ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΠΛΟΥΤΟΥ: Οι κίνδυνοι της βιαστικής υιοθέτησης ενός λανθασμένου «αναδιανεμητικού» τρόπου κοινωνικής οργάνωσης, σε περίοδο ύφεσης L, σε μη ανταγωνιστικές, σε υπερχρεωμένες, σε «διαρθρωτικά» βαριά ασθενείς και σε μη εκπαιδευμένες «κεφαλαιοκρατικά» Οικονομίες
Η οικονομική ανάλυση της εβδομάδας, από τον Βασίλη Βιλιάρδο
Είναι γνωστό πως το κεφαλαιοκρατικό (καπιταλιστικό) σύστημα, όπως και τα εξ’ ίσου επιτυχημένα «υποσυστήματα» του (επιχειρήσεις, νοικοκυριά κλπ), παράγει πλούτο, στηριζόμενο στη...
συσσώρευση κεφαλαίου (μετρητών, παγίων, γνώσεων, know how κλπ), καθώς επίσης στο συνεχή «ανατοκισμό» του (οι «αρετές» του ανατοκισμού θεωρούνται τουλάχιστον ιλιγγιώδεις, αφού οι τόκοι προστίθενται στο κεφάλαιο, τοκίζονται ξανά και το πολλαπλασιάζουν, χωρίς να το καταναλώνουν). Περαιτέρω, η κεφαλαιακή συσσώρευση, μέσα σε μία εθνική Οικονομία, είναι το αποτέλεσμα αφενός μεν ενός «τετραπλού» συνδυασμού κοινωνικών παραγόντων, αφετέρου δε ενός «νεωτεριστή» επιχειρηματία, ο οποίος προκαλεί στη σωστή χρονική στιγμή τη «δημιουργική καταστροφή» (Schumpeter).
Από τη μία πλευρά, ο τετραπλός «συνδυασμός κοινωνικών παραγόντων», σε χώρες που λειτούργησε ολοκληρωμένα (κυρίως στο τέλος του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα), ήταν εξαιρετικά αποτελεσματικός, θετικός για την υλική τους πρόοδο δηλαδή και την παραγωγή πλούτου, ενώ περιγράφεται ως εξής:
(α) Οι Εργαζόμενες τάξεις αποδέχονται μία κατάσταση, στην οποία μπορούν να ονομάσουν «δικό τους» ένα πολύ μικρό μέρος του αποτελέσματος - των κερδών επομένως που αυτοί, η φύση και οι επιχειρηματίες (ιδιοκτήτες του κεφαλαίου) συνεργάζονται για να παράγουν. Για παράδειγμα, θεωρούν δική τους την επιχείρηση που εργάζονται, χωρίς να έχουν απαιτήσεις ανάλογες με τα κέρδη (υπεραξίες) που παράγουν και περιορίζοντας τις ανάγκες του σήμερα, προς όφελος της μελλοντικής ασφάλειας (διαρκούς εργασίας κλπ) των ίδιων και των απογόνων τους.
(β) Οι Κεφαλαιοκρατικές τάξεις τώρα, «ονομάζουν» δικό τους το μεγαλύτερο μέρος του αποτελέσματος που οι ίδιοι, η φύση και οι εργαζόμενοι παράγουν - θεωρητικά ελεύθεροι να το καταναλώσουν, αλλά με την άρρητη, άγραφη «συμφωνία», ότι θα καταναλώνουν ένα ελάχιστο μέρος του. Ουσιαστικά λοιπόν, αναλαμβάνουν το ρίσκο με κίνητρο την «κοινωνική» καταξίωση (επιβεβαίωση των ιδιαίτερων επιχειρηματικών ικανοτήτων τους) και δεν «αφαιρούν» τα κέρδη από τις επιχειρήσεις τους, αλλά τα «επανεπενδύουν», προτιμώντας την ικανοποίηση και τη «σιγουριά» που τους παρέχει η επένδυση τους, από τις «ηδονές» της άμεσης κατανάλωσης.
Ακριβώς εδώ έγκειται η κύρια «νομιμοποίηση» του καπιταλιστικού συστήματος αφού, εάν οι κεφαλαιοκρατικές τάξεις δαπανούσαν εξ ολοκλήρου το νέο τους πλούτο στις προσωπικές απολαύσεις τους, οι εργαζόμενες τάξεις θα θεωρούσαν από καιρό τώρα ανασφαλές και επομένως ανυπόφορο το καπιταλιστικό καθεστώς (όπως διαπιστώνουμε ότι συμβαίνει σε αρκετές χώρες σήμερα).
(γ) Το Κράτος στη συνέχεια, οργανώνεται κοινωνικά και οικονομικά με τέτοιον τρόπο, έτσι ώστε να εξασφαλίζει τη μέγιστη δυνατή συσσώρευση κεφαλαίου. Με την οικονομική ανάπτυξη να προσφέρει τη δυνατότητα μίας συνεχούς βελτίωσης των καθημερινών συνθηκών της «μάζας» του πληθυσμού, το Κράτος
•μοιράζει πολύ προσεκτικά και μετρημένα ένα μέρος του παραγόμενου πλούτου στις εργαζόμενες τάξεις, κυρίως με τη μορφή κοινωνικών παροχών που λειτουργούν προσθετικά στην ανάπτυξη (παιδεία, με στόχο τη δημιουργία παραγωγικότερου εργατικού δυναμικού) και αφαιρετικά στις δαπάνες (για παράδειγμα, η παροχή σωστών υπηρεσιών υγείας μειώνει το κόστος της νοσηλείας)
•διατηρεί περιορισμένες τις δαπάνες λειτουργίας του, επιλέγοντας την εθνική ισχύ από την «ικανοποίηση» των ψηφοφόρων («ωφελιμιστικά» - και όχι ηθικά - προτιμάται η εντιμότητα από τη διαφθορά) και
•εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις, με βάση τις οποίες ένα μεγάλο μέρος του αυξημένου εισοδήματος, οδηγείται στον αποκλειστικό έλεγχο εκείνης της τάξης (κεφαλαιοκρατικής) που είναι λιγότερο πιθανόν να το καταναλώσει (μη φορολόγηση του κεφαλαίου που επανεπενδύεται, επιδοτήσεις, άμεσες ενισχύσεις, συλλογικές εξαγωγικές προωθητικές ενέργειες κλπ)
(δ) Όλοι μαζί οι συμμετέχοντες (Κράτος, επιχειρήσεις, εργαζόμενοι), έχουν άτυπα συνυπογράψει ένα «κοινωνικό συμβόλαιο», με βάση το οποίο ένα μέρος του παραγόμενου πλούτου συσσωρεύεται στο Κράτος (μέσω των ετήσιων φόρων κλπ) και διαχειρίζεται σε τέτοιο βαθμό «χρηστά» από τους δύο ουσιαστικά αλληλο-ελεγχόμενους και ανεξάρτητους συντελεστές του (Κυβερνών κόμμα, Δημόσια Διοίκηση) που να εξασφαλίζει την εθνική ισχύ, την μεγαλύτερη δυνατή μελλοντική ασφάλεια και τη βελτίωση του «γένους» - αυτό δηλαδή που στην πραγματικότητα θεωρείται «πρόοδος». Για όλους δε ισχύει το «καθήκον της αποταμίευσης», η οποία τότε αποτελεί αντικείμενο αληθινής θρησκείας (ο τρόμος που παρατηρείται σήμερα, κυρίως στις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες, όταν μειώνεται το ΑΕΠ τους, είναι χαρακτηριστικός – στην ανάπτυξη, στη συνεχή αύξηση δηλαδή του ΑΕΠ και στην αποταμίευση, στηρίζεται ολόκληρο το οικονομικό τους σύστημα: ο «κοινωνικός καπιταλισμός»).
Στην πραγματικότητα λοιπόν, η ανισότητα της διανομής του παραγομένου αποτελέσματος (κερδών) είναι αυτή που κάνει δυνατή τη συσσώρευση του παγίου πλούτου και των κεφαλαιακών βελτιώσεων μέσα σε μία κοινωνία, όπως και μέσα σε μία ιδιωτική επιχείρηση. Η τεράστια συσσώρευση κεφαλαίων που χαρακτηρίζει πολλές δυτικές χώρες δεν θα μπορούσε ποτέ να προέλθει μέσα από κοινωνίες, σχεδιασμένες έτσι ώστε ο πλούτος να διανέμεται ισότιμα και δίκαια (ισχυρό κράτος και «σοσιαλιστική» αναδιανομή εισοδημάτων, είναι δύο ασύμβατες μεταξύ τους έννοιες).
Από την άλλη πλευρά («συμπλήρωμα» του τετραπλού συνδυασμού), ο «νεωτεριστής επιχειρηματίας» υπεισέρχεται συνήθως τη χρονική εκείνη στιγμή που η «κοινωνία» έχει στερέψει από δημιουργικές ιδέες, η υφιστάμενη κερδοφορία των επιχειρήσεων είναι οριακή και η «αναγκαστική» κατανάλωση του συσσωρευμένου κεφαλαίου, ελλείψει νέων επενδυτικών ευκαιριών, εμφανίζεται «απειλητική». Οι νεωτεριστικές, κερδοφόρες «ιδέες» του καταστρέφουν τις παγιωμένες, μη αποτελεσματικές επιχειρησιακές δομές, απορροφούν το «λιμνάζων» κεφάλαιο, εμποδίζοντας την κατανάλωση να το εξανεμίσει και ξεκινούν από την αρχή τη διαδικασία της συσσώρευσης.
Απαραίτητη προϋπόθεση της «θεραπευτικής» εμφάνισης και δραστηριοποίησης του «νεωτεριστή» επιχειρηματία, είναι ο μέγιστος δυνατός περιορισμός της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς στο δημόσιο, καθώς επίσης η εξασφάλιση της «δεύτερης ευκαιρίας» (ευέλικτο πτωχευτικό δίκαιο και υγιείς θεσμικές-κοινωνικές δομές, οι οποίες δεν καταδικάζουν αξιωματικά τις «έντιμες» φυσικά, αλλά μη επιτυχημένες επιχειρηματικές προσπάθειες).
Εξαιρετικό «παράδειγμα» της παραπάνω (4+1) διαδικασίας, αποτελεί αναμφίβολα η Γερμανία, ιδιαίτερα πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο (οι ομοιότητες της εποχής μας με τότε είναι το λιγότερο εντυπωσιακές – ενδεχομένως τρομακτικές). Σε γενικές γραμμές η χώρα αυτή, μετά το 1870, «μετασχηματίσθηκε» από αγροτική και κυρίως αυτοσυντήρητη Οικονομία, σε μία απέραντη και περίπλοκη βιομηχανική «μηχανή» (Keynes), εξαρτώμενη για τη λειτουργία της από την ισορροπία πολλών παραγόντων εκτός Γερμανίας, αλλά και εντός αυτής. Μόνο λειτουργώντας η μηχανή αυτή αδιάκοπα και σε πλήρη δράση, μπορούσε να βρει απασχόληση στο εσωτερικό για τον συνεχώς αυξανόμενο πληθυσμό της (από 40 εκ. το 1870 στα 68 εκ. το 1914), καθώς επίσης τα μέσα για να αγοράζει «τα προς το ζην» από το εξωτερικό. Έμοιαζε δηλαδή με μία «σβούρα» η οποία, για να διατηρήσει την ισορροπία της, έπρεπε να «γυρίζει» όλο και πιο γρήγορα (ίσως η Κίνα σήμερα, όπως και η Ιαπωνία μερικές δεκαετίες πριν, να ακολουθεί πιστά τον ίδιο δρόμο).
Έτσι, γύρω από τη Γερμανία (σαν κεντρικό «υποστύλωμα»), συγκεντρώθηκε τότε το υπόλοιπο του ευρωπαϊκού οικονομικού συστήματος αφού, από την ευημερία και την επιχειρηματικότητα της εξαρτιόταν κυρίως η ευημερία των υπολοίπων κρατών της Ευρώπης. Ο αυξανόμενος βηματισμός της Γερμανίας έδωσε στους γείτονες της διέξοδο για τα προϊόντα τους, σε αντάλλαγμα για την οποία η ορθολογική επιχειρηματικότητα του Γερμανού εμπόρου, τους εφοδίαζε για τις βασικές ανάγκες τους σε χαμηλές τιμές (βλέπε σήμερα τις γερμανικές εκπτωτικές αλυσίδες λιανικού εμπορίου, όπως τις Aldi, Lidl, Makro, Mediamark, Praktiker κλπ).
Οι χαμηλές αυτές τιμές προέρχονταν, αφενός μεν από την διαπραγματευτική ισχύ των μετρητών χρημάτων (του πλούτου δηλαδή), αφετέρου δε από το γεγονός ότι, η αγοραστική δύναμη της μίας γερμανικής εργατοώρας αυξανόταν συνεχώς, σε σχέση με την αγοραστική δύναμη της εργατοώρας των υπολοίπων χωρών. Για παράδειγμα, η παραγωγή ενός προϊόντος (συνήθως μηχανημάτων) στη Γερμανία κόστιζε συνεχώς λιγότερες ώρες εργασίας, αφού ήταν το αποτέλεσμα όλο και πιο εξελιγμένων μεθόδων (οργανωτικών, γνωστικών, κεφαλαιουχικών κλπ). Αντίθετα, η παραγωγή των προϊόντων που εισήγαγε (αντάλλασσε τρόπον τινά με τα δικά της), κόστιζε στις άλλες χώρες σχετικά σταθερές (γεωργικά προϊόντα κλπ) ή φθηνότερες ώρες εργασίας (καταναλωτικά προϊόντα από χώρες φθηνού εργατικού προσωπικού). Ακόμη πιο απλά σήμερα, με ένα αυτοκίνητο ή με ένα φάρμακο αγοράζεις όλο και πιο πολλούς τόνους ντομάτας ή όλο και περισσότερα κινέζικα προϊόντα.
Η Γερμανία δεν τροφοδοτούσε μόνο το εμπόριο αυτών των χωρών, αλλά, στην περίπτωση μερικών από αυτές, προμήθευε ένα μεγάλο μέρος του απαιτούμενου για την ανάπτυξη τους κεφαλαίου. Τέλος, μέσω του συστήματος της «ειρηνικής διείσδυσης», έδινε σε αυτές τις χώρες όχι μόνο κεφάλαιο, αλλά και κάτι που δεν είχαν λιγότερο ανάγκη: οργάνωση (ακολούθησαν βέβαια οι δύο καταστροφικοί παγκόσμιοι πόλεμοι, οι οποίοι «αποκάλυψαν» σε όλους τα προβλήματα της «εθνικής» εξάρτησης – το που δηλαδή μπορεί να οδηγήσει μία χώρα, η εξάρτηση της οικονομίας της αποκλειστικά από μία άλλη).
Συμπερασματικά λοιπόν, η επιτυχία του κεφαλαιοκρατικού συστήματος οφείλεται στην αυταπάρνηση (εκ μέρους όλων - εργαζομένων, επιχειρηματιών, πολιτικών) των υπερβολών του παρόντος για χάρη του μέλλοντος, ενώ στηρίζεται στην αρχή «μίας μέγιστης συσσώρευσης κεφαλαίου», βασισμένης στην άνιση κατανομή των πόρων – στην πολύ περιορισμένη δηλαδή αναδιανομή των εισοδημάτων. Η «αντιστροφή» αυτής της αρχής (γεγονός που συμβαίνει όταν οι εργαζόμενες τάξεις δεν είναι πλέον πρόθυμες να απέχουν σε τόσο μεγάλο βαθμό από τις ανάγκες του παρόντος, ενδεχομένως «υποκινούμενες» από συντεχνίες, από συνδικαλιστικές οργανώσεις, αλλά και από τις ίδιες τις κεφαλαιοκρατικές τάξεις που, αβέβαιες για το μέλλον, επιδιώκουν να απολαύσουν πληρέστερα τις ελευθερίες της κατανάλωσης στο παρόν), σημαίνει προφανώς την αρχή του τέλους για το δημοκρατικό καπιταλιστικό σύστημα (κοινωνικός καπιταλισμός).
Το ολιγαρχικό πολιτικό σύστημα (μονοπωλιακός καπιταλισμός), στο οποίο «βασιλεύει» η υπερκατανάλωση (σπατάλη φυσικού και υλικού πλούτου), ο υπερδανεισμός, η «κλοπή» των απρόσωπων επιχειρήσεων από τα στελέχη τους, οι διεθνείς ληστείες, η διαφθορά και η αδιαφορία για το μέλλον, φαίνεται να είναι μία ενδιάμεση εξέλιξη του, ενώ το δικτατορικό (απολυταρχικός καπιταλισμός) η τελική του μορφή (υποθέτοντας βέβαια ότι η κομμουνιστική λύση είναι παρελθόν ή, έστω, πολύ μακρινό μέλλον).
Περαιτέρω, οι «εξελίξεις» που προβλέπονται (με κριτήριο τη σπατάλη πλούτου που παρατηρείται, καθώς επίσης την αθέτηση του «κεφαλαιοκρατικού» συμβολαίου από όλους τους άρρητα συμβαλλομένους – εργαζομένους, επιχειρηματίες, κράτη), επιταχύνονται παρά επιβραδύνονται, με τη «σοσιαλιστική λύση» που τυχόν προκρίνεται από συγκεκριμένες κοινωνίες και η οποία εκφράζεται από την (έντιμη και κοινωνικά σωστή βέβαια) αναδιανομή των εισοδημάτων, προς όφελος των ασθενέστερων τάξεων – αυτών δηλαδή που, φυσικά από σχετική ανάγκη, είναι προσανατολισμένες στην κατανάλωση και όχι στη συσσώρευση του κεφαλαίου.
Με απλά λόγια, η αναδιανομή εισοδημάτων, η αφαίρεση δηλαδή των χρημάτων από αυτούς που τα επενδύουν και η ταυτόχρονη απόδοση τους σε αυτούς που τα καταναλώνουν (προφανώς σε ξένα, εισαγόμενα προϊόντα, αφού μειώνονται οι εσωτερικές επενδύσεις, ενώ «υποδαυλίζεται» η ανεργία), όσον αφορά τουλάχιστον τις υπερχρεωμένες Οικονομίες, δεν επιλύει το πρόβλημα, αλλά ουσιαστικά το μεταφέρει επαυξημένο στο μέλλον. Αντί δηλαδή ο πληθυσμός τους να στερηθεί εντελώς κάποια αγαθά, πόσο μάλλον κάποιες απολαύσεις στο παρόν, προς όφελος της μελλοντικής του προόδου, επιλέγει την περιορισμένη στέρηση, αδιαφορώντας έτσι για τη μελλοντική, ανεξάρτητη από αβέβαιες εξωτερικές συνθήκες, ευημερία του.
Από καθαρά δημοσιονομική σκοπιά τώρα (Keynes πάντοτε), χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν το ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, μία «φορολογική» μείωση του βιοτικού επιπέδου των πλουσιότερων (αριθμητικά περιορισμένων) τάξεων δεν είναι τόσο επωφελής (επομένως ουτοπική, αν όχι σκόπιμη εξαπάτηση ή «παραπλάνηση» των μαζών), όσο αυτού των κατωτέρων και μικρομεσαίων, αφού είναι αριθμητικά πολυπληθέστερες, συνιστώντας μία κατά πολύ μεγαλύτερη (αλλά και πολύ πιο ανυπεράσπιστη) «φορολογική» βάση (όσον αφορά τουλάχιστον την κάλυψη υπερβολικά μεγάλων δημοσιονομικών αναγκών, οι οποίες προέρχονται από ουσιώδη και μακρόχρονη «εκτροπή» του κρατικού συστήματος).
Επομένως, η «αναδιανεμητική» λύση είναι η πλέον αναποτελεσματική, όταν μία Οικονομία είναι έντονα υπερχρεωμένη και αναζητούνται τρόποι επίλυσης των δημοσιονομικών προβλημάτων της (ιδιαίτερα μέσα σε μία «κεφαλαιοκρατικά» οργανωμένη, πλειοψηφικά «φιλελεύθερη» Ευρώπη). Όταν δε αυτή η Οικονομία δεν έχει καθόλου εκπαιδευθεί στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, πόσο μάλλον όταν έχει απογοητευθεί εντελώς από το παρελθόν της (κυβερνητική διαφθορά, διοικητική ανεπάρκεια, επιχειρηματική υπερκατανάλωση, εγωπαθής πλούτος με έντονες τάσεις αυτοπροβολής, «αλλοτριωμένα» ΜΜΕ κλπ), η χρεοκοπία είναι σχεδόν προδιαγεγραμμένη και πιθανόν αδύνατον να αποφευχθεί - εκτός εάν η παραπαίουσα Οικονομία «υποστεί» ή αποδεχθεί τελικά, σαν αντάλλαγμα βέβαια για την επιβίωση της, την «ειρηνική διείσδυση» ενός ισχυρού άλλου Κράτους (ή μίας ομάδας κρατών), του οποίου ενδεχομένως αποτελούσε απώτερο στόχο.
Ο μοναδικός, ο «ύστατος» καλύτερα τρόπος για να ξεφύγει ένα τέτοιο κράτος από τη «μοίρα» του (την οποία έχει δυστυχώς το ίδιο προκαλέσει), είναι η επαναφορά των βασικών αρχών του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, το οποίο όμως, στη σημερινή εποχή, μπορεί να αποδώσει περισσότερο μέσα από την άμεση καθιέρωση της «συμμετοχικής» Δημοκρατίας (ειδικά σε μικρές χώρες, όπου η υιοθέτηση της είναι πρακτικά ευκολότερη), επειδή «μόνο μέσα σε μία πραγματική δημοκρατία είναι πρόθυμοι οι άνθρωποι να υποστούν τις απαραίτητες θυσίες για την ευημερία της χώρας τους αφού, περισσότερο από ότι στα άλλα καθεστώτα, κατανοούν απόλυτα και αντιμετωπίζουν άφοβα την πραγματικότητα».
Απαραίτητη προϋπόθεση είναι βέβαια η δημιουργία συνθηκών εμπιστοσύνης μεταξύ όλων των «συναλλασσομένων» (εργατική τάξη, επιχειρηματίες, κράτος), έτσι ώστε να «επανιδρυθεί συμμετοχικά» η Οικονομία της χώρας τους, να λειτουργήσει ορθολογικά (παραγωγικά, οικονομικά, με αυξημένες αποταμιεύσεις κλπ), μέσα σε ένα Κράτος Δικαίου, να παράγει πλούτο και να ανεξαρτητοποιηθεί, χωρίς βέβαια να απομονωθεί, από τρίτους.
Η συνεχής εκπαίδευση των Πολιτών, η σωστή ενημέρωση τους, η συμμετοχή τους στις σημαντικές «εθνικές» αποφάσεις, ο διαχωρισμός των τεσσάρων εξουσιών, ο δημόσιος έλεγχος, η χρηματοδότηση της χώρας τους με τη βοήθεια «Εθνικών ομολόγων» και όχι με υπερβολικούς, νέους φόρους (υπενθυμίζουμε ότι ήδη από το 13ο αιώνα οι Βενετοί «ανακάλυψαν» ότι η χρηματοδότηση των πολέμων τους ήταν ευκολότερη μέσω του δανεισμού από τους Πολίτες τους, παρά μέσω νέων φόρων – ουσιαστικά εδώ «γεννήθηκε» η αγορά των ομολόγων), είναι μερικά μόνο από τα μέσα, τα οποία έχει στη διάθεση της και οφείλει να αξιοποιήσει σωστά η εκάστοτε κυβέρνηση (πρόσφατα, μία μικρή κοινότητα εξέδωσε ομόλογα για τη χρηματοδότηση της, με επιτόκιο 3%, τα οποία αγοράστηκαν από τους ίδιους τους κατοίκους της).
Άλλωστε ο «διάβολος» του Malthus, η απόκλιση δηλαδή μεταξύ του ρυθμού αναπαραγωγής των μέσων επιβίωσης (αναπαραγωγή με αριθμητικό τρόπο, 1-2-3-4…) και του ρυθμού αναπαραγωγής του ανθρώπινου είδους (αναπαραγωγή με γεωμετρικό τρόπο, 2-4-8-16…), έστω και με δύο αιώνες καθυστέρηση, φαίνεται πλέον να «αντικρίζει» απειλητικά την ανθρώπινη κοινότητα, αφού αυξάνεται υπερβολικά τόσο ο παγκόσμιος πληθυσμός (υπολογίζεται ότι θα ανέλθει στα 9 δις σε λίγες δεκαετίες), όσο και ο πληθυσμός που υπεισέρχεται στο καπιταλιστικό σύστημα («φυσική» αναδιανομή εισοδημάτων), ενώ, αντίθετα, η Φύση (ενέργεια, αγροτική παραγωγή, περιβάλλον κλπ), «υποχωρεί» με συνεχώς αυξανόμενο, σχεδόν «άτακτο» ρυθμό.
Αθήνα, 15. Νοεμβρίου 2009
Βασίλης Βιλιάρδος
viliardos@kbanalysis.com
Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου
Από τη μία πλευρά, ο τετραπλός «συνδυασμός κοινωνικών παραγόντων», σε χώρες που λειτούργησε ολοκληρωμένα (κυρίως στο τέλος του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα), ήταν εξαιρετικά αποτελεσματικός, θετικός για την υλική τους πρόοδο δηλαδή και την παραγωγή πλούτου, ενώ περιγράφεται ως εξής:
(α) Οι Εργαζόμενες τάξεις αποδέχονται μία κατάσταση, στην οποία μπορούν να ονομάσουν «δικό τους» ένα πολύ μικρό μέρος του αποτελέσματος - των κερδών επομένως που αυτοί, η φύση και οι επιχειρηματίες (ιδιοκτήτες του κεφαλαίου) συνεργάζονται για να παράγουν. Για παράδειγμα, θεωρούν δική τους την επιχείρηση που εργάζονται, χωρίς να έχουν απαιτήσεις ανάλογες με τα κέρδη (υπεραξίες) που παράγουν και περιορίζοντας τις ανάγκες του σήμερα, προς όφελος της μελλοντικής ασφάλειας (διαρκούς εργασίας κλπ) των ίδιων και των απογόνων τους.
(β) Οι Κεφαλαιοκρατικές τάξεις τώρα, «ονομάζουν» δικό τους το μεγαλύτερο μέρος του αποτελέσματος που οι ίδιοι, η φύση και οι εργαζόμενοι παράγουν - θεωρητικά ελεύθεροι να το καταναλώσουν, αλλά με την άρρητη, άγραφη «συμφωνία», ότι θα καταναλώνουν ένα ελάχιστο μέρος του. Ουσιαστικά λοιπόν, αναλαμβάνουν το ρίσκο με κίνητρο την «κοινωνική» καταξίωση (επιβεβαίωση των ιδιαίτερων επιχειρηματικών ικανοτήτων τους) και δεν «αφαιρούν» τα κέρδη από τις επιχειρήσεις τους, αλλά τα «επανεπενδύουν», προτιμώντας την ικανοποίηση και τη «σιγουριά» που τους παρέχει η επένδυση τους, από τις «ηδονές» της άμεσης κατανάλωσης.
Ακριβώς εδώ έγκειται η κύρια «νομιμοποίηση» του καπιταλιστικού συστήματος αφού, εάν οι κεφαλαιοκρατικές τάξεις δαπανούσαν εξ ολοκλήρου το νέο τους πλούτο στις προσωπικές απολαύσεις τους, οι εργαζόμενες τάξεις θα θεωρούσαν από καιρό τώρα ανασφαλές και επομένως ανυπόφορο το καπιταλιστικό καθεστώς (όπως διαπιστώνουμε ότι συμβαίνει σε αρκετές χώρες σήμερα).
(γ) Το Κράτος στη συνέχεια, οργανώνεται κοινωνικά και οικονομικά με τέτοιον τρόπο, έτσι ώστε να εξασφαλίζει τη μέγιστη δυνατή συσσώρευση κεφαλαίου. Με την οικονομική ανάπτυξη να προσφέρει τη δυνατότητα μίας συνεχούς βελτίωσης των καθημερινών συνθηκών της «μάζας» του πληθυσμού, το Κράτος
•μοιράζει πολύ προσεκτικά και μετρημένα ένα μέρος του παραγόμενου πλούτου στις εργαζόμενες τάξεις, κυρίως με τη μορφή κοινωνικών παροχών που λειτουργούν προσθετικά στην ανάπτυξη (παιδεία, με στόχο τη δημιουργία παραγωγικότερου εργατικού δυναμικού) και αφαιρετικά στις δαπάνες (για παράδειγμα, η παροχή σωστών υπηρεσιών υγείας μειώνει το κόστος της νοσηλείας)
•διατηρεί περιορισμένες τις δαπάνες λειτουργίας του, επιλέγοντας την εθνική ισχύ από την «ικανοποίηση» των ψηφοφόρων («ωφελιμιστικά» - και όχι ηθικά - προτιμάται η εντιμότητα από τη διαφθορά) και
•εξασφαλίζει τις προϋποθέσεις, με βάση τις οποίες ένα μεγάλο μέρος του αυξημένου εισοδήματος, οδηγείται στον αποκλειστικό έλεγχο εκείνης της τάξης (κεφαλαιοκρατικής) που είναι λιγότερο πιθανόν να το καταναλώσει (μη φορολόγηση του κεφαλαίου που επανεπενδύεται, επιδοτήσεις, άμεσες ενισχύσεις, συλλογικές εξαγωγικές προωθητικές ενέργειες κλπ)
(δ) Όλοι μαζί οι συμμετέχοντες (Κράτος, επιχειρήσεις, εργαζόμενοι), έχουν άτυπα συνυπογράψει ένα «κοινωνικό συμβόλαιο», με βάση το οποίο ένα μέρος του παραγόμενου πλούτου συσσωρεύεται στο Κράτος (μέσω των ετήσιων φόρων κλπ) και διαχειρίζεται σε τέτοιο βαθμό «χρηστά» από τους δύο ουσιαστικά αλληλο-ελεγχόμενους και ανεξάρτητους συντελεστές του (Κυβερνών κόμμα, Δημόσια Διοίκηση) που να εξασφαλίζει την εθνική ισχύ, την μεγαλύτερη δυνατή μελλοντική ασφάλεια και τη βελτίωση του «γένους» - αυτό δηλαδή που στην πραγματικότητα θεωρείται «πρόοδος». Για όλους δε ισχύει το «καθήκον της αποταμίευσης», η οποία τότε αποτελεί αντικείμενο αληθινής θρησκείας (ο τρόμος που παρατηρείται σήμερα, κυρίως στις βόρειες ευρωπαϊκές χώρες, όταν μειώνεται το ΑΕΠ τους, είναι χαρακτηριστικός – στην ανάπτυξη, στη συνεχή αύξηση δηλαδή του ΑΕΠ και στην αποταμίευση, στηρίζεται ολόκληρο το οικονομικό τους σύστημα: ο «κοινωνικός καπιταλισμός»).
Στην πραγματικότητα λοιπόν, η ανισότητα της διανομής του παραγομένου αποτελέσματος (κερδών) είναι αυτή που κάνει δυνατή τη συσσώρευση του παγίου πλούτου και των κεφαλαιακών βελτιώσεων μέσα σε μία κοινωνία, όπως και μέσα σε μία ιδιωτική επιχείρηση. Η τεράστια συσσώρευση κεφαλαίων που χαρακτηρίζει πολλές δυτικές χώρες δεν θα μπορούσε ποτέ να προέλθει μέσα από κοινωνίες, σχεδιασμένες έτσι ώστε ο πλούτος να διανέμεται ισότιμα και δίκαια (ισχυρό κράτος και «σοσιαλιστική» αναδιανομή εισοδημάτων, είναι δύο ασύμβατες μεταξύ τους έννοιες).
Από την άλλη πλευρά («συμπλήρωμα» του τετραπλού συνδυασμού), ο «νεωτεριστής επιχειρηματίας» υπεισέρχεται συνήθως τη χρονική εκείνη στιγμή που η «κοινωνία» έχει στερέψει από δημιουργικές ιδέες, η υφιστάμενη κερδοφορία των επιχειρήσεων είναι οριακή και η «αναγκαστική» κατανάλωση του συσσωρευμένου κεφαλαίου, ελλείψει νέων επενδυτικών ευκαιριών, εμφανίζεται «απειλητική». Οι νεωτεριστικές, κερδοφόρες «ιδέες» του καταστρέφουν τις παγιωμένες, μη αποτελεσματικές επιχειρησιακές δομές, απορροφούν το «λιμνάζων» κεφάλαιο, εμποδίζοντας την κατανάλωση να το εξανεμίσει και ξεκινούν από την αρχή τη διαδικασία της συσσώρευσης.
Απαραίτητη προϋπόθεση της «θεραπευτικής» εμφάνισης και δραστηριοποίησης του «νεωτεριστή» επιχειρηματία, είναι ο μέγιστος δυνατός περιορισμός της γραφειοκρατίας και της διαφθοράς στο δημόσιο, καθώς επίσης η εξασφάλιση της «δεύτερης ευκαιρίας» (ευέλικτο πτωχευτικό δίκαιο και υγιείς θεσμικές-κοινωνικές δομές, οι οποίες δεν καταδικάζουν αξιωματικά τις «έντιμες» φυσικά, αλλά μη επιτυχημένες επιχειρηματικές προσπάθειες).
Εξαιρετικό «παράδειγμα» της παραπάνω (4+1) διαδικασίας, αποτελεί αναμφίβολα η Γερμανία, ιδιαίτερα πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο (οι ομοιότητες της εποχής μας με τότε είναι το λιγότερο εντυπωσιακές – ενδεχομένως τρομακτικές). Σε γενικές γραμμές η χώρα αυτή, μετά το 1870, «μετασχηματίσθηκε» από αγροτική και κυρίως αυτοσυντήρητη Οικονομία, σε μία απέραντη και περίπλοκη βιομηχανική «μηχανή» (Keynes), εξαρτώμενη για τη λειτουργία της από την ισορροπία πολλών παραγόντων εκτός Γερμανίας, αλλά και εντός αυτής. Μόνο λειτουργώντας η μηχανή αυτή αδιάκοπα και σε πλήρη δράση, μπορούσε να βρει απασχόληση στο εσωτερικό για τον συνεχώς αυξανόμενο πληθυσμό της (από 40 εκ. το 1870 στα 68 εκ. το 1914), καθώς επίσης τα μέσα για να αγοράζει «τα προς το ζην» από το εξωτερικό. Έμοιαζε δηλαδή με μία «σβούρα» η οποία, για να διατηρήσει την ισορροπία της, έπρεπε να «γυρίζει» όλο και πιο γρήγορα (ίσως η Κίνα σήμερα, όπως και η Ιαπωνία μερικές δεκαετίες πριν, να ακολουθεί πιστά τον ίδιο δρόμο).
Έτσι, γύρω από τη Γερμανία (σαν κεντρικό «υποστύλωμα»), συγκεντρώθηκε τότε το υπόλοιπο του ευρωπαϊκού οικονομικού συστήματος αφού, από την ευημερία και την επιχειρηματικότητα της εξαρτιόταν κυρίως η ευημερία των υπολοίπων κρατών της Ευρώπης. Ο αυξανόμενος βηματισμός της Γερμανίας έδωσε στους γείτονες της διέξοδο για τα προϊόντα τους, σε αντάλλαγμα για την οποία η ορθολογική επιχειρηματικότητα του Γερμανού εμπόρου, τους εφοδίαζε για τις βασικές ανάγκες τους σε χαμηλές τιμές (βλέπε σήμερα τις γερμανικές εκπτωτικές αλυσίδες λιανικού εμπορίου, όπως τις Aldi, Lidl, Makro, Mediamark, Praktiker κλπ).
Οι χαμηλές αυτές τιμές προέρχονταν, αφενός μεν από την διαπραγματευτική ισχύ των μετρητών χρημάτων (του πλούτου δηλαδή), αφετέρου δε από το γεγονός ότι, η αγοραστική δύναμη της μίας γερμανικής εργατοώρας αυξανόταν συνεχώς, σε σχέση με την αγοραστική δύναμη της εργατοώρας των υπολοίπων χωρών. Για παράδειγμα, η παραγωγή ενός προϊόντος (συνήθως μηχανημάτων) στη Γερμανία κόστιζε συνεχώς λιγότερες ώρες εργασίας, αφού ήταν το αποτέλεσμα όλο και πιο εξελιγμένων μεθόδων (οργανωτικών, γνωστικών, κεφαλαιουχικών κλπ). Αντίθετα, η παραγωγή των προϊόντων που εισήγαγε (αντάλλασσε τρόπον τινά με τα δικά της), κόστιζε στις άλλες χώρες σχετικά σταθερές (γεωργικά προϊόντα κλπ) ή φθηνότερες ώρες εργασίας (καταναλωτικά προϊόντα από χώρες φθηνού εργατικού προσωπικού). Ακόμη πιο απλά σήμερα, με ένα αυτοκίνητο ή με ένα φάρμακο αγοράζεις όλο και πιο πολλούς τόνους ντομάτας ή όλο και περισσότερα κινέζικα προϊόντα.
Η Γερμανία δεν τροφοδοτούσε μόνο το εμπόριο αυτών των χωρών, αλλά, στην περίπτωση μερικών από αυτές, προμήθευε ένα μεγάλο μέρος του απαιτούμενου για την ανάπτυξη τους κεφαλαίου. Τέλος, μέσω του συστήματος της «ειρηνικής διείσδυσης», έδινε σε αυτές τις χώρες όχι μόνο κεφάλαιο, αλλά και κάτι που δεν είχαν λιγότερο ανάγκη: οργάνωση (ακολούθησαν βέβαια οι δύο καταστροφικοί παγκόσμιοι πόλεμοι, οι οποίοι «αποκάλυψαν» σε όλους τα προβλήματα της «εθνικής» εξάρτησης – το που δηλαδή μπορεί να οδηγήσει μία χώρα, η εξάρτηση της οικονομίας της αποκλειστικά από μία άλλη).
Συμπερασματικά λοιπόν, η επιτυχία του κεφαλαιοκρατικού συστήματος οφείλεται στην αυταπάρνηση (εκ μέρους όλων - εργαζομένων, επιχειρηματιών, πολιτικών) των υπερβολών του παρόντος για χάρη του μέλλοντος, ενώ στηρίζεται στην αρχή «μίας μέγιστης συσσώρευσης κεφαλαίου», βασισμένης στην άνιση κατανομή των πόρων – στην πολύ περιορισμένη δηλαδή αναδιανομή των εισοδημάτων. Η «αντιστροφή» αυτής της αρχής (γεγονός που συμβαίνει όταν οι εργαζόμενες τάξεις δεν είναι πλέον πρόθυμες να απέχουν σε τόσο μεγάλο βαθμό από τις ανάγκες του παρόντος, ενδεχομένως «υποκινούμενες» από συντεχνίες, από συνδικαλιστικές οργανώσεις, αλλά και από τις ίδιες τις κεφαλαιοκρατικές τάξεις που, αβέβαιες για το μέλλον, επιδιώκουν να απολαύσουν πληρέστερα τις ελευθερίες της κατανάλωσης στο παρόν), σημαίνει προφανώς την αρχή του τέλους για το δημοκρατικό καπιταλιστικό σύστημα (κοινωνικός καπιταλισμός).
Το ολιγαρχικό πολιτικό σύστημα (μονοπωλιακός καπιταλισμός), στο οποίο «βασιλεύει» η υπερκατανάλωση (σπατάλη φυσικού και υλικού πλούτου), ο υπερδανεισμός, η «κλοπή» των απρόσωπων επιχειρήσεων από τα στελέχη τους, οι διεθνείς ληστείες, η διαφθορά και η αδιαφορία για το μέλλον, φαίνεται να είναι μία ενδιάμεση εξέλιξη του, ενώ το δικτατορικό (απολυταρχικός καπιταλισμός) η τελική του μορφή (υποθέτοντας βέβαια ότι η κομμουνιστική λύση είναι παρελθόν ή, έστω, πολύ μακρινό μέλλον).
Περαιτέρω, οι «εξελίξεις» που προβλέπονται (με κριτήριο τη σπατάλη πλούτου που παρατηρείται, καθώς επίσης την αθέτηση του «κεφαλαιοκρατικού» συμβολαίου από όλους τους άρρητα συμβαλλομένους – εργαζομένους, επιχειρηματίες, κράτη), επιταχύνονται παρά επιβραδύνονται, με τη «σοσιαλιστική λύση» που τυχόν προκρίνεται από συγκεκριμένες κοινωνίες και η οποία εκφράζεται από την (έντιμη και κοινωνικά σωστή βέβαια) αναδιανομή των εισοδημάτων, προς όφελος των ασθενέστερων τάξεων – αυτών δηλαδή που, φυσικά από σχετική ανάγκη, είναι προσανατολισμένες στην κατανάλωση και όχι στη συσσώρευση του κεφαλαίου.
Με απλά λόγια, η αναδιανομή εισοδημάτων, η αφαίρεση δηλαδή των χρημάτων από αυτούς που τα επενδύουν και η ταυτόχρονη απόδοση τους σε αυτούς που τα καταναλώνουν (προφανώς σε ξένα, εισαγόμενα προϊόντα, αφού μειώνονται οι εσωτερικές επενδύσεις, ενώ «υποδαυλίζεται» η ανεργία), όσον αφορά τουλάχιστον τις υπερχρεωμένες Οικονομίες, δεν επιλύει το πρόβλημα, αλλά ουσιαστικά το μεταφέρει επαυξημένο στο μέλλον. Αντί δηλαδή ο πληθυσμός τους να στερηθεί εντελώς κάποια αγαθά, πόσο μάλλον κάποιες απολαύσεις στο παρόν, προς όφελος της μελλοντικής του προόδου, επιλέγει την περιορισμένη στέρηση, αδιαφορώντας έτσι για τη μελλοντική, ανεξάρτητη από αβέβαιες εξωτερικές συνθήκες, ευημερία του.
Από καθαρά δημοσιονομική σκοπιά τώρα (Keynes πάντοτε), χωρίς να λαμβάνεται υπ’ όψιν το ζήτημα της κοινωνικής δικαιοσύνης, μία «φορολογική» μείωση του βιοτικού επιπέδου των πλουσιότερων (αριθμητικά περιορισμένων) τάξεων δεν είναι τόσο επωφελής (επομένως ουτοπική, αν όχι σκόπιμη εξαπάτηση ή «παραπλάνηση» των μαζών), όσο αυτού των κατωτέρων και μικρομεσαίων, αφού είναι αριθμητικά πολυπληθέστερες, συνιστώντας μία κατά πολύ μεγαλύτερη (αλλά και πολύ πιο ανυπεράσπιστη) «φορολογική» βάση (όσον αφορά τουλάχιστον την κάλυψη υπερβολικά μεγάλων δημοσιονομικών αναγκών, οι οποίες προέρχονται από ουσιώδη και μακρόχρονη «εκτροπή» του κρατικού συστήματος).
Επομένως, η «αναδιανεμητική» λύση είναι η πλέον αναποτελεσματική, όταν μία Οικονομία είναι έντονα υπερχρεωμένη και αναζητούνται τρόποι επίλυσης των δημοσιονομικών προβλημάτων της (ιδιαίτερα μέσα σε μία «κεφαλαιοκρατικά» οργανωμένη, πλειοψηφικά «φιλελεύθερη» Ευρώπη). Όταν δε αυτή η Οικονομία δεν έχει καθόλου εκπαιδευθεί στο κεφαλαιοκρατικό σύστημα, πόσο μάλλον όταν έχει απογοητευθεί εντελώς από το παρελθόν της (κυβερνητική διαφθορά, διοικητική ανεπάρκεια, επιχειρηματική υπερκατανάλωση, εγωπαθής πλούτος με έντονες τάσεις αυτοπροβολής, «αλλοτριωμένα» ΜΜΕ κλπ), η χρεοκοπία είναι σχεδόν προδιαγεγραμμένη και πιθανόν αδύνατον να αποφευχθεί - εκτός εάν η παραπαίουσα Οικονομία «υποστεί» ή αποδεχθεί τελικά, σαν αντάλλαγμα βέβαια για την επιβίωση της, την «ειρηνική διείσδυση» ενός ισχυρού άλλου Κράτους (ή μίας ομάδας κρατών), του οποίου ενδεχομένως αποτελούσε απώτερο στόχο.
Ο μοναδικός, ο «ύστατος» καλύτερα τρόπος για να ξεφύγει ένα τέτοιο κράτος από τη «μοίρα» του (την οποία έχει δυστυχώς το ίδιο προκαλέσει), είναι η επαναφορά των βασικών αρχών του κεφαλαιοκρατικού συστήματος, το οποίο όμως, στη σημερινή εποχή, μπορεί να αποδώσει περισσότερο μέσα από την άμεση καθιέρωση της «συμμετοχικής» Δημοκρατίας (ειδικά σε μικρές χώρες, όπου η υιοθέτηση της είναι πρακτικά ευκολότερη), επειδή «μόνο μέσα σε μία πραγματική δημοκρατία είναι πρόθυμοι οι άνθρωποι να υποστούν τις απαραίτητες θυσίες για την ευημερία της χώρας τους αφού, περισσότερο από ότι στα άλλα καθεστώτα, κατανοούν απόλυτα και αντιμετωπίζουν άφοβα την πραγματικότητα».
Απαραίτητη προϋπόθεση είναι βέβαια η δημιουργία συνθηκών εμπιστοσύνης μεταξύ όλων των «συναλλασσομένων» (εργατική τάξη, επιχειρηματίες, κράτος), έτσι ώστε να «επανιδρυθεί συμμετοχικά» η Οικονομία της χώρας τους, να λειτουργήσει ορθολογικά (παραγωγικά, οικονομικά, με αυξημένες αποταμιεύσεις κλπ), μέσα σε ένα Κράτος Δικαίου, να παράγει πλούτο και να ανεξαρτητοποιηθεί, χωρίς βέβαια να απομονωθεί, από τρίτους.
Η συνεχής εκπαίδευση των Πολιτών, η σωστή ενημέρωση τους, η συμμετοχή τους στις σημαντικές «εθνικές» αποφάσεις, ο διαχωρισμός των τεσσάρων εξουσιών, ο δημόσιος έλεγχος, η χρηματοδότηση της χώρας τους με τη βοήθεια «Εθνικών ομολόγων» και όχι με υπερβολικούς, νέους φόρους (υπενθυμίζουμε ότι ήδη από το 13ο αιώνα οι Βενετοί «ανακάλυψαν» ότι η χρηματοδότηση των πολέμων τους ήταν ευκολότερη μέσω του δανεισμού από τους Πολίτες τους, παρά μέσω νέων φόρων – ουσιαστικά εδώ «γεννήθηκε» η αγορά των ομολόγων), είναι μερικά μόνο από τα μέσα, τα οποία έχει στη διάθεση της και οφείλει να αξιοποιήσει σωστά η εκάστοτε κυβέρνηση (πρόσφατα, μία μικρή κοινότητα εξέδωσε ομόλογα για τη χρηματοδότηση της, με επιτόκιο 3%, τα οποία αγοράστηκαν από τους ίδιους τους κατοίκους της).
Άλλωστε ο «διάβολος» του Malthus, η απόκλιση δηλαδή μεταξύ του ρυθμού αναπαραγωγής των μέσων επιβίωσης (αναπαραγωγή με αριθμητικό τρόπο, 1-2-3-4…) και του ρυθμού αναπαραγωγής του ανθρώπινου είδους (αναπαραγωγή με γεωμετρικό τρόπο, 2-4-8-16…), έστω και με δύο αιώνες καθυστέρηση, φαίνεται πλέον να «αντικρίζει» απειλητικά την ανθρώπινη κοινότητα, αφού αυξάνεται υπερβολικά τόσο ο παγκόσμιος πληθυσμός (υπολογίζεται ότι θα ανέλθει στα 9 δις σε λίγες δεκαετίες), όσο και ο πληθυσμός που υπεισέρχεται στο καπιταλιστικό σύστημα («φυσική» αναδιανομή εισοδημάτων), ενώ, αντίθετα, η Φύση (ενέργεια, αγροτική παραγωγή, περιβάλλον κλπ), «υποχωρεί» με συνεχώς αυξανόμενο, σχεδόν «άτακτο» ρυθμό.
Αθήνα, 15. Νοεμβρίου 2009
Βασίλης Βιλιάρδος
viliardos@kbanalysis.com
Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου