του Βασίλη Χασιώτη
Στο Καφέ-Σαντάν ο Θεόφιλος χαμογελούσε όσο διάβαζε ένα χαρτί που είχε στα χέρια του.
- Θα μας πεις καμιά φορά τι διαβάζεις; τον ξαναρώτησε ο Στάθης, που έπινε το καφεδάκι του μαζί με τον Θεόφιλο, τον Λεωνίδα και τον Γιάννη.
- Περιμένετε ρε λίγο να το τελειώσω και θα σας πω.
Τι να κάνουνε; Περιμένανε.
- Μάλιστα! Λέει ο Θεόφιλος, χαμογελώντας ακόμα πιο πλατιά.
- Τι μάλιστα ρε Θεόφιλε, λέει ο Στάθης;
Στο Καφέ-Σαντάν ο Θεόφιλος χαμογελούσε όσο διάβαζε ένα χαρτί που είχε στα χέρια του.
- Θα μας πεις καμιά φορά τι διαβάζεις; τον ξαναρώτησε ο Στάθης, που έπινε το καφεδάκι του μαζί με τον Θεόφιλο, τον Λεωνίδα και τον Γιάννη.
- Περιμένετε ρε λίγο να το τελειώσω και θα σας πω.
Τι να κάνουνε; Περιμένανε.
- Μάλιστα! Λέει ο Θεόφιλος, χαμογελώντας ακόμα πιο πλατιά.
- Τι μάλιστα ρε Θεόφιλε, λέει ο Στάθης;
- Ρε συ, του λέει ο Γιάννης, μπας και διάβαζες τίποτα σόκιν και ντρέπεσαι να το πεις;
- Όχι ρε! Τι σόκιν! Διάβαζα μια ομιλία ενός Διοικητή μιας ΔΕΚΟ.
- Κι αυτό σόκιν είναι! Λέει ο Λεωνίδας.
Το βρήκαν φαίνεται πολύ γουστόζικο αυτό που είπε ο Λεωνίδας, κι όλη η ομήγυρη έσκασε στα γέλια.
- Ρε σεις, σοβαρευτείτε ρε! Είπε ο Θεόφιλος. Τούτο που διάβασα δεν λέει χαζομάρες. Έχει να πούμε περιεχόμενο.
- Και τι λέει ρε Θεόφιλε αυτός ο Διοικητής; Ρωτά ο Λεωνίδας;
- Και το ονοματάκι του να πούμε; ρωτά ο Στάθης.
- Είναι ο Διοικητής του ΟΤΕ.
- Και τι λέει να πούμε;
- Να, αρχίζει ο Θεόφιλος. Έκανε μια ομιλία, κι εκεί παρομοίωσε τις ΔΕΚΟ σαν ένα καράβι, που μεταφέρει λογιών – λογιών ανθρώπους, και στο οποίο καράβι αυτός είναι ο καπετάνιος.
- Ενδιαφέρον! Λέει ο Λεωνίδας. Και το λοιπόν;
- Και το λοιπόν, λέει ο Θεόφιλος, κάτσε να διαβάζω από το χαρτί για να μη λέω ό,τι μου κατεβαίνει. Λοιπόν, όπως λέει δηλαδή ο Διοικητής την πρώτη θέση την έχουν καταλάβει οι συνδικαλιστικές ηγεσίες. Πλήρωμα ή επιβάτες; Δύσκολο να πει κανείς. Πληρώνονται καλά για να ταξιδεύουν αμέριμνα, έχουν και ειδικά προνόμια, εξασφαλίζουν καμπίνα και για τα παιδιά τους, και αν είναι τυχεροί, το καράβι ΔΕΚΟ αποτελεί σκαλοπάτι για το υπερωκεάνιο πολυτελείας της Βουλής.
- Ρε σεις, λέει ο Στάθης, σαν να τα λέει ωραία ο άνθρωπος. Για συνέχισε Θεόφιλε, για συνέχισε.
- Συνεχίζω, λέει ο Θεόφιλος, και πίνει μια γουλιά νερό. Καθίστε γιατί ξεράθηκα είπε. Δεν είμαι συνηθισμένος για διάβασμα κατά ριπάς.
- Λέγε ρε Θεόφιλε τη συνέχεια κι άσε τα σχόλια, του λέει ο Στάθης.
- Πού μείναμε; Α, ναι. Στη Βουλή. Λοιπόν, λέει λοιπόν ο Διοικητής αυτός μετά ότι κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1980 τα πληρώματα στασίασαν, έδιωξαν τους επιβάτες και κάθισαν αυτά στην τουριστική θέση…
- Α! λέει ο Λεωνίδας. Όλο το κακό από τότε άρχισε, πριν να πούμε ήταν ρόδινα.
- Δε λέει ότι πριν η ζωή ήταν ρόδινη, απαντά ο Θεόφιλος.
- Λέει ότι ήταν χάλια μετά το 1980. Τα χάλια του πριν δεν βλέπω να κάνει λόγο. Κάτι δεν μου αρέσει εδώ, επέμενε ο Λεωνίδας.
- Ρε Λεωνίδα, επεμβαίνει ο Στάθης, άσε να διαβάσει ο Θεόφιλος ό,τι έχει να διαβάσει. Τώρα θα ψειρίσουμε δηλαδή το κώλο της μαϊμούς; Άσ’ το για αργότερα. Λέγε ρε Θεόφιλε.
- Λοιπόν, συνέχισε ο Θεόφιλος, λέει λοιπόν ότι η ζωή εκεί…
- Πού εκεί δηλαδή, ρωτάει ο Στάθης. Βλέπεις τώρα, ρε Λεωνίδα, χάσαμε τη σειρά…
- Κάτσε να δω λέει ο Θεόφιλος. Λοιπόν, είχαμε μείνει στη τουριστική θέση. Συνεχίζω, και μη με διακόψετε ξανά. Λοιπόν, διαβάζω : Εκεί η ζωή είναι άνετη και η πίεση για μια θέση ακαταμάχητη. Ο αριθμός του πληρώματος αυξάνεται συνέχεια, μέχρι που κρέμονται σαν μαϊμούδες από τα ξάρτια. Εκτός από το τακτικά ναυτολογημένο πλήρωμα, υπάρχουν και οι έκτακτοι και συμβασιούχοι ναύτες και καμαρότοι, αυτοί που πήδηξαν μέσα στο καράβι, συνήθως στις παραμονές κάποιων εκλογών. Υπάρχουν τέλος και οι λαθρεπιβάτες. Γι’ αυτούς δεν μπορεί κανείς να μάθει πολλά, γιατί είναι καλά κρυμμένοι. Μπορεί να μη βρίσκονται καθόλου μέσα στο πλοίο ΔΕΚΟ, αλλά να έχουν τρυπώσει κάπου στη στεριά, ίσως σε κάποιο πολιτικό γραφείο,, για παράδειγμα. Τέλος, αναφερόμενος στο καπετάνιο του πλοίου, δηλαδή στον εαυτό του, τον περιέγραψε σαν ένα άτομο που ατενίζει με τα κιάλια τον ορίζοντα, που και που στρέφει το βλέμμα του και προς την κουβέρτα, αλλά αμέσως αποστρέφει τα μάτια του με βδελυγμία. Δίνει πορεία στον τιμονιέρη : Κρατήσου μακριά από τις ξέρες των αποφάσεων, άφησε το καράβι να πηγαίνει με τα ρεύματα, οδήγα το μακριά από λιμάνια όπου παραμονεύουν η επιθεώρηση και ο νηογνώμονας. Τι γυρεύεις; Να μας πιάσουν χωρίς πιστοποιητικά, με υπεράριθμους; Κυρίως απόφευγε τις φουρτούνες, μόλις ακούσεις στο δελτίο μποφόρ ζήτα απαγορευτικό και άραξε κάπου ήσυχα μέχρι να περάσουν. Η πλοιοκτήτρια εταιρεία δεν θέλει φασαρίες. Γι’ αυτό μας έβαλαν εδώ και τα αφεντικά τα ψηφίζει το πλήρωμα. Άντε να καβατζάρουμε και τον επόμενο κάβο – εκλογές – και μετά βλέπουμε. Η θάλασσα αρρωσταίνει αλλά δεν πεθαίνει, το ίδιο και η Ελλάδα».
- Ρε συ ωραία τα είπε ο άνθρωπος, κι άσε τον Λεωνίδα να λέει, είπε ο Θύμιος από το διπλανό τραπέζι, που όπως και άλλοι, όσο διάβαζε ο Θεόφιλος από διπλανά τραπέζια είχαν στήσει αυτί να ακούσουν το στόρι. Και πού είναι αυτό δημοσιευμένο; Ξαναρωτά ο Θύμιος.
- Το χαρτί μου το έδωσε τις προάλλες ο δάσκαλος, που το είχε εκτυπώσει από τον υπολογιστή του.
- Αν είναι από υπολογιστή, του λέει ο Λεωνίδας, κοίτα κάτω στη σελίδα, πρέπει να γράφει από πού είναι.
- Ναι, ναι, κάτι γράφει! Τι στο διάολο όμως γράφει…
- Φέρε ρε Θεόφιλε να το δω, του λέει ο Λεωνίδας, που είχε πάει μέχρι και την τρίτη μικρή στο φροντιστήριο ξένων γλωσσών της γειτονιάς του, προ αμνημονεύτων ετών.
Ο Θεόφιλος του δίνει το χαρτί.
- Μάλιστα! Τι λέει εδώ;
- Γεια σου ρε Λέων γλωσσομαθή! Του λέει ο Στάθης και γελάνε όλοι.
- Ρε λέτε ό,τι θέλετε, δεν με πειράζει. Λοιπόν, είναι από το in.gr και τυπώθηκε στις 21/11/2006.
- Τι λέει και ημερομηνία; Ρωτά ο Θεόφιλος.
- Καλά δεν την είδες;
- Ούτε που τη πήρα χαμπάρι.
- Α, παλιά δηλαδή υπόθεση! Αυτή ρε είναι τρία χρόνια πίσω, λέει ο Θύμιος.
- Παλιά μεν, επίκαιρη πάντα δε, λέει ο Λεωνίδας. Πες μου αν είναι ή όχι επίκαιρη. Ε;
- Έχει δίκιο ο Θεόφιλος μπήκε στη κουβέντα ο Στάθης. Ωραία, πολύ ωραία τα είπε ο άνθρωπος. Τσεκουράτα, όπως έλεγε και στη ταινία κείνος ο πώς τον λένε...
- Ναι, ναι, συμφωνεί μαζί του πάλι ο Θύμιος. Τσεκουράτα. Έτσι είναι, όπως τα λες.
- Πάντως, με το συμπάθιο δηλαδή, δεν τα λέει όλα το ίδιο τσεκουράτα, επέμενε ο Λεωνίδας κοιτώντας το χαρτί με την ομιλία του Διοικητή.
- Δηλαδή; Ρωτά ο Θύμιος.
- Ιστορίες πλοιάρχων μου μοιάζει το παραμυθάκι.
- Δηλαδή;
- Τι δηλαδή; Ο κ. διοικητής, είπε μια ιστορία, όπως τη βλέπει από τη σκοπιά του διοικητή. Μισή δηλαδή.
- Η άλλη μισή ποια είναι;
- Η άλλη μισή είναι πολλά μαζί.
- Δηλαδή;
- Να, ας πούμε, δεν μας είπε ένα βασικό.
- Ποιο;
- Γιατί παραδείγματος χάρη ανάλαβε πλοίαρχος σ’ ένα σαπιοκάραβο;
- Δεν είπε σαπιοκάραβο.
- Ρε συ τώρα παίζεις; Έστω, γιατί ανέλαβε πλοίαρχος σ’ ένα τέτοιο καράβι που δεν το γουστάρει; Γιατί δεν πήγε σε μια άλλη εφοπλιστική εταιρεία και να αναλάβει ένα πλοίο χωρίς μαϊμούδες στα ξάρτια, χωρίς συνδικαλιστές στη πρώτη θέση, και όλα αυτά;
- Ε, καλά τώρα! Ήθελε να βοηθήσει την κυβέρνηση να επανιδρύσει το κράτος.
- Η άποψή σου;
- Ναι, η άποψή μου.
- Ε, κράτα την κι άσε με εμένα να κρατώ τη δική μου.
- Γιατί ρε είπε ψέματα;
- Όταν λες τη μισή αλήθεια, είναι χειρότερο κι από το ψέμα. Παρεκτός, κι αν την αλήθεια δεν μπορείς να τη συλλάβεις ολάκαιρη, οπότε δεν λες τη μισή αλήθεια, απλώς δεν μπορείς να την αντιληφθείς ολόκληρη. Αυτό είναι άλλο πράμα. Κι έπειτα, όλοι εδώ ζούμε. Λίγο πολύ, ξέρουμε και ποιο ρόλο παίξανε πολλοί καπεταναίοι, κι αν πράγματι είχαν πολλές διαφορές με τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, τουλάχιστον αυτές που ήταν κομματικά δικές τους. Αγαστή η συνεργασία τους πολλές φορές. Μαζί μοιράζανε το λουφέ, ότι κι αν ήταν αυτός ο λουφές. Κι όταν τα σπάγαν, τα σπάγαν για τον λουφέ. Ίσα ρε τώρα. Άσε, χορτάσαμε από ινστρούχτορες.
- Δηλαδή ψέματα λέει;
- Δεν λέω αυτό.
- Αλλά;
- Λέω, ότι ο καθένας την αλήθεια την αντιλαμβάνεται με τον δικό του τρόπο, πέρα του ότι το να δεις την αλήθεια είναι και θέμα αντίληψης, που δεν είναι υποχρεωτικό να είναι η ίδια σε όλους τους ανθρώπους.
- Αν δεν λέει ψέματα, τότε παίζει παιχνίδι. Αυτό δε λες;
- Ξεκόλλα ρε απ’ το άτομο και δέσ’ το ιστορικά το ζήτημα. Δηλαδή εσύ δεν έχεις δει κρατικές διοικήσεις που απλά κάνουν ό,τι τους λέει η κυβέρνηση;
- Λέγε ότι θες! Οι ΔΕΚΟ είναι χρεοκοπημένες.
- Να σου πω κι εγώ ένα δικό μου στόρι;
- Λέγε.
- Το λοιπόν. Ήταν κάποτε ένα καράβι που το λέγανε ιδιωτική πρωτοβουλία. Η ιδιωτική πρωτοβουλία, όπως άλλωστε και ο δημόσιος τομέας, είναι σαν τη χοληστερίνη. Υπάρχει η καλή και η κακή χοληστερίνη. Εδώ μιλάω για τη κακή χοληστερίνη. Λοιπόν, αυτή η ιδιωτική πρωτοβουλία…
- Η κακιά να πούμε χοληστερίνη.
- Ναι, αυτή, λοιπόν, αυτό το καράβι είχε δύο σημαίες. Μια εμπορική και μια κουρσάρικη. Όταν ήθελε να μαζέψει τον κόσμο στο κατάστρωμα, έκανε προσφορές για πολυτελείς κρουαζιέρες, σε τιμές ευκαιρίας. Το καράβι γέμιζε. Όταν ξανοιγόταν όμως στα ανοιχτά, τότε κατέβαινε η εμπορική σημαία κι ανέβαινε η μαύρη, με τα κόκαλα και τη νεκροκεφαλή, κι εκεί μεσοπέλαγα τους έγδυναν κανονικά τους επιβάτες. Αυτό το πειρατικό καράβι, έπαιρνε κατά καιρούς διάφορα ονόματα. Λέγονταν «Χρηματιστήριο», λέγονταν «Μίζες», λέγονταν «Διαπλοκή», λέγονταν με πολλά ονόματα τη κάθε φορά. Κανείς όμως εφοπλιστής, κανείς πλοίαρχος δεν θα σας πει την ιστορία του. Κανείς δεν θα σας πει, τι γίνονταν το πλιάτσικο από τις καταδρομές τους. Ούτε πόσο ήταν, ούτε πού το πήγαιναν, ούτε ποιοι το μοιράζονταν. Και το χειρότερο είναι, ότι αυτοί έχουν το πουγκί, που μ’ αυτό πλερώνουν για να γράφουν την ιστορία, κατά πώς τη θέλουν, και που μ’ αυτό πλερώνουν για να φιμώνουν κάθε άλλη Ιστορία.
Εκείνη τη στιγμή, το ραδιόφωνο που μέχρι τότε έπαιζε στα σιγανά, ξαφνικά δυνάμωσε, κι ακούστηκε κι η φωνή του Σώτου απ’ το βάθος.
- Μάγκες μου φαίνεται ότι βάραινε η κουβέντα. Ακούστε εδώ ρε μόρτες εδώ ένα τραγουδάκι που παίζει τώρα στο ραδιόφωνο, αφιερωμένο εξαιρετικά σ’ όλους, κι άνοιξε λιγάκι παραπάνω την ένταση. Το τραγουδάκι ήταν του Μηλιώκα :
Τσίρκο, παράγκα, φίρμα γκρέκα
Τέμπο, μουργέλα, αγγαρεία
(και συνέχισε παρακάτω)
Μάτσι αμάκα καπιτάλε
Σκάρτο, τανάλια, πολιτσία,
Φράγκο, ρεζέρβα, φαλιμέντο
Περκέ μαντζάρε σοσιαλίστε κομπανία
(και το τραγουδάκι συνέχισε ως το τέλος)
Η παρέα, άκουγε χωρίς να μιλάει. Ένα πικρό χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο ολονών. Ο Λεωνίδας και ο Θεόφιλος κούναγαν το κεφάλι τους όλο νόημα.
- Καλές οι αναλύσεις των διοικητών, των καθηγητών και όλων τέλος πάντων αυτών που έχουν αυτό που λέμε «βαρύνουσα γνώμη», είπε στο τέλος ο Λεωνίδας, αλλά τι τα θέλετε ρε μάγκες, φτάνει ένα τετράστιχο για να σου πει ό,τι δεν μπορούν χιλιάδες αναλυτές με «βαρύνουσα γνώμη» να σου πούνε.
Κι έτσι, έληξε η κουβέντα γύρω από τα καράβια, τους καπεταναίους, τους λαθρεπιβάτες, και τα παρόμοια…