ΕΚΛΟΓΕΣ ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ – ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΝΑ ΚΕΡΔΗΘΕΙ Ο,ΤΙ ΧΑΘΗΚΕ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ‘90
του κ. Ευστράτιου Σιμόπουλου* (sim@diastasicon.gr)
(Αναδημοσίευση άρθρου του κ. Ευστράτιου Σιμόπουλου από τη στήλη «Ιδεοδείκτης» της εφημερίδας ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ της Κυριακής 6 Σεπτεμβρίου 2009)
Στις 4 Οκτωβρίου, οι Έλληνες καλούνται ουσιαστικά να επιλέξουν την κυβέρνηση και τις πολιτικές που θα τους οδηγήσουν στην έξοδο από την οικονομική κρίση αλλά και σε μία περίοδο μακρόχρονης οικονομικής ανάπτυξης. Επιπρόσθετα, οι Θεσσαλονικείς οφείλουν να ...επιλέξουν και τις πολιτικές εκείνες σχετίζονται με το μοντέλο ανάπτυξης της πόλης και της ευρύτερης περιοχής.
Το μοντέλο αυτό ανάπτυξης πρέπει όμως να πάρει σαφώς υπόψη του τη θέση της πόλης στην Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Ταυτόχρονα, βέβαια, η δημιουργία του πρέπει να ξεκινήσει με αφετηρία την παραδοχή ότι το στοίχημα της δεκαετίας του ΄90, να αναδειχθεί, δηλαδή, η Θεσσαλονίκη σε πόλη-επίκεντρο των Βαλκανίων και ταυτόχρονα να ισχυροποιήσει τη θέση της στο εσωτερικό, δεν έχει σε καμία περίπτωση κερδηθεί. Παρά την παρουσία θεσμών και οργανισμών που υπόσχονταν να επιδράσουν καταλυτικά στην εξωστρέφειά της (Οργανισμός Ανασυγκρότησης των Βαλκανίων, Γραφείο του Συμφώνου Σταθερότητας, Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης, Γραφείο Διασύνδεσης της Παγκόσμιας Τράπεζας, Παρευξείνια Τράπεζα), η Θεσσαλονίκη δεν έκανε το «μεγάλο άλμα». Και μπορεί, βεβαίως, η φθίνουσα πορεία ορισμένων από τους προαναφερθέντες θεσμούς να χρησιμοποιείται από κάποιους ως άλλοθι για αυτή την αδυναμία, ωστόσο, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, οφείλουμε να αναζητήσουμε αλλού τις αιτίες.
Κατά τη γνώμη μου, τρεις είναι οι βασικοί παράγοντες οι οποίοι συνέβαλαν στην ύπαρξη της σημερινής κατάστασης.
Πρώτον, η έλλειψη πραγματικά εθνικού, μακρόπνοου σχεδιασμού, ο οποίος πέρα από κομματικές και προσωπικές στρατηγικές, θα συνένωνε τις κοινωνικές, πολιτικές και παραγωγικές δυνάμεις, τόσο της περιοχής, όσο και του «κέντρου των πάντων» στη χώρα μας, της Αθήνας. Χωρίς τη συμπαράσταση της πρωτεύουσας, η οποία θα ήταν πολλαπλά ωφελημένη από μια τέτοια εξέλιξη, δεν θα ήταν δυνατή, όπως επιβεβαιώθηκε και εκ των υστέρων, η επιτυχία της προσπάθειας. Ένα δίπολο Αθήνας–Θεσσαλονίκης θα μπορούσε -εκμεταλλευόμενο την οικονομική και πολιτική δύναμη της πρώτης και τη γεωγραφική θέση της δεύτερης- να προωθήσει πολύ γρήγορα θέματα που επιφανειακά αναφέρονταν στη Θεσσαλονίκη, αλλά ουσιαστικά αφορούσαν όλη την Ελλάδα.
Δεύτερος ανασχετικός παράγων είναι η παντελής έλλειψη ενός τοπικού συντονιστικού οργάνου το οποίο θα μπορούσε να διεκδικήσει πόρους και μέσα. Είναι κατανοητό, βέβαια, ότι ένα τέτοιο όργανο θα μπορούσε να υπάρξει μόνο υπό την καθοδήγηση του Υπουργείου Μακεδονίας-Θράκης και θα συμπεριελάμβανε εκπροσώπους όλων των θεσμικών φορέων της πόλης, του επιχειρηματικού κόσμου και ευρύτερα της κοινωνίας. Για να είχε, όμως, επιτυχία μία τέτοια προσπάθεια, θα έπρεπε όλα τα εμπλεκόμενα πρόσωπα να ξεχάσουν την ανθρωπίνως αποδεκτή, προσωπική, κομματική ή άλλη στρατηγική τους. Έπρεπε πρωτίστως να αρνηθούν να «εξαργυρώσουν» κοινωνικά ή πολιτικά την προσφορά τους και να βάλουν «τον εαυτό τους υπό την πόλη».
Τρίτος παράγων είναι ο συντηρητισμός που διακρίνει την επιχειρηματική ελίτ της Θεσσαλονίκης. Ο συντηρητισμός αυτός μπορεί να την ευνοεί όταν οι συνθήκες είναι δύσκολες και ο δρόμος δύσβατος. Όταν, όμως, όπως συνέβη στη δεκαετία του ΄90, ο δρόμος ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα, θεωρώ ότι οι επιχειρηματίες της περιοχής διέπραξαν μεγάλο λάθος (εκτός από συγκεκριμένες φωτεινές εξαιρέσεις, που, ωστόσο, επιβεβαιώνουν απλά τον κανόνα...) να μην αδράξουν την ευκαιρία να αναπτυχθούν επιχειρηματικά, κομίζοντας πολλαπλά οφέλη όχι μόνο στις επιχειρήσεις τους, αλλά και στη πόλη και σε όλη την Μακεδονία και τη Θράκη.
Στις μέρες μας η συγκυρία εμφανίζεται πάλι εξαιρετικά ευνοϊκή για την πόλη. Η Εγνατία οδός είναι ολοκληρωμένη, το Διεθνές Πανεπιστήμιο λειτουργεί, η Ζώνη Καινοτομίας έχει αρχίσει να βρίσκει βηματισμό, το Μετρό προχωρεί, έστω με καθυστερήσεις, ενώ έργα όπως η εσωτερική περιφερειακή και η μετεγκατάσταση της ΔΕΘ έχουν εξαγγελθεί ή εξαγγέλλονται.
Τι πρέπει, λοιπόν, να γίνει σήμερα; Η απάντηση είναι απλή και προέρχεται απ’ ευθείας από την ανάλυση των παραγόντων που δεν επέτρεψαν στη Θεσσαλονίκη να εκμεταλλευθεί τη δεκαετία του ΄90.
Συγκεκριμένα απαιτείται:
Εθνικός στρατηγικός σχεδιασμός, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών και μακριά από κομματικές συγκρούσεις, με χρησιμοποίηση του δίπολου Αθήνα–Θεσσαλονίκη.
Επιλογή μέσω των εκλογών, με ευθύνη των πολιτών, πολιτικού προσωπικού που θα μπορεί να συνθέτει απόψεις και προτάσεις.
Δημιουργία τοπικού συντονιστικού οργάνου υπό τον Υπουργό Μακεδονίας-Θράκης, μέσω του οποίου όλοι οι συμμετέχοντες, ανεξάρτητα από την κομματική τους τοποθέτηση, θα συμβάλουν στην ανάληψη όλων εκείνων των πρωτοβουλιών που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων της πόλης.
Συμμετοχή των επιχειρηματιών στην προσπάθεια, με διάθεση εκ μέρους τους να αναλάβουν έναν μικρό επιχειρηματικό κίνδυνο και ταυτόχρονη παρακίνησή τους, μέσα από συγκεκριμένα κίνητρα, για ανάληψη πρωτοβουλιών που θα τους επιτρέψουν να επεκταθούν στη ΝΑ Ευρώπη σε 1-2 χρόνια, όταν η οικονομική κρίση θα κοπάσει.
Μπορεί η παραπάνω παράθεση στόχων και πρωτοβουλιών να φαντάζει πολύ δύσκολο εγχείρημα, αν όχι ευχολόγιο.
Στον κόσμο όμως των επιχειρήσεων είναι γνωστό ότι με αποσαφήνιση των στόχων, καλό σχεδιασμό, οργάνωση, επιμονή, υπομονή και σωστή επιλογή συνεργατών, οι πιο δύσκολοι στόχοι μπορεί να κατακτηθούν.
Είναι καιρός λοιπόν η επιχειρηματικότητα να αποτελέσει οδηγό για την πολιτική και τελικά οι επιχειρηματίες μαζί με τους πολιτικούς να αναλάβουν το δύσκολο εγχείρημα να αναδειχθεί η Θεσσαλονίκη σε πόλη–επίκεντρο της Βαλκανικής.
* Ο κ. Σιμόπουλος είναι επιχειρηματίας, πρόεδρος του ΔΣ της τεχνικής εταιρίας ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΑΕ και μέλος του ΔΣ του ΣΒΒΕ.
ΟΙ ΠΡΟΫΠΟΘΕΣΕΙΣ ΝΑ ΚΕΡΔΗΘΕΙ Ο,ΤΙ ΧΑΘΗΚΕ ΣΤΗ ΔΕΚΑΕΤΙΑ ΤΟΥ ‘90
του κ. Ευστράτιου Σιμόπουλου* (sim@diastasicon.gr)
(Αναδημοσίευση άρθρου του κ. Ευστράτιου Σιμόπουλου από τη στήλη «Ιδεοδείκτης» της εφημερίδας ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ της Κυριακής 6 Σεπτεμβρίου 2009)
Στις 4 Οκτωβρίου, οι Έλληνες καλούνται ουσιαστικά να επιλέξουν την κυβέρνηση και τις πολιτικές που θα τους οδηγήσουν στην έξοδο από την οικονομική κρίση αλλά και σε μία περίοδο μακρόχρονης οικονομικής ανάπτυξης. Επιπρόσθετα, οι Θεσσαλονικείς οφείλουν να ...επιλέξουν και τις πολιτικές εκείνες σχετίζονται με το μοντέλο ανάπτυξης της πόλης και της ευρύτερης περιοχής.
Το μοντέλο αυτό ανάπτυξης πρέπει όμως να πάρει σαφώς υπόψη του τη θέση της πόλης στην Νοτιοανατολική Ευρώπη.
Ταυτόχρονα, βέβαια, η δημιουργία του πρέπει να ξεκινήσει με αφετηρία την παραδοχή ότι το στοίχημα της δεκαετίας του ΄90, να αναδειχθεί, δηλαδή, η Θεσσαλονίκη σε πόλη-επίκεντρο των Βαλκανίων και ταυτόχρονα να ισχυροποιήσει τη θέση της στο εσωτερικό, δεν έχει σε καμία περίπτωση κερδηθεί. Παρά την παρουσία θεσμών και οργανισμών που υπόσχονταν να επιδράσουν καταλυτικά στην εξωστρέφειά της (Οργανισμός Ανασυγκρότησης των Βαλκανίων, Γραφείο του Συμφώνου Σταθερότητας, Ευρωπαϊκό Κέντρο για την Ανάπτυξη της Επαγγελματικής Κατάρτισης, Γραφείο Διασύνδεσης της Παγκόσμιας Τράπεζας, Παρευξείνια Τράπεζα), η Θεσσαλονίκη δεν έκανε το «μεγάλο άλμα». Και μπορεί, βεβαίως, η φθίνουσα πορεία ορισμένων από τους προαναφερθέντες θεσμούς να χρησιμοποιείται από κάποιους ως άλλοθι για αυτή την αδυναμία, ωστόσο, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, οφείλουμε να αναζητήσουμε αλλού τις αιτίες.
Κατά τη γνώμη μου, τρεις είναι οι βασικοί παράγοντες οι οποίοι συνέβαλαν στην ύπαρξη της σημερινής κατάστασης.
Πρώτον, η έλλειψη πραγματικά εθνικού, μακρόπνοου σχεδιασμού, ο οποίος πέρα από κομματικές και προσωπικές στρατηγικές, θα συνένωνε τις κοινωνικές, πολιτικές και παραγωγικές δυνάμεις, τόσο της περιοχής, όσο και του «κέντρου των πάντων» στη χώρα μας, της Αθήνας. Χωρίς τη συμπαράσταση της πρωτεύουσας, η οποία θα ήταν πολλαπλά ωφελημένη από μια τέτοια εξέλιξη, δεν θα ήταν δυνατή, όπως επιβεβαιώθηκε και εκ των υστέρων, η επιτυχία της προσπάθειας. Ένα δίπολο Αθήνας–Θεσσαλονίκης θα μπορούσε -εκμεταλλευόμενο την οικονομική και πολιτική δύναμη της πρώτης και τη γεωγραφική θέση της δεύτερης- να προωθήσει πολύ γρήγορα θέματα που επιφανειακά αναφέρονταν στη Θεσσαλονίκη, αλλά ουσιαστικά αφορούσαν όλη την Ελλάδα.
Δεύτερος ανασχετικός παράγων είναι η παντελής έλλειψη ενός τοπικού συντονιστικού οργάνου το οποίο θα μπορούσε να διεκδικήσει πόρους και μέσα. Είναι κατανοητό, βέβαια, ότι ένα τέτοιο όργανο θα μπορούσε να υπάρξει μόνο υπό την καθοδήγηση του Υπουργείου Μακεδονίας-Θράκης και θα συμπεριελάμβανε εκπροσώπους όλων των θεσμικών φορέων της πόλης, του επιχειρηματικού κόσμου και ευρύτερα της κοινωνίας. Για να είχε, όμως, επιτυχία μία τέτοια προσπάθεια, θα έπρεπε όλα τα εμπλεκόμενα πρόσωπα να ξεχάσουν την ανθρωπίνως αποδεκτή, προσωπική, κομματική ή άλλη στρατηγική τους. Έπρεπε πρωτίστως να αρνηθούν να «εξαργυρώσουν» κοινωνικά ή πολιτικά την προσφορά τους και να βάλουν «τον εαυτό τους υπό την πόλη».
Τρίτος παράγων είναι ο συντηρητισμός που διακρίνει την επιχειρηματική ελίτ της Θεσσαλονίκης. Ο συντηρητισμός αυτός μπορεί να την ευνοεί όταν οι συνθήκες είναι δύσκολες και ο δρόμος δύσβατος. Όταν, όμως, όπως συνέβη στη δεκαετία του ΄90, ο δρόμος ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα, θεωρώ ότι οι επιχειρηματίες της περιοχής διέπραξαν μεγάλο λάθος (εκτός από συγκεκριμένες φωτεινές εξαιρέσεις, που, ωστόσο, επιβεβαιώνουν απλά τον κανόνα...) να μην αδράξουν την ευκαιρία να αναπτυχθούν επιχειρηματικά, κομίζοντας πολλαπλά οφέλη όχι μόνο στις επιχειρήσεις τους, αλλά και στη πόλη και σε όλη την Μακεδονία και τη Θράκη.
Στις μέρες μας η συγκυρία εμφανίζεται πάλι εξαιρετικά ευνοϊκή για την πόλη. Η Εγνατία οδός είναι ολοκληρωμένη, το Διεθνές Πανεπιστήμιο λειτουργεί, η Ζώνη Καινοτομίας έχει αρχίσει να βρίσκει βηματισμό, το Μετρό προχωρεί, έστω με καθυστερήσεις, ενώ έργα όπως η εσωτερική περιφερειακή και η μετεγκατάσταση της ΔΕΘ έχουν εξαγγελθεί ή εξαγγέλλονται.
Τι πρέπει, λοιπόν, να γίνει σήμερα; Η απάντηση είναι απλή και προέρχεται απ’ ευθείας από την ανάλυση των παραγόντων που δεν επέτρεψαν στη Θεσσαλονίκη να εκμεταλλευθεί τη δεκαετία του ΄90.
Συγκεκριμένα απαιτείται:
Εθνικός στρατηγικός σχεδιασμός, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα των εκλογών και μακριά από κομματικές συγκρούσεις, με χρησιμοποίηση του δίπολου Αθήνα–Θεσσαλονίκη.
Επιλογή μέσω των εκλογών, με ευθύνη των πολιτών, πολιτικού προσωπικού που θα μπορεί να συνθέτει απόψεις και προτάσεις.
Δημιουργία τοπικού συντονιστικού οργάνου υπό τον Υπουργό Μακεδονίας-Θράκης, μέσω του οποίου όλοι οι συμμετέχοντες, ανεξάρτητα από την κομματική τους τοποθέτηση, θα συμβάλουν στην ανάληψη όλων εκείνων των πρωτοβουλιών που απαιτούνται για την επίτευξη των στόχων της πόλης.
Συμμετοχή των επιχειρηματιών στην προσπάθεια, με διάθεση εκ μέρους τους να αναλάβουν έναν μικρό επιχειρηματικό κίνδυνο και ταυτόχρονη παρακίνησή τους, μέσα από συγκεκριμένα κίνητρα, για ανάληψη πρωτοβουλιών που θα τους επιτρέψουν να επεκταθούν στη ΝΑ Ευρώπη σε 1-2 χρόνια, όταν η οικονομική κρίση θα κοπάσει.
Μπορεί η παραπάνω παράθεση στόχων και πρωτοβουλιών να φαντάζει πολύ δύσκολο εγχείρημα, αν όχι ευχολόγιο.
Στον κόσμο όμως των επιχειρήσεων είναι γνωστό ότι με αποσαφήνιση των στόχων, καλό σχεδιασμό, οργάνωση, επιμονή, υπομονή και σωστή επιλογή συνεργατών, οι πιο δύσκολοι στόχοι μπορεί να κατακτηθούν.
Είναι καιρός λοιπόν η επιχειρηματικότητα να αποτελέσει οδηγό για την πολιτική και τελικά οι επιχειρηματίες μαζί με τους πολιτικούς να αναλάβουν το δύσκολο εγχείρημα να αναδειχθεί η Θεσσαλονίκη σε πόλη–επίκεντρο της Βαλκανικής.
* Ο κ. Σιμόπουλος είναι επιχειρηματίας, πρόεδρος του ΔΣ της τεχνικής εταιρίας ΔΙΑΣΤΑΣΗ ΑΕ και μέλος του ΔΣ του ΣΒΒΕ.