του SIMPLEMAN
Τα τελευταία λόγια που άκουσε αυτός ο 26χρονος ανεπίδεκτος μαθήσεως ειρηνευτικών και διαλλακτικών πολιτικών, ήταν αυτά. Μία καθημερινή συμβουλή φίλων καθώς περνάς τον δρόμο χωρίς να κοιτάξεις δεξιά και αριστερά. Η φωνή που σε κάνει να κοκαλώσεις και να συμμορφωθείς. Αυτός απλά πέρασε τον δρόμο.
Έχουμε φθάσει δυστυχώς σε ένα σημείο που ακόμα κι αν θεωρούμε ηρωική μέσα μας την αυθόρμητη κίνηση ενός νεαρού, η κυτταρίτιδα του μυαλού μας εξαπλώνεται με τα χρόνια και στην ψυχή μας. Αποτέλεσμα έχει να αναλύουμε ορθολογιστικά μία προσωπική απόφαση κάποιου και να... καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ίσως να ήταν μαλάκας επειδή έφυγε νωρίς, επειδή με την αυθόρμητη κίνησή του να έφερνε τα πράγματα με τους γείτονες σε δύσκολη θέση, γιατί η μαγκιά δεν βγήκε για κανέναν σε καλό, γιατί καλύτερα να σε πούνε βολεμένο παρά εθνικιστή.
Ίσως αυτό που δεν καταλαβαίνουμε μεγαλώνοντας, είναι ότι κανείς εθνικιστής δεν πέθανε στην νεότερη ιστορία υπέρ του έθνους και κανείς διαλλακτικός δεν κέρδισε τίποτε από την πολύ κουβέντα. Γενικώς οι δύο αυτές συνομοταξίες μαλλιοτραβιούνται άνευ λόγου με «σημαίες και με τραγούδια» κρυμμένοι πίσω από ομαδούλες που ανάλογα την κομματική και ιδεολογική ταυτότητα είτε κρατάνε πανό είτε κρατάνε ρόπαλα, είτε κεράκια.
Ο Σολωμού την κοπάνησε από την ομάδα την ώρα που έπρεπε και πυροβόλησε την κάμερα, που αποθανάτιζε την στιγμή, με το τσιγάρο του. Ίσως να θεωρούμε ότι η άγνοιά του ήταν αυτή που τον παρακίνησε να σπάσει τον κλοιό των κυανόκρανων,αλλά μας απέδειξε περίτρανα ότι το πρόβατο όταν το πάρει απόφαση δεν χαμπαριάζει ούτε τα τσομπανόσκυλα, ούτε τους λύκους. Όμως τελικά, αυτός ο 26χρονος είχε την στιγμιαία σοφία που ακόμη και ο χρόνος δεν την δίνει σε όλους απλόχερα. Ο Σολωμός Σολωμού σκοτώθηκε για τον Τάσο Ισαάκ και ο Τάσος Ισαάκ για να σώσει έναν συνάνθρωπό του. Ένας κύκλος που δεν περικλείει το έθνος εθνικιστικά και που βάζει την ανθρώπινη δικαιοσύνη σε διεθνές επίπεδο. Γιατί την γεωγραφική «γραμμή» την αντέχεις, την γραμμή όμως από την καρδιά μέχρι το μυαλό, ως σοφός, την καταργείς.
Μένει μόνο η φωνή των δίπλα: «Πού πας, ρε μαλάκα, θα σε σκοτώσουν...» να αντηχεί σαν πρώιμος επικήδειος και ίσως εν τέλει να ήταν αυτό που πραγματικά ήθελε να ακούσει. Σαν να ανέβαινε σε μία μοτοσυκλέτα χωρίς κράνος κάνοντας προσπεράσεις ανάμεσα σε νταλίκες. Ένα τσιγάρο δρόμος ήταν όλο κι όλο μέχρι την αιωνιότητα.
Έχουμε φθάσει δυστυχώς σε ένα σημείο που ακόμα κι αν θεωρούμε ηρωική μέσα μας την αυθόρμητη κίνηση ενός νεαρού, η κυτταρίτιδα του μυαλού μας εξαπλώνεται με τα χρόνια και στην ψυχή μας. Αποτέλεσμα έχει να αναλύουμε ορθολογιστικά μία προσωπική απόφαση κάποιου και να... καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ίσως να ήταν μαλάκας επειδή έφυγε νωρίς, επειδή με την αυθόρμητη κίνησή του να έφερνε τα πράγματα με τους γείτονες σε δύσκολη θέση, γιατί η μαγκιά δεν βγήκε για κανέναν σε καλό, γιατί καλύτερα να σε πούνε βολεμένο παρά εθνικιστή.
Ίσως αυτό που δεν καταλαβαίνουμε μεγαλώνοντας, είναι ότι κανείς εθνικιστής δεν πέθανε στην νεότερη ιστορία υπέρ του έθνους και κανείς διαλλακτικός δεν κέρδισε τίποτε από την πολύ κουβέντα. Γενικώς οι δύο αυτές συνομοταξίες μαλλιοτραβιούνται άνευ λόγου με «σημαίες και με τραγούδια» κρυμμένοι πίσω από ομαδούλες που ανάλογα την κομματική και ιδεολογική ταυτότητα είτε κρατάνε πανό είτε κρατάνε ρόπαλα, είτε κεράκια.
Ο Σολωμού την κοπάνησε από την ομάδα την ώρα που έπρεπε και πυροβόλησε την κάμερα, που αποθανάτιζε την στιγμή, με το τσιγάρο του. Ίσως να θεωρούμε ότι η άγνοιά του ήταν αυτή που τον παρακίνησε να σπάσει τον κλοιό των κυανόκρανων,αλλά μας απέδειξε περίτρανα ότι το πρόβατο όταν το πάρει απόφαση δεν χαμπαριάζει ούτε τα τσομπανόσκυλα, ούτε τους λύκους. Όμως τελικά, αυτός ο 26χρονος είχε την στιγμιαία σοφία που ακόμη και ο χρόνος δεν την δίνει σε όλους απλόχερα. Ο Σολωμός Σολωμού σκοτώθηκε για τον Τάσο Ισαάκ και ο Τάσος Ισαάκ για να σώσει έναν συνάνθρωπό του. Ένας κύκλος που δεν περικλείει το έθνος εθνικιστικά και που βάζει την ανθρώπινη δικαιοσύνη σε διεθνές επίπεδο. Γιατί την γεωγραφική «γραμμή» την αντέχεις, την γραμμή όμως από την καρδιά μέχρι το μυαλό, ως σοφός, την καταργείς.
Μένει μόνο η φωνή των δίπλα: «Πού πας, ρε μαλάκα, θα σε σκοτώσουν...» να αντηχεί σαν πρώιμος επικήδειος και ίσως εν τέλει να ήταν αυτό που πραγματικά ήθελε να ακούσει. Σαν να ανέβαινε σε μία μοτοσυκλέτα χωρίς κράνος κάνοντας προσπεράσεις ανάμεσα σε νταλίκες. Ένα τσιγάρο δρόμος ήταν όλο κι όλο μέχρι την αιωνιότητα.