του Χρήστου Γιανναρά Από αγανάκτηση (ομολογημένη) για τη δίχως αντίλογο προπαγάνδα της «προοδευτικής» δημοσιογραφίας, θα παρακαλούσα να μου επιτραπεί ένα ερώτημα:
Ας υποθέσουμε μια ταινία διάρκειας ενός λεπτού που θα φιλοδοξούσε να παρουσιάσει το Μουσείο του Λούβρου, την ιστορία του, τη σημασία του για τον πολιτισμό. Και δώδεκα δευτερόλεπτα, το ένα πέμπτο της ταινίας, να είχαν διατεθεί για να προβάλουν τον μανιακό, που πριν από μερικά χρόνια στο Λούβρο «μαχαίρωσε» την Τζιοκόντα. Θα καταριόμασταν σαν «σκοταδιστές» και υπέρμαχους της «λογοκρισίας» όσους διαμαρτύρονταν για την υπερβολή (ή τη σκοπιμότητα) της έμφασης στον βανδαλισμό;
Θα ήμουν ειλικρινά ευγνώμων σε όποιον με βοηθούσε να καταλάβω, γιατί στη σημερινή Ελλάδα θεωρείται «προοδευτικός» και εξασφαλίζει καριέρα όποιος κατασυκοφαντεί την ιστορία του τόπου του και του λαού του. Θέλουμε να παρουσιάσουμε στο διεθνές κοινό τη σχέση του λαού μας με τον Παρθενώνα σε μια μονόλεπτη καταγραφή ιστορίας είκοσι πέντε αιώνων. Και αφιερώνουμε το ένα πέμπτο της παρουσίασης στην πικάντικη εξαίρεση: σε κάποιους κάποτε φανατικούς βάνδαλους του κοινωνικού περιθώριου (που υπάρχουν πάντοτε σε κάθε επί γης κοινωνία). Καταλογίζοντας το σύμπτωμα στη σύνολη μεταφυσική παράδοση του λαού των Ελλήνων.
Για τους «προοδευτικούς» δημοσιογράφους, οι ρασοφορεμένοι βάνδαλοι, που στη μονόλεπτη ταινία καταστρέφουν με σφυριά τα μεγαλουργήματα της γλυπτικής τέχνης στον Παρθενώνα, δεν είναι περιθωριακοί ψυχοπαθείς, είναι η Εκκλησία, η θεσμική έκφανση της μεταφυσικής παράδοσης των Ελλήνων. Και τον θεσμό θέλουν να τον βλέπουν όπως τους τον μάθανε στα ιδεολογικά ποιμνιοστάσια: Οχι στην καταγωγική ελληνική του διαμόρφωση, αλλά σαν την εκτρωματική του αλλοτρίωση σε εξουσιαστικό μόρφωμα, όπως το κράτος του Βατικανού στη Δύση.
Ασφαλώς και οι «δεσποτάδες» της ελλαδικής παρακμής σήμερα συνεισφέρουν ενεργά σε αυτή την έκτρωματική, εξουσιαστική αντίληψη για την Εκκλησία – δικαιώνουν τη συμπλεγματική εμπάθεια που θέλει πεισματικά να αγνοεί το εκκλησιαστικό γεγονός ως λαϊκό σώμα. Αλλά την έκπληξη που είναι ο πολιτισμός, ως ιστορική σάρκα της μεταφυσικής παράδοσης των Ελλήνων, τη γέννησε το εκκλησιαστικό σώμα του λαού, όχι οι παρακμιακοί ρασοφόροι του σήμερα ούτε κάποιες εξαιρέσεις ψυχανώμαλων πριν από δεκαέξι αιώνες!
Ο λαός, που συγκροτεί το εκκλησιαστικό γεγονός, συνέχισε με τον Ρωμανό και την Κασσιανή την ποίηση της Σαπφούς και του Πινδάρου (κατέγραψε τη συνέχεια ο C. Trypanis στην ανθολογία του: The Greek Verse, στα Penguin Books). Συνέχισε ο λαός την τραγωδική δραματουργία στην εκκλησιαστική λατρευτική «λειτουργία», την πάλη της γλυπτικής και της αρχιτεκτονικής για θέα τού «όντως υπαρκτού» τη μετέθεσε στη ζωγραφική των Εικόνων του Σινά, της Μονής της Χώρας, του Πανσέληνου, στην αρχιτεκτονική της Αγια-Σοφιάς. Η οργανική συνέχεια του αρχαιοελληνικού φιλοσοφικού λόγου εκφράστηκε δυναμικά στο έργο του Αθανάσιου Αλεξανδρείας, των Καππαδοκών, του Μαξίμου, του Ιωάννη Δαμασκηνού, του Γρηγορίου Παλαμά. Η ηρακλείτεια ταύτιση του κοινωνείν – αληθεύειν, ο πλατωνικός έρως ως οδός γνώσης, η αριστοτελική λογική μέθοδος και το κριτήριο κοινωνικής επαλήθευσης της γνώσης θεμελιώνουν την εκκλησιαστική απαίτηση συνεπούς εμπειρισμού στην ελληνική Ανατολή. Και οδηγούν σε ρήξη (Σχίσμα) με τη μεταρωμαϊκή Δύση των επήλυδων βαρβαρικών φύλων, παγιδευμένων στον πρωτογονισμό της ανάγκης για αυθεντίες, δόγματα – θωράκιση του εγώ με βεβαιότητες.
Οταν ξέρει κανείς ότι επί χίλια χρόνια, στο χλευαστικά ονομαζόμενο από τους Δυτικούς «Βυζάντιο», τα παιδιά ξεκινούσαν ανάγνωση και γραφή με αλφαβητάρι τον Ομηρο, τότε τα δώδεκα δευτερόλεπτα εμφατικής προβολής των ψυχανώμαλων του περιθωρίου στη μονόλεπτη ταινία για τον Παρθενώνα είναι τουλάχιστον ανεξήγητη μεροληψία που μοιάζει με κακόβουλη προπαγάνδα. Αλλά και αν το επίπεδο εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας των ελλαδικών επισκόπτων ήταν διαφορετικό, η συμπλεγματική εμπάθεια της μονόλεπτης για τον Παρθενώνα ταινία, θα είχε συναντήσει μόνο χαμόγελα συγκατάβασης. Οχι απαιτήσεις να επιβάλλεται με τον χωροφύλακα ο σεβασμός στην «επικρατούσα θρησκεία»!
Μέσα στα πέντε τελευταία χρόνια είχαμε οι Ελληνες δύο απανωτές ευκαιρίες (που δεν θα ξανάρθουν) να δηλώσουμε, μπροστά στο σύνολο σχεδόν πληθυσμό του πλανήτη, την πολιτιστική μας ταυτότητα – ενεργό ετερότητα πρότασης πολιτισμού που να ενδιαφέρει πανανθρώπινα: Είχαμε τις τελετές έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 και την ανέγερση του καινούργιου Μουσείου της Ακρόπολης των Αθηνών. Και σκέφτομαι: Πώς θα έκριναν την ανταπόκρισή μας στις μοναδκές αυτές ευκαιρίες μαρτυρίας κάποιοι δάσκαλοί μας από ένα χθες όχι πολύ μακρινό; Ο Τσαρούχης, ο Ελύτης, ο Πικιώνης, ο Εγγονόπουλος, ο Παπαλουκάς, ο Κόντογλου, ο Ζάχος, ο Κεφαλληνός, ο Σεφέρης, ο Τατάκης, ο Θεοτοκάς, ο Γκάτσος, πώς θα αντιδρούσαν στο αρχιτεκτόνημα του Τσουμί, στην ταινία του Κώστα Γαβρά, πώς θα έκριναν την ιδιοφυή εντυπωσιοθηρία, σκηνογραφική και σκηνοθετική, του Δημήτρη Παπαϊωάννου; Θα κατάπιναν βουβά την παραίτηση από κάθε ετερότητα, την εικόνα μιας Ελλάδας με επιδόσεις μόνο μεταπρατισμού, μόνο επαρχιώτικης μειονεξίας;
Δεν έχει νόημα να εμπλέκουμε τίμια ονόματα του χθες σε διχογνωμίες του σήμερα. Αλλά κάποια ονόματα υπογραμμίζουν αποκαλυπτικά το κενό, την ορφάνια μας σήμερα από μπροστάρηδες μαχητικής ευθυκρισίας, εύτολμης ανιδιοτέλειας. Μοιάζει δίχως αντίλογο σήμερα η αναιδέσατη ταύτιση της «προόδου» με τον αφελληνισμό, με την κατασυκοφάντηση της Ιστορίας, με τον χλευασμό του «ιερού». Ακόμα και όρους υγειονομικής προστασίας για τη μετοχή μας στο Δείπνο της Ευχαριστίας θέλουν να μας επιβάλουν οι «προοδευτικοί» μας δημοσιογράφοι – με την ίδια φασιστική λογική θα αστυνομεύουν σε λίγο και την υγιεινή του έρωτα επιβάλλοντας οπωσδήποτε το προφυλακτικό. Δεν έχει φραγμούς η συμπλεγματική εμπάθεια.
Θα άξιζε, πάντως, να τεθεί η απορία, με αφορμή και την «τσόντα» των δώδεκα δευτερολέπτων: Γιατί τόσο αντιμεταφυσικό μένος στην ελλαδική δημοσιογραφία σήμερα; Γιατί και εφημερίδες παρήγορης σοβαρότητας και αξιοπρέπειας, που απευθύνονται, κατά τεκμήριο, σε κοινό με αίσθηση του «ιερού», κατακλύζονται από κείμενα συμπλεγματικής αντιμεταφυσικής μονομανίας;
Ο πάντοτε ανοιχτός αναζητητής, ο τίμιος αγνωστικιστής, έχει σέβας του «ιερού». Ο φανατικός των αντιμεταφυσικών βεβαιοτήτων (όπως και ο θρησκόληπτος) έχει πρόβλημα. Πρόβλημα βασανιστικής ανασφάλειας. Δεν στομώνει κανείς τις γονιμότερες μέσα του αναζητήσεις, απλώς για να εκδικηθεί κάποιους ανυποψίαστους ρασοφόρους του χθες ή του σήμερα. Ομως, γιατί μια κοινωνία να «παιδαγωγείται», μονότροπα με ψυχολογικές ανασφάλειες;
Ας υποθέσουμε μια ταινία διάρκειας ενός λεπτού που θα φιλοδοξούσε να παρουσιάσει το Μουσείο του Λούβρου, την ιστορία του, τη σημασία του για τον πολιτισμό. Και δώδεκα δευτερόλεπτα, το ένα πέμπτο της ταινίας, να είχαν διατεθεί για να προβάλουν τον μανιακό, που πριν από μερικά χρόνια στο Λούβρο «μαχαίρωσε» την Τζιοκόντα. Θα καταριόμασταν σαν «σκοταδιστές» και υπέρμαχους της «λογοκρισίας» όσους διαμαρτύρονταν για την υπερβολή (ή τη σκοπιμότητα) της έμφασης στον βανδαλισμό;
Θα ήμουν ειλικρινά ευγνώμων σε όποιον με βοηθούσε να καταλάβω, γιατί στη σημερινή Ελλάδα θεωρείται «προοδευτικός» και εξασφαλίζει καριέρα όποιος κατασυκοφαντεί την ιστορία του τόπου του και του λαού του. Θέλουμε να παρουσιάσουμε στο διεθνές κοινό τη σχέση του λαού μας με τον Παρθενώνα σε μια μονόλεπτη καταγραφή ιστορίας είκοσι πέντε αιώνων. Και αφιερώνουμε το ένα πέμπτο της παρουσίασης στην πικάντικη εξαίρεση: σε κάποιους κάποτε φανατικούς βάνδαλους του κοινωνικού περιθώριου (που υπάρχουν πάντοτε σε κάθε επί γης κοινωνία). Καταλογίζοντας το σύμπτωμα στη σύνολη μεταφυσική παράδοση του λαού των Ελλήνων.
Για τους «προοδευτικούς» δημοσιογράφους, οι ρασοφορεμένοι βάνδαλοι, που στη μονόλεπτη ταινία καταστρέφουν με σφυριά τα μεγαλουργήματα της γλυπτικής τέχνης στον Παρθενώνα, δεν είναι περιθωριακοί ψυχοπαθείς, είναι η Εκκλησία, η θεσμική έκφανση της μεταφυσικής παράδοσης των Ελλήνων. Και τον θεσμό θέλουν να τον βλέπουν όπως τους τον μάθανε στα ιδεολογικά ποιμνιοστάσια: Οχι στην καταγωγική ελληνική του διαμόρφωση, αλλά σαν την εκτρωματική του αλλοτρίωση σε εξουσιαστικό μόρφωμα, όπως το κράτος του Βατικανού στη Δύση.
Ασφαλώς και οι «δεσποτάδες» της ελλαδικής παρακμής σήμερα συνεισφέρουν ενεργά σε αυτή την έκτρωματική, εξουσιαστική αντίληψη για την Εκκλησία – δικαιώνουν τη συμπλεγματική εμπάθεια που θέλει πεισματικά να αγνοεί το εκκλησιαστικό γεγονός ως λαϊκό σώμα. Αλλά την έκπληξη που είναι ο πολιτισμός, ως ιστορική σάρκα της μεταφυσικής παράδοσης των Ελλήνων, τη γέννησε το εκκλησιαστικό σώμα του λαού, όχι οι παρακμιακοί ρασοφόροι του σήμερα ούτε κάποιες εξαιρέσεις ψυχανώμαλων πριν από δεκαέξι αιώνες!
Ο λαός, που συγκροτεί το εκκλησιαστικό γεγονός, συνέχισε με τον Ρωμανό και την Κασσιανή την ποίηση της Σαπφούς και του Πινδάρου (κατέγραψε τη συνέχεια ο C. Trypanis στην ανθολογία του: The Greek Verse, στα Penguin Books). Συνέχισε ο λαός την τραγωδική δραματουργία στην εκκλησιαστική λατρευτική «λειτουργία», την πάλη της γλυπτικής και της αρχιτεκτονικής για θέα τού «όντως υπαρκτού» τη μετέθεσε στη ζωγραφική των Εικόνων του Σινά, της Μονής της Χώρας, του Πανσέληνου, στην αρχιτεκτονική της Αγια-Σοφιάς. Η οργανική συνέχεια του αρχαιοελληνικού φιλοσοφικού λόγου εκφράστηκε δυναμικά στο έργο του Αθανάσιου Αλεξανδρείας, των Καππαδοκών, του Μαξίμου, του Ιωάννη Δαμασκηνού, του Γρηγορίου Παλαμά. Η ηρακλείτεια ταύτιση του κοινωνείν – αληθεύειν, ο πλατωνικός έρως ως οδός γνώσης, η αριστοτελική λογική μέθοδος και το κριτήριο κοινωνικής επαλήθευσης της γνώσης θεμελιώνουν την εκκλησιαστική απαίτηση συνεπούς εμπειρισμού στην ελληνική Ανατολή. Και οδηγούν σε ρήξη (Σχίσμα) με τη μεταρωμαϊκή Δύση των επήλυδων βαρβαρικών φύλων, παγιδευμένων στον πρωτογονισμό της ανάγκης για αυθεντίες, δόγματα – θωράκιση του εγώ με βεβαιότητες.
Οταν ξέρει κανείς ότι επί χίλια χρόνια, στο χλευαστικά ονομαζόμενο από τους Δυτικούς «Βυζάντιο», τα παιδιά ξεκινούσαν ανάγνωση και γραφή με αλφαβητάρι τον Ομηρο, τότε τα δώδεκα δευτερόλεπτα εμφατικής προβολής των ψυχανώμαλων του περιθωρίου στη μονόλεπτη ταινία για τον Παρθενώνα είναι τουλάχιστον ανεξήγητη μεροληψία που μοιάζει με κακόβουλη προπαγάνδα. Αλλά και αν το επίπεδο εκκλησιαστικής αυτοσυνειδησίας των ελλαδικών επισκόπτων ήταν διαφορετικό, η συμπλεγματική εμπάθεια της μονόλεπτης για τον Παρθενώνα ταινία, θα είχε συναντήσει μόνο χαμόγελα συγκατάβασης. Οχι απαιτήσεις να επιβάλλεται με τον χωροφύλακα ο σεβασμός στην «επικρατούσα θρησκεία»!
Μέσα στα πέντε τελευταία χρόνια είχαμε οι Ελληνες δύο απανωτές ευκαιρίες (που δεν θα ξανάρθουν) να δηλώσουμε, μπροστά στο σύνολο σχεδόν πληθυσμό του πλανήτη, την πολιτιστική μας ταυτότητα – ενεργό ετερότητα πρότασης πολιτισμού που να ενδιαφέρει πανανθρώπινα: Είχαμε τις τελετές έναρξης και λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 και την ανέγερση του καινούργιου Μουσείου της Ακρόπολης των Αθηνών. Και σκέφτομαι: Πώς θα έκριναν την ανταπόκρισή μας στις μοναδκές αυτές ευκαιρίες μαρτυρίας κάποιοι δάσκαλοί μας από ένα χθες όχι πολύ μακρινό; Ο Τσαρούχης, ο Ελύτης, ο Πικιώνης, ο Εγγονόπουλος, ο Παπαλουκάς, ο Κόντογλου, ο Ζάχος, ο Κεφαλληνός, ο Σεφέρης, ο Τατάκης, ο Θεοτοκάς, ο Γκάτσος, πώς θα αντιδρούσαν στο αρχιτεκτόνημα του Τσουμί, στην ταινία του Κώστα Γαβρά, πώς θα έκριναν την ιδιοφυή εντυπωσιοθηρία, σκηνογραφική και σκηνοθετική, του Δημήτρη Παπαϊωάννου; Θα κατάπιναν βουβά την παραίτηση από κάθε ετερότητα, την εικόνα μιας Ελλάδας με επιδόσεις μόνο μεταπρατισμού, μόνο επαρχιώτικης μειονεξίας;
Δεν έχει νόημα να εμπλέκουμε τίμια ονόματα του χθες σε διχογνωμίες του σήμερα. Αλλά κάποια ονόματα υπογραμμίζουν αποκαλυπτικά το κενό, την ορφάνια μας σήμερα από μπροστάρηδες μαχητικής ευθυκρισίας, εύτολμης ανιδιοτέλειας. Μοιάζει δίχως αντίλογο σήμερα η αναιδέσατη ταύτιση της «προόδου» με τον αφελληνισμό, με την κατασυκοφάντηση της Ιστορίας, με τον χλευασμό του «ιερού». Ακόμα και όρους υγειονομικής προστασίας για τη μετοχή μας στο Δείπνο της Ευχαριστίας θέλουν να μας επιβάλουν οι «προοδευτικοί» μας δημοσιογράφοι – με την ίδια φασιστική λογική θα αστυνομεύουν σε λίγο και την υγιεινή του έρωτα επιβάλλοντας οπωσδήποτε το προφυλακτικό. Δεν έχει φραγμούς η συμπλεγματική εμπάθεια.
Θα άξιζε, πάντως, να τεθεί η απορία, με αφορμή και την «τσόντα» των δώδεκα δευτερολέπτων: Γιατί τόσο αντιμεταφυσικό μένος στην ελλαδική δημοσιογραφία σήμερα; Γιατί και εφημερίδες παρήγορης σοβαρότητας και αξιοπρέπειας, που απευθύνονται, κατά τεκμήριο, σε κοινό με αίσθηση του «ιερού», κατακλύζονται από κείμενα συμπλεγματικής αντιμεταφυσικής μονομανίας;
Ο πάντοτε ανοιχτός αναζητητής, ο τίμιος αγνωστικιστής, έχει σέβας του «ιερού». Ο φανατικός των αντιμεταφυσικών βεβαιοτήτων (όπως και ο θρησκόληπτος) έχει πρόβλημα. Πρόβλημα βασανιστικής ανασφάλειας. Δεν στομώνει κανείς τις γονιμότερες μέσα του αναζητήσεις, απλώς για να εκδικηθεί κάποιους ανυποψίαστους ρασοφόρους του χθες ή του σήμερα. Ομως, γιατί μια κοινωνία να «παιδαγωγείται», μονότροπα με ψυχολογικές ανασφάλειες;
μας το έστειλε το http://grmanifesto.wordpress.com/