχει κάποια απήχηση; Ναι ή όχι; Να κάποια ερωτήματα που κάποιος μπορεί ν’ ασχοληθεί μ’ αυτά για να μας φωτίσει σχετικά.
Αυτά για την ώρα…
Δε ξέρω πώς, πες το κλίμα των ημερών, εκλογές έχουμε, πες το ότι μ’ αρέσει να διαβάζω τα περασμένα και να παρακολουθώ τα συγκαιρινά, πες ότι πασχίζω να ξαραχνιάσω το αραχνιασμένο τσερβέλο μου που το βλέπω και λέω : πώς φτάσαμε το άφθαρτο κατά πως λένε πνεύμα να το ξοδεύουμε και να το ρυτιδιάζουμε στις μέρες μας γρηγορότερα απ’ το φθαρτό σώμα, μα να, όλα αυτά, μου έκαναν να σκεφτώ ότι πριν τη Κρίση του Κυρίου, υπάρχει και μια άλλη Κρίση, διαρκής, που παρόλα αυτά δεν τη βλέπουμε, δεν ασχολούμαστε μαζί της : η Κρίση των Προγόνων μας. Των πατεράδων και των μανάδων μας, των παππούδων και των γιαγιάδων μας, όλων εκείνων που σε τούτο το τόπο πέρασαν χιλιάδες χρόνια τώρα, για να μας δωρίσουν όχι ένα απλό όνομα, μα ένα όνομα που θα άντεχε στους αιώνες, μια ιστορία, ένα πολιτισμό, μια προοπτική, για να είμαστε ανάμεσα στους ευλογημένους της Γης, (όχι απ’ το Θεό, γιατί ο Θεός κανέναν δεν καταριέται, μα γιατί, όπως και να το κάνουμε, δεν είναι λίγο ο κόσμος όλος, να μιλά με θαυμασμό για τον πολιτισμό που εκπροσωπείς), περήφανοι για τους προγόνους μας, περήφανοι για μας, περήφανοι για το μέλλον που εμείς πια ετοιμαζόμαστε να κληροδοτήσουμε στα παιδιά μας. Περήφανοι για το «τάλαντο» που πλάσανε και μας το κληροδοτούν από γενιά σε γενιά.
Όμως, να που ήρθε η στιγμή, όπου η Κρίση των Προγόνων μας, φαίνεται ότι είναι προ των πυλών. Έρχονται να ζητήσουν λογαριασμό για το πώς ξοδέψαμε το τάλαντο που μας χάρισαν. Αν δικαιούμαστε να είμαστε «περήφανοι για μας, περήφανοι για το μέλλον που εμείς πια ετοιμαζόμαστε να κληροδοτήσουμε στα παιδιά μας». Το τάλαντο εκείνο που πλάστηκε με τόσο μεράκι και σοφία απ’ αυτούς. Εκείνα τα μεγαλειώδη κείμενα που μας έμαθαν πώς να ζούμε σαν άνθρωποι, πώς να είμαστε Άνθρωποι! Εκείνα τα μεγαλειώδη κείμενα που μας έμαθαν πώς να ζούμε σαν άνθρωποι και να μας βλέπουν άνθρωποι που εκπροσωπούν άλλους πολιτισμούς και να λένε : «να, ένας μεγάλος πολιτισμός»! Οι μεγαλειώδεις εκείνες παρακαταθήκες, που μας έμαθαν όχι απλά πώς να αναπνέουμε, πώς να γεμίζουμε το στομάχι, μα την ίδια την αξία της Ζωής. Διότι, «Υπάρχει και κάτι άλλο πέρα από το χορτασμό. Ο ανθρώπινος προορισμός δεν είναι ο ζωϊκός προορισμός. Ανάγκη για μια ηθική εξύψωση. Η ζωή των λαών, όπως η ζωή των ανθρώπων, έχει τις στιγμές της κατάπτωσής της· αυτές οι στιγμές περνούν βέβαια, μα δεν πρέπει να μένουν τα ίχνη τους. Ο άνθρωπος, αυτή τη στιγμή, πάει να πέσει στο έντερο : πρέπει να ξανατοποθετήσουμε τον άνθρωπο στην καρδιά, πρέπει να ξανατοποθετήσουμε τον άνθρωπος στον εγκέφαλο. Ο εγκέφαλος, να ο άρχοντας που πρέπει να παλινορθώσουμε· το κοινωνικό ζήτημα θέλει, σήμερα περισσότερο από κάθε άλλη φορά, να στραφεί προς το μέρος της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Να δείξουμε στον άνθρωπο τον ανθρώπινο προορισμό, να βελτιώσουμε πρώτα τη διάνοια κι’ ύστερα το ζώο. Να απαξιώσουμε τη σάρκα όσο θα περιφρονούμε τη σκέψη και να προσφέρουμε τη δική μας σάρκα για παράδειγμα, αυτό είναι το επίκαιρο, το άμεσο, το επείγον καθήκον των συγγραφέων. Να τι έκαναν σε κάθε εποχή οι μεγαλοφυΐες. Να πλημμυρήσουμε με φως τον πολιτισμό· ρωτάτε σε τι χρησιμεύουν οι ποιητές; σ’ αυτό, απλούστατα.» (Βίκτωρ Ουγκώ : Φιλολογία και Φιλοσοφία, εκδ. Μαρή, Αθήνα, σελ. 118-119)
«Που μας έμαθαν…» Όχι, δεν είναι σωστή η φράση. Που μας δίδαξαν. Μας δίδαξαν, μα δε μάθαμε. Όχι, δε μάθαμε. Και για να χρησιμοποιήσουμε την ακόμα πιο ακριβή φράση : δεν μας επιτρέπουν –πια- να μας διδάξουν για να μάθουμε. Διότι τίποτα απ’ αυτά που υπάρχουν σήμερα και μπορούν να προσδιορίσουν τον σημερινό μας πολιτισμό, δεν είναι αντάξιο να λέγεται «ελληνική κληρονομιά». Αυτό που σήμερα ζούμε, δεν μας πληγώνει απλά, μας ντροπιάζει. Ποιά είναι εκείνα τα επιτεύγματα, σήμερα, που μπορεί να ειπωθεί ότι αποτελεί μια αδιαμφισβήτητη πολιτιστική συνέχεια, του ελληνικού πολιτισμού; Που βλέποντάς τα, ο κόσμος όλος, σ’ όλη τη Γη, λέει : «πράγματι, βλέπουμε σήμερα, κάτι το αντάξιο του ονόματος του πολιτισμού των Ελλήνων;» Η επιταγή ο Έλληνας να κάνει την υπόθεση της ενημέρωσής του και της παιδείας του προσωπική υπόθεση, είναι κάτι παραπάνω από επιβεβλημένη. Κάποτε τα σχολικά εγχειρίδια Ιστορίας, παρά τις ατέλειές τους, δίδασκαν –έστω κάτι. Σήμερα, ακούω, ότι δε διδάσκουν (ούτε αυτό το λίγο «κάτι»), δεν πληροφορούν –και κατά πως λένε, ενίοτε παραπλανούν : η αλήθεια είναι υποταγμένη σε άλλα κελεύσματα.
Και το χειρότερο όλων, εν ονόματι ενός νέου παγκόσμιου πολιτιστικού προτύπου που πάνε να στήσουνε οι παγκόσμιες εταιρείες, ένα πολιτισμό που θα στοχεύει απλά στο πώς να θα καταναλώνουμε αυτά τα συγκεκριμένα προϊόντα, ένα πολιτισμό που θα στοχεύει στο πώς οι εταιρείες αυτές θα μπορούν να συνεχίσουν να είναι κερδοφόρες ώστε να μη διακινδυνέψει η ύπαρξή τους, και άρα η παρουσία των προϊόντων τους, που με τη πλύση εγκεφάλου της διαφήμισης επιχειρούν να χτίσουν σχέσεις εξάρτησης μαζί τους, πράγμα που σημαίνει, ότι μπρος στο υπέρτατο τούτο γενικό, τι γενικό δηλαδή, πες παγκόσμιο συμφέρον, κάθε άλλο μικροατομικό, «συντεχνιακό» (τι θαυμάσια εφεύρεση, τι θαυμάσια φαυλότητα) συμφέρον και διεκδίκηση, που θα μπορούσε να διαταράξει τούτη τη προοπτική, πρέπει να μπει στην άκρη. Αύξηση μισθών; Ζητάς καλά (άρα ακριβά στη λειτουργία) τους νοσοκομεία; Ζητάς καλά (άρα ακριβά στη λειτουργία τους) σχολεία; Τολμάς, απλά επειδή άρχισες να λιποθυμάς από τη πείνα, να βγαίνεις στους δρόμους και να σταματάς τη λειτουργία του εμπορίου; Τολμάς να θέλεις περισσότερους νοσοκόμους και νοσοκόμες από αγροφύλακες, χωρίς να κατανοείς ότι το μέλλον βρίσκεται στη πράσινη ανάπτυξη, δηλαδή στη φύση, στους αγρούς, κι άρα εκεί πρέπει να κατευθυνθούν πρώτα οι δημόσιες δαπάνες; Ζητάς να έχεις την αξίωση να έχεις γνώμη για τα μεγάλα και σημαντικά κρατικά ζητήματα, και για τούτο θέλεις δημοψηφίσματα, αξιώνοντας οι γνωστικοί πατέρες του έθνους να παίξουν κορώνα γράμματα τις προοπτικές της χώρας, παραδίνοντάς τες στις πρόσκαιρες και χωρίς θεμελιωμένη γνώση απόψεις των πολλών; Αυτά, όλα, μπορεί να αρμόζουν σε ένα πολιτισμό του παρελθόντος, όχι όμως στο πολιτισμό της Νέας Τάξης των Πραγμάτων, που επαγγέλλεται ακριβώς τα αντίθετα από τα παραπάνω.
Ο Ελληνικός πολιτισμός κληροδότησε στα παιδιά του ένα πλούσιο πολιτιστικό κεφάλαιο, που απέφερε για αιώνες μεγάλους πολιτιστικούς τόκους, αρκετούς να τους καταναλώνουμε τόσο αλόγιστα, ώστε να νομίζουμε ότι τελικά δεν θα χρειαζόταν να αρχίσουμε να τρώμε και το κεφάλαιο. Μα έγινε, γίνεται και τούτο. Τα αποτέλεσμα είναι ορατό. Νομίζαμε ότι αρκούσε η υπεροχή του πολιτιστικού μας παρελθόντος για να συνεχίσει τούτη η υπεροχή και στο μέλλον, μια στείρα αντίληψη, που οδηγεί μαθηματικά σε μια στείρα περηφάνεια. Βέβαια, σε πτυχές του πολιτιστικού μας οικοδομήματος, τα πράγματα ομολογουμένως δεν πάνε και τόσο άσχημα, όπως π.χ. στη Τέχνη και στη Λογοτεχνία, ακόμη στην Επιστήμη, αν και πιστεύω πως αν υπήρχε αποτελεσματική πολιτιστική εθνική στρατηγική, θα πηγαίναμε σαφώς καλύτερα σε πολύ περισσότερα πράγματα. Άλλωστε, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, πως οι καλές μας επιδόσεις, όπου αυτές εντοπίζονται, σε αρκετές αν όχι σε πολλές περιπτώσεις, ευδοκιμούν εκτός Ελλάδος, ακριβώς γιατί η «επίσημη» Ελλάδα, φαίνεται ότι έχει κολλήσει σε μια μόνο πτυχή της πλούσιας ελληνικής μας μυθολογίας : στο Κρόνο που τρώει τα παιδιά του…
Σημείο μέγιστης παρακμής, μια (κυρίαρχη δυστυχώς) τάση κάποιας διανοουμενίστικης υποκουλτούρας με σαφή επιρροή, που καθιστά «ύποπτο» οποιονδήποτε Έλληνα μιλά για το ελληνικό έθνος (οι αμερικάνοι, σχεδόν ποτέ δε χρησιμοποιούν τη λέξη «λαός», αλλά πάντα αναφέρονται στο «έθνος» τους). Α! πόσο ευτυχείς μάλιστα αισθάνονται όταν βρίσκουν την παραμικρή ευκαιρία για να ανοητεύουν υποστηρίζοντας πράγματα όπως τούτο –πόσες φορές δεν έτυχε να τα’ ακούσω στο παρελθόν!- : ότι π.χ. ήταν η δουλεία που έδωσε το «προνόμιο» στους «άεργους» Έλληνες της αρχαιότητας να επιδοθούν και διαπρέψουν στις Τέχνες, τα Γράμματα, τη Φιλοσοφία, τη Πολιτική. Τώρα, αν τούτο ήταν τόσο προσδιοριστικός παράγοντας, θα έπρεπε την εποχή εκείνη, όπου δεν υπήρχε λαός χωρίς να έχει δούλους, να υπήρχε μια πολιτιστική ανάπτυξη, μια θύελλα μάλλον πολιτιστικών δραστηριοτήτων παγκόσμιας σημασίας, αλλά φευ, πραγματικά μεγάλοι πολιτισμοί, και κυρίως παγκόσμιοι, δεν υπήρξαν παρά σε λίγες περιπτώσεις. Τι έγινε λοιπόν; Άλλωστε μέχρι πρόσφατα σχεδόν, η δουλεία ήταν πανταχού παρούσα. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, δεν είχε άραγε υπό καθεστώς ουσιαστικής δουλείας επί αιώνες, τόσες εθνότητες; Ποιόν πολιτισμό παρήγαγε εξ αυτού του λόγου; Πάντως, η πραγματικότητα δεν μπορεί ν’ αλλάξει, όσο κι αν ενοχλεί. Ο ελληνικός πολιτισμός, δεν υπήρξε μονάχα μεγάλος, μα ουσιαστικά συνέβαλε και στη μετέπειτα εξέλιξη του παγκόσμιου πολιτισμού, μέσω του ευρωπαϊκού πολιτισμού. «Οι χώρες της δυτικής Ευρώπης είδαν τον εαυτό τους σαν φορείς της μεγάλης φιλελεύθερης παραδόσεως που είχε κληροδοτηθή από τους Έλληνες μέσον της αναγεννήσεως και πίστευαν πως ήσαν η εμπροσθοφυλακή της ανθρώπινης κοινωνίας…» (UNESCO : Η Ιστορία της Ανθρωπότητος, εκδ. Χ. Τεγόπουλος - Ν. Νίκας, Αθήναι, 1970, Τόμος 11, σελ. 5380-5381) Όμως και η μπουρδολογία έχει τα όριά της –και την εμβέλειά της από άποψη αποτελεσματικότητας. Τούτη η διανοουμενίστικη μπουρδολογία, η δήθεν παγκοσμιοποιημένη, για να χρησιμοποιήσω την επιχειρηματολογία του καθηγητή Θάνου Bερέμη, (αναφέρεται βέβαια γενικώς στο φαινόμενο της μπουρδολογίας), στη φιλοσοφική της διάσταση (οι υπογραμμίσεις δικές μου) «…σχετίζεται σε υψηλότερο επίπεδο με τη μεταμοντέρνα αποδόμηση της αντικειμενικότητας. Παραπέμποντας όλες τις αξιολογικές κρίσεις σε ένα σχετικισμό χωρίς όρια, ο μεταμοντερνισμός απαξιώνει την εγκυρότητα κάθε διάκρισης. Ο σχετικισμός αυτός βέβαια υπονομεύει και την εγκυρότητα του ίδιου του κινήματος αφού τα φιλοσοφικά του συμπεράσματα δεν μπορούν να εξαιρεθούν από τον κανόνα της αμφισβήτησης.», ενώ όπως ο ίδιος επισημαίνει, «Η διαφορά ανάμεσα στην μπούρδα και το ψέμα είναι ότι ο ψεύτης παρουσιάζει ως αληθινό κάτι που ο ίδιος θεωρεί ψέμα. Ο ψεύτης συνεπώς έχει σαφή άποψη περί του αληθινού. Ο μπουρδολόγος ενδέχεται να μη γνωρίζει, ή το πιθανότερο, να μην ενδιαφέρεται για την αλήθεια. Εκπέμπει ανοησίες, δηλαδή λεκτικές κατασκευές δίχως νόημα, ή ωραιολογίες που χαϊδεύουν τα αυτιά των ακροατών του χωρίς να εναποθέτουν εκεί κάποιο έλλογο μήνυμα.» (Θάνος Βερέμης : Περί μπουρδολογίας, εις : εφ. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ, 12/4/2009)
Άρα, οι περί ου ο λόγος μπουρδολόγοι στους οποίους αναφερθήκαμε, ενδέχεται να είναι ουσιαστικά άσχετοι και απαίδευτοι, ή το πιθανότερο, και χειρότερο, να μην ενδιαφέρονται για την αλήθεια.
Γραμμές άμυνας, θα μπορούσε να ήταν ο υπόλοιπος πνευματικός κόσμος. Αυτοί που δεν δέχονται τις παραπάνω απόψεις της κυρίαρχης μειοψηφίας. Μα πού βρίσκεται αυτός ο «πνευματικός κόσμος»; ; Και κυρίως ποιος είναι αυτός; Πώς λειτουργεί; Λειτουργεί εν τέλει; Έχει κάποια απήχηση; Ναι ή όχι; Να κάποια ερωτήματα που κάποιος μπορεί ν’ ασχοληθεί μ’ αυτά για να μας φωτίσει σχετικά.
Αυτά για την ώρα…