του Βασίλη Χασιώτη
Ήδη άρχισε από τώρα η συζήτηση για τον κρατικό προϋπολογισμό, που σε δυο περίπου μήνες θα αποτελεί το κύριο μενού στην καθημερινή ειδησεογραφία των ΜΜΕ. Κι επειδή τότε, θα υπάρχει πολύς συνωστισμός στους πάσης φύσεως ενδιαφερόμενους να τοποθετηθούν επί του θέματος, κι επειδή προσωπικά ο συνωστισμός αυτός δεν μου κάθεται καθόλου καλά στις ατομικές μου προτιμήσεις, αποφάσισα να πω ό,τι έχω να πω για το θέμα από τώρα, κι έτσι, το φθινόπωρο, να είμαι ελεύθερος για άλλου είδους περιπλανήσεις…
Το (κάθε) φθινόπωρο λοιπόν, έχει ένα «θεσμικό» ενδιαφέρον, αφού είναι ο μήνας του κρατικού προϋπολογισμού. Στο Κοινοβούλιο, η συζήτηση επί του προϋπολογισμού. Τα «ξίφη» ήδη ακονίζονται. Έξω από το Κοινοβούλιο, οι λοιποί. Αρθρογράφοι, ειδικοί ή λιγότερο ειδικοί, θα ερμηνεύουν, θα ενημερώνουν, θα εξηγούν από την δική τους σκοπιά.
«Θεατές» (ή «ακροατές» αναλόγως) σύμπασα η κοινωνία. Δηλαδή όλοι μας. Με την οποιαδήποτε ιδιότητά μας.
Για το τι θα πληροφορηθούμε, αυτό είναι γνωστό, αφού δεν μπορούμε να πληροφορηθούμε για τίποτα άλλο, πέραν του ότι έχουμε αυτές τις δαπάνες, άρα, χρειάζομαι αυτά τα έσοδα για να τις καλύψω, και επομένως θα τα πάρω ως εξής : έτσι και τόσα από εδώ, έτσι και τόσα από εκεί. Και φυσικά, όλη σχετική φιλολογία, θα εστιασθεί γύρω απ’ αυτά τα δύο σημαντικά ζητήματα, όπου, οι μεν θα λέγουν ότι κάναμε ό,τι το καλύτερο μπορούσαμε, οι δε θα αντιτάσσουν ότι όχι, μπορούσατε να πάρετε περισσότερα απ’ αυτούς και λιγότερα από τους άλλους, θα μπορούσατε να έχετε λιγότερα έξοδα αν είχατε λιγότερο κράτος, και ιδού η αντεπίθεση, «και πού βάζετε το κοινωνικό κράτος» και επίσης εδώ η αντεπίθεση στην αντεπίθεση, «περί ποίου κοινωνικού κράτους ομιλείτε;», και ιδού η νέα επίθεση, «δεν είναι αναπτυξιακός», «δεν έχει προοπτική», «δεν έχει όραμα», αλλά και πάλι, τίποτα δεν μπορεί να μην έχει την ανταπάντησή του, το ίδιο πειστική όσο και η ερώτηση, και εν πάσει περιπτώσει, θα συμβούν όλα αυτά, που μονότονα και με θαυμαστή συνέπεια αναφύονται ως επιχειρηματολογία όταν φτάνουμε στη συζήτηση του κρατικού προϋπολογισμού, που ιστορικά, κανείς απ’ αυτούς τους προϋπολογισμούς, πάντοτε από την πλευρά των δημιουργών του, δεν εστερείτο «φιλοδοξίας» και όλων εκείνων των «αναπτυξιακών προοπτικών» και που πάντοτε όμως, η εκτέλεσή του έδινε και δίνει το δικαίωμα να χαρακτηρίζονται ως αναποτελεσματικοί, και σε ιστορική βάση μιλώντας τα σημερινά σωρευτικά προβλήματα και οι θεσμικές στρεβλώσεις που υπάρχουν, «περιέργως» είναι τα γνήσια τέκνα αυτών των «φιλοδοξιών».
Γρίφος, θα μπορούσε να πει κάποιος. Η απάντηση είναι «καθόλου».
Καμία από τις παραπάνω θέσεις -είτε θετικές, είτε αρνητικές- δεν στερείται βάσης, λογικής και αληθοφάνειας. Όλοι έχουν δίκαιο, διότι όλες αυτές οι απόψεις -δεν εννοώ ότι αυτές είναι οι απόψεις όλων, αναφέρομαι σ’ αυτές καθαυτές και επομένως σε όσους τις ακολουθούν- έχουν το εξής χαρακτηριστικό. Τοποθετούνται όχι στο συνολικό πλαίσιο ενός προβληματισμού, αλλά σε ένα τμήμα του, που από τη φύση του δεν εμπεριέχει κανενός είδους προβληματισμό. Αν δεν έχουμε αλλάξει την έννοια των λέξεων που χρησιμοποιούμε σήμερα και στο απώτερο και απώτατο παρελθόν, ο προϋπολογισμός παρουσίαζε και παρουσιάζει κάτι το εξαιρετικά απλό : ποια είναι τα έσοδά μου και από ποιες πηγές αντλούνται και ποια τα έξοδά μου και από πού προέρχονται για τον επόμενο χρόνο -αυτή η χρονική διάσταση όχι υποχρεωτικά, πάντως αυτό ισχύει για τον κρατικό προϋπολογισμό. Όχι δε μόνο αυτό, αλλά και κάτι πιο ουσιαστικό : αυτές οι λογιστικοποιημένες καταστάσεις, που αναπαριστούν αριθμητικοποιημένα αυτά τα έσοδα και έξοδα, δεν αποτελούν παρά το «δια ταύτα» μιας ολόκληρης σειράς βημάτων που προηγούνται και έπονται αυτού, ή θα έπρεπε να προηγούνται και να έπονται και που συνιστούν ένα συνολικό πλαίσιο αναφοράς, που ήδη μπορούμε να το ονοματίσουμε : ολοκληρωμένο σύστημα στρατηγικής διοίκησης -θα σημειώσουμε παρακάτω μια διευκρίνιση για τον όρο «διοίκηση».
Μόνο στα πλαίσια ενός τέτοιου ολοκληρωμένου συστήματος στρατηγικής διοίκησης των υποθέσεων του κράτους, θα είχε ουσιαστικό περιεχόμενο ο κρατικός προϋπολογισμός, μάλιστα δε, εάν υπήρχε, θα διαπιστώναμε ότι δεν θα χρειαζόταν καν να γίνει οποιαδήποτε συζήτηση για τον προϋπολογισμό αυτό, αλλά η ουσιαστική συζήτηση θα εστιαζόταν στα πράγματι σημαντικά στοιχεία του συστήματος αυτού, που δρομολογούν πραγματικές προοπτικές, που προσδιορίζουν ακόμα παραπέρα και τις ίδιες τις προοπτικές επιβίωσης του κράτους και του λαού. Αν ένα τέτοιο σύστημα υπήρχε, δεν θα υπήρχε λόγος να συζητούμε για τον προϋπολογισμό, διότι άπαξ και είχαμε τοποθετηθεί επί των βημάτων που προηγούνται αυτού, αναγκαστικά θα είχαμε τοποθετηθεί και επ’ αυτού, χωρίς να χρειάζεται να ξανατοποθετηθούμε.
Όμως, ιστορικά, ο προϋπολογισμός δεν είναι τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο, από μια απλή κίνηση του δημόσιου ταμείου για τις επόμενες 365 ημέρες. Αν απ’ αυτό το γεγονός μπορούμε να διαγνώσουμε προοπτικές και αναπτυξιακές διαδικασίες, αυτό, δεν είναι μόνο πρωτοφανές, αλλά φαίνεται να ανακαλύπτουμε και νέες διαστάσεις δραστηριοτήτων και εννοιών πρωτοτυπώντας διεθνώς και αρνητικώς. Όταν για παράδειγμα κάποιος μπορεί στα σοβαρά να κάνει τοποθετήσεις για αναπτυξιακά ζητήματα, για θέματα προοπτικών, που από τη φύση τους, όχι μόνο είναι εξαιρετικά μακροχρόνιες διαδικασίες και επομένως μόνο μέσα από ένα αντίστοιχο μακροπρόθεσμο πλαίσιο θεώρησης μπορεί να τα δει, το κυριότερο, είναι διαδικασίες που προσδιορίζονται από πλήθος παραμέτρων, μερικές μόνο των οποίων είναι ποσοτικές, οι λοιπές είναι ποιοτικές, και πάντως σε καμία περίπτωση δεν προσδιορίζονται από το πώς θα εξελιχθούν τα δημόσια έσοδα και έξοδα σ’ ένα χρόνο, είναι σαφές ότι κινδυνεύουμε να χάσουμε τον ορίζοντα.
Το σενάριο λοιπόν είναι προδιαγεγραμμένο : ορισμένοι θα υποστηρίζουν τη γέννηση ενός παιδιού που είναι καταδικασμένο να πεθάνει σε ακριβώς 365 ημέρες επενδύοντας όμως επάνω του «προοπτικές» και «αναπτυξιακές» διαδικασίες, ενώ ορισμένοι άλλοι ουδέποτε θα αναγνωρίσουν ότι γεννήθηκε έστω κάτι, ή για να το πούμε αλλιώς, αυτό που γεννήθηκε το θεωρούν ήδη ως κάτι το «νεκρό» και επομένως χωρίς δυνατότητες, όχι όμως στη λογική που εμείς θέσαμε παραπάνω, αλλά κάνοντας το ίδιο λάθος, δηλαδή, θα ήταν κι αυτοί έτοιμοι να δεχθούν την γέννηση, επενδύοντας σ’ αυτή, και αυτοί, προοπτικές και άλλα παρόμοια, όμως, αρκεί οι αριθμοί να ήταν διαφορετικοί, διαφορετικά επιμερισμένοι.
Και μιας και η ροή του συλλογισμού μας έφερε σ’ αυτό το σημείο, δεν θεωρώ άσκοπο να επαναλάβω παλαιότερες προτάσεις μου σχετικά με την εγκαθίδρυση στρατηγικών συστημάτων διοίκησης που θα αντικαταστήσουν τη διοίκηση του κράτους με βάση βραχυχρόνιους προϋπολογισμούς, και να επισημάνω εδώ, ότι εάν θα θέλαμε πράγματι μια καινοτόμο ρήξη με το παρελθόν, ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν για περαιτέρω προβληματισμούς. Δεν είναι απλώς ότι θα εγκαθιδρύσουμε πιο αποτελεσματικά εργαλεία διοίκησης, είναι ότι θα αρθούν βασικές ιστορικές αδυναμίες στο σχηματισμό των όποιων πολιτικών, στρατηγικών, κ.λπ., είναι ότι το κράτος δεν θα είναι ένα σύνολο αυτόνομων τροχών αλλά ένα σύνολο γραναζιών στον ίδιο τροχό, είναι ότι ένα τέτοιο σύστημα θα προωθήσει τις ποιοτικές παραμέτρους αποτελεσματικότητας που κανείς προϋπολογισμός δεν μπορεί ούτε να πει, ούτε καν να εντοπίσει, είναι ότι θα υπάρξει ευθυγράμμιση μακροχρονίων επιδιώξεων με μακροχρόνιες επιλογές, και όχι αυτό που συμβαίνει σήμερα, οι πρώτες να «ζορίζονται» να χωρέσουν μέσα στις 365 ημέρες ζωής ενός προϋπολογισμού, που μάλιστα, στην κοινή συνείδηση, έχει ευτελισθεί ακόμα περισσότερο, κινούμενος στη λογική «άντε να σπρώξουμε κι αυτόν τον χρόνο κι έπειτα βλέπουμε».
Ένα σύστημα στρατηγικής διοίκησης -εφιστώ την προσοχή στο ότι δεν αναφέρομαι καν σε στρατηγικό πρόγραμμα, διότι κι αυτό είναι τμήμα της συνολικής φιλοσοφίας της στρατηγικής διοίκησης- που δεν θα αναμένει μοιρολατρικά την έλευση ενός αβέβαιου μέλλοντος, όπου κάποιος άλλος προϋπολογισμός θα σπεύδει να ισοζυγίσει τη ροή του δημόσιου ταμείου, αλλά, αντίθετα, μια διαδικασία διοίκησης που θα δημιουργεί όσο το μπορεί το δικό της μέλλον, μέσα από την ποιότητα, τη σοβαρότητα, αποτελεσματικότητα και την πληρότητα των σημερινών δραστηριοτήτων, και που σε κανένα απ’ αυτά δεν μπορεί να συμβάλλει ο όποιος προϋπολογισμός. Ένα συνολικό σύστημα στρατηγικής διοίκησης, που σε μια κοινωνία και μια δημόσια διοίκηση, θα εγκαθιδρύσει οράματα και αξίες, που για τον οποιοδήποτε προϋπολογισμό, αυτά είναι άγνωστες συνιστώσες, που όμως αντίθετα, όχι στη θεωρία αλλά στη πράξη, συνιστούν πρακτικές συνιστώσες που εγκαθιδρύθηκαν με πολύ πρακτικές διαδικασίες σε όσες οικονομίες είναι αναπτυγμένες, σε κάθε επιτυχημένο οργανισμό γενικότερα.
Ένα συνολικό σύστημα στρατηγικής διοίκησης που θα ξέρει τι ζητά και για ποιο λόγο : όχι π.χ. «μάνατζερ» για τις ΔΕΚΟ αλλά «ηγέτες», όχι «μεγιστοποιήσεις», «ελαχιστοποιήσεις» και «ορθολογισμούς» που ανήκουν στην σφαίρα του μεταφυσικού -υπάρχουν τόσοι «ορθολογισμοί» όσοι αυτοί που τους επικαλούνται και τόσα «μέγιστα» ή «ελάχιστα» όσα εγώ θέλουν να υπάρχουν ή όσα εγώ εκλαμβάνω ότι υπάρχουν, «λεπτομέρειες» κρίσιμες στη πράξη. Διότι, αν σε κάποιον πεις «πήγαινε να αναλάβεις μάνατζερ», θα ενεργήσει ως τέτοιος πιθανώς, όντας στρατηγός να κάνει τη δουλειά συνταγματαρχών -μάνατζερ κι αυτοί- και οι τελευταίοι, μιας και την δουλειά τους την κάνει άλλος, οι ίδιοι να μην κάνουν τίποτα. Διότι αν σε κάποιον πεις «μεγιστοποίησέ» μου το κέρδος, ήδη δεν του είπες τίποτα. Αυτά όμως είναι άγνωστα στην στρατηγική διοίκηση.Ένα συνολικό σύστημα στρατηγικής διοίκησης, που την επιχείρηση θα την αντιλαμβάνεται πράγματι προοπτικά και με αναπτυξιακή νοοτροπία προσφέροντάς της ένα μακροχρόνιο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας και όχι έναν ορίζοντα 365 ημερών στη λογική του «κατόπιν βλέπουμε» που δεν θα βλέπει την επιχείρηση σαν μια ακόμα πηγή κάλυψης κάποιων εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού. Αν το «κατόπιν βλέπουμε» ιστορικά υπήρξε ενσυνείδητη πολιτική επιλογή για τον δημόσιο τομέα, ο ιδιωτικός τομέας -κι όχι μόνο αυτός- δεν μπορεί να λειτουργήσει έτσι, και το ότι τώρα σε ό,τι με αφορά την επιλογή αυτή δεν την αποδέχομαι ούτε για τον δημόσιο τομέα, αυτό, σε όσους τουλάχιστον έτυχε να παρακολουθούν την αρθρογραφία μου, είναι αυτονόητο. Ένα συνολικό σύστημα στρατηγικής διοίκησης, που τον πολίτη, το συνταξιούχο, τον πολύτεκνο, τον άνεργο, δεν θα τους συλλαμβάνει στη λογική των «εσόδων» και «δαπανών» αλλά που θα αναδεικνύει μια ξεκάθαρη στάση και θέση απέναντι στις προοπτικές τους, τις ανησυχίες τους. Το δίνω τόσα τον επόμενο χρόνο για τους πολύτεκνους λέγει άραγε τίποτα, πέραν του τι προτιθέμεθα για τις επόμενες 365 ημέρες να κάνουμε γι’ αυτούς; Και αρκεί για να θεμελιώσω μια μακροχρόνια πολιτική για τέτοια ζητήματα, όπως αυτό του παραπάνω παραδείγματος, να παραπέμπω στον επόμενο χρόνο; Ένα συνολικό σύστημα στρατηγικής διοίκησης, που τις όποιες ευαισθησίες για το περιβάλλον, θα τις αποτυπώνει στα πλαίσια μιας συνολικής φιλοσοφίας γι’ αυτό, με μακροχρόνιες στρατηγικές και πολιτικές και φυσικά κανένα από αυτά τα στοιχεία δεν μπορούν να αντληθούν από κανένα κρατικό προϋπολογισμό. Το να πω, π.χ., αυξάνω για τη δασοπροστασία τα κονδύλια τόσο τοις εκατό, ποια εκπληκτική προοπτική μου προβάλλει σε σχέση με αυτό το ζήτημα;
Παρ’ ότι ο κατάλογος των σημείων αναφοράς που ένα ολοκληρωμένο σύστημα στρατηγικής διοίκησης θέτει είναι αρκετά μεγάλος, εν τούτοις ας περιορισθούμε σε αυτές τις ενδεικτικές σημειώσεις. Και ας επαναλάβουμε γι ακόμα μια φορά, ότι συνιστά μια συνολική φιλοσοφία και πρόταση διοίκησης, με σαφείς εστιάσεις προσέγγισης.
Αυτό είναι πολύ σημαντικό, διότι στην πράξη είναι ακριβώς αυτό που λείπει. Η εμμονή μας στο στρατηγικό μάνατζμεντ -ο όρος «διοίκηση» που ανωτέρω αναφέρεται, γίνεται για λόγους καλύτερης επικοινωνίας με μη εξοικειωμένους αναγνώστες, διότι αυτός ο όρος, δεν συνιστά παρά ιδιαίτερη πτυχή σε μια από τις λειτουργίες του μάνατζμεντ- οφείλεται στο γεγονός ότι κατά τη δική μας αντίληψη, αποτελεί σήμερα την πιο αξιόπιστη συνολική φιλοσοφία και πρακτική αντιμετώπισης στρατηγικών και τακτικών προβλημάτων.
Δεν επιχειρεί ούτε να συλλάβει τον «πραγματικό» κόσμο, ούτε να «μεγιστοποιεί», ούτε να «ελαχιστοποιεί», ούτε να κινείται «ορθολογικά». Αυτά τα υπερβατικά και μεταφυσικά χαρακτηριστικά, τα αφήνει για τα μοντέλα εκείνων που στηρίζονται σ’ αυτά, αναζητώντας τόσες «μεγιστοποιήσεις» προσπαθειών και αποτελεσμάτων, όσες είναι οι επιμέρους ενασχολήσεις μ’ αυτές τις ιδιότητες, τις ανύπαρκτες στην πράξη και τη φύση του ανθρώπου.
Αντίθετα, το στρατηγικό μάνατζμεντ, προσγειωμένο στη γη, γνωρίζει ότι δεν αντιλαμβάνεται παρά τμήμα της αγνώστων ορίων «πραγματικότητας», γνωρίζει ότι οι «μεγιστοποιήσεις» αποτελεσμάτων και προσπαθειών εδράζονται σε μια πληθώρα αφαιρέσεων και προϋποθέσεων που σχεδόν ποτέ δεν επισυμβαίνουν, γνωρίζει ότι δεν μπορεί να κινείται στη λογική «των λοιπών παραγόντων παραμενόντων αμεταβλήτων», γνωρίζει ότι οι «προβολές» στο μέλλον, υπό τις προϋποθέσεις του παρελθόντος είναι ο μεγαλύτερος ανορθολογισμός των ορθολογικών μοντέλων. Άντ’ αυτών, διαχειρίζεται ό,τι σήμερα μπορεί να αντιληφθεί, αναγνωρίζει τι δεν μπορεί να διαχειριστεί -δεν το βγάζει από την προβληματική του, προσπαθεί να βρει τρόπους να το διαχειριστεί κι αυτό-, δεν αναμένει κάποιο «μέλλον» -κατασκευασμένο και δρομολογούμενο από άλλους- ούτως ή άλλος αβέβαιο και ελάχιστα προσδιορίσιμο, αντίθετα, προσπαθεί να δημιουργήσει σήμερα το δικό του μέλλον, δεν αναγνωρίζει μικρά και μεγάλα ζητήματα, ακριβώς διότι γνωρίζει ότι ένα μικρό ζήτημα μπορεί να αποτελέσει μια μεγάλη ευκαιρία ή μια μεγάλη απειλή, δεν εστιάζει στο αποτέλεσμα αλλά σ’ αυτό που δημιουργεί το αποτέλεσμα και που πρωτίστως είναι ο ανθρώπινος παράγοντας, η κουλτούρα του, οι αξίες του, οι ικανότητές του, είναι μερικά από τα ζητήματα που δεν αναμένεται να τα εύρει, επιχειρεί να τα δημιουργήσει, μιλά πολύ για πράγματα που ένας προϋπολογισμός δεν μιλά καθόλου -διότι απλούστατα επιτελεί άλλη αποστολή.
Αυτό το μάνατζμεντ, είναι το μάνατζμεντ των επιτυχημένων οργανισμών, των επιτυχημένων επιχειρήσεων, των ανεπτυγμένων οικονομιών.
Ο κρατικός λοιπόν προϋπολογισμός βρίσκεται στην «ευθεία». Δεν θα είναι παρά ένας ακόμη προϋπολογισμός. Με πολλά αναπάντητα «γιατί», παρά τις πολλές «απαντήσεις» που θα υπάρξουν σ’ όλα αυτά τα «γιατί». Θα ξαναγίνουν προσπάθειες να διαγνωσθούν «κοινωνικές ευαισθησίες», να εντοπιστούν «δίκαιες» προσεγγίσεις, κι όλα αυτά, μέσα από την παράθεση αριθμών, αριθμών ψυχρών, χωρίς να δηλώνουν καμία φιλοσοφία, καμία προοπτική.
Όμως, η επιβίωση, η οικονομική ανάπτυξη και η κοινωνική πρόοδος, είναι τόσο σημαντικά στοιχεία, που ιστορικά στη χώρα μας αντιμετωπίστηκαν με μια ευθέως αντίστροφη σοβαρότητα, ευτελιζόμενα σε «τρέχοντα ζητήματα διαχείρισης», όταν δεν εγκαταλείπονταν στις όποιες προσωπικές και ενίοτε ρηξικέλευθες αντιλήψεις του οποιουδήποτε που εκάστοτε η τύχη περισσότερο τύχαινε να τον καθιστά ρυθμιστή αυτών των προοπτικών. Ιστορική η παρατήρηση, πράγματι, σχεδόν σε όλα τα άρθρα μου, επιμελώς απέφευγα και εξακολουθώ να αποφεύγω να τοποθετούμαι σε τρέχοντα ζητήματα, ακόμη και όταν η αφορμή δίνονταν από τέτοια θέματα, όπως εν προκειμένω.
Θα κλείσω το άρθρο αυτό, με μια επισήμανση για το ρόλο του δημόσιου τομέα. Για να τονίσω τη σημασία της παραγωγικότητάς του. Όχι μόνο της παραγωγικότητάς του όπως ο όρος αυτός εκλαμβάνεται τεχνικά (περισσότερη ποσότητα εκροής ανά μονάδα εισροής, σημαντικότατη βεβαίως κι αυτή η διάσταση, αλλά, κυρίως, την παραγωγικότητά του σε όρους παραγωγής αποτελεσματικού θεσμικού περιβάλλοντος, αποτελεσματικών στρατηγικών, αποτελεσματικών πολιτικών. Η ποιοτική διάσταση της παραγωγικότητας. Η διάσταση που έχει να κάνει με παραγωγικές νοοτροπίες και παραγωγικές αντιλήψεις, με παραγωγικούς ενοραματισμούς.
Πόσο «θεωρητικά» είναι όλα αυτά; Πριν όμως κάποιος δώσει μια απάντηση στην τελευταία αυτή ερώτηση, ας αναλογισθεί τούτο : καμία ανθρώπινη δραστηριότητα ποτέ δεν θα ξεκινούσε, αν πρώτα κάποιος δεν «έριχνε» μια πρώτη «ιδέα», αν δεν είχε ένα πρώτο «όραμα». Ό,τι ακολουθήσει, θα είναι συνέπεια αυτού του μικρού αλλά τόσο ουσιαστικού βήματος. Από την άλλη, ας αναλογισθούμε πόσα προβλήματα δεν λύνονται γιατί δεν έγιναν ποτέ μερικά πρώτα μικρά βήματα, αλλά τόσο ουσιαστικά. Βέβαια, αυτό που εδώ σημειώνουμε, φαίνεται απλό, αλλά μόνο φαίνεται. Διότι είναι εξίσου αληθές από την άλλη, πόσα εμπόδια εγείρονται και πόσα προσκόμματα προβάλλονται, εκεί όπου ο «κίνδυνος» να παρουσιασθεί ένα τέτοιο πρώτο βήμα είναι ορατό. Όπως επίσης, ακόμα κι όταν γίνονταν ή γίνονται τέτοια βήματα, ήταν καταδικασμένα αν όχι να αποτύχουν, τουλάχιστον να μην πετύχουν στο βαθμό που προσδοκούσαν οι εμπνευστές τους, διότι ο κοινωνικός και οικονομικός μας βίος πάσχει σοβαρά και σε μια άλλη διάσταση : την επικοινωνία, που είτε δεν γίνεται όπως πρέπει, είτε δεν γίνεται καθόλου. Αν μου «ανακοινώσεις» να εκτελέσω κάτι, «απλώς θα το εκτελέσω». Αν συζητήσουμε να γίνει κάτι και το αποδεχτούμε αμοιβαία και δεσμευτούμε σ’ αυτό, το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα εκτελέσω «απλώς», θα το φέρω πλήρως σε πέρας, με βάση τις συμφωνηθείσες ποιοτικές και άλλες προδιαγραφές του.
(Το άρθρο αυτό το δημοσίευσα για πρώτη φορά με τον τίτλο : «Κρατικός προϋπολογισμός : η γέννηση ενός βρέφους καταδικασμένου να πεθάνει σε ακριβώς 365 ημέρες…» στην εφημερίδα Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, στις 8/11/1997)
Ήδη άρχισε από τώρα η συζήτηση για τον κρατικό προϋπολογισμό, που σε δυο περίπου μήνες θα αποτελεί το κύριο μενού στην καθημερινή ειδησεογραφία των ΜΜΕ. Κι επειδή τότε, θα υπάρχει πολύς συνωστισμός στους πάσης φύσεως ενδιαφερόμενους να τοποθετηθούν επί του θέματος, κι επειδή προσωπικά ο συνωστισμός αυτός δεν μου κάθεται καθόλου καλά στις ατομικές μου προτιμήσεις, αποφάσισα να πω ό,τι έχω να πω για το θέμα από τώρα, κι έτσι, το φθινόπωρο, να είμαι ελεύθερος για άλλου είδους περιπλανήσεις…
Το (κάθε) φθινόπωρο λοιπόν, έχει ένα «θεσμικό» ενδιαφέρον, αφού είναι ο μήνας του κρατικού προϋπολογισμού. Στο Κοινοβούλιο, η συζήτηση επί του προϋπολογισμού. Τα «ξίφη» ήδη ακονίζονται. Έξω από το Κοινοβούλιο, οι λοιποί. Αρθρογράφοι, ειδικοί ή λιγότερο ειδικοί, θα ερμηνεύουν, θα ενημερώνουν, θα εξηγούν από την δική τους σκοπιά.
«Θεατές» (ή «ακροατές» αναλόγως) σύμπασα η κοινωνία. Δηλαδή όλοι μας. Με την οποιαδήποτε ιδιότητά μας.
Για το τι θα πληροφορηθούμε, αυτό είναι γνωστό, αφού δεν μπορούμε να πληροφορηθούμε για τίποτα άλλο, πέραν του ότι έχουμε αυτές τις δαπάνες, άρα, χρειάζομαι αυτά τα έσοδα για να τις καλύψω, και επομένως θα τα πάρω ως εξής : έτσι και τόσα από εδώ, έτσι και τόσα από εκεί. Και φυσικά, όλη σχετική φιλολογία, θα εστιασθεί γύρω απ’ αυτά τα δύο σημαντικά ζητήματα, όπου, οι μεν θα λέγουν ότι κάναμε ό,τι το καλύτερο μπορούσαμε, οι δε θα αντιτάσσουν ότι όχι, μπορούσατε να πάρετε περισσότερα απ’ αυτούς και λιγότερα από τους άλλους, θα μπορούσατε να έχετε λιγότερα έξοδα αν είχατε λιγότερο κράτος, και ιδού η αντεπίθεση, «και πού βάζετε το κοινωνικό κράτος» και επίσης εδώ η αντεπίθεση στην αντεπίθεση, «περί ποίου κοινωνικού κράτους ομιλείτε;», και ιδού η νέα επίθεση, «δεν είναι αναπτυξιακός», «δεν έχει προοπτική», «δεν έχει όραμα», αλλά και πάλι, τίποτα δεν μπορεί να μην έχει την ανταπάντησή του, το ίδιο πειστική όσο και η ερώτηση, και εν πάσει περιπτώσει, θα συμβούν όλα αυτά, που μονότονα και με θαυμαστή συνέπεια αναφύονται ως επιχειρηματολογία όταν φτάνουμε στη συζήτηση του κρατικού προϋπολογισμού, που ιστορικά, κανείς απ’ αυτούς τους προϋπολογισμούς, πάντοτε από την πλευρά των δημιουργών του, δεν εστερείτο «φιλοδοξίας» και όλων εκείνων των «αναπτυξιακών προοπτικών» και που πάντοτε όμως, η εκτέλεσή του έδινε και δίνει το δικαίωμα να χαρακτηρίζονται ως αναποτελεσματικοί, και σε ιστορική βάση μιλώντας τα σημερινά σωρευτικά προβλήματα και οι θεσμικές στρεβλώσεις που υπάρχουν, «περιέργως» είναι τα γνήσια τέκνα αυτών των «φιλοδοξιών».
Γρίφος, θα μπορούσε να πει κάποιος. Η απάντηση είναι «καθόλου».
Καμία από τις παραπάνω θέσεις -είτε θετικές, είτε αρνητικές- δεν στερείται βάσης, λογικής και αληθοφάνειας. Όλοι έχουν δίκαιο, διότι όλες αυτές οι απόψεις -δεν εννοώ ότι αυτές είναι οι απόψεις όλων, αναφέρομαι σ’ αυτές καθαυτές και επομένως σε όσους τις ακολουθούν- έχουν το εξής χαρακτηριστικό. Τοποθετούνται όχι στο συνολικό πλαίσιο ενός προβληματισμού, αλλά σε ένα τμήμα του, που από τη φύση του δεν εμπεριέχει κανενός είδους προβληματισμό. Αν δεν έχουμε αλλάξει την έννοια των λέξεων που χρησιμοποιούμε σήμερα και στο απώτερο και απώτατο παρελθόν, ο προϋπολογισμός παρουσίαζε και παρουσιάζει κάτι το εξαιρετικά απλό : ποια είναι τα έσοδά μου και από ποιες πηγές αντλούνται και ποια τα έξοδά μου και από πού προέρχονται για τον επόμενο χρόνο -αυτή η χρονική διάσταση όχι υποχρεωτικά, πάντως αυτό ισχύει για τον κρατικό προϋπολογισμό. Όχι δε μόνο αυτό, αλλά και κάτι πιο ουσιαστικό : αυτές οι λογιστικοποιημένες καταστάσεις, που αναπαριστούν αριθμητικοποιημένα αυτά τα έσοδα και έξοδα, δεν αποτελούν παρά το «δια ταύτα» μιας ολόκληρης σειράς βημάτων που προηγούνται και έπονται αυτού, ή θα έπρεπε να προηγούνται και να έπονται και που συνιστούν ένα συνολικό πλαίσιο αναφοράς, που ήδη μπορούμε να το ονοματίσουμε : ολοκληρωμένο σύστημα στρατηγικής διοίκησης -θα σημειώσουμε παρακάτω μια διευκρίνιση για τον όρο «διοίκηση».
Μόνο στα πλαίσια ενός τέτοιου ολοκληρωμένου συστήματος στρατηγικής διοίκησης των υποθέσεων του κράτους, θα είχε ουσιαστικό περιεχόμενο ο κρατικός προϋπολογισμός, μάλιστα δε, εάν υπήρχε, θα διαπιστώναμε ότι δεν θα χρειαζόταν καν να γίνει οποιαδήποτε συζήτηση για τον προϋπολογισμό αυτό, αλλά η ουσιαστική συζήτηση θα εστιαζόταν στα πράγματι σημαντικά στοιχεία του συστήματος αυτού, που δρομολογούν πραγματικές προοπτικές, που προσδιορίζουν ακόμα παραπέρα και τις ίδιες τις προοπτικές επιβίωσης του κράτους και του λαού. Αν ένα τέτοιο σύστημα υπήρχε, δεν θα υπήρχε λόγος να συζητούμε για τον προϋπολογισμό, διότι άπαξ και είχαμε τοποθετηθεί επί των βημάτων που προηγούνται αυτού, αναγκαστικά θα είχαμε τοποθετηθεί και επ’ αυτού, χωρίς να χρειάζεται να ξανατοποθετηθούμε.
Όμως, ιστορικά, ο προϋπολογισμός δεν είναι τίποτα περισσότερο, τίποτα λιγότερο, από μια απλή κίνηση του δημόσιου ταμείου για τις επόμενες 365 ημέρες. Αν απ’ αυτό το γεγονός μπορούμε να διαγνώσουμε προοπτικές και αναπτυξιακές διαδικασίες, αυτό, δεν είναι μόνο πρωτοφανές, αλλά φαίνεται να ανακαλύπτουμε και νέες διαστάσεις δραστηριοτήτων και εννοιών πρωτοτυπώντας διεθνώς και αρνητικώς. Όταν για παράδειγμα κάποιος μπορεί στα σοβαρά να κάνει τοποθετήσεις για αναπτυξιακά ζητήματα, για θέματα προοπτικών, που από τη φύση τους, όχι μόνο είναι εξαιρετικά μακροχρόνιες διαδικασίες και επομένως μόνο μέσα από ένα αντίστοιχο μακροπρόθεσμο πλαίσιο θεώρησης μπορεί να τα δει, το κυριότερο, είναι διαδικασίες που προσδιορίζονται από πλήθος παραμέτρων, μερικές μόνο των οποίων είναι ποσοτικές, οι λοιπές είναι ποιοτικές, και πάντως σε καμία περίπτωση δεν προσδιορίζονται από το πώς θα εξελιχθούν τα δημόσια έσοδα και έξοδα σ’ ένα χρόνο, είναι σαφές ότι κινδυνεύουμε να χάσουμε τον ορίζοντα.
Το σενάριο λοιπόν είναι προδιαγεγραμμένο : ορισμένοι θα υποστηρίζουν τη γέννηση ενός παιδιού που είναι καταδικασμένο να πεθάνει σε ακριβώς 365 ημέρες επενδύοντας όμως επάνω του «προοπτικές» και «αναπτυξιακές» διαδικασίες, ενώ ορισμένοι άλλοι ουδέποτε θα αναγνωρίσουν ότι γεννήθηκε έστω κάτι, ή για να το πούμε αλλιώς, αυτό που γεννήθηκε το θεωρούν ήδη ως κάτι το «νεκρό» και επομένως χωρίς δυνατότητες, όχι όμως στη λογική που εμείς θέσαμε παραπάνω, αλλά κάνοντας το ίδιο λάθος, δηλαδή, θα ήταν κι αυτοί έτοιμοι να δεχθούν την γέννηση, επενδύοντας σ’ αυτή, και αυτοί, προοπτικές και άλλα παρόμοια, όμως, αρκεί οι αριθμοί να ήταν διαφορετικοί, διαφορετικά επιμερισμένοι.
Και μιας και η ροή του συλλογισμού μας έφερε σ’ αυτό το σημείο, δεν θεωρώ άσκοπο να επαναλάβω παλαιότερες προτάσεις μου σχετικά με την εγκαθίδρυση στρατηγικών συστημάτων διοίκησης που θα αντικαταστήσουν τη διοίκηση του κράτους με βάση βραχυχρόνιους προϋπολογισμούς, και να επισημάνω εδώ, ότι εάν θα θέλαμε πράγματι μια καινοτόμο ρήξη με το παρελθόν, ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν για περαιτέρω προβληματισμούς. Δεν είναι απλώς ότι θα εγκαθιδρύσουμε πιο αποτελεσματικά εργαλεία διοίκησης, είναι ότι θα αρθούν βασικές ιστορικές αδυναμίες στο σχηματισμό των όποιων πολιτικών, στρατηγικών, κ.λπ., είναι ότι το κράτος δεν θα είναι ένα σύνολο αυτόνομων τροχών αλλά ένα σύνολο γραναζιών στον ίδιο τροχό, είναι ότι ένα τέτοιο σύστημα θα προωθήσει τις ποιοτικές παραμέτρους αποτελεσματικότητας που κανείς προϋπολογισμός δεν μπορεί ούτε να πει, ούτε καν να εντοπίσει, είναι ότι θα υπάρξει ευθυγράμμιση μακροχρονίων επιδιώξεων με μακροχρόνιες επιλογές, και όχι αυτό που συμβαίνει σήμερα, οι πρώτες να «ζορίζονται» να χωρέσουν μέσα στις 365 ημέρες ζωής ενός προϋπολογισμού, που μάλιστα, στην κοινή συνείδηση, έχει ευτελισθεί ακόμα περισσότερο, κινούμενος στη λογική «άντε να σπρώξουμε κι αυτόν τον χρόνο κι έπειτα βλέπουμε».
Ένα σύστημα στρατηγικής διοίκησης -εφιστώ την προσοχή στο ότι δεν αναφέρομαι καν σε στρατηγικό πρόγραμμα, διότι κι αυτό είναι τμήμα της συνολικής φιλοσοφίας της στρατηγικής διοίκησης- που δεν θα αναμένει μοιρολατρικά την έλευση ενός αβέβαιου μέλλοντος, όπου κάποιος άλλος προϋπολογισμός θα σπεύδει να ισοζυγίσει τη ροή του δημόσιου ταμείου, αλλά, αντίθετα, μια διαδικασία διοίκησης που θα δημιουργεί όσο το μπορεί το δικό της μέλλον, μέσα από την ποιότητα, τη σοβαρότητα, αποτελεσματικότητα και την πληρότητα των σημερινών δραστηριοτήτων, και που σε κανένα απ’ αυτά δεν μπορεί να συμβάλλει ο όποιος προϋπολογισμός. Ένα συνολικό σύστημα στρατηγικής διοίκησης, που σε μια κοινωνία και μια δημόσια διοίκηση, θα εγκαθιδρύσει οράματα και αξίες, που για τον οποιοδήποτε προϋπολογισμό, αυτά είναι άγνωστες συνιστώσες, που όμως αντίθετα, όχι στη θεωρία αλλά στη πράξη, συνιστούν πρακτικές συνιστώσες που εγκαθιδρύθηκαν με πολύ πρακτικές διαδικασίες σε όσες οικονομίες είναι αναπτυγμένες, σε κάθε επιτυχημένο οργανισμό γενικότερα.
Ένα συνολικό σύστημα στρατηγικής διοίκησης που θα ξέρει τι ζητά και για ποιο λόγο : όχι π.χ. «μάνατζερ» για τις ΔΕΚΟ αλλά «ηγέτες», όχι «μεγιστοποιήσεις», «ελαχιστοποιήσεις» και «ορθολογισμούς» που ανήκουν στην σφαίρα του μεταφυσικού -υπάρχουν τόσοι «ορθολογισμοί» όσοι αυτοί που τους επικαλούνται και τόσα «μέγιστα» ή «ελάχιστα» όσα εγώ θέλουν να υπάρχουν ή όσα εγώ εκλαμβάνω ότι υπάρχουν, «λεπτομέρειες» κρίσιμες στη πράξη. Διότι, αν σε κάποιον πεις «πήγαινε να αναλάβεις μάνατζερ», θα ενεργήσει ως τέτοιος πιθανώς, όντας στρατηγός να κάνει τη δουλειά συνταγματαρχών -μάνατζερ κι αυτοί- και οι τελευταίοι, μιας και την δουλειά τους την κάνει άλλος, οι ίδιοι να μην κάνουν τίποτα. Διότι αν σε κάποιον πεις «μεγιστοποίησέ» μου το κέρδος, ήδη δεν του είπες τίποτα. Αυτά όμως είναι άγνωστα στην στρατηγική διοίκηση.Ένα συνολικό σύστημα στρατηγικής διοίκησης, που την επιχείρηση θα την αντιλαμβάνεται πράγματι προοπτικά και με αναπτυξιακή νοοτροπία προσφέροντάς της ένα μακροχρόνιο θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας και όχι έναν ορίζοντα 365 ημερών στη λογική του «κατόπιν βλέπουμε» που δεν θα βλέπει την επιχείρηση σαν μια ακόμα πηγή κάλυψης κάποιων εσόδων του κρατικού προϋπολογισμού. Αν το «κατόπιν βλέπουμε» ιστορικά υπήρξε ενσυνείδητη πολιτική επιλογή για τον δημόσιο τομέα, ο ιδιωτικός τομέας -κι όχι μόνο αυτός- δεν μπορεί να λειτουργήσει έτσι, και το ότι τώρα σε ό,τι με αφορά την επιλογή αυτή δεν την αποδέχομαι ούτε για τον δημόσιο τομέα, αυτό, σε όσους τουλάχιστον έτυχε να παρακολουθούν την αρθρογραφία μου, είναι αυτονόητο. Ένα συνολικό σύστημα στρατηγικής διοίκησης, που τον πολίτη, το συνταξιούχο, τον πολύτεκνο, τον άνεργο, δεν θα τους συλλαμβάνει στη λογική των «εσόδων» και «δαπανών» αλλά που θα αναδεικνύει μια ξεκάθαρη στάση και θέση απέναντι στις προοπτικές τους, τις ανησυχίες τους. Το δίνω τόσα τον επόμενο χρόνο για τους πολύτεκνους λέγει άραγε τίποτα, πέραν του τι προτιθέμεθα για τις επόμενες 365 ημέρες να κάνουμε γι’ αυτούς; Και αρκεί για να θεμελιώσω μια μακροχρόνια πολιτική για τέτοια ζητήματα, όπως αυτό του παραπάνω παραδείγματος, να παραπέμπω στον επόμενο χρόνο; Ένα συνολικό σύστημα στρατηγικής διοίκησης, που τις όποιες ευαισθησίες για το περιβάλλον, θα τις αποτυπώνει στα πλαίσια μιας συνολικής φιλοσοφίας γι’ αυτό, με μακροχρόνιες στρατηγικές και πολιτικές και φυσικά κανένα από αυτά τα στοιχεία δεν μπορούν να αντληθούν από κανένα κρατικό προϋπολογισμό. Το να πω, π.χ., αυξάνω για τη δασοπροστασία τα κονδύλια τόσο τοις εκατό, ποια εκπληκτική προοπτική μου προβάλλει σε σχέση με αυτό το ζήτημα;
Παρ’ ότι ο κατάλογος των σημείων αναφοράς που ένα ολοκληρωμένο σύστημα στρατηγικής διοίκησης θέτει είναι αρκετά μεγάλος, εν τούτοις ας περιορισθούμε σε αυτές τις ενδεικτικές σημειώσεις. Και ας επαναλάβουμε γι ακόμα μια φορά, ότι συνιστά μια συνολική φιλοσοφία και πρόταση διοίκησης, με σαφείς εστιάσεις προσέγγισης.
Αυτό είναι πολύ σημαντικό, διότι στην πράξη είναι ακριβώς αυτό που λείπει. Η εμμονή μας στο στρατηγικό μάνατζμεντ -ο όρος «διοίκηση» που ανωτέρω αναφέρεται, γίνεται για λόγους καλύτερης επικοινωνίας με μη εξοικειωμένους αναγνώστες, διότι αυτός ο όρος, δεν συνιστά παρά ιδιαίτερη πτυχή σε μια από τις λειτουργίες του μάνατζμεντ- οφείλεται στο γεγονός ότι κατά τη δική μας αντίληψη, αποτελεί σήμερα την πιο αξιόπιστη συνολική φιλοσοφία και πρακτική αντιμετώπισης στρατηγικών και τακτικών προβλημάτων.
Δεν επιχειρεί ούτε να συλλάβει τον «πραγματικό» κόσμο, ούτε να «μεγιστοποιεί», ούτε να «ελαχιστοποιεί», ούτε να κινείται «ορθολογικά». Αυτά τα υπερβατικά και μεταφυσικά χαρακτηριστικά, τα αφήνει για τα μοντέλα εκείνων που στηρίζονται σ’ αυτά, αναζητώντας τόσες «μεγιστοποιήσεις» προσπαθειών και αποτελεσμάτων, όσες είναι οι επιμέρους ενασχολήσεις μ’ αυτές τις ιδιότητες, τις ανύπαρκτες στην πράξη και τη φύση του ανθρώπου.
Αντίθετα, το στρατηγικό μάνατζμεντ, προσγειωμένο στη γη, γνωρίζει ότι δεν αντιλαμβάνεται παρά τμήμα της αγνώστων ορίων «πραγματικότητας», γνωρίζει ότι οι «μεγιστοποιήσεις» αποτελεσμάτων και προσπαθειών εδράζονται σε μια πληθώρα αφαιρέσεων και προϋποθέσεων που σχεδόν ποτέ δεν επισυμβαίνουν, γνωρίζει ότι δεν μπορεί να κινείται στη λογική «των λοιπών παραγόντων παραμενόντων αμεταβλήτων», γνωρίζει ότι οι «προβολές» στο μέλλον, υπό τις προϋποθέσεις του παρελθόντος είναι ο μεγαλύτερος ανορθολογισμός των ορθολογικών μοντέλων. Άντ’ αυτών, διαχειρίζεται ό,τι σήμερα μπορεί να αντιληφθεί, αναγνωρίζει τι δεν μπορεί να διαχειριστεί -δεν το βγάζει από την προβληματική του, προσπαθεί να βρει τρόπους να το διαχειριστεί κι αυτό-, δεν αναμένει κάποιο «μέλλον» -κατασκευασμένο και δρομολογούμενο από άλλους- ούτως ή άλλος αβέβαιο και ελάχιστα προσδιορίσιμο, αντίθετα, προσπαθεί να δημιουργήσει σήμερα το δικό του μέλλον, δεν αναγνωρίζει μικρά και μεγάλα ζητήματα, ακριβώς διότι γνωρίζει ότι ένα μικρό ζήτημα μπορεί να αποτελέσει μια μεγάλη ευκαιρία ή μια μεγάλη απειλή, δεν εστιάζει στο αποτέλεσμα αλλά σ’ αυτό που δημιουργεί το αποτέλεσμα και που πρωτίστως είναι ο ανθρώπινος παράγοντας, η κουλτούρα του, οι αξίες του, οι ικανότητές του, είναι μερικά από τα ζητήματα που δεν αναμένεται να τα εύρει, επιχειρεί να τα δημιουργήσει, μιλά πολύ για πράγματα που ένας προϋπολογισμός δεν μιλά καθόλου -διότι απλούστατα επιτελεί άλλη αποστολή.
Αυτό το μάνατζμεντ, είναι το μάνατζμεντ των επιτυχημένων οργανισμών, των επιτυχημένων επιχειρήσεων, των ανεπτυγμένων οικονομιών.
Ο κρατικός λοιπόν προϋπολογισμός βρίσκεται στην «ευθεία». Δεν θα είναι παρά ένας ακόμη προϋπολογισμός. Με πολλά αναπάντητα «γιατί», παρά τις πολλές «απαντήσεις» που θα υπάρξουν σ’ όλα αυτά τα «γιατί». Θα ξαναγίνουν προσπάθειες να διαγνωσθούν «κοινωνικές ευαισθησίες», να εντοπιστούν «δίκαιες» προσεγγίσεις, κι όλα αυτά, μέσα από την παράθεση αριθμών, αριθμών ψυχρών, χωρίς να δηλώνουν καμία φιλοσοφία, καμία προοπτική.
Όμως, η επιβίωση, η οικονομική ανάπτυξη και η κοινωνική πρόοδος, είναι τόσο σημαντικά στοιχεία, που ιστορικά στη χώρα μας αντιμετωπίστηκαν με μια ευθέως αντίστροφη σοβαρότητα, ευτελιζόμενα σε «τρέχοντα ζητήματα διαχείρισης», όταν δεν εγκαταλείπονταν στις όποιες προσωπικές και ενίοτε ρηξικέλευθες αντιλήψεις του οποιουδήποτε που εκάστοτε η τύχη περισσότερο τύχαινε να τον καθιστά ρυθμιστή αυτών των προοπτικών. Ιστορική η παρατήρηση, πράγματι, σχεδόν σε όλα τα άρθρα μου, επιμελώς απέφευγα και εξακολουθώ να αποφεύγω να τοποθετούμαι σε τρέχοντα ζητήματα, ακόμη και όταν η αφορμή δίνονταν από τέτοια θέματα, όπως εν προκειμένω.
Θα κλείσω το άρθρο αυτό, με μια επισήμανση για το ρόλο του δημόσιου τομέα. Για να τονίσω τη σημασία της παραγωγικότητάς του. Όχι μόνο της παραγωγικότητάς του όπως ο όρος αυτός εκλαμβάνεται τεχνικά (περισσότερη ποσότητα εκροής ανά μονάδα εισροής, σημαντικότατη βεβαίως κι αυτή η διάσταση, αλλά, κυρίως, την παραγωγικότητά του σε όρους παραγωγής αποτελεσματικού θεσμικού περιβάλλοντος, αποτελεσματικών στρατηγικών, αποτελεσματικών πολιτικών. Η ποιοτική διάσταση της παραγωγικότητας. Η διάσταση που έχει να κάνει με παραγωγικές νοοτροπίες και παραγωγικές αντιλήψεις, με παραγωγικούς ενοραματισμούς.
Πόσο «θεωρητικά» είναι όλα αυτά; Πριν όμως κάποιος δώσει μια απάντηση στην τελευταία αυτή ερώτηση, ας αναλογισθεί τούτο : καμία ανθρώπινη δραστηριότητα ποτέ δεν θα ξεκινούσε, αν πρώτα κάποιος δεν «έριχνε» μια πρώτη «ιδέα», αν δεν είχε ένα πρώτο «όραμα». Ό,τι ακολουθήσει, θα είναι συνέπεια αυτού του μικρού αλλά τόσο ουσιαστικού βήματος. Από την άλλη, ας αναλογισθούμε πόσα προβλήματα δεν λύνονται γιατί δεν έγιναν ποτέ μερικά πρώτα μικρά βήματα, αλλά τόσο ουσιαστικά. Βέβαια, αυτό που εδώ σημειώνουμε, φαίνεται απλό, αλλά μόνο φαίνεται. Διότι είναι εξίσου αληθές από την άλλη, πόσα εμπόδια εγείρονται και πόσα προσκόμματα προβάλλονται, εκεί όπου ο «κίνδυνος» να παρουσιασθεί ένα τέτοιο πρώτο βήμα είναι ορατό. Όπως επίσης, ακόμα κι όταν γίνονταν ή γίνονται τέτοια βήματα, ήταν καταδικασμένα αν όχι να αποτύχουν, τουλάχιστον να μην πετύχουν στο βαθμό που προσδοκούσαν οι εμπνευστές τους, διότι ο κοινωνικός και οικονομικός μας βίος πάσχει σοβαρά και σε μια άλλη διάσταση : την επικοινωνία, που είτε δεν γίνεται όπως πρέπει, είτε δεν γίνεται καθόλου. Αν μου «ανακοινώσεις» να εκτελέσω κάτι, «απλώς θα το εκτελέσω». Αν συζητήσουμε να γίνει κάτι και το αποδεχτούμε αμοιβαία και δεσμευτούμε σ’ αυτό, το πιο πιθανό είναι ότι δεν θα εκτελέσω «απλώς», θα το φέρω πλήρως σε πέρας, με βάση τις συμφωνηθείσες ποιοτικές και άλλες προδιαγραφές του.
(Το άρθρο αυτό το δημοσίευσα για πρώτη φορά με τον τίτλο : «Κρατικός προϋπολογισμός : η γέννηση ενός βρέφους καταδικασμένου να πεθάνει σε ακριβώς 365 ημέρες…» στην εφημερίδα Η ΝΑΥΤΕΜΠΟΡΙΚΗ, στις 8/11/1997)