του Γιάννη Μανώλη*
Οι εκλογές της 4ής Οκτωβρίου ήταν ένα ισχυρό σοκ για τη κεντροδεξιά παράταξη στην Ελλάδα. Η άστοχη επιλογή για πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, η αδυναμία προβολής του κυβερνητικού έργου, καθώς και το γεγονός ότι η Ν.Δ. έχασε το συγκριτικό πλεονέκτημα προς το ΠΑ.ΣΟ.Κ όσον αφορά τα θέματα ηθικής τάξεως οδήγησε σε μία ευρεία ήττα. Τα όσα ακολούθησαν τη βραδιά των εκλογών έκανε πολλούς να...
πιστέψουν ότι η αξιωματική αντιπολίτευση θα οδηγηθεί σε ένα γρήγορο έκτακτο συνέδριο όπου θα εκλέξει την επόμενη αρχηγό, η οποία προετοιμάζεται στο παρασκήνιο χρόνια για αυτό το σκοπό, με συνοπτικές διαδικασίες.
Ο αναμενόμενος περίπατος της κας Μπακογιάννη μπλοκαρίστηκε από τη βάση της Ν.Δ. η οποία διεκδίκησε και κέρδισε, με τη στήριξη των λοιπών υποψηφίων για την προεδρία, εκλογή από όλα τα μέλη της παράταξης. Μαζί με τη συνοπτική διαδικασία εκλογής μπλοκαρίστηκε και η αφέλεια εκείνων που πιστεύουν ότι η Ν.Δ., αλλά και οι άλλοι κομματικοί σχηματισμοί, μπορεί να πορευτεί με άνωθεν εντολές που χαρακτηρίζονται από έλλειμμα εσωκομματικής δημοκρατίας, έλλειψη ουσιώδους διαλόγου, συμφωνιών που επιτυγχάνονται όχι στη βάση αρχών και θέσεων αλλά υπό τη σκέπη συντεχνιακών συμφερόντων.
Το μοντέλο της μεταπολίτευσης το οποίο στηρίχτηκε σε πελατειακά δίκτυα, σε προσωποκεντρικά κόμματα και σε ισχυρούς κομματικούς μηχανισμούς έχει φαλιρίσει. Στην εποχή της τεχνολογικής επανάστασης, όπου η πληροφόρηση είναι διάχυτη σε όλους, οι πολίτες αναζητούν συμμετοχή στις λήψεις αποφάσεων και όχι νομιμοποίηση προκαθορισμένων εντολών. Το γεγονός ότι ο επόμενος αρχηγός της Ν.Δ. θα εκλεγεί από ένα ευρύ εκλογικό σώμα αποτελεί μία βαθιά τομή για το ελληνικό πολιτικό σύστημα (όχι μόνο για την κεντροδεξιά παράταξη). Θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι το ίδιο συνέβη και το 2004 με την ανάδειξη του κου Παπανδρέου στην ηγεσία του κινήματος. Όμως, τότε, ο ΓΑΠ χρίστηκε διάδοχος με μία κληρονομικού τύπου διαδικασία και εν συνεχεία τα μέλη και οι φίλοι του ΠΑ.ΣΟ.Κ καλέστηκαν να νομιμοποιήσουν αυτή την επιλογή (top-down διαδικασία). Αντίθετα στη Ν.Δ. ήταν η βάση που επέβαλε στην κορυφή ανοιχτή διαδικασία και συμμετοχή όλων των μελών στις εκλογές (bottom-up διαδικασία).
Κοιτάζοντας, τώρα, τη μάχη της διαδοχής στη Ν.Δ. ένα παράδοξο έχει προκύψει. Αρχικά η συντριπτική πλειοψηφία πίστευε ότι η Ντόρα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα επικρατήσει για τους εξής λόγους: α) έχει ένα πανίσχυρο μηχανισμό-στρατό που προετοιμάζεται χρόνια για αυτό το σκοπό, β) συγκεντρώνει δίπλα της ισχυρά οικονομικά και μιντιακά συμφέροντα, γ) έχει πάρει με το μέρος της βαρονίες, οικογένειες και φατρίες που ρυθμίζουν τις εξελίξεις στη Ν.Δ. σχεδόν από την ίδρυση της. Τι συνέβη, όμως, και η θυγατέρα του Μητσοτάκη μετετράπη από ισχυρό φαβορί σε αδιαφιλονίκητο αουτσάιντερ; Ένας συνδυασμός από λόγους εξηγούν αυτή την εξέλιξη, αλλά τρεις είναι οι σημαντικότεροι. Πρώτον, οι μηχανισμοί-στρατοί χειραγωγούν το εκλεκτορικό σώμα, ενώ εκείνο διεκδικεί τη χειραφέτηση. Δεύτερον, η εποχή του διαδικτίου δείχνει να ‘τρέχει’ γρηγορότερα από τα εκδοτικά συμφέροντα και το μιντιακό κατεστημένο. Τρίτον, οι μη-προνομιούχοι πολίτες ‘διψούν’ για συμμετοχή σε ανοιχτές διαδικασίες και γυρίζουν την πλάτη σε σημαδεμένα παιχνίδια εξουσίας. Απέναντι στο νεποτισμό προβάλουν το καινούργιο και άφθαρτο, ζητώντας ισονομία, ισοπολιτεία και ίσες ευκαιρίες ανέλιξης. Όταν τα ‘τζάκια’ συσπειρώνονταν υπό την απολιτική ομπρέλα της Ντόρας πίστευαν ότι για μία ακόμη φορά θα επιβάλουν τα θέλω τους στο λαό. Αγνόησαν,όμως, την αντίδραση των πολιτών. Και ως γνωστόν, όταν οι πολίτες σταματούν να τα τροφοδοτούν με καυσόξυλα, τότε τα τζάκια σβήνουν.
Αν στα παραπάνω προσθέσει κανείς και την υπεροχή Σαμαρά σε ιδεολογικό και πολιτικό λόγο, τότε το παράδοξο παύει να υπάρχει και το ιδεατό γίνεται πραγματικό. Ο πολιτικός λόγος του Σαμαρά ξεπερνάει τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις της μεταπολίτευσης και έχει το πολιτικό θάρρος να μιλήσει ‘ανοιχτά’ για το μέλλον. Εύστοχα θέτει τα σημαντικότερα διλήμματα που απασχολούν την ελληνική κοινωνία. Η πλευρά Σαμαρά αντιπροσωπεύει τη χειραφέτηση της πολιτικής, ενώ η άλλη υποστηρίζει τη χειραγώγηση. Η μία πλευρά μιλάει για νέο-πατριωτισμό και υπεράσπιση των οικουμενικών ιδεών του ελληνισμού, ενώ η άλλη δείχνει να ισορροπεί σε δύο βάρκες πηγαίνοντας πότε δεξιά και πότε αριστερά ανάλογα με το που φυσάει ο άνεμος. Ο Αντώνης βάζει διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο νόμιμο και στο ηθικό τονίζοντας ότι οι δημόσιοι άντρες δεν αρκεί να είναι νόμιμοι αλλά πρέπει να είναι και ηθικοί, ενώ η Ντόρα στη ρητορεία τους μέμφεται αλλά στην ουσία τους καλεί κοντά της. Ο Σαμαράς δηλώνει ξεκάθαρα ότι το μοντέλο ανάπτυξης είναι ο κοινωνικός φιλελευθερισμός, όπου το Κράτος θα έχει ρόλο ρυθμιστή στην αγορά και η κοινωνική δικαιοσύνη θα αποτελεί το απαραίτητο συστατικό για την εύρυθμη λειτουργία της Πολιτείας. Η Μπακογιάννη ενώ υπήρξε, μαζί με Μάνο και Ανδριανόπουλο, η κύρια εκπρόσωπος του αποτυχημένου νέο-φιλελεύθερου μοντέλου (ή αναρχοκαπιταλιστικού μοντέλου), τώρα φοράει τη μάσκα της κοινωνικής ευαισθησίας για να ψαρέψει, ακόμη μία φορά, σε θολά νερά.
Είναι η εποχή που οι πολίτες γυρνούν την πλάτη στις γενικόλογες αοριστολογίες και φλερτάρουν με το ειδικό και το πραγματικό. Αν αυτό το φλερτ μετατραπεί σε σχέση δεν μένει παρά να το δούμε.
Κοιτάζοντας, τώρα, τη μάχη της διαδοχής στη Ν.Δ. ένα παράδοξο έχει προκύψει. Αρχικά η συντριπτική πλειοψηφία πίστευε ότι η Ντόρα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα επικρατήσει για τους εξής λόγους: α) έχει ένα πανίσχυρο μηχανισμό-στρατό που προετοιμάζεται χρόνια για αυτό το σκοπό, β) συγκεντρώνει δίπλα της ισχυρά οικονομικά και μιντιακά συμφέροντα, γ) έχει πάρει με το μέρος της βαρονίες, οικογένειες και φατρίες που ρυθμίζουν τις εξελίξεις στη Ν.Δ. σχεδόν από την ίδρυση της. Τι συνέβη, όμως, και η θυγατέρα του Μητσοτάκη μετετράπη από ισχυρό φαβορί σε αδιαφιλονίκητο αουτσάιντερ; Ένας συνδυασμός από λόγους εξηγούν αυτή την εξέλιξη, αλλά τρεις είναι οι σημαντικότεροι. Πρώτον, οι μηχανισμοί-στρατοί χειραγωγούν το εκλεκτορικό σώμα, ενώ εκείνο διεκδικεί τη χειραφέτηση. Δεύτερον, η εποχή του διαδικτίου δείχνει να ‘τρέχει’ γρηγορότερα από τα εκδοτικά συμφέροντα και το μιντιακό κατεστημένο. Τρίτον, οι μη-προνομιούχοι πολίτες ‘διψούν’ για συμμετοχή σε ανοιχτές διαδικασίες και γυρίζουν την πλάτη σε σημαδεμένα παιχνίδια εξουσίας. Απέναντι στο νεποτισμό προβάλουν το καινούργιο και άφθαρτο, ζητώντας ισονομία, ισοπολιτεία και ίσες ευκαιρίες ανέλιξης. Όταν τα ‘τζάκια’ συσπειρώνονταν υπό την απολιτική ομπρέλα της Ντόρας πίστευαν ότι για μία ακόμη φορά θα επιβάλουν τα θέλω τους στο λαό. Αγνόησαν,όμως, την αντίδραση των πολιτών. Και ως γνωστόν, όταν οι πολίτες σταματούν να τα τροφοδοτούν με καυσόξυλα, τότε τα τζάκια σβήνουν.
Αν στα παραπάνω προσθέσει κανείς και την υπεροχή Σαμαρά σε ιδεολογικό και πολιτικό λόγο, τότε το παράδοξο παύει να υπάρχει και το ιδεατό γίνεται πραγματικό. Ο πολιτικός λόγος του Σαμαρά ξεπερνάει τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις της μεταπολίτευσης και έχει το πολιτικό θάρρος να μιλήσει ‘ανοιχτά’ για το μέλλον. Εύστοχα θέτει τα σημαντικότερα διλήμματα που απασχολούν την ελληνική κοινωνία. Η πλευρά Σαμαρά αντιπροσωπεύει τη χειραφέτηση της πολιτικής, ενώ η άλλη υποστηρίζει τη χειραγώγηση. Η μία πλευρά μιλάει για νέο-πατριωτισμό και υπεράσπιση των οικουμενικών ιδεών του ελληνισμού, ενώ η άλλη δείχνει να ισορροπεί σε δύο βάρκες πηγαίνοντας πότε δεξιά και πότε αριστερά ανάλογα με το που φυσάει ο άνεμος. Ο Αντώνης βάζει διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στο νόμιμο και στο ηθικό τονίζοντας ότι οι δημόσιοι άντρες δεν αρκεί να είναι νόμιμοι αλλά πρέπει να είναι και ηθικοί, ενώ η Ντόρα στη ρητορεία τους μέμφεται αλλά στην ουσία τους καλεί κοντά της. Ο Σαμαράς δηλώνει ξεκάθαρα ότι το μοντέλο ανάπτυξης είναι ο κοινωνικός φιλελευθερισμός, όπου το Κράτος θα έχει ρόλο ρυθμιστή στην αγορά και η κοινωνική δικαιοσύνη θα αποτελεί το απαραίτητο συστατικό για την εύρυθμη λειτουργία της Πολιτείας. Η Μπακογιάννη ενώ υπήρξε, μαζί με Μάνο και Ανδριανόπουλο, η κύρια εκπρόσωπος του αποτυχημένου νέο-φιλελεύθερου μοντέλου (ή αναρχοκαπιταλιστικού μοντέλου), τώρα φοράει τη μάσκα της κοινωνικής ευαισθησίας για να ψαρέψει, ακόμη μία φορά, σε θολά νερά.
Είναι η εποχή που οι πολίτες γυρνούν την πλάτη στις γενικόλογες αοριστολογίες και φλερτάρουν με το ειδικό και το πραγματικό. Αν αυτό το φλερτ μετατραπεί σε σχέση δεν μένει παρά να το δούμε.
*Γιάννης Μανώλης
Υπ. Διδάκτωρ Ευρ/κής Περιβαλλοντικής Πολιτικής
πρώην στέλεχος ΔΑΠ-ΝΔΦΚ
Υπ. Διδάκτωρ Ευρ/κής Περιβαλλοντικής Πολιτικής
πρώην στέλεχος ΔΑΠ-ΝΔΦΚ