29 Σεπ 2009

Λόγια σταράτα


ΒΑΣΙΛΗΣ ΧΑΣΙΩΤΗΣ – ΑΘΗΝΑ : ΣΤΑΡΑΤΑ ΛΟΓΙΑ

«Εμίσησα, απεστράφην τας εορτάς σας, και δεν θέλω οσφρανθή εν ταις πανηγύρεσιν υμών. Εάν μοι προσφέρητε τα ολοκαυτώματα και τας θυσίας σας, δεν θέλω δεχθή αυτάς, και δεν θέλω επιβλέψει εις τας ειρηνικάς θυσίας των σιτευτών σας. Αφαίρεσον απ’ εμού τον ήχον των ωδών σου. και το άσμα των οργάνων σου δεν θέλω ακόυσει. Αλλ΄ η κρίσις ας καταρρέη ως ύδωρ, και η δικαιοσύνη ως αένναος χείμαρρος.» (Αμμώς, ε΄, 21-24)

«Μας ερωτούν : Ο καπιταλισμός είναι η εκμετάλλευση του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Και ο σοσιαλισμός; Απαντάμε : ο σοσιαλισμός είναι το αντίθετο!» (Radio Erevan) (εις : Μιχαήλ Βοσλένσκυ : Η Νομενκλατούρα, Νεοεκδοτική ΕΠΕ, Αθήνα, 1981, σελ. 104)

Στο Καφέ Σαντάν, οι θαμώνες συζητούν διάφορα θέματα. Κυριαρχεί πάντως η συζήτηση που αναφέρεται στα των προσεχών εθνικών εκλογών. Ο Θεόφιλος παίζει ξερή με το δάσκαλο, το Λεωνίδα, και τον Βλάση, αλλά ταυτόχρονα σχολιάζουν και τις προεκλογικές πολιτικές ...
εξελίξεις. Ο Στάθης κι ο Γιάννης ο ταξιτζής παρακολουθούν το παίξιμο, μετέχοντας ταυτόχρονα και στη συζήτηση.

- Τι έριξες; Εφτά σπαθί; ρωτάει ο δάσκαλος τον Θεόφιλο.

- Όχι, κούπα.

- Ε, βάλτο από πάνω, μη το χώνεις κάτω απ’ τ’ άλλα.

- Εγώ το ‘χωσα; Μόνο του χώθηκε όπως έπεσε.

- Πάντως μάγκες, ο πρωθυπουργός χτες τα ’πε τσεκουράτα στο δικό σου, λέει ο Βλάσης στο Στάθη χαμογελώντας.

- Τι τσεκουράτα;

- Κουβέντες σταράτες βρε αδερφέ μου, πώς το λένε;

- Σταράτες κουβέντες, επανέλαβε επιδοκιμαστικά σαν ηχώ κι ο Γιάννης.

- Και δεν μου λες να πούμε μια σταράτη κουβέντα να τη καταλάβω κι εγώ; Ρώτησε ο Στάθης.

- Πολλές ήταν.

- Καλά, εγώ δε σου λέω να τις πεις όλες, πες μου μια.

- Ρίχνεις, η σειρά σου, είπε ο Θεόφιλος στο Βλάση που είχε έρθει η σειρά του να ρίξει χαρτί, μα με τη κουβέντα του με τον Στάθη δεν το πήρε χαμπάρι.

- Μισό, να δω πρώτα. (Βλέπει τα χαρτιά που πέσανε ήδη, τα’ ανακατεύει και λίγο για να θυμηθεί και τις προηγούμενες ριξιές). Ρίχνω πέντε μπαστούνι.

- Το λοιπόν, λέει ο Βλάσης γυρνώντας στο Στάθη, να σου πω.

- Λέγε.

- Να, ότι δεν υποσχέθηκε φύκια και μεταξωτές κορδέλες. Δεν είναι αυτό κάτι; Δεν είναι αυτό εξήγησε ντεκλαρέ;

- Δεν υποσχέθηκε σε μας τους πολλούς. απάντησε ο Στάθης.

- Γιατί υποσχέθηκε στους λίγους;

- Σ’ αυτούς οι υποσχέσεις δεν δίνονται δημόσια. Εμείς εισπράττουμε τις υποσχέσεις δημόσια. Μ’ αυτούς άσε, βρίσκονται κάθε μέρα και τα λένε.

- Σώπα ρε! Μήπως να πούμε είσαι κι εσύ μπροστά κι ακούς κιόλας και τι λένε;

- Καλά ρε Βλάση πού ζεις; Στον Άρη, ή μας κοροϊδεύεις τώρα. Γιατί άλλες φορές, όταν να πούμε τα μέτρα έφταναν στη τσέπη σου, δήλωνες κοψοχέρης.

- Λέγε ότι θέλεις Στάθη. Πάντως, ο δικός σας υπόσχεται τρίχες.

- Τρίχες;

- Τρίχες αδερφέ μου, τρίχες! Άκου λέει αύξηση πάνω απ’ τον πληθωρισμό. Πόσα δηλαδή; Εβδομήντα λεφτά τη μέρα; Ρε καλύτερα νάχει το θάρρος να πει τίποτα. Ακόμα κι εμείς οι μπατίρηδες, μπορούμε να ζήσουμε και χωρίς αυτά τα εβδομήντα λεφτά. Μας λείπουν πολλά, όχι λίγα

- Κι αυτά τα πολλά να πούμε, τα περιμένεις απ’ τον δικό σου.

- Όχι τώρα, το ‘πε. Όταν περάσει η κρίση.

- Δηλαδή πότε;

- Ε, σε δύο, τρία χρόνια.

- Και τότε να πούμε θ’ ανοίξουν οι δημόσιοι κορβανάδες και θ’ αρχίσει να μοιράζει λεφτά. Για κούνα ρε το κεφάλι σου, γιατί μου φαίνεται ότι λες ό,τι θέλεις. Ρε συ ξεχνάς πως αν λάδωσε το εντεράκι σου αυτό δεν έγινε ποτέ με τη δική σου παράταξη αλλά με τη δική μου; Η δική σου παράταξη έδινε μονάχα στους λίγους. Άλλωστε αυτή είναι και η ιδεολογία της.

- Δηλαδή να δίνει στους λίγους;

- Βέβαια! Λέει δίνω στους λίγους που έχουν ώστε να μπορούν κι αυτοί στη συνέχεια να δίνουν και σε σας.

- Ενώ εσείς να πούμε, ε! Αυτούς τους λίγους μήτε τους γνωρίζετε, μήτε που θέλετε να τους γνωρίσετε. Καλά, άσε αυτό. Όμως, το ξέχασες να πούμε το χρηματιστήριο και τους νταβαντζήδες που είπε ο δικός μου; Ρε είναι ή δεν είναι αυτά σταράτα λόγια;

- Το χρηματιστήριο, βέβαια, επανέλαβε ο παρακαθήμενος Γιάννης. Καλά μιλάμε η λεηλασία του αιώνα!

- Σιγά το ζορμπαλίκι! Σιγά, γιατί τώρα ολονών αυτών τους κόψατε και τον ύπνο και την όρεξη. Καλά αυτό θέλησες και θυμάσαι, όμως τη γαργάρα που έκανε ο δικός σου για τα ομόλογα δεν την είδες; Ή μήπως ξέχασες το Βατοπέδι; επανήλθε στη κόντρα ρελάνς ο Στάθης που δεν έλεγε να το βάλει κάτω.

- Μάγκες, δεν ξέρω αν το καταλάβατε, παρενέβη ο Λεωνίδας, αλλά κάνετε διαγωνισμό.

- Τι διαγωνισμό δηλαδή; Καλλιστείων; ρώτησε ο Στάθης γελώντας και μαζί μ’ αυτόν κι οι υπόλοιποι της παρέας.

- Κάτι τέτοιο, δε είστε και μακριά. Δε μου λέτε ρε μόρτες, ξέρετε τι συζητάτε τώρα; Ποιος θα δώσει τα περισσότερα ή λιγότερα ψίχουλα, ποιος έχει τα λιγότερα σκάνδαλα, και τέτοια να πούμε.

- Κι άλλη ξερή δάσκαλε; φώναξε ο Θεόφιλος στο δάσκαλο που εν τω μεταξύ μόλις έκανε μια ξερή. Πόσες έχεις; Μία, δύο, τρεις, τέσσερις μ’ αυτή. Ε, θα πω κάτι τώρα αλλά άσε.

- Κι άλλη; ρώτησαν σχεδόν ταυτόχρονα ο Λεωνίδας κι ο Στάθης.

- Ξέρεις, είπε ο δάσκαλος κοιτώντας το Βλάση και το Στάθη, το μεγάλο σκάνδαλο δεν είναι τα ψίχουλα ή το χρηματιστήριο.

- Ποιο είναι; ρώτησε ο Βλάσης.

- Γενικά σκάνδαλο είναι όταν με χίλιους δυο λόγους και δικαιολογίες, το γαϊδούρι της υπόθεσης που πάνω του στοιβάζουν σάκους και σάκους είναι πάντα οι συνήθεις ύποπτοι της υπόθεσης…

- Οι συνήθεις ύποπτοι, επανέλαβε ο Γιάννης κουνώντας το κεφάλι του, καλό, καλό…

- κι όταν οι ληστές, συνέχισε ο δάσκαλος, μένουν ελεύθεροι και η ληστεία ακαταδίωκτη και ατιμώρητη. Να το χρηματιστήριο που είπατε για παράδειγμα. Κι εγώ άκουσα τον πρωθυπουργό να χρεώνει το σκάνδαλο του χρηματιστηρίου στη κυβέρνηση των προηγούμενων. Όμως, για μένα, το σκάνδαλο της ατιμωρησίας, είναι πολύ μεγαλύτερο απ’ το σκάνδαλο της ληστείας.

- Έτσι είναι είπε ο Λεωνίδας. Έτσι είναι, όπως τα λέει ο δάσκαλος.

- Επομένως, συνέχισε ο δάσκαλος, αφήστε κατά μέρος τα σταράτα λόγια. Εγώ δε βλέπω πουθενά σταράτα λόγια, τσεκουράτα που είπε ο Βλάσης. Εγώ βλέπω σταράτες και τσεκουράτες συγκαλύψεις των σκανδάλων. Και όταν λέω σκάνδαλο, εννοώ όχι μόνο το χρηματιστήριο, τα ομόλογα, μα εννοώ και τις συντάξεις και μισθούς πείνας, εννοώ τη φτώχεια, κι όλ’ αυτά. Όλα αυτά είναι το μεγαλύτερο σκάνδαλο απ’ όλα. Και βέβαια, η ατιμωρησία πάνω απ’ όλα.

- Ρε παιδιά, λέει ο Βλάσης, θα πάμε τώρα πίσω να ζητήσουμε τα ρέστα για τη διαφθορά κι απ’ το Καποδίστρια; Είπαμε ό,τι έγινε-έγινε. Τώρα κοιτάμε μπροστά.

- Δηλαδή λέει ο Στάθης ό,τι έγινε-έγινε για το Βατοπέδι που έγινε μόλις χτες, και θυμάστε το χρηματιστήριο που έγινε πριν δέκα χρόνια, και που στο κάτω της γραφής, κυβέρνηση ήσαστε, δηλαδή ήσασταν…

- Μη βιάζεσαι, διευκρινίζει ο Βλάσης, άσε πρώτα να γίνουν οι ακλογές…

- Τέλος πάντων, ήσαστε, επομένως, γιατί σε στείλατε στη φυλακή όλα τα λαμόγια και τους νταβαντζήδες;

- Ε, είχαμε τους Ολυμπιακούς αγώνες, είπαμε ύστερα να κοιτάξουμε μπροστά…

- Και να συμπληρώσω, είπε ο δάσκαλος, ότι μέσα στα μεγαλύτερα σκάνδαλα βάλτε και το ό,τι έγινε-έγινε.

- Γιατί δασκαλάκο μου; Ρωτάει ο Βλάσης; Δεν πρέπει να κοιτάμε μπροστά;

- Βλάση δεν θα είχα καμιά αντίρρηση μαζί σου, δηλαδή και πάλι θα είχα, αλλά τέλος πάντων, για να πάει λίγο παρά κάτω η κουβέντα, αν αυτό το ό,τι έγινε-έγινε, ίσχυε για όλους.

- Δηλαδή;

- Τι δηλαδή μωρέ αδερφέ μου! Δηλαδή δεν βλέπεις πως το ό,τι έγινε-έγινε ισχύει για τις χοντρές ατιμίες, για τους μεγαλονταβαντζήδες και τους μεγαλοκαρχαρίες γενικώς; Αφού λοιπόν θέλουν το ό,τι έγινε-έγινε, γιατί ρε δε μου χαρίζουν κι εμένα εκείνη τη μικρή παραβασούλα με τη πολεοδομία σε κείνο το ρημάδι το εξοχικό των είκοσι τετραγωνικών που έχω και με τρέχουν σαν την άδικη κατάρα;

- Και γιατί εμένα δε μου χαρίζουν λέει τώρα ο Λεωνίδας εκείνη τη μικροφορολογική παραβουσούλα των διακοσίων ευρω;

- Ε, καλά τώρα! είπε ο Βλάσης.

- Ε, όχι καλά τώρα, λέει ο Λεωνίδας. Η θα κάνεις τα στραβά μάτια σε όλους, ή σε κανένα.

- Λεωνίδα, είπε ο Θεόφιλος. Ευτυχώς που δεν είδες τι έριξες, γιατί θα τα μάζευες όλα και θάπαιρνες και τη παρτίδα.

Ο Λεωνίδας κοιτάει τα χαρτιά στο τραπέζι, και χτυπάει με την παλάμη το μέτωπό του.

- Φτου! είπε. Κατάλαβες δηλαδή φίλε μου; Να με κυνηγάει η εφορία να με κυνηγάει και η γκίνια. Α βρε Βλάση, είπε γυρνώντας στο Βλάση, μ’ έφαγες μ’ αυτά τα σταράτα λόγια των δικών σου. Άστα να πάνε, άστα να πάνε στην οργή.

- Δεν ξέρω τι λες, απάντησε ο Βλάσης γελώντας, μα ήταν σταράτα.

- Ναι ήταν σταράτα είπε ο Γιάννης κουνώντας επιδοκιμαστικά το κεφάλι του.

- Και τσεκουράτα, τούπε ο Θεόφιλος. Και τσεκουράτα Γιάννη, αυτό το ξέχασες.

- Ναι και τσεκουράτα, συμπλήρωσε ο Γιάννης γελώντας μόνος του.

- Τέρμα η ξερή, είπε ο Θεόφιλος. Δε γίνεται παιχνίδι έτσι. Δεν είναι δυνατό να καλαμπουρίζουμε όταν παίζουμε. Τι δηλαδή. Το παιχνίδι είναι σοβαρή υπόθεση. Τα άλλα που λέγατε, άστα, τα λέμε να γελάσουμε κι αργότερα.

- Έτσι που κατάντησε το πράγμα, δεν έχεις και άδικο του είπε ο Λεωνίδας.

Κι έτσι σταμάτησαν τη χαρτοπαιξία. Ο Βλάσης κι ο Γιάννης σηκώθηκαν να φύγουν χαιρετώντας τους υπόλοιπους. Οι υπόλοιποι έκατσαν για λίγο χωρίς να λένε τίποτα, έως ότου ο δάσκαλος πήρε στα χέρια του μια αθλητική εφημερίδα από αυτές που διέθετε το καφενείο για την ενημέρωση των θαμώνων του.

- Πώς σας φαίνεται ρε σεις ο νέος προπονητής του Ολυμπιακού;

- Μα είναι τώρα αυτό σοβαρό; είπε ο Λεωνίδας. Δυο προπονητές σε δυο μήνες;

- Και θάπρεπε δηλαδή να αφήσει τον προηγούμενο να βουλιάξει το καράβι πρώτα για να τον αλλάξει,; επενέβηκε ο Θεόφιλος.

Κι έτσι η συζήτηση μεταπήδησε απ’ τα σταράτα λόγια στο Καραϊσκάκη…
 
Copyright © 2015 Taxalia Blog - Θεσσαλονίκη