9 Νοε 2009

Μερικές ειδήσεις τις διαβάζετε ΠΡΩΤΑ ΕΔΩ!



Εθνικιστές* ετοιμάζουν ΕΠΙΣΗΜΕΣ εκδηλώσεις για τα 2500 χρόνια από την μάχη του Μαραθώνα**

*Όχι οι εθνικιστές αυτοί ΔΕΝ είναι στην Ελλάδα!!!

**Η μάχη του Μαραθώνα για πολλούς (εμείς έχουμε τις επιφυλάξεις μας) θεωρείται η ΜΗΤΕΡΑ ΤΩΝ ΜΑΧΩΝ του ΔΥΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ.


ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ ΣΥΝΤΟΜΑ…. ΜΟΝΟ ΣΤΟ TaXalia



Η Μάχη του Μαραθώνα διεξήχθη το 490 π.Χ. ανάμεσα στους Αθηναίους και Πλαταιείς από τη μια πλευρά και τους Πέρσες από την άλλη, στην πεδιάδα του Μαραθώνα της Αττικής. Έληξε με νίκη των Ελλήνων και σήμανε το τέλος της πρώτης ουσιαστικής απόπειρας της Περσικής αυτοκρατορίας, επί βασιλείας Δαρείου Α' να υποτάξει τις πόλεις της ηπειρωτικής Ελλάδας.

Αίτια των περσικών βλέψεων
Ο ελληνικός κόσμος την εποχή της Μάχης του Μαραθώνα.

Το 510 π.Χ.,ο τύραννος των Αθηνών, Ιππίας (γιος του Πεισίστρατου), εξορίστηκε απο τους Αθηναίους με τη βοήθεια του βασιλιά της Σπάρτης Κλεομένη Α΄. Με τη βοήθεια, όμως, του έτερου βασιλιά της Σπάρτης Δημάρατου, κατέφυγε στην αυλή του Δαρείου, για να ζητήσει βοήθεια.

Μετά την αποτυχία της επανάστασης της Ιωνίας (499-494 π.Χ.), ο Δαρείος αποφάσισε να υποτάξει τους Έλληνες και να τους τιμωρήσει για τη συμμετοχή τους στην εξέγερση. Το 492 π.Χ. ο Δαρείος έστειλε μια στρατιά, με επικεφαλής το γαμπρό του Μαρδόνιο. Αυτή η στρατιά κατέλαβε τη Θράκη και ανάγκασε τον Μακεδόνα βασιλιά Αλέξανδρο Α' να δηλώσει υποταγή στον Μεγάλο βασιλέα. Συνεχίζοντας προς νότο όμως, μεγάλο μέρος του περσικού στόλου καταστράφηκε από τρικυμία έξω απο την χερσόνησο του Άθω και ο Μαρδόνιος αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Ασία. Στο δρόμο της επιστροφής ο στρατός του Μαρδόνιου δέχτηκε επίθεση από το θρακικό φύλο των Βρυγών και είχε σημαντικές απώλειες. Η βόρεια Ελλάδα υποτάχθηκε στη Περσική αυτοκρατορία και ήταν πλέον ανοιχτός ο δρόμος για τη νότια Ελλάδα.

Ο Δαρείος πληροφορήθηκε από τον Ιππία οτι οι Αλκμαιωνίδες, μια ισχυρή αθηναϊκή οικογένεια, ήταν αντίθετοι με τον Αθηναίο στρατηγό Μιλτιάδη και θα βοηθούσαν στην επάνοδο του Ιππία. Θα δέχονταν επίσης τις Περσικές αξιώσεις με αντάλλαγμα να συγχωρεθούν για τη συμμετοχή τους στην εξέγερση των Ιώνων. Ο Δαρείος θέλησε να εκμεταλλευτεί την ευκαιρία να εξουδετερώσει την Αθήνα και να αφήσει μόνη της τη Σπάρτη, κάνοντας το έργο της υποταγής των Ελλήνων ευκολότερο. Το σχέδιο του Δαρείου ήταν να τρομοκρατήσει τους Αθηναίους και να κάμψει τη θέλησή τους για αντίσταση, με την κατάληψη της Ερέτριας, η οποία δεν θα έφερνε μεγάλη αντίσταση. Στη συνέχεια θα αποβίβαζε στρατό στο Μαραθώνα, ώστε να τραβήξει τον αθηναϊκό στρατό μακρυά απο την πόλη και ταυτόχρονα θα απειλούσε την ανυπεράσπιστη πλέον Αθήνα με μεταφορά στρατού δια θαλάσσης (περιπλέοντας το Σούνιο).

Μάλιστα, ο Δαρείος, υπολόγιζε στην ουδετερότητα των υπολοίπων ελληνικών πόλεων, ώστε να μην βοηθήσουν την Αθήνα την ώρα που θα κινδυνεύει από το στρατό του. Έτσι διέταξε ο στρατός του να περάσει μέσα από το Αιγαίο και να τιμωρήσει πρώτα τα νησιά που αρνήθηκαν να δεχτούν την εξουσία του Πέρση μονάρχη και ύστερα να επιτεθεί στις δυο πόλεις που βοήθησαν στην Ιωνική επανάσταση. Με αυτό το τρόπο έδειχνε ότι στόχος του δεν ήταν η υποταγή όλης της Ελλάδας αλλά η τιμωρία των πόλεων που αμφισβήτησαν την αυτοκρατορία του Δαρείου. Με δεδομένο ότι οι ελληνικές πόλεις δεν είχαν καλές διπλωματικές σχέσεις μεταξύ τους, καθώς υπήρχαν πολλά μέτωπα πολέμου ανοιχτά, η εξαγγελία πολέμου-τιμωρίας ήταν η καλύτερη. Τα μέτωπα πολέμου που ήταν ανοιχτά ήταν Αθήνας εναντίον Αίγινας, Σπάρτης εναντίον Άργους, Θήβας εναντίον Πλαταιών, Χαλκίδας εναντίον Ερέτριας και Θεσσαλίας εναντίον Φωκίδας. Η εξωτερική πολιτική όλων των πόλεων ήταν στραμμένη σε αυτά τα μέτωπα και δεν θα νοιαζόντουσαν για τα εξωτερικά προβλήματα της Αθήνας.

Με αυτά τα δεδομένα εξηγείται και η στάση που κράτησαν η Θήβα, το Άργος και η Αίγινα κατά τη διάρκεια των Περσικών Πολέμων. Οι ηγεσίες αυτών των πόλεων-κρατών είχαν ταχθεί είτε φανερά είτε μυστικά με την ηγεσία της Περσίας για να κερδίσουν τον γεωπολιτικό έλεγχο των περιοχών όπου είχαν συμφέροντα. Έτσι η Αίγινα αποτελούσε προγεφύρωμα για την επίθεση των Περσών στην Αθήνα και για αυτό η αντιπερσική πολιτική του βασιλιά Κλεομένη της Σπάρτης ανάγκαζε τους πέντε Έφορους στη Σπάρτη να στείλουν 1.000 οπλίτες προς ενίσχυση των Αθηναίων στη κατάληψη της Αίγινας το 492 π.Χ.. Η Αθήνα νίκησε την Αίγινα και στέρησε τη Περσία από ένα πολύτιμο σύμμαχο, ενώ όταν εισέβαλε ο Ξέρξης στην Ελλάδα, η αντιπερσική μερίδα πολιτικών στο νησί είχε αναλάβει την εξουσία χάρη στη βοήθεια του Θεμιστοκλή. Με αυτά τα δεδομένα ξεκίνησε η περσική εκστρατεία.
[Επεξεργασία] Έναρξη της περσικής εκστρατείας του 490 π.Χ.

Πράγματι, την άνοιξη του 490 π.Χ. ο Περσικός στρατός επιβιβάσθηκε στα πλοία με βάση τη Κιλικία. Αυτά παρέπλευσαν την Ιωνία ως τη Σάμο. Διοικητής του ιππικού ήταν ο Δάτης και διοικητής του πεζικού ο Αρταφέρνης, γιος του ομώνυμου σατράπη των Σάρδεων. Από εκεί κατευθύνθηκαν προς τη Νάξο, ενεργώντας αιφνιδιαστική επίθεση και έτσι οι κάτοικοι δεν πρόλαβαν να οργανώσουν την άμυνα του νησιού. Από τους Νάξιους, άλλοι κατέφυγαν στα ορεινά σημεία και άλλοι εξανδραποδίσθηκαν, οι ναοί και οι κατοικίες πυρπολήθηκαν και το νησί έμεινε υπόδουλο στους Πέρσες ως το 479 π.Χ.. Όταν έμαθαν οι κάτοικοι της Δήλου την καταστροφή της Νάξου, εγκατέλειψαν το νησί και κατέφυγαν στην Τήνο. Ο Περσικός στόλος κατέπλευσε στην αντικρινή Ρήνεια αλλά απέφυγε την καταστροφή και λεηλασία των ιερών. Ο Δάτης, μάλιστα, αφού κάλεσε τους φυγάδες να επιστρέψουν στη Δήλο, προσέφερε θυσία στον Απόλλωνα 300 τάλαντα θυμιάματος, όπως ιστορεί ο Ηρόδοτος. Ο θεός του φωτός ήταν πολύ συμπαθής στους Πέρσες καθώς ταυτιζόταν με τον δικό τους Αχούρα Μάζδα.

Λίγο μετά την αναχώρηση των Περσών φοβερός σεισμός κατέστρεψε τη Δήλο. Κατόπιν ο Περσικός στόλος αφού υπέταξε τα περισσότερα νήσια των Κυκλάδων και πήρε ομήρους, κατέπλευσε στην Κάρυστο. Η πόλη αρνήθηκε να δεχθεί τους Πέρσες, τελικά όμως αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει και η περιοχή της λεηλατήθηκε. Τέλος, από το νότιο Εύριπο οι Πέρσες έφθασαν στην Ερέτρια.

Οι Ερετριείς ζήτησαν απεγνωσμένα βοήθεια απο τους Αθηναίους. Οι Αθηναίοι έστειλαν 2.000 οπλίτες, κληρούχους στρατιώτες από την Χαλκίδα, να συνδράμουν την πόλη της Εύβοιας. Φτάνοντας στην Ερέτρια οι οπλίτες βρέθηκαν σε μια κατάσταση σύγχυσης, καθώς οι μισοί πολίτες της πόλης ζητούσαν να παραδοθούν χωρίς αντίσταση στους Πέρσες, οι άλλοι μισοί δήλωναν πως θα πολεμήσουν μέχρι εσχάτων και οι υπόλοιποι πρότειναν να μπούν στα καράβια τους και να φύγουν από την Ελλάδα. Μπροστά σε αυτή τη κατάσταση, ο Αισχίνης του Νόθωνος, συμβούλεψε τους Αθηναίους να φύγουν όπως θα έκανε και ο ίδιος. Η Ερέτρια τελικά παραδόθηκε στους Πέρσες ύστερα από πολιορκία 6 ημερών, εξαιτίας της προδοσίας δύο κατοίκων της, του Ευφόρβου του Αλκίμαχου και του Φιλάγρου Ακαυνέα. Η πόλη ισοπεδώθηκε και οι κάτοικοι μεταφέρθηκαν ως άποικοι στην Αρδέρρικα της Σουσιανής, ως τιμωρία για τη συμμετοχή τους στην εκστρατεία εναντίον των Σάρδεων.

Οι Αθηναίοι συνειδητοποίησαν ότι ήταν ο επόμενος στόχος του περσικού στρατού και ότι χρειάζονταν οι ίδιοι βοήθεια. Έτσι έστειλαν έναν αγγελιοφόρο στη Σπάρτη. Ο αγγελιοφόρος αυτός ήταν ο Φειδιππίδης και διέτρεξε την απόσταση Αθήνα-Σπάρτη, 220 χιλιόμετρα, σε 48 ώρες ενώ έφτασε στη Σπάρτη στις 9 Σεπτεμβρίου. Όταν έφυγε ο Φειδιππίδης, στις 7 Σεπτεμβρίου, οι Πέρσες αποβιβάζονταν στον Μαραθώνα και ετοίμαζαν το έδαφος για τη μάχη. Ο Αθηναίος ημεροδρόμος εξήγησε τη κατάσταση στους πέντε Εφόρους και οι Σπαρτιάτες δέχθηκαν να στείλουν βοήθεια, όχι όμως πριν περάσουν δέκα μέρες, επειδή μεσολαβούσαν τα Κάρνεια.
[Επεξεργασία] Η αποβίβαση των Περσών στον Μαραθώνα και το δίλημμα των Αθηναίων

Μετά την καταστροφή της Ερέτριας ο επόμενος στόχος ήταν η κατάληψη της Αθήνας. Ο Περσικός στρατός αποβιβάσθηκε στην πεδιάδα του Μαραθώνα.

Περιλάμβανε αξιόμαχο πεζικό, κατά πολύ υπέρτερο σε αριθμό του Αθηναϊκού. Ο στρατός αυτός υστερούσε στην τακτική από αυτόν της Αθηναϊκής Φάλαγγας των οπλιτών, και ο οπλισμός του για τον εκ του συστάδην αγώνα ήταν κατώτερος του Ελληνικού. Αντιθέτως, πλεονεκτούσε σε άλλο κεφάλαιο του οπλισμού, καθώς διέθετε ισχυρό εκηβόλο όπλο, το τόξο, και ήταν έτσι σε θέση να πλήττει τον αντίπαλο από αρκετή απόσταση, μέχρι και 150 μέτρων περίπου, και να προκαλεί σοβαρές απώλειες πριν αρχίσει η σύγκρουση εκ του συστάδην. Εξ’ άλλου, ο Περσικός στρατός υπερείχε συντριπτικά στο ιππικό (δύναμη 1.000 - 3.000 ιππέων ο Κορνήλιος Νέπως αναφέρει 10.000), όπλο δυσκαταμάχητο για τη φάλαγγα των οπλιτών σε ανοικτό πεδίο. Επίσης ο Περσικός στρατός διέθετε τη φήμη του πανίσχυρου και αήττητου και μόλις είχε καθυποτάξει τη Νάξο, τις άλλες Κυκλάδες, την Κάρυστο και την Ερέτρια.

Για να πείσει τους υπόλοιπους οχτώ στρατηγούς ο Μιλτιάδης -ο Αριστείδης ήταν πάντα στο πλευρό του και φανατικός υποστηρικτής του- ότι ο Μαραθώνας προσφερόταν για να δοθεί μάχη με τους Πέρσες, χρειάστηκε τη βοήθεια του πολέμαρχου Καλλίμαχου. Στην αρχή οι στρατηγοί πρότειναν άμυνα στην Ακρόπολη, αλλά ο Μιλτιάδης φοβόταν ότι το αποτέλεσμα θα ήταν το ίδιο με της Ερέτριας και πρότεινε σύγκρουση σε ανοιχτό πεδίο με τους Μήδους. Τελικά με την επέμβαση του Καλλίμαχου, που είχε το γενικό πρόσταγμα των πολεμικών επιχειρήσεων, αποφασίσθηκε η μετάβαση του αθηναϊκού στρατού στο Μαραθώνα. Ο Αθηναϊκός στρατός ξεκίνησε την ίδια μέρα της απόβασης των Περσών στο Μαραθώνα και έφθασε στην πεδιάδα την αυγή της επομένης, χρησιμοποιώντας τον εσωτερικό δρόμο που περνά από την Κηφισιά και συνεχίζεται με ορεινή διαδρομή. Εγκατέστησε το στρατόπεδό του στο νοτιοδυτικό τμήμα της πεδιάδος, κοντά στο τέμενος του Ηρακλέους, θέση στην οποία έφθασαν το βράδυ της ίδιας μέρας οι Πλαταιείς όπως γράφει ο Ηρόδοτος:
Οι αντιμαχόμενες παρατάξεις και ο ευρύτερος χώρος της μάχης.

«Αθηναίοισι δε τεταγμένοι εν τεμένεϊ Ηρακλέος επήλθον βοηθένοντες Πλαταιέες πανδημεί».

Στο μεταξύ οι Πέρσες, οι οποίοι είχαν αρχίσει την αυγή της προηγούμενης ημέρας την απόβασή τους στην ιδιαίτερα κατάλληλη για αποβατική επιχείρηση παραλία του σημερινού Σχοινιά, ήταν ήδη εγκατεστημένοι στην ανατολική πλευρά της πεδιάδας, ανάμεσα στον χείμαρρο Χάραδρο και στο μεγάλο έλος και ιδιαίτερα προς τη βορειοανατολική άκρη της. Η θέση ήταν ισχυρή, προστατευόμενη προς βορρά από το όρος Σταυροκοράκι, και γενικά εξαιρετικά κατάλληλη για στρατόπεδο, καθώς διέθετε το νερό της Μακαρίας πηγής, ευχέρεια δράσεως του ιππικού και επιπλέον παρείχε εύκολη επικοινωνία από τη θάλασσα με την Εύβοια για τον εφοδιασμό.

Ύστερα από την άφιξη των Αθηναίων, οι Πέρσες μετακίνησαν το πεζικό τους προς τα δυτικά, πέρα από τον Χάραδρο στην πεδιάδα παράλληλα προς τη θάλασσα σε αρκετή απόσταση από αυτή απέναντι από τη θέση των Αθηναίων και τοποθέτησαν το ιππικό τους πριν από το πεζικό επιζητώντας έτσι τη μάχη υπολογίζοντας σε βέβαιη νίκη με βάση την αριθμητική τους υπεροχή και τον γενικότερο συσχετισμό δυνάμεων. Για την κίνηση του ιππικού των Περσών, πολλά έχουν γραφτεί. Πολλοί νεότεροι μελετητές θεώρησαν ότι το ιππικό το παρέταξαν οι Πέρσες σε τέτοια θέση ώστε να μη φαίνεται από τους Αθηναίους, ενώ κάποια στιγμή ο Δάτης θα το φόρτωνε στα πλοία και, περιπλέοντας το Σούνιο, θα βρισκόταν στην ανυπεράσπιστη Αθήνα, μέσω του Φαλήρου. Αυτή η άποψη επιβεβαιώνεται από το κείμενο του Πλάτωνα Μενέξενος, αλλά και από τα Αττικά του Παυσανία, τα οποία περιγράφουν τη περιοχή ως τόπο κακοτράχαλο, γεμάτο λάσπες και έλη και λίμνες και γενικά ακατάλληλο για άλογα.

Στην πρόκληση αυτή των Περσών για μάχη δεν ανταποκρίθηκαν αμέσως οι Αθηναίοι και επί επτά ημέρες οι δύο στρατοί παρέμεναν αντιμέτωποι στις θέσεις τους. Οι στρατηγοί ήταν διχασμένοι: μερικοί δεν ήθελαν να δώσουν μάχη, γιατί δεν επαρκούσαν οι δυνάμεις τους για την αντιμετώπιση των Περσών (προφανώς περίμεναν την Σπαρτιατική βοήθεια).

Ο Μιλτιάδης ο οποίος επιζητούσε τη μάχη απ’ το να επικρατήσει η χειρότερη γνώμη απευθυνόμενος στον πολέμαρχο Καλλίμαχο ο οποίος θα έπαιρνε την τελική απόφαση ανέφερε τα εξής:

«Από σένα εξαρτάται τώρα Καλλίμαχε ή να υποδουλώσεις την πόλη των Αθηνών ή να την καταστήσεις ελεύθερη και να αφήσεις ανάμνηση αιώνια στην ιστορία τέτοια που δεν άφησαν ούτε ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτων. Γιατί τώρα οι Αθηναίοι βρίσκονται εμπρός στον μεγαλύτερο κίνδυνο της ιστορίας τους και αν υποκύψουν στους Μήδους είναι γνωστό τι θα υποστούν όταν παραδοθούν στον Ιππία, αν αντίθετα σωθεί η πόλη είναι σε θέση να γίνει η πρώτη ανάμεσα στις Ελληνικές πόλεις».

Όταν λοιπόν και με την ψήφο του Καλλιμάχου επέτυχε την έγκριση της γνώμης του για μάχη σχεδίασε την στρατηγική με την οποία θα αντιμετώπιζαν τους Πέρσες.
[Επεξεργασία] Το σχέδιο της μάχης

Ο Μιλτιάδης είχε να αντιμετωπίσει την αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου, το ιππικό καθώς και τις δυνάμεις των τοξευμάτων. Για την αριθμητική υπεροχή του εχθρού υπολόγιζε στην εξαιρετική απόδοση της φάλλαγας των οπλιτών του στον αγώνα εκ του συστάδην. Για την υπερνίκηση των άλλων δύο εμποδίων βαρύνουσα σημασία είχε ο παράγοντας χρόνος, η σμίκρυνση δηλαδή του κρισίμου χρόνου προσπέλασης της Αθηναϊκής φάλαγγας προς τις γραμμές του εχθρικού πεζικού, κατά συνέπεια και η βράχυνση της αποστάσεως ανάμεσα στους δύο στρατούς. Ο Μιλτιάδης εργάσθηκε για το σκοπό αυτό πριν από τη μάχη προεκτείνοντας διαδοχικά το στρατόπεδο του προς τη θάλασσα με την κατασκευή φραγμάτων από κομμένα δένδρα, προωθώντας έτσι τη βάση του για την επιθετική εξόρμηση και εν τω μεταξύ ανέμενε να αποσυρθεί, έστω για λίγο, το ιππικό από την πεδιάδα, όπου βρισκόταν συνεχώς, ακόμη και τις σεληνοφώτιστες νύκτες, ακριβώς για να καλύπτει το περσικό πεζικό. Λίγο πριν τα χαράματα της ημέρας της μάχης οι Αθηναίοι πληροφορήθηκαν ότι το Περσικό ιππικό έχει αποσυρθεί από την πεδιάδα καθώς είχε φορτωθεί στα πλοία για να φύγει. Πιθανόν οι Πέρσες στρατηγοί αποφάσισαν ότι ήταν η ώρα για να στείλουν τα στρατεύματα τους στην αφύλακτη Αθήνα. Εκείνη τη στιγμή, ο Μιλτιάδης, έκρινε ότι ήταν η κατάλληλη για τη μάχη, πρώτον γιατί έλειπε το ιππικό και δεύτερον γιατί κινδύνευε η Αθήνα.
Αναπαράσταση παράταξης φάλαγγας οπλιτών.

Τώρα απέμεναν τα άλλα δύο προβλήματα: της αριθμητικής υπεροχής των Περσών και αυτό των τοξευμάτων. Εξίσωσε λοιπόν το μέτωπο του Ελληνικού στρατεύματος προς το αντίστοιχο Περσικό και ενίσχυσε τα δύο άκρα της παράταξης ενώ άφησε το κέντρο του πιο αδύναμο. Με αυτό απέβλεπε, όπως και απέδειξε η εξέλιξη της μάχης, στην εκμηδένιση των τμημάτων των δύο άκρων του εχθρού και στην απομόνωση του ισχυρού κέντρου το οποίο αποτελείτο από τις επίλεκτες Περσικές δυνάμεις. Το πιο αδύναμο αριθμητικά Ελληνικό κέντρο θα μαχόταν τις δυνάμεις στο κέντρο με σκοπό να κρατήσει όσο περισσότερο, έως ότου τα δύο άκρα υπερνικήσουν και μετέπειτα στραφούν προς το απομονωμένο πλέον Περσικό κομμάτι στρατού.

Ο Μιλτιάδης για να αποφύγει την επανεμφάνιση του εχθρικού ιππικού στην πεδιάδα με το φως της ημέρας και να επιτευχθεί ίσως και αιφνιδιασμός του Περσικού πεζικού όρισε έναρξη επιθέσεως την αυγή και μάλιστα για να μην δοθεί χρόνος στους ενεπομείναντες ιππείς να ετοιμασθούν και να επέμβουν πριν από τη σύγκρουση. Επίσης για να αιφνιδιάσει το πεζικό καθόρισε η προσπέλαση των Ελλήνων να γίνει επί τροχάδην και μάλιστα τα τελευταία 200 μέτρα να διανυθούν με ακόμη μεγαλύτερη ταχύτητα για να εξουδετερωθούν ή να μειωθούν τα αποτελέσματα των τοξευμάτων των Περσών.
Αρχαία παράσταση Περσών πολεμιστών.

Εκτελώντας το σχέδιο μάχης Ο Μιλτιάδης παρέταξε τη δύναμη των οπλιτών που διέθετε των 10.000 Αθηναίων και 1.000 Πλαταιέων κατά τον ακόλουθο τρόπο: Από δεξιά προς αριστερά όπως έβλεπαν τον εχθρό τοποθέτησε στο άκρο τις 4 πρώτες φυλές με κανονικό βάθος 8 ζυγών. Έπειτα τις 2 επόμενες φυλές στο κέντρο με βάθος 4 ζυγών και στο άλλο άκρο τις άλλες 4 φυλές σε βάθος πάλι 8 ζυγών. Στο αριστερό άκρο οι Πλαταιείς τιμητικά, μαζί με τις φυλές Πανδιωνίς, Αιγηίς, Κεκροπίς και Ερεχθηίς. Στο δεξί άκρο έλαβε την τιμητική ηγετική θέση ο πολέμαρχος Καλλίμαχος και διοικούσε τις φυλές Αιαντίς, Ακαμαντίς, Οινηίς και Ιπποθοωντίς. Την αραιωμένη λεπτή και εύθραυστη γραμμή του κέντρου κάλυψαν οι φυλές Αντιοχίς και Λεοντίς, με στρατηγούς τον Αριστείδη και Θεμιστοκλή, ηγέτες με ικανότητα σθένος και ακτινοβολία τους πιο κατάλληλους να αναλάβουν το άχαρο έργο της καλύψεως του ανίσχυρου κέντρου έως ότου τα δύο Ελληνικά άκρα υπερκεράσουν τα αντίστοιχα Περσικά για την προγραμματισμένη υποχώρηση. Εκτός από τον Μιλτιάδη και τους δυο προαναφερθέντες, στρατηγοί είχαν εκλεχτεί οι Στησίλαος, που πέθανε στη μάχη, αλλά και ο πατέρας του Περικλή, ο Ξάνθιππος.

Η όλη γραμμή του μετώπου υπερέβαινε τα 1600 μέτρα. Οι 4 πρώτες φυλές στο δεξί κέρας εκτείνονταν σε 500 μέτρα, 125 η κάθε μία εφόσον είχαν δύναμη 1.000 ανδρών και βάθος 8 ζυγών, ενώ η απόσταση κάθε οπλίτη από τον παραστάτη του ήταν 1 μέτρο, με υπολογισμό σε αυτό και των σωμάτων τους, ώστε οι ασπίδες, που είχαν κανονική διάμετρο 90 εκατοστών και, όπως κρατούνταν με το αριστερό χέρι, κάλυπταν και το δεξί πλευρό του προς τα αριστερά παραστάτη, να απέχουν ελάχιστα η μία απ’ την άλλη. Οι 2 επόμενες φυλές, με το ήμισυ, σε σύγκριση με τις πρώτες, βάθος των τεσσάρων ζυγών, εκτείνονταν και αυτές σε 500 μέτρα, 250 η κάθε μία, και αποτελούσαν το κέντρο του μετώπου. Οι άλλες τέσσερις φυλές, που μαζί με τους Πλαταιείς αποτελούσαν το αριστερό κέρας, εκτείνονταν σε 624 μέτρα.

Το Περσικό πεζικό ήταν παρατεταγμένο στο χώρο της πεδιάδος ανάμεσα στον Τύμβο και στη θάλασσα, παράλληλα προς αυτή και σε απόσταση από την παραλία 600 μέτρα περίπου (γύρω στα 200 μέτρα πριν από τον Τύμβο, όπως προκύπτει από τις αιχμές βέλων, που βρέθηκαν στην περιοχή του). Για την αριθμητική δύναμη του πεζικού αυτού δεν αναφέρει τίποτε ο Ηρόδοτος. Το συνολικό μέγεθος του περσικού στρατού αποτέλεσε πρόβλημα για όλους τους ιστορικούς μελετητές. Ο συνήθης αριθμός που δίνουν οι αρχαίοι συγγραφείς είναι 500 με 600 χιλιάδες άνδρες. Η πληροφορία του όμως για την εξίσωση των δύο στρατοπέδων, των παρατάξεων δηλαδή των δύο στρατών, παρέχει σπουδαίο στοιχείο για τον υπολογισμό της με αρκετή προσέγγιση. Οι νεώτεροι ιστορικοί χρησιμοποίησαν άλλη μέθοδο υπολογισμού.

Η παράταξη του πεζικού των Περσών, ως ίση προς την παράταξη των Αθηναίων και Πλαταιέων όπως παραδίδει ο Ηρόδοτος, θα εκτεινόταν και αυτή γύρω στα 1600 μέτρα. Οι Πέρσες όμως θα παρατάσσονταν πιθανότατα αραιότερα από τους Αθηναίους, για να μπορούν να χειρίζονται άνετα τα τόξα τους, Αν ληφθεί ως χώρος για τον καθένα, αντί του ενός μέτρου των Αθηναίων, χώρος ως 1,40μ. τότε σε κάθε ζυγό και για ολόκληρο το μέτωπο ήταν παρατεταγμένοι τουλάχιστον 1.100. Και αν ληφθεί υπ’ όψιν το βάθος της παρατάξεως από 40 μέχρι 50 ζυγών, όσο επέτρεπε η δύναμη των μαχίμων του εκστρατευτικού σώματος (γιατί οι Πέρσες συνήθιζαν να παρατάσσονται σε βάθος μέχρι και 110 ζυγών), προκύπτει ότι το πεζικό που παρατάχθηκε εναντίον των Αθηναίων και Πλαταιέων ανερχόταν σε 44.000 ως 55.000. Οι απώλειες των 6.400 ανδρών επιβαιβεώνει τον παραπάνω αριθμό σύμφωνα με τους ιστορικούς. Ακόμα όμως και με αυτούς τους αριθμούς οι Πέρσες ήταν πενταπλάσιοι των Αθηναίων.

Με αυτούς τους αριθμούς μπορεί να εξηγηθεί και η άλλη πληροφορία του Ηροδότου, ότι οι Πέρσες, βλέποντας τους Αθηναίους και Πλαταιείς να επέρχονται τροχάδην εναντίον τους τόσο λίγοι και μάλιστα χωρίς ιππικό και τοξότες, σκέφθηκαν ότι είχαν καταληφθεί από μανία:

«οι δε Πέρσαι, ορώντες δρόμω επιόντας παρεσκευάζοντο ως δεξόμενοι μανίην τε τοίσι Αθηναίοισι επέφερον και πάγχυ ολεθρίην, ορώντες αυτούς ολίγους και τούτους δρόμω επειγομένους ούτε ίππου υπαρχούσης σφι ούτε τοξευμάτων»

Ο στρατός ήταν έτοιμος τις πρώτες πρωινές ώρες, πιθανότατα στις 5:30 με 8:30, στις 11 Σεπτεμβρίου του 490 π.Χ. για να δώσει τη μάχη του για ελευθερία.
[Επεξεργασία] Η σύγκρουση
[Επεξεργασία] Η προσέγγιση

Η μάχη μπορεί να διακριθεί σύμφωνα με την εξέλιξή της σε 3 φάσεις για τις οποίες οι πηγές είναι ο Ηρόδοτος και ο Παυσανίας. Μόλις συμπληρώθηκε ταχύτατα, η παράταξη του Αθηναϊκού στρατού κατανεμήθηκαν από τον Μιλτιάδη οι αποστολές των τμημάτων διαφορετικές του κέντρου από των άκρων δόθηκε η διαταγή της επιθέσεως. Οι Έλληνες σύμφωνα με το σχέδιο και τις διαταγές όρμησαν εναντίον των Περσών («δρόμω ιέντο ες τους βαρβάρους»).

Η απόσταση ανάμεσα στις δύο παρατάξεις ήταν 1.500 μέτρα περίπου («ήσαν δε στάδιοι ουκ ελάσσονες το μεταίχμιον αυτών η οκτώ»). Συνεπώς για να καλύψουν οι Αθηναίοι και Πλαταιείς την απόσταση αυτή, προχωρώντας τροχάδην αλλά όχι πολύ έντονα, ώστε να μην εξαντληθούν, θα χρειάσθηκαν γύρω στα 10 λεπτά ώσπου να φθάσουν στις εχθρικές γραμμές. Εκεί τους περίμεναν οι Πέρσες αμετακίνητοι, και για να μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα τόξα τους, και ίσως και επειδή αιφνιδιάσθηκαν όταν τους είδαν να επέρχονται τρέχοντας εναντίον τους.

Από καμία ιστορική πηγή δεν αναφέρεται η εμφάνιση του Περσικού ιππικού. Ούτε αναφέρονται απώλειες Αθηναίων από τα τοξεύματα. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπήρξαν απώλειες ή ήταν ασήμαντες. Με την ταχύτατη προσπέλαση των Ελληνικών στρατευμάτων επιτεύχθηκε το εμπόδιο των τόξων σύμφωνα με το σχέδιο της μάχης.
[Επεξεργασία] Πρώτη φάση
Η ανάπτυξη των ελληνικών δυνάμεων κατά την πρώτη φάση των συγκρούσεων.

Η σύγκρουση ήταν σφοδρή σε όλο το μήκος του μετώπου των 1.600 μέτρων και ο αγώνας σκληρός, καθώς ιδιαίτερα η Περσική παράταξη εκτεινόταν σε μεγάλο βάθος, πολλών ζυγών. Ιδιαίτερα σφοδρή ήταν η σύγκρουση στα δύο άκρα, καθώς επέπεσαν «αθρόοι», με τον συμπαγή δηλαδή σχηματισμό της φάλαγγας και με την ορμή και την δύναμη που έδινε η φόρα από την ταχύτητα της εφόδου στα τελευταία ιδίως μέτρα.

Η υπεροχή του οπλισμού, τόσο του επιθετικού από το μακρύ δόρυ και το επικουρικό ξίφος, όσο και του αμυντικού, από τις κνημίδες, τον θώρακα, το κράνος και τη μεγάλη μετάλλινη στρογγυλή ασπίδα, και η εφαρμογή της τακτικής του ωθισμού, της ισχυρής πιέσεως δηλαδή του αντιπάλου με το βάρος και τη συντονισμένη ενέργεια των ζυγών εναντίον της πιο χαλαρής παράταξης των Περσών, σε σχέση με το βάθος της αλλά και η εξαιρετική γενναιότητα των Αθηναίων και Πλαταιέων οι οποίοι μάχονταν υπέρ βωμών και εστιών, έκαμψαν την αντίσταση των αντιπάλων και εξασφάλισαν τη νίκη στα δύο άκρα «το δε κέρας εκάτερων ενίκων Αθηναίοι τε και Πλαταιείς». Εξασφάλισαν ειδικότερα την κάμψη αρχικά των πρώτων ζυγών οι οποίοι ανεστράφησαν και πίεσαν τους πίσω ζυγούς με αποτέλεσμα την ανατροπή και διάσπαση των γραμμών των άκρων των Περσών σε όλο το βάθος και τη γενική τροπή τους σε άτακτη φυγή προς τη θάλασσα.

Στο κέντρο αντίθετα τα επίλεκτα τμήματα του Περσικού στρατού: «τη Πέρσαι τε αυτοί και Σάκαι ετετάχατο» όπου η Αθηναϊκή παράταξη ήταν ασθενής ύστερα από σκληρό αμυντικό αγώνα εναντίον του ισχυροτέρου αντιπάλου εκάμφθησαν και άρχισαν υποχώρηση προς τη μεσόγαια, προς τα απέναντι από τη θάλασσα υψώματα που έκλειναν την πεδιάδα καταδιωκόμενες από το Περσικό κέντρο. Εκπλήρωσαν όμως την αποστολή τους, η οποία ήταν να απασχολήσουν το ισχυρό αντίπαλο κέντρο, μέχρι να επιτευχθεί η υπερκέραση των δύο άκρων του εχθρού, και συνέχιζαν να το απασχολούν υποχωρώντας.
[Επεξεργασία] Δεύτερη φάση

Με εξουδετερωμένα τα δύο άκρα των Περσών και το κέντρο τους απασχολημένο και απομονωμένο προς την πεδιάδα τα δύο άκρα των Ελλήνων, τα οποία παρέμεναν ακέραια και αξιόμαχα αλλά και σε ευνοϊκή πλέον θέση αφού βρίσκονταν στα μετόπισθεν του Περσικού κέντρου, εστράφησαν προς αυτό. Στο Αθηναϊκό κέντρο οι δυνάμεις παρά τις απώλειες όχι μόνο δεν είχαν εκμηδενισθεί αλλά υποχωρώντας προς το εσωτερικό της πεδιάδας παρέμεναν αρκετά αξιόμαχες.

Ο Μιλτιάδης γνώριζε πως οι Πέρσες απέβλεπαν στη δημιουργία ρήγματος και κατακερματισμό του Αθηναϊκού κέντρου και στη συνέχεια με στροφή προς τα δύο άκρα την κατανίκηση των Ελληνικών τμημάτων. Ήταν δηλαδή ακριβώς το αντίθετο προς το σχέδιο που εφάρμοζε ο ίδιος. Για την επικράτηση του ενός ή του άλλου σχεδίου αποφασιστικός παράγων θα ήταν ο χρόνος. Ο Μιλτιάδης έχοντας προβλέψει και υπολογίσει με ακρίβεια την πορεία της μάχης, πέτυχε να προηγηθεί στις κινήσεις του και επομένως ο παράγων χρόνος να γείρει υπέρ του Αθηναϊκού στρατού. Έτσι τα Ελληνικά τμήματα μετά την ανατροπή των αντιπάλων και σύμφωνα με το σχέδιο έσπευσαν ταχύτατα να συνενωθούν. Έκλιναν προς το κέντρο στο πεδίο το οποίο είχε αφήσει ελεύθερο το Περσικό κέντρο και σχημάτισαν ισχυρή φάλαγγα με κανονικό βάθος 8 ζυγών συνολικής δυνάμεως 9.000 ανδρών. Η απόσταση των δύο στρατών ήταν τώρα γύρω στα 500 μέτρα.

Η Ελληνική φάλαγγα επιτέθηκε εναντίον των Περσών σε μήκος 1.100 μέτρων. Οι Πέρσες ανεστράφησαν για να αντιμετωπίσουν την επίθεση στα νώτα στους. Διατηρούσαν ακόμη την αριθμητική υπεροχή και ήταν συγκροτημένοι από εκλεκτά τμήματα με ισχυρό οπλισμό, και για αγώνα εκ του συστάδην, και διατηρούσαν υψηλό μαχητικό φρόνημα, ενισχυμένο από την νίκη έναντι του Αθηναϊκού κέντρου. Έτσι επακολούθησε ισχυρότατη σύγκρουση. Ο αιφνιδιασμός όμως που υπέστησαν και η βιαστική αναστροφή όπως ήταν φυσικό καθώς μάλιστα αναγκάστηκαν να επεκτείνουν εσπευσμένα το μέτωπό τους προς τα άκρα για να το εξισώσουν με το Ελληνικό, καθώς επίσης και η απειλή των δύο Αθηναϊκών φυλών του κέντρου που έως τότε υποχωρούσε και με τη νέα τροπή της μάχης επανερχόταν, και προπαντός η ορμητική επίθεση των 9.000 Αθηναίων και Πλαταιέων με την ισχυρό οπλισμό και την τακτική της φάλαγγας έδωσαν και πάλι τη νίκη στους Αθηναίους.
[Επεξεργασία] Τρίτη φάση: ολοκλήρωση του κυκλωτικού σχεδίου και εκδίωξη των Περσών

Το Περσικό μέτωπο κατέρρευσε κάτω από την ισχυρή πίεση και τράπηκε σε φυγή προς τη θάλασσα στην περιοχή του Σχοινιά προς το ακρωτήρι Κυνόσουρα όπου βρίσκονταν προσαραγμένα τα Φοινικικά πλοία. Ήταν ο μόνος δρόμος διαφυγής καθώς ο συντομότερος προς τη θάλασσα νότια του Τύμβου ήταν φραγμένος από την Ελληνική φάλαγγα ενώ προς το εσωτερικό της πεδιάδος τον δρόμο έφραζαν οι δύο Αθηναϊκές φυλές.
Ο εμπνευστής της νίκης στο Μαραθώνα, Μιλτιάδης, σε εικονογραφημένηα εγκυκλοπαίδεια του 1881.

Η κυρίως μάχη είχε λήξει καθώς στο πεδίο της μάχης δεν υπήρχαν πια συντεταγμένα τμήματα του Περσικού στρατού. Εξακολούθησε δίωξη των τμημάτων του Περσικού κέντρου και προσπάθεια κατάληψης ή καταστροφής των πλοίων των Περσών προκειμένου να καταφερθεί ισχυρότερο πλήγμα στο εκστρατευτικό σώμα.

Πολλοί Πέρσες, μέσα στη σύγχυση της φυγής καθώς δεν γνώριζαν την περιοχή, έχαναν τον προσανατολισμό τους παρασύροντας ο ένας τον άλλον, έπεφταν στο μεγάλο έλος, όπου και είχαν βαριές απώλειες όπως προκύπτει από τη φράση του Παυσανία:

«της μάχης φεύγοντες εισίν οι βάρβαροι και εις το έλος ωθούντες αλλήλους»

σε συνδυασμό με τη φράση του στην περιγραφή της περιοχής του Μαραθώνος:

«έστι δε εν τω Μαραθώνι λίμνη τα πολλά ελώδης’ ες ταύτη απειρία των οδών φεύγοντες εσπίπτουσιν οι βάρβαροι και σφίσι τον φόνον τον πολύ επί τούτω συμβήναι λέγουσιν».

Οι Αθηναίοι εισχώρησαν και στη στενή πευκόφυτη λωρίδα της ακτής του σημερινού Σχοινιά και στο χώρο αυτό, στο «Μαραθώνειον άλσος» του επιγράμματος του Αισχύλου, συγκροτήθηκε η αγριότερη συμπλοκή της μάχης, καθώς οι Πέρσες προσπαθούσαν να επιβιβασθούν στα πλοία και να σωθούν και οι Αθηναίοι να τους εμποδίσουν και να καταλάβουν τα πλοία ενώ η μάχη τώρα διεξαγόταν χωρίς σχηματισμούς αλλά σε μεμονωμένους αγώνες σώματος προς σώμα. Επρόκειτο φυσικά για αγώνα με τα τελευταία τμήματα των Περσών, γιατί εν τω μεταξύ είχαν επιβιβασθεί και απομακρυνθεί από την ακτή τόσο το ιππικό, όσο και το μεγαλύτερο μέρος του στρατού. Οι Αθηναίοι κατόρθωσαν να καταλάβουν 7 πλοία ενώ οι Πέρσες με τα υπόλοιπα ανοίχθηκαν στη θάλασσα.

Στην τελευταία αυτή συμπλοκή έγιναν υψηλές πράξεις ηρωισμού. Εκεί έπεσαν ο ο πολέμαρχος Καλλίμαχος κατατρυπημένος από βέλη όπως μαρτυρά ο Ηρόδοτος, ο στρατηγός Στησίλαος και ο Κυναίγειρος, γιός του Ευφορίωνος και αδελφός του Αισχύλου. Του Κυνέγειρου ένας Πέρσης του έκοψε το χέρι ενώ αγωνιζόταν να αιχμαλωτίσει ένα πλοίο των εχθρών κρατώντας το απ’ την πρύμνη. Με λιτότητα αναφέρει ο Ηρόδοτος αυτούς τους ηρωισμούς:

«και τούτο μεν εν τούτο τω πόνω ο πολέμαρχος διαφθείρεται, ανήρ γενόμενος αγαθός. Από δ’ έθανε των στρατηγών Στησίλεως ο Θρασύλεω, τούτο δε Κυνέγειρος ο Ευφορίωνος ενθαύτα επιλαβόμενος των αφλάστων νεός, την χείρα αποκοπείς πελέκεϊ πίπτει, τούτο δε άλλοι Αθηναίων πολλοί τε και ονομαστοί».

Τη στιγμή που και το τελευταίο Περσικό πλοίο, πιθανότατα κατά τις 8.00 ως 8.30 το πρωί, απομακρυνόταν από την ακτή έληγε η μάχη του Μαραθώνα. Ήταν μια νίκη περιφανής που οφειλόταν κατά κύριο λόγο στη γενναιότητα και στην αυτοθυσία των Αθηναίων και Πλαταιέων, που το αποδείκνυε εκτός των άλλων, και ο θάνατος στο πεδίο της μάχης δύο εκ των δώδεκα μαζί με τον στρατηγό των Πλαταιέων Αρίμνηστο ανωτάτων αξιωματικών, στην ανωτερότητα της Ελληνικής πολεμικής τέχνης και συγκεκριμένα του οπλισμού και της τακτικής και τέλος στη σχεδίαση και διεξαγωγή της μάχης από στρατιωτικό ηγέτη με σπάνια ιδιοφυΐα, τον Μιλτιάδη.
[Επεξεργασία] Ο αποτυχημένος περσικός ελιγμός και επιστροφή των Περσών στην Ασία

Η μάχη έληξε αλλά ο κίνδυνος από τον στόλο του Δάτη και Αρταφέρνη δεν είχε περάσει. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο οι απώλειες των δύο στρατών ήταν: 192 άνδρες των Αθηναίων και 6.400 των Περσών. Συνεπώς το Περσικό εκστρατευτικό σώμα διατηρούσε ολόκληρο σχεδόν τον στόλο και το ιππικό και μεγάλο τμήμα του πεζικού άθικτα και ισχυρότατα αν και το ηθικό είχε υποστεί σημαντική πτώση. Κατά τον Ηρόδοτο, ο Περσικός στόλος απέπλευσε από τον Μαραθώνα και, αφού παρέλαβε τους αιχμαλώτους Ερετριείς από την Αιγιλία-νησίδα που ανήκε στα Στύρα, κατευθύνθηκε προς το Σούνιο με σκοπό να φθάσει πρώτος στο Φάληρο, να αποβιβάσει εκεί τον στρατό και να κινηθεί προς την αφρούρητη Αθήνα πριν επιστρέψουν οι Αθηναίοι απο τον Μαραθώνα συναντώντας παράλληλα το εκστρατευτικό σώμα του Δάτη που είχε φύγει νωρίτερα.

Ο Μιλτιάδης, στη νέα αυτή απειλή αντέδρασε αποφασιστικά και ταχύτατα. Άφησε στο πεδίο της μάχης την Αντιοχίδα φυλή με τον στρατηγό της Αριστείδη και με τον υπόλοιπο στρατό επέστρεψε από τον δρόμο της Κηφισιάς προς την Αθήνα. Ο Αθηναϊκός στρατός παρά την κόπωση κατόρθωσε να καλύψει την απόσταση σε 8 με 9 ώρες. Ο Περσικός στόλος έφθασε λίγο αργότερα στο Φάληρο και είδαν τους Αθηναίους να τους περιμένουν παρατεταγμένοι. Τα πλοία τους παρέμειναν λίγο στα ανοικτά του Φαλήρου και οι αρχηγοί τους απεφάσισαν να επιστρέψουν στην Ασία. Όπως αφηγείται ο Ηρόδοτος οι Πέρσες «ανακωχεύσαντες τας νέας απέπλεον οπίσω ες την Ασίην». Η εκστρατεία του Δάτη και του Αρταφέρνη έληγε με καθαρή ήττα στην περιοχή της Αττικής.

Εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι οι Αθηναίοι, που τρέξαν ως το Φάληρο, τίμησαν τον Αριστείδη γιατί, όσο αυτοί εμπόδιζαν τη πιθανή απόβαση των Περσών, αυτός έμεινε και πρόσεχε τα λάφυρα δίχως να οικειοποιηθεί τίποτα. Απέτρεψε όλους τους πιθανούς λαφυραγωγούς και διεμήνυσε ότι θα μοιραστούν εξίσου σε όλες τις φυλές. Ο Πλούταρχος εξυμνεί το ήθος του Αριστείδη για αυτή του τη πράξη.
[Επεξεργασία] Μετά τη μάχη

Το βράδυ της ίδιας μέρας, 2.000 Σπαρτιάτες, έφθασαν στο πεδίο της μάχης. Διένυσαν σε τρείς μέρες 240 χιλιόμετρα με την ορειχάλκινη πανοπλία τους και βαρία φορτωμένοι, δείγμα της άριστα εκπαιδευμένης Σπαρτιατικής πολεμικής μηχανής. Οι Αθηναίοι τους διηγήθηκαν τη έγινε και οι Λακεδαιμόνιοι ζήτησαν να δούν το πεδίο της μάχης για να καταθέσουν τιμές στους νεκρούς. Ύστερα ετοιμάστηκαν και έφυγαν πάλι για τη πατρίδα τους. Οι Αθηναίοι αποδώσαν τιμές στους νεκρούς τους, στους συμμάχους τους Πλαταιείς και του διεμήνυσαν πως θα έχουν πάντα μια δεύτερη πατρίδα, την Αθήνα. Ενώ ετοίμασαν και ένα τύμβο για τους νεκρούς Πέρσες. Οι Πέρσες έφυγαν ταπεινωμένοι και με μια μεγάλη πληγή στο κύρος τους, καθώς έχασαν τη φήμη του αήτητου στρατού. Οι εξελίξεις τα επόμενα χρόνια θα είναι καταλυτικής σημασίας.

Δείτε επίσης: Μάχη των Θερμοπυλών, Ναυμαχία του Αρτεμισίου
[Επεξεργασία] Η σημασία της μάχης του Μαραθώνα
Κράνος που προσέφερε ο Μιλτιάδης στον Ναό του Δία στην Ολυμπία, για την νίκη στον Μαραθώνα.

Η νίκη του Μαραθώνος δεν ήταν βέβαια αποφασιστική στην αναμέτρηση μεταξύ Ελλήνων και Περσών, έδειξε όμως την ανωτερότητα των Ελληνικών όπλων και τακτικής. Δεν πήραν θάρρος και υπερηφάνεια μόνο οι Αθηναίοι που νίκησαν, αλλά και οι υπόλοιποι Έλληνες. Το κέρδος αυτό, που ήταν ιδιαίτερα ηθικό θα αποδειχθεί πρωταρχικής σημασίας, γιατί οι Έλληνες θα αντιμετωπίσουν με πείσμα τους Πέρσες το 480 π.Χ. Χάρη στη νίκη του Μιλτιάδη, διαλύθηκε ο μύθος για το αήττητο των Περσών.

Το νέο πολίτευμα των Αθηνών, η δημοκρατία που εγκαθιδρύθηκε από τον Κλεισθένη, έδωσε την δυνατότητα να αναδειχτούν ικανοί πολιτικοί και στρατιωτικοί ηγέτες. Η νίκη αυτή κυριολεκτικά δημιούργησε μια νέα μεγάλη δύναμη στην Ελλάδα, μετά την Σπάρτη. Παράλληλα χάρη στη νίκη αυτή θα ναυαγήσει η απόπειρα παλινορθώσεως της τυραννίας. Από Περσική άποψη η ήττα αυτή επέβαλε την ανταπόδοση. Οι απώλειες των Περσών ήταν ασήμαντες σε συσχετισμό με την έκταση και τον πληθυσμό του Περσικού Κράτους.

Οι Πέρσες όμως διαπίστωσαν ότι είχαν υποτιμήσει τον αντίπαλό τους και αποφάσισαν να επαναλάβουν την απόπειρα με καλύτερη οργάνωση, περισσότερα μέσα και σε ευρύτερη κλίμακα. Στους Έλληνες, εκτός των άλλων, έδωσε πίστωση χρόνου 10 ετών διάστημα κατά το οποίο προετοιμάσθηκαν για τον αποφασιστικό μεγάλο αγώνα.

Η νίκη στο Μαραθώνα δεν έγινε αισθητή ως μια τοπική Αθηναϊκή νίκη, αλλά ως νίκη που κέρδισε η Αθήνα για την Ελλάδα. Με σεμνότητα και λιτότητα ο Σιμωνίδης δίνει στο επίγραμμά του για τους Μαραθωνομάχους την σημασία της νίκης:

«Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν»

[Επεξεργασία] Οι μύθοι γύρω από τη μάχη

Καθότι η μάχη του Μαραθώνα ήταν η πρώτη μάχη που δόθηκε και κερδίθηκε με ένα νεοτεριστικό, για την εποχή του, στρατήγημα αλλά και επειδή η Αθήνα βρισκόταν στο μεταβατικό στάδιο από την αριστοκρατία στη δημοκρατία, όπως επίσης και η δίψα των Αθηναίων για αναλάβουν τα ηνία της ηγεσίας στην Ελλάδα έδωσε τη βάση για να δημιουργηθούν διάφοροι μύθοι σχετικά με την νίκη των Αθηναίων. Σε αυτό βοήθησε και η έλλειψη ιστορικού, αυτόπτη μάρτυρα, αλλά και ότι πολλά γεγονότα παραποιήθηκαν εσκεμμένα από τους Αθηναίους δημαγωγούς πολιτικούς. Πολλοί από αυτούς τους μύθους έχουν διαλευκανθεί και άλλοι όχι, οι μύθοι αυτοί όμως μας έχουν παραδοθεί σήμερα ως εξής:

* Ο Φειδιππίδης καθώς επέστρεφε από τη Σπάρτη διηγήθηκε ότι στην Αρκαδία τον συνάντησε ο θεός Πάνας και του εξέφρασε το παράπονο του, ότι οι Αθηναίοι δεν τον τιμούνε όσο πρέπει, παρότι ο ίδιος αγαπάει τη πόλη τους και θα το απεδείκνυε. Οι Αθηναίοι διηγόντουσαν πως κατά τη διάρκεια της μάχης άγριες κραυγές ακούστηκαν και σκόρπισαν το τρόμο στους Μήδους σπέρνοντας πανικό στις γραμμές τους. Η λέξη πανικός ετυμολογείται από τον Πάνα. Αργότερα οι Αθηναίοι έχτισαν σε μια σπηλία στην Ακρόπολη ένα ιερό προς τιμή του τραγοπόδαρου ποιμενικού θεού.
* Ο Πλούταρχος, στο έργο του «Θησεύς», αναφέρει ότι πολλοί Αθηναίοι είδαν να ανοίγει η γη μπροστά τους και να ξεπροβάλει ο Θησέας από μέσα της κυνηγώντας τους Πέρσες. Ακόμα πολλοί είδαν τον ημίθεο Ηρακλή με το ρόπαλο του να ανοίγει τις σειρές των Ανατολιτών.
* Από τη φαντασία των αρχαίων μαχητών δεν έλειψε η θεά Αθηνά με το άρμα της, η θεά Άρτεμις με το τόξο της και η θεά Εκάτη.
* Ο Παυσανίας αναφέρει ότι πολλοί Αθηναίοι είδαν και ανθρώπους άγνωστης ταυτότητας να πολεμούν δίπλα τους. Πολλοί είδαν να πολεμάει δίπλα τους ένας χωρικός με άροτρο και να θερίζει τους Πέρσες. Αυτόν τον άντρα τον τίμησαν οι Αθηναίοι μετά τη μάχη και, επειδή δεν ήξεραν το όνομό του, τον ονομάσαν Εχετλαίο (εχέτλη ονομαζόταν η λαβή του αρότρου).
* Ακόμα ένας μύθος ήταν ότι ο Κέρβερος βοήθησε τους Αθηναίους στη μάχη. Ο Αιλιανός, χρησιμοποιώντας ως πηγή τη σύνθεση της μάχης του Μαραθώνα του Πάναινου και του Μίκωνα της Ποικίλης Στοάς, αναφέρει ότι οι Αθηναίοι χρησιμοποίησαν σκυλιά στη μάχη. Δεν αποκλείεται να χρησιμοποιήθηκαν σκυλιά για τη φύλαξη του στρατοπέδου και μερικά να πήραν μέρος και στη μάχη. Εδώ πρέπει να αναφερθεί ότι ο Ξάνθιππος, ένας από τους δέκα στρατηγούς και πατέρας του Περικλή, είχε πάντα μαζί του τον πιστό του σκύλο Ξούθο, οπότε το ενδεχόμενο να υπήρχαν σκυλσκυλιά στη μάχη δεν είναι παράλογο. Ο Ξέρξης στη δικιά του εκστρατεία κουβάλησε και αυτός σκυλσκυλιά μαζί του, για να τα χρησιμοποιήσει στη διάσπαση των αντίπαλων γραμμών.[εκκρεμεί παραπομπή]

[Επεξεργασία] Πηγές

* Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Εκδοτική Αθηνών. Τόμος Β': Αρχαϊκός Ελληνισμός, κεφ.: Οι Μεγάλοι Εθνικοί Πόλεμοι-Από τον Μαραθώνα στις Θερμοπύλες, στη Σαλαμίνα και στις Πλαταιές.
* [[1]] Γενικό Επιτελείο Στρατού: Μάχη του Μαραθώνα. Σεπτέμβριος 490 π.Χ. υπό Υπτγου Δημητρίου Γεδεών
* Μπελέζος Δ., Κωτούλας Ι., Γιαννόπουλος Ν., ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ: ΣΕΙΡΑ ΜΕΓΑΛΕΣ ΜΑΧΕΣ, τεύχος 21, ΜΑΡΑΘΩΝΑΣ, εκδόσεις ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ, Μάρτιος 2006
* Γαρουφάλης Δ., ΠΕΡΣΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ, εκδόσεις ΠΕΡΙΣΚΟΠΙΟ, 2003
* ΗΡΟΔΟΤΟΥ, Η Ιστορία Των Περσικών Πολέμων, μετάφραδη Βλάχου Ν., εκδόσεις Ωκεανίδα, 2005
* Ηρόδοτος, Ιστορίαι, βιβλία 1-9, μετάφραση Πανέτσος Ε., εκδόσεις Ζαχαρόπουλος/ βιβλία V-IX, μετάφραση Σπυρόπουλος Η., εκδόσεις Γκοβόστη, 1995


 
Copyright © 2015 Taxalia Blog - Θεσσαλονίκη