Κατηφόρισα στο κέντρο. Η Τσιμισκή, το γνωστό ρημάδι με τον κάθε γελοίο να πετάει τον μεταλλικό κουβά του, όπου τον φώτισε ο Θεός, θυμίζει ποτάμι με φώτα. Πρώτη, δευτέρη, πρώτη, νεκρά, χειρόφρενο, πράσινο φανάρι και εσύ μένεις με τον συμπλέκτη στο πάτωμα και το δεξί στο φρένο, κόρνα, τόση κόρνα γαμώτο, ξύλο για μια θέση στις όχθες του δρόμου. Η έβδομη μέρα του Νοέμβρη.
Τα παράθυρα ανοιχτά, η βελόνα κολλημένη κάτω από την ένδειξη «20», το air condition στους 16 για ανάσες. Το κλίμα πλέον τροπικό. Η εποχή των μουσώνων στη Θεσσαλονίκη.
Κοντομάνικο. Κατηφορίζεις στην παραλιακή να σε δροσίσει ο αέρας. Διαχωρισμός πολιτισμών στην πόλη. Το λιμάνι της μάζας και η πλευρά του Λευκού, για όσους ξέρουν. Για όσους ξέρουν πως οι νύχτες φτιάχτηκαν για να συμπληρώνουν τις μέρες σε έναν κόσμο που τρέχει.
Γνώριμα στέκια. Γνώριμες φάτσες. Ζεστός αέρας. Κάτι από βράδια του Ιούνη. Ιδρώτας. Δεν τολμώ να σηκώσω τα χέρια μου ψηλά. Ο οργανισμός μου διώχνει την μπύρα άμεσα σε ένα δεύτερο καλοκαίρι, λίγο πριν σκάσει μύτη με το ιστιοπλοϊκό του στον Θερμαϊκό ο Άγιος Βασίλης.
Η θάλασσα λάδι. Μεταφορικά και κυριολεκτικά. Λάδι μηχανής. Σκουριασμένης, απαίδευτης που τώρα, επιπλέον, υπερθερμαίνεται. Το περιβάλλον χάλασε, ο άνθρωπος συνεχίζει να προσπαθεί να κοιτάξει στα μάτια τον Δημιουργό του, και εκείνος του γυρίζει την πλάτη. Πάνε δυο χρόνια που προσπαθώ να πείσω τον μπαμπά να βάλει τα θεμέλια σε κείνο το σπίτι, που λέγαμε, στο χωριό. Από εκεί ήρθαμε, και εκεί θα ανέβουμε όταν καταστρέψουμε τη ζωή μας. Στο φυσικό μας καταφύγιο.
Ευτυχώς, ξέχασα το αντηλιακό της Χαλκιδικής στο αμάξι.
Mr. Kaya