Είναι παράξενη ετούτη εδώ η βραδιά, διαφορετική…
Νύχτα Νοεμβρίου είναι και όμως θα μπορούσα να ορκιστώ ότι έξω μυρίζει άνοιξη, ελπίδα και προσμονή. Ξημερώνει μέρα μοναδική, η ήμερα εκείνη που χρόνια τώρα την είχαμε στην...
καρδιά μας. Μέρα που πάντα ελπίζαμε να έλθει, αλλά ποτέ δεν την βλέπαμε να ζυγώνει γιατί μάλλον φταίξαμε και εμείς.
Τι και αν είμαστε Έλληνες και τούτο τον τόπο εδώ τον πονάμε. Ήμασταν απόντες από αυτό που λέμε πολιτική. Για Ελλάδα δεν μιλάγαμε γιατί ακραίους θα μας έλεγαν. Εθνικιστές δεν ήμασταν ποτέ, αλλά γαμώτο μου, αυτόν εδώ τον τόπο τον νοιαζόμαστε, και ας είναι η σχέση αγάπης μαζοχιστική, μιας και αυτή η ριμάδα η πατρίδα σε πονάει τόσο.
Άλλοι μιλάγανε και αποφάσιζαν για μας αυτά τα χρόνια βλέπεις. Ο γιος και η κόρη ενός συνταξιούχου βουλευτή που στην γυναίκα του άφησε οικόπεδα και σπιτικά, και στους γόνους του, άφησε όλους εμάς. Κάτι χιλιάδες ψηφαλάκια.
Και εμείς εκεί, ψηφίζαμε για να διορίσουμε το παιδί μας -και ας είχε τρία πτυχία-, για να κάνουμε καλύτερο στρατό -και ας δικαιούμαστε κατ εξαίρεση μετάθεση-, για να βρούμε ένα δωμάτιο σε ένα βρώμικο νοσοκομείο, για ένα αξιοπρεπή θάνατο ενός ανθρώπου που πλήρωνε τούτο εδώ το κράτος μια ζωή.
Πουλάγαμε όνειρα και ιδανικά για τα αυτονόητα. Μα πιο πολύ, πουλάγαμε την ψυχή μας και το μέλλον μας τόσα φτηνά, σε μια ”οικογενειακή δημοκρατία”. Και το κεφάλι κάτω…
Ο πατέρας μου –θεός σχορέστον – με είχε φάει θυμάμαι από τότε που τελείωσα το λύκειο να με ΄΄βάλει΄΄ στο δημόσιο. Τον ‘’θάνατο’’ αυτόν δεν τον επέλεξα τότε, και ακόμα και τώρα, που ζω στο πετσί μου την παραλογία του διεστραμμένου μας κράτους και παλεύω μέρα με την μέρα για τα αυτονόητα, δηλώνω καθαρός.
Δεν θα βρείτε λοιπόν, το όνομα μου σε καμία αίτηση πρόσληψης, σε κανένα διαγωνισμό βολέματος. Εδώ στην μάχη της ζωής, έχοντας μείνει σταθερός στο όνειρο ότι μια δουλεία πρέπει να είναι δημιουργική για να σου γεμίζει την καρδία, την ψυχή, και μετά την τσέπη.
Στο τοίχο του σπιτιού μου θα βρείτε πτυχία και μεταπτυχιακά σε υπέροχες χρυσές κορνίζες. Κατάντησαν ντεκόρ ενός τοίχου που χρωστάω σε μια τράπεζα και περηφάνια μιας μάνας.
Ξέρω δεν είμαι μόνος, αλλά αυτό παρηγοριά δεν είναι.
Και όμως. Ετούτη εδώ την νύχτα μετά από πάρα πολύ καιρό νιώθω ελπίδα για το αύριο. Νιώθω ότι κάτι αλλάζει. Ξέρω πως δρόμος ακόμα πολύς υπάρχει, αλλά απόψε είμαι σχεδόν σίγουρος ότι ένα ταξίδι ξεκινά. Το τελευταίο ταξίδι της ελπίδας μου.
Τελικά την ριμάδα την Ιστορία οι μάζες την γράφουν και όχι τα τζάκια.
Αντώνη σε ευχαριστούμε που μας το υπενθύμισες και μην μας προδώσεις …
http://www.spindoc.gr/archives/1646