του Βασίλη Χασιώτη
.....................
Σοβαρώς;
- Μα τη Παναγία σου λέω!
- Έγινε τέτοιο πράμα;
- Έγινε!
- Σοβαρώς;
- Τώρα παιδιά είμαστε; Πιο σοβαρώς δεν... γίνεται.
- Καλά ρε και δεν ντράπηκε ο αθεόφοβος;
- Ούτε ίχνος απ’ αυτό το είδος.
- Ου να χαθεί και να χάνεται. Κι είναι και γείτονας το λαμόγιο.
- Και να σκεφτείς ότι αυτός μου είπε να πάω.
- Σοβαρώς; Ξαναρώτησε ο Στάθης.
- Σοβαρότατα. Απάντησε πάλι ο Λεωνίδας.
Ο Στάθης δεν μπορούσε να πιστέψει στ’ αυτιά του. Εν τω μεταξύ είχε ήδη έρθει ο Θεόφιλος, ο Μήτσος, ο συνταξιούχος δάσκαλος και ο Βλάσης. Έφτασαν στο τέλος της κουβέντας. Αυτή που περιγράφεται παραπάνω.
- Σώτο, τρεις, ξέρεις εσύ. Παραγγέλνει ο Βλάσης τους καφέδες για τους νεοαφηχθέντες.
- Τι τρέχει ρε παιδιά; Ρωτά τον Στάθη και τον Λεωνίδα ο Θεόφιλος.
- Άσε Θεόφιλε, πού να στα λέει. Απάντησε ο Στάθης.
- Ποιος;
- Να ο Λεωνίδας.
- Τι τρέχει ρε Λεωνίδα; Ρωτά ο δάσκαλος.
- Τι να τρέχει δάσκαλε; Να ο Γκρούζας.
- Τι τρέχει με δαύτον ρωτά ο Βλάσης.
- Παιδιά θα φρίξετε όταν ακούσετε τι έγινε με τον Λεωνίδα και τον Γκρούζα.
- Τι έγινε ρε Λεωνίδα;
Περιμένει λίγο ο Λεωνίδας, για να σερβίρει τα καφεδάκια που έφερε εν τω μεταξύ ο Σώτος.
- Ακούστε πώς έχει το πράμα. Άρχισε την αφήγηση ο Λεωνίδας. Ο Θάνος -ο Θάνος είναι ο γιος του- όπως ξέρετε τέλειωσε το στρατιωτικό του πριν από έξη μήνες περίπου. Και αρχίσαμε να ψάχνουμε για δουλειά. Πτυχίο οικονομικών από το Πανεπιστήμιο Αθήνας, μάστερ απ’ το Λονδίνο, τα ξέρετε τώρα.
- Τα ξέρουμε ρε Λεωνίδα, πώς δεν τα ξέρουμε. Είπε ο δάσκαλος. Και λοιπόν;
- Ε, τι; Τα γνωστά. Μέσο δεν έχουμε μήτε στον ιδιωτικό μήτε στο κρατικό τομέα, αρχίσαμε τις μικρές αγγελίες με τις εφημερίδες. Ο γιος μου μάλιστα έψαχνε και μέσα από το ίντερνετ. Το βιογραφικό του το βγάλαμε σε καμιά εκατοστή φωτοαντίγραφα, και το στείλαμε σε ισάριθμες εταιρείες. Τον καλέσανε μερικές, αλλά ξέρετε τώρα. Καλός είσαι, θα σε ειδοποιήσουμε.
- Τον ειδοποίησε καμία; Ρώτησε ο Βλάσης.
- Πως! Τρεις τέσσερις.
- Μπράβο!
- Αμ δε!
- Τι;
- Αυτός ζήταγε δουλειά στην ειδικότητά του, κι αυτές του προσφέρανε δουλειά για προσόντα άνευ ειδικότητας.
- Σώπα! Καλά και οι σπουδές του; Αν ήτανε να δουλέψει σαν ανειδίκευτος ήταν ανάγκη τα Λονδίνα, άσε δηλαδή τα έξοδα.
- Ε, αυτό είπαμε κι εμείς. Είπαμε, θα κάνουμε λίγο υπομονή, δεν μπορεί, κάποια πόρτα θ’ ανοίξει;
- Κι άνοιξε; Ρώτησε ο Θεόφιλος.
- Ποια πόρτα ρε Θεόφιλε ν’ ανοίξει; Ποια πόρτα; Στο τέλος χάσαμε και τις πόρτες. Παντού τοίχοι.
- Υπομονή λέει ο δάσκαλος. Κάτι θα γίνει. Είμαι σίγουρος.
- Να ‘σαι καλά δάσκαλε.
- Αλλά ο Γκρούζας πού κολλάει σ’ όλα αυτά. Ρωτάει ο Βλάσης.
- Περίμενε και θα δεις. Λέει ο Λεωνίδας. Ένα Σάββατο καθώς ερχόμουν εδώ, πέρασα από προποτζίδικο να ρίξω κανά τζόκερ. Ήταν κι ο Γκρούζας εκεί.
- Και;
- Ε, με είδε λίγο συννεφιασμένο και με ρώτησε. «Έχεις τίποτα μου λέει»; Του εξηγώ αυτά που είπα και σε σας τώρα. Γυρίζει και μου λέει. «Αυτό είναι ρε; Κι εγώ που νόμισα πως ήταν τίποτα σοβαρό. Ελάτε τη Δευτέρα απ’ το γραφείο μου με τον Θάνο να το συζητήσουμε». Τι να σας πω; Εκείνη τη στιγμή, που ‘ρθε να κλάψω, μου ‘ρθε να φιλήσω τον Γκρούζα. Το καταλαβαίνετε ρε, να φιλήσω τον Γκρούζα!
- Ανθρώπινη η αντίδρασή σου του λέει ο δάσκαλος. Και λοιπόν; Πήγες;
- Πήγα! Λέει ο Λεωνίδας και του ξεφεύγει ένας αναστεναγμός όλο πίκρα.
- Μόνος;
- Μαζί με τον γιο μου. Τον Θάνο. Κουστουμαριστήκαμε, και μια και δυο στου Γκρούζα.
- Είχες ξαναπάει στο γραφείο του; Ρώτησε ο Βλάσης.
- Εγώ; Να κάνω τι;
- Ρώτησα.
- Το λοιπόν, φτάνουμε στο γραφείο του. Ένα γραφείο παιδιά ο Γκρούζας όσο το καφενείο του Σώτου. Και απόξω δυο ιδιαιτέρες, σκέτα μανεκέν.
- Ο Γκρούζας; Ρωτάει ο δάσκαλος.
- Ο Γκρούζας.
- Λοιπόν;
- Λοιπόν, μας ρωτάνε τι θέλουμε, τις λέμε τι θέλουμε, οπότε η μια μπαίνει μέσα στο γραφείο να τον ειδοποιήσει. Περιμένουμε εκεί. Η πόρτα δεν είχε κλείσει καλά. Έχασκε λίγο. Από μέσα ακουγόταν κάτι σα γελάκια. Με το γιο μου καθόμασταν έξω από στο σαλόνι. Εγώ δίπλα στη πόρτα, ο γιος μου ακριβώς απέναντι απ’ τη πόρτα του γραφείου του Γκρούζα. Ξαφνικά είδα τα μάτια του γιου μου να ψιλογουρλώνουν.
- Τι έγινε ρε Λέων; Ρωτά ο Θεόφιλος.
- Περίμενε του λέει Στάθης. Μη βιάζεσαι.
- Κάνω πως σηκώνουμαι λίγο, και μισο βλέπω απ’ τη χαραμάδα τη γκόμενα που μπήκε μέσα, κι εκεί που τα ψιλολέγανε και χαζογελάγανε, του έκανε μασάζ στο λαιμό, γύρω απ’ τον ώμο του.
Η παρέα άκουγε αποσβολωμένη. Κοιτάζονταν μεταξύ τους σα να ήθελαν να δούνε αν είναι ξύπνιοι ή ονειρεύονταν. Κι όμως ήταν ξύπνιοι.
- Ο Γκρούζας; Ξαναρωτά ο δάσκαλος.
- Ναιαιαι! Ο Γκρούζας. Το επιβεβαιώνει ο Λεωνίδας.
- Λοιπόν, λοιπόν; Ρωτάει ο Βλάσης.
- Λοιπόν, σηκώθηκε η άλλη που είχε μείνει έξω, γιατί κάτι υποψιάστηκε ότι υποψιαστήκαμε και έκλεισε τη πόρτα. Τέλος πάντων, κάποια στιγμή βγαίνει η πρώτη που είχε μπει στο γραφείο του Γκρούζα και μας λέει : «Ο κ. Γκρούζας σας περιμένει». Και μπήκαμε. Λοιπόν, κάτσαμε εκεί σε δυο πολυθρόνες υπουργικές, οπότε ο Γκρούζας άρχισε την ανάκριση στον Θάνο. «Πες μου τον ρώτησε τι ξέρεις», οπότε άρχισε ο μικρός να του λέει τι σπούδασε, τι άλλο δηλαδή να του ‘λεγε; Κι εκεί που το παιδί του έλεγε τι είχε σπουδάσει, του λέει «Όχι ρε αυτά! Ποιος χέστηκε για το τι έχεις σπουδάσει. Αυτά δεν μετράνε εδώ. Έτσι κι αλλιώς, έχει βρωμίσει ο κόσμος από πτυχιούχους. Από ανθρώπους του πεζοδρομίου πάσχουμε. Να έχουν κι απ΄ το κώλο μάτια. Ρε ξέρεις τι σημαίνει αγορά; Ξέρεις τι σημαίνει πεζοδρόμιο; Εγώ εδώ νομίζεις έφτασα με τα πτυχία μου; Με την εξυπνάδα έφτασα».
- Τι λες ρε Λεωνίδα; Σας πήρε απ’ τα μούτρα ο τσόχλανος; Είπε αγανακτισμένος ο δάσκαλος.
- Απ’ τα μούτρα δάσκαλε! Οπότε εκεί, μπήκα εγώ στη μέση και του λέω. Ρε Μανώλη -είναι το μικρό του Γκρούζα-, βάστα. Το παιδί μόλις τέλειωσε τις σπουδές του. Τι πεζοδρόμια και εξυπνάδες του τσαμπουνάς; Εδώ δεν έχει κάνει ακόμα ούτε ένα ένσημο. Τώρα ψάχνουμε να εγκαινιάσουμε το βιβλιάριο ενσήμων του ΙΚΑ και να το δει κιόλας τι σόι πράμα είναι τούτο. Οπότε γυρίζει και μου λέει «Λεωνίδα, μην τον χαλάς ρε το γιό σου. Εγώ πάω να τον κάνω άνθρωπο. Να τον μπάσω στα κόλπα. Τι ψάχνει; Υπαλληλίκι; Αν ψάχνει ένα κωλοϋπαλληλίκι, θα το βρει. Εγώ εδώ του δίνω τζάμπα μαθήματα πώς θα τα κονομήσει. Πώς θα πάει ψηλά. Γκρούζας ρε, Γκρούζας ρεεε!». Ο Γκρούζας, πάντα αναφέρονταν στον εαυτό του με θαυμασμό σα να μιλούσε για κάποιον άλλον.
- Αυτά σου είπε το λαμόγιο, που ακόμα και το απολυτήριο γυμνασίου το έχει αγοράσει κι αυτό;
- Αυτά κι άλλα που δεν τα θυμάμαι τώρα, γιατί μούρχονται λίγα - λίγα στο μυαλό.
- Φαντάζομαι ο Θάνος, είπε ο Θεόφιλος.
- Να! Τι σας είπα; Ένα - ένα τα θυμάμαι.
- Ε, τι;
- Εκεί που ο Γκρούζας είχε φουσκώσει σα το παγώνι καθώς απαριθμούσε το πώς έφτασε εκεί που έφτασε με τη διαπλοκή και τις λαμογιές του, ρωτάει τον γιο μου. «Θάνο, εσύ τις λες;» «Για ποιο πράμα;» τον ρωτάει ο γιος μου. «Να για όλα αυτά που είπα».
- Και τι του είπε ο Θάνος; Ρωτάει ο Βλάσης.
- Τι του είπε; Του είπε, «κύριε Μάνο, εγώ πάντως δεν σπούδασα για να φτύσω το πτυχίο μου, ούτε ξεκινάω τη ζωή μου στη λογική να τα κονομήσω. Τη ξεκινάω στη λογική να εργαστώ, να δημιουργήσω και να προχωρήσω με βάση το έργο μου».
- Μπράβο του μωρέ του Θάνου! Μπράβο του! Ανέκραξε ο δάσκαλος. Φαντάζομαι ο Γκρούζας.
- Κοκκίνισε ολόκληρος. Πού να τον βλέπετε! Αλλά του είπε κι άλλα ο γιος μου. Του είπε ότι αν ήρθε να τον δει, ήρθε γιατί νόμιζε ότι θα υπήρχε κάποια σοβαρή πρόταση να του γίνει, και εκεί που πάτησε τον κάλο του Γκρούζα, ήταν όταν γύρισε και του είπε πως όταν θα απευθύνεται σ’ αυτόν, δεν θα τον αποκαλεί με το ρε. «Τέτοιο ύφος δεν το ανέχομαι ούτε από τον πατέρα μου. Πόσο μάλλον από ένα που δεν μου είναι τίποτα».
- Μίλησε ρε έτσι ο Θάνος; Καινούρια ερώτηση όλο απορία από τον Θεόφιλο τούτη τη φορά.
- Μίλησε! Α, να, τώρα το θυμήθηκα. Εκεί λοιπόν γυρίζει ο Γκρούζας και του λέει «Στο τέλος, θα τις φιλήσεις τις κατουρημένες ποδιές, πού θα πας; Θα την κατεβάσεις τη μύτη». Οπότε γυρίζει ο μικρός και του λέει «κύριε Γκρούζα, δεν ξέρω αν και πότε θα τις φιλήσω τις κατουρημένες ποδιές, αλλά στη ζωή μου θα έχω να θυμάμαι και μέρες που δεν δέχτηκα να φιλήσω τέτοιες ποδιές. Γιατί εσύ, είμαι σίγουρος, τέτοια ανάμνηση δεν την έχεις». Που να σας τα λέω. Αφού ανέβηκαν τόσο οι φωνές, που οι δυο οι γκόμενες απ’ έξω, άνοιξαν τη πόρτα και κοίταζαν σα χαμένες.
- Μπράβο ρε του Θάνου, είπαν όλοι σχεδόν με μια φωνή.
Κι έτσι πέρασε η ώρα, σχολιάζοντας την επίσκεψη του Λεωνίδα και του γιου του στον Γκρούζα. Του Θάνου, που εξακολουθεί να ψάχνει για μια δουλειά οικονομολόγου. Ώσπου να τη βρει, βγάζει το χαρτζιλίκι του δουλεύοντας ντελίβερι.