του Βασίλη Χασιώτη
Αναφέρομαι στη συνέντευξη του κυβερνητικού βουλευτή κ. Μανώλη στην εφ. «ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ» (9/8/2009), όπου δήλωσε ότι κυβερνητικοί βουλευτές υποχρεώθηκαν να αθωώσουν στη Βουλή βουλευτές ώστε να... μη παραπεμφθούν στη δικαιοσύνη.
Επειδή τα βέλη πήγαιναν κατ’ ευθείαν στον πρωθυπουργό μα και στο κόμμα, στα βραδινά δελτία ειδήσεων της ίδιας μέρας, άκουσα ότι ο βουλευτής διευκρίνισε πως δεν εννοούσε τον πρωθυπουργό ή το κόμμα μα τους ίδιους τους κατηγορούμενους βουλευτές, που «απειλούσαν» πως αν παραπέμπονταν θα έπεφτε η κυβέρνηση και θα πήγαινε ο τόπος σε πρόωρες εκλογές. Πολύ φοβούμαι όμως ότι η «διευκρίνιση» δημιουργεί πολύ πιο σημαντικό θέμα απ’ ό,τι η «αυθεντικώς ερμηνευθείσα» από το αναγνωστικό κοινό. Διότι δείχνει υποχώρηση όχι εμπρός σε μια «υπέρτερη εξουσία» μα σε συναδέλφους του «αυτού διοικητικού επιπέδου», και εν πάσει περιπτώσει, και πάλι διερωτάται κανείς, τι έκανε το Μαξίμου και η Ρηγίλλης όταν τους γνωστοποιήθηκαν αυτές οι «πιέσεις», όπως υποθέτω.
Ή μήπως ούτε αυτή η γνωστοποίηση έγινε, οπότε προς τι η βαρύγδουπη δήλωση, που ως μομφή στρέφεται αποκλειστικά στους βουλευτές που ενέδωσαν έτσι εύκολα σε πιέσεις από συναδέλφους τους που δεν είχαν τη «στήριξη» της κυβέρνησης ή του κόμματος, οπότε και πάλι τίθεται το ερώτημα τότε γιατί τους έδωσαν το συγχωροχάρτι;
Το ζήτημα το τι έργο επιτελούν οι βουλευτές έτσι όπως λειτουργεί το κοινοβουλευτικό μας σύστημα, δεν είναι καθόλου «τρέχον» (αντίθετα, εδώ και δεκαετίες απασχολεί τη πολιτική αρθρογραφία και βιβλιογραφία το θέμα). Συμβάντα σαν το παραπάνω, απλά έρχονται να ξαναζεστάνουν ένα θέμα που ως πρόβλημα υπάρχει με αξιοζήλευτη εμμονή στην ημερήσια ατζέντα του κοινοβουλευτικού έργου.
Και για του λόγου το αληθές, ιδού κάποιες σκέψεις μου που είχαν διατυπωθεί 24 χρόνια πριν (!!), το 1985, σε σχετικό μου άρθρο για την παρακμή του βουλευτικού αξιώματος. («Ο ρόλος του βουλευτή στην κοινοβουλευτική δημοκρατία και η λαϊκή κυριαρχία», εις περιοδ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, 10/10/1985).
Έγραφα τότε μεταξύ των άλλων, (να θυμίσω ότι την περίοδο εκείνη, είχαμε ένα άλλο κοινοβουλευτικό αίσχος, δηλαδή, τα όσα είχαν διαδραματιστεί κατά τη ψηφοφορία στη Βουλή για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας –του κ. Χρ. Σαρτζετάκη) ότι «Στην καθημερινή πολιτική πρακτική, είναι πέραν κάθε αμφισβήτησης, ότι ο βουλευτής είναι στο έπακρο δεσμευμένος από την κομματική γραμμή. Το τι θα πει και τι δεν θα πει, το πώς θα το πει, το πόσο πολύ θα διαφωνήσει ή δεν θα διαφωνήσει πάνω σε κομματικές επιλογές, εξαρτάται όχι απ’ αυτόν, μα από το κόμμα. Η βούληση του βουλευτή αντικαθίσταται από την κομματική βούληση. Όχι μονάχα η ατομική βούληση μα και η συμμετοχή στα όργανα λήψης αποφάσεων των (μεγάλως ιδίως) κομμάτων, είναι ανύπαρκτη, μα και εκεί δημιουργείται μια άλλη ελίτ, η κομματική ελίτ. Μέσα λοιπόν σ’ αυτό το πλαίσιο δρώντας ο βουλευτής, μετατρέπει τελικά την υπόθεση της εξυπηρέτησης των λαϊκών συμφερόντων, σε υπόθεση κομματικών σκοπιμοτήτων, όπου το κάθε κόμμα, και ιδίως το κάθε κόμμα εξουσίας (συμπολίτευση-αξιωματική αντιπολίτευση), υπηρετεί την λαϊκή υπόθεση στον βαθμό που εξυπηρετείται (και) η κομματική υπόθεση.
Το ζήτημα το τι έργο επιτελούν οι βουλευτές έτσι όπως λειτουργεί το κοινοβουλευτικό μας σύστημα, δεν είναι καθόλου «τρέχον» (αντίθετα, εδώ και δεκαετίες απασχολεί τη πολιτική αρθρογραφία και βιβλιογραφία το θέμα). Συμβάντα σαν το παραπάνω, απλά έρχονται να ξαναζεστάνουν ένα θέμα που ως πρόβλημα υπάρχει με αξιοζήλευτη εμμονή στην ημερήσια ατζέντα του κοινοβουλευτικού έργου.
Και για του λόγου το αληθές, ιδού κάποιες σκέψεις μου που είχαν διατυπωθεί 24 χρόνια πριν (!!), το 1985, σε σχετικό μου άρθρο για την παρακμή του βουλευτικού αξιώματος. («Ο ρόλος του βουλευτή στην κοινοβουλευτική δημοκρατία και η λαϊκή κυριαρχία», εις περιοδ. ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ, 10/10/1985).
Έγραφα τότε μεταξύ των άλλων, (να θυμίσω ότι την περίοδο εκείνη, είχαμε ένα άλλο κοινοβουλευτικό αίσχος, δηλαδή, τα όσα είχαν διαδραματιστεί κατά τη ψηφοφορία στη Βουλή για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας –του κ. Χρ. Σαρτζετάκη) ότι «Στην καθημερινή πολιτική πρακτική, είναι πέραν κάθε αμφισβήτησης, ότι ο βουλευτής είναι στο έπακρο δεσμευμένος από την κομματική γραμμή. Το τι θα πει και τι δεν θα πει, το πώς θα το πει, το πόσο πολύ θα διαφωνήσει ή δεν θα διαφωνήσει πάνω σε κομματικές επιλογές, εξαρτάται όχι απ’ αυτόν, μα από το κόμμα. Η βούληση του βουλευτή αντικαθίσταται από την κομματική βούληση. Όχι μονάχα η ατομική βούληση μα και η συμμετοχή στα όργανα λήψης αποφάσεων των (μεγάλως ιδίως) κομμάτων, είναι ανύπαρκτη, μα και εκεί δημιουργείται μια άλλη ελίτ, η κομματική ελίτ. Μέσα λοιπόν σ’ αυτό το πλαίσιο δρώντας ο βουλευτής, μετατρέπει τελικά την υπόθεση της εξυπηρέτησης των λαϊκών συμφερόντων, σε υπόθεση κομματικών σκοπιμοτήτων, όπου το κάθε κόμμα, και ιδίως το κάθε κόμμα εξουσίας (συμπολίτευση-αξιωματική αντιπολίτευση), υπηρετεί την λαϊκή υπόθεση στον βαθμό που εξυπηρετείται (και) η κομματική υπόθεση.
«Τα μέλη των εθνικών συνελεύσεων δεν δρουν σαν άτομα, και πάνω στη βάση του δικού του το καθένα συστήματος αξιών, παρά μάλλον σαν μέλη ενός κόμματος, που δεσπόζει σαφώς και αποφασιστικά πάνω στις προσωπικές του απόψεις», έχει γράψει ο Ανδρέας Παπανδρέου (Παπανδρέου Ανδρέας : Η ελευθερία του ανθρώπου, εκδ. Καρανάση, σελ. 36-9).
Αυτή η υποταγή του ατομικού στο ομαδικό, μας αναπαράγει αβίαστα την εικόνα του κοινοβουλευτικού όχλου του Gustave Le Bon, σύμφωνα με τον οποίο : «… Ξαναβρίσκουμε στις κοινοβουλευτικές συνελεύσεις τα χαρακτηριστικά των όχλων : την απλοποίηση ιδεών, το ευόργητον, την υποβλητικότητα, την υπερβολή των συναισθημάτων, την ισχυρότερη επίδραση των δημαγωγών…» (Bon, Gustave Le : Ψυχολογία των όχλων, εκδ. Αναγνωστίδη, σελ. 148).
Η μέρα με τη μέρα αποδυνάμωση του ρόλου βουλευτή, συνεπάγεται την μέρα με τη μέρα υποβάθμιση του λειτουργήματός του, της αποστολής του, συνεπάγεται την από μέρα σε μέρα υποβάθμιση της ίδιας του της αντίληψης για την αποστολή του, με άμεσο κίνδυνο, κάποια στιγμή, η κυριολεκτική έννοια της βουλευτικής του διάθεσης, να αντικατασταθεί από κάποιαν άλλη, λιγότερο βουλευτική και περισσότερο βολευτική. Η κρίση της συμμετοχής του βουλευτή, κατά τρόπο ελεύθερο και, ας το πούμε κι αυτό, αξιοπρεπή, στις κοινοβουλευτικές διαδικασίες, τονίζει την κρίση του ιδίου του κοινοβουλευτικού θεσμού. Τονίζει την προϊούσα αποδυνάμωση του Κοινοβουλίου απέναντι στην Κυβέρνηση, τονίζει μια κρατικίστικη αντίληψη με επικίνδυνες παρενέργειες και στις υπόλοιπες πτυχές του πολιτικού βίου και των πολλών δημοκρατικών διαδικασιών.
Μια τέτοια αντίληψη συνεπάγεται ότι η όποια Κυβέρνηση, με δεδομένο τον έλεγχο της ατομικής πολιτικής βούλησης στο επίπεδο του βουλευτή, για να ελέγξει το Κοινοβούλιο ή και για να το αγνοήσει, θα πρέπει να καταφύγει και σε «παράλληλες» διαδικασίες, αλλοτριωτικές των δημοκρατικών θεσμών, με αντικειμενικό στόχο την βουλευτική αυτοδυναμία του κόμματός της, και τέτοιες αλλοτριωτικές διαδικασίες είναι το παιχνίδι του εκλογικού συστήματος, το οποίο επιτρέπει λαϊκές μειοψηφίες να χρίονται σε πλειοψηφίες στη Βουλή και να αναδεικνύουν αυτοδύναμες κυβερνήσεις, είναι το παιχνίδι του δικομματισμού. Είναι ακόμα η καλλιέργεια ενός αισθήματος ενοχής σ’ εκείνους που τολμάν να επιμένουν σε μικρομεσαίες κομματικές παρατάξεις. Λοιπόν, αν έρθουν οι «άλλοι» στην εξουσία, δεν θα φταίμε «εμείς», αλλά θα φταίτε «εσείς» που επιμένετε να ψηφίζετε κόμματα των 100 βουλευτών και κάτω : φαντασθείτε να πρυτάνευε αυτή η λογική το 1974 ή το 1977, ποιοι θα ήσαν σήμερα πλειοψηφία και ποιοι μειοψηφία;
Γι’ αυτό λοιπόν, τις «δύσκολες» αυτές ώρες (ποιες είναι οι «εύκολες» άραγε;) πρέπει να προσχωρήσετε σε «μας», απ’ όπου όμως δεν θα πρέπει να ξαναφύγετε, γιατί τότε θα αναβιώσει ο κίνδυνος των «άλλων». Από το σημείο αυτό και πέρα, εκτός του ότι τέτοιες μεθοδεύσεις γίνονται ενοχλητικές για κάθε άτομο με παλλόμενο εγκεφαλογράφημα, καταντούν, πράγματι, και ανόητες. Επανερχόμενοι στο θέμα μας, μετά την παραπάνω παρένθεση, είναι φανερό, ότι η κρίση του βουλευτικού αξιώματος και της αποστολής που συνεπάγεται, και συνακόλουθα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, υποδηλώνει την νοοτροπία όλων εκείνων που άστοχα ή με σκοπιμότητα υπόσχονται κάποιες διόδους πρόσβασης του λαού στα όργανα της εξουσίας. Είναι πράγματι περίεργο. Υποσχόμαστε στον λαό πρόσβαση στην εξουσία, δηλονότι συμμετοχή και έλεγχο, όταν οι ίδιοι οι βουλευτές, όντας μέλη ενός από τα ανώτερα όργανα εξουσίας, του Κοινοβουλίου, αποκλείονται ουσιαστικά από αυτό το δικαίωμα, στ’ όνομα κάποιων σκοπιμοτήτων, μάλλον μυστικοπαθών, που εννοεί μια μικρή κλίκα, η κομματική ελίτ.
Έτσι λοιπόν, αφού αποδυναμώσαμε και αποδυναμώνουμε καθημερινά τους λαϊκούς αντιπροσώπους, μιλάμε για πρόσβαση στην εξουσία των ίδιων των αντιπροσωπευομένων.
«…Η κλασική έννοια της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας… δεν αποτελεί ούτε καν γελοιογραφία της πραγματικής κατάστασης πραγμάτων. Δεν μπορεί να υπάρξει αμφιβολία πως τα κύρια πρόσωπα του δράματος είναι οι πολίτες… Η αλήθεια στο ζήτημα αυτό είναι ότι στην σύγχρονη κοινωνία… ο πολίτης έχει αλλοτριωθεί όχι μόνο από κάθε εξουσία, αλλά και από την απαραίτητη και λογική κατανόηση των διαδικασιών που κρατούν το κλειδί για το μέλλον του και για το μέλλον των παιδιών του» (Παπανδρέου Ανδρέας : ό.π., σελ. 27-8). Σ’ ένα κοινωνικό σύστημα όπου ο ρόλος του Κοινοβουλίου αναγνωρίζεται σαν θεμελιώδης συνιστώσα των δημοκρατικών θεσμών και διαδικασιών, και σαν η ύψιστη έκφραση, μέσω των βουλευτών, της λαϊκής βούλησης, ανάλογη θα πρέπει να είναι και η συμπεριφορά των εκπροσώπων του λαού, που αποτελούν πολίτες πρώτους μεταξύ ίσων, παρ’ όλο που σε ατομικό επίπεδο ο συγγραφέας του παρόντος άρθρου δέχεται με μεγάλη επιφύλαξη την παραπάνω έννοια, σαν άρνηση της ίδιας της ισότητας. Υπό την έννοια αυτή, ο βουλευτής θα πρέπει να είναι πρώτος στις υποχρεώσεις και τελευταίος στα δικαιώματα, τα οποία ούτως ή άλλως και περισσότερα είναι και καλύτερα κατοχυρωμένα, έναντι εκείνων του απλού πολίτη.»
Αυτά έγραφα 24 χρόνια πριν, ελπίζοντας ότι το μέλλον ολοένα και πιο σπάνια θα πρόσφερε «βοήθεια» για την ενασχόληση με τα ίδια προβλήματα. Δυστυχώς όμως, το μέλλον στη χώρα μας δεν υπήρξε καθόλου μεγαλόψυχο μαζί μας. Αρνιέται επίμονα να στείλει στο μουσείο πλήθος ιστορικών δυσπλασιών στη λειτουργία του εν γένει πολιτικού μας βίου. Το μέλλον μας βγάζει διαρκώς τη γλώσσα του και λοιδορεί την ανικανότητα του πολιτικού μας συστήματος, να λύσει προβλήματα που μια στοιχειωδώς ικανή πολιτική ηγεσία θα είχε στείλει στον αγύριστο εδώ και πολλά χρόνια, ή τουλάχιστον θα είχε αποδυναμώσει. Σήμερα, 24 χρόνια από εκείνο το άρθρο μου, αν κάποιος μου έλεγε να στοιχηματίσω αν το 2033 (24 χρόνια από σήμερα) ποιες είναι οι πιθανότητες να ξαναμιλάμε για τα ίδια αυτά ιστορικά προβλήματα θα απαντούσα ότι δεν ξέρω αν θα είναι ας πούμε 100%, φοβούμαι όμως, ότι δεν θα είναι και πολύ κάτω απ’ το παραπάνω ποσοστό.
Αυτά έγραφα 24 χρόνια πριν, ελπίζοντας ότι το μέλλον ολοένα και πιο σπάνια θα πρόσφερε «βοήθεια» για την ενασχόληση με τα ίδια προβλήματα. Δυστυχώς όμως, το μέλλον στη χώρα μας δεν υπήρξε καθόλου μεγαλόψυχο μαζί μας. Αρνιέται επίμονα να στείλει στο μουσείο πλήθος ιστορικών δυσπλασιών στη λειτουργία του εν γένει πολιτικού μας βίου. Το μέλλον μας βγάζει διαρκώς τη γλώσσα του και λοιδορεί την ανικανότητα του πολιτικού μας συστήματος, να λύσει προβλήματα που μια στοιχειωδώς ικανή πολιτική ηγεσία θα είχε στείλει στον αγύριστο εδώ και πολλά χρόνια, ή τουλάχιστον θα είχε αποδυναμώσει. Σήμερα, 24 χρόνια από εκείνο το άρθρο μου, αν κάποιος μου έλεγε να στοιχηματίσω αν το 2033 (24 χρόνια από σήμερα) ποιες είναι οι πιθανότητες να ξαναμιλάμε για τα ίδια αυτά ιστορικά προβλήματα θα απαντούσα ότι δεν ξέρω αν θα είναι ας πούμε 100%, φοβούμαι όμως, ότι δεν θα είναι και πολύ κάτω απ’ το παραπάνω ποσοστό.
Όμως, υπάρχει ένα πράγμα, που αν εκδηλωθεί ως σοβαρή εξέλιξη, τότε, μπορούμε να πιστεύουμε ότι τα παιδιά μας (ο γιος μου το 2033 θα είναι 58 ετών) και τα εγγόνια μας (ο εγγονός μου θα είναι τότε 25 χρονών) πράγματι θα ζουν σε καλύτερες μέρες : αυτό το «πράγμα» είναι τούτο : η υπόθεση της προόδου και της ανάπτυξης στη χώρα μας, η υπόθεση της καλής λειτουργίας των θεσμών μας, να έχουν περιέλθει στα χέρια της κοινωνίας, μέσω των πολιτικών επιλογών της που θα επιβραβεύουν όσους δικαιούνται επιβράβευσης και θα στέλνουν στο σπίτι τους όχι τόσο όσους καταχρώνται της εμπιστοσύνης της κοινωνίας.
Με άλλα λόγια η λύση βρίσκεται πλέον στα χέρια μας : η λοιδορία της πολιτικής και των πολιτικών αποτελεί εκτόνωση αλλά δεν αποτελεί λύση, πολύ δε περισσότερο, όταν κάποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι τελικώς οι λοιδορούντες αυτολοιδορούνται όταν απλά επιλέγουν όσους την επομένη πρόκειται να λοιδορήσουν. Και το κυριότερο είναι ότι η λοιδορία υπ’ αυτές τις συνθήκες, δηλαδή με την παράλληλη ουσιαστική αποχή από το πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι, δεν είναι καθόλου ανώδυνη και χωρίς σοβαρές συνέπειες σε βάρος της ίδιας της κοινωνίας. Π.χ., αυτό το «αγελαίον» της βουλευτικής δραστηριότητας, υπό την έννοια της «κομματικής πειθαρχίας» που απαιτεί την ουσιαστική υποταγή της γνώμης του βουλευτή στη κομματική σκοπιμότητα, που στη περίπτωσή του θα έπρεπε αυτή η ανεξαρτησία γνώμης να αποτελεί το κυρίαρχο χαρακτηριστικό του, δεν οδηγεί μονάχα σε συγκάλυψη εγκλημάτων (αυτό ουσιαστικά δεν είπε ο κ. Μανώλης ανωτέρω;) μα μπορεί το ίδιο εύκολα να οδηγήσει και στην δρομολόγηση εγκλημάτων.
Ο Camus, λέει για τους yes men (αν και βεβαίως, στα πλαίσια μιας εντελώς άλλης εστίασης που κάνει –πάνω στο νιτσεϊκό μηδενισμό, που οδήγησε –μέσα από μια διαστρέβλωση της νιτσεϊκής φιλοσοφίας στα εγκλήματα του εθνικοσοσιαλισμού στη Γερμανία του Χίτλερ) : «Όταν κάποιος λέει ναι σε όλα, σημαίνει πως λέει ναι και στο έγκλημα. Υπάρχουν άλλωστε δυο τρόποι συγκατάθεσης για το έγκλημα. Αν ο δούλος λέει ναι σε όλα, λέει ναι και στην ύπαρξη του αφέντη και στο δικό του πόνο… Αν ο αφέντης λέει ναι σε όλα, λέει ναι και στη δουλεία και στη δυστυχία των άλλων : να ο τύραννος και η δόξα του εγκλήματος…» (Albert Camus : Ο Επαναστατημένος Άνθρωπος, εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα, 1971, σελ. 104) Με λίγα λόγια, οι υποδουλωμένοι πνευματικά άνθρωποι, δεν είναι απλά κάτι το αξιολύπητο, είναι κάτι το εξαιρετικά επικίνδυνο : τουλάχιστον δεν είναι ανάγκη και να τους επιλέγουμε…
Ο πολίτης δεν πρέπει να ξεχνά ότι το Σύνταγμα προβλέπει την ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ του στο εν γίνει πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας. «Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και ΥΠΟΧΡΕΟΥΝΤΑΙ να ΑΝΤΙΣΤΕΚΟΝΤΑΙ ΜΕ ΚΑΘΕ ΜΕΣΟ εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία.» Πόσοι αγώνες και πόσες θυσίες για να κατορθωθεί να μπουν αυτές οι τρεις γραμμές σ’ ένα τέτοιο κείμενο!
Ποια είναι η εμφανέστατη ΠΑΡΑΒΑΣΗ του συντάγματος που εδώ έγινε και που καταγγέλθηκε από τον παραπάνω βουλευτή; Είναι τουλάχιστον το άρθρο 60 που λέει : «Οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση». Εδώ, φαίνεται να παραβιάστηκαν και το «δικαίωμα», και η «γνώμη», και η «συνείδηση».
Ο πολίτης δεν πρέπει να ξεχνά ότι το Σύνταγμα προβλέπει την ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ του στο εν γίνει πολιτικό γίγνεσθαι της χώρας. «Η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και ΥΠΟΧΡΕΟΥΝΤΑΙ να ΑΝΤΙΣΤΕΚΟΝΤΑΙ ΜΕ ΚΑΘΕ ΜΕΣΟ εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία.» Πόσοι αγώνες και πόσες θυσίες για να κατορθωθεί να μπουν αυτές οι τρεις γραμμές σ’ ένα τέτοιο κείμενο!
Ποια είναι η εμφανέστατη ΠΑΡΑΒΑΣΗ του συντάγματος που εδώ έγινε και που καταγγέλθηκε από τον παραπάνω βουλευτή; Είναι τουλάχιστον το άρθρο 60 που λέει : «Οι βουλευτές έχουν απεριόριστο το δικαίωμα της γνώμης και ψήφου κατά συνείδηση». Εδώ, φαίνεται να παραβιάστηκαν και το «δικαίωμα», και η «γνώμη», και η «συνείδηση».