Παραμονή Χριστουγέννων κι η Δήμητρα ένιωθε το στήθος της βαρύ και την ανάσα της κομμένη. Πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, η αναμονή της γιορτής την άδειαζε από συναισθήματα και ενέργεια και η συνηθισμένη της αισιοδοξία δεν αρκούσε για να μπορέσει να ανταπεξέλθει. Είχε περάσει όλη την μέρα προσπαθώντας να ξυπνήσει το...
χριστουγεννιάτικο πνεύμα, αλλά δεν τα κατάφερε. Ούτε τα κάλαντα, που ήταν το αγαπημένο της ξυπνητήρι δεν μπόρεσαν να την κάνουν να συνέλθει. Στην καρδιά της υπήρχε ένα κενό, που μεγάλωνε συνεχώς.
Έκλεισε όλα τα φώτα και κάθισε δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Τα φωτάκια που αναβόσβηναν, ακολουθούσαν τους παλμούς της καρδιάς της κι αυτό άρχισε να την ηρεμεί. Έμεινε έτσι καθισμένη για αρκετή ώρα, αδειάζοντας το κεφάλι της από τις σκέψεις, τα προβλήματα, τους εφιάλτες, που την κυνηγούσαν όλη την μέρα. Κρατήθηκε από το παρήγορο φως σαν ναυαγός από την σανίδα σωτηρίας, που ανέλπιστα βρίσκει μπροστά του. Κοίταξε το δέντρο κι ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της
Ποτέ δεν της άρεσαν τα στολισμένα με τάξη και σχέδιο χριστουγεννιάτικα δέντρα. Οι ομοιόμορφες μπάλες, ταχτοποιημένες κατά μέγεθος και σχήμα, αυστηρά και λιτά, ώστε να συμβαδίζουν με το πρότυπο, που έχουν αρκετοί στο μυαλό τους. Το δικό της δέντρο ήταν πάντα φορτωμένο σαν λατέρνα, με ετερόκλιτα στολίδια, που όμως όλα της θύμιζαν κάτι, ήταν δεμένα με στιγμές από τα παιδικά της χρόνια ως σήμερα. Παλιές γυάλινες μπάλες, ασημένιες κουκουνάρες, πήλινα αγγελάκια, καμπανούλες, φτηνά και ακριβά στολίδια, παλιά και καινούρια, σοκολατένιοι αι-βασίληδες, όλα χωρούσαν κι όλα έβρισκαν την θέση τους.
Την μάγευε αυτό το πάντρεμα των ετερόκλιτων στολιδιών, που έκρυβαν και συμβόλιζαν τα Χριστούγεννα που είχε περάσει, αυτά που διένυε και της έδειχναν αυτά που θα έρθουν. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της σ' ένα δέντρο, με πολύχρωμα φωτάκια και ένα λαμπερό αστέρι στην κορυφή. Θα ήθελε να το άφηνε έτσι στολισμένο όλο τον χρόνο, να την περιμένει να γυρίσει από την δουλειά, να την παρηγορήσει και να της δίνει ελπίδα, αλλά ήξερε πως θα έχανε την λάμψη του, τσαλακωμένο από την καθημερινότητα και δεν τολμούσε να το διακινδυνέψει. Όχι ακόμα, όχι όσο ήταν μόνη.
Τυλίχτηκε με την κουβέρτα, που είχε δίπλα της γι' αυτό τον σκοπό, έτσι όπως ήταν καθισμένη οκλαδόν μπροστά στο δέντρο κι ένιωσε την ζεστασιά και την απαλότητά της να την χαλαρώνουν ακόμα περισσότερο. Άπλωσε το χέρι της στα τυφλά κι έφερε το ποτήρι με το κρασί στα χείλη της, πίνοντας μια μεγάλη γουλιά κι αμέσως μετά ακόμα μία ,νιώθοντας τα μάγουλα της να καίνε. Έκλεισε τα μάτια, αισθανόμενη και κάτω από τα κλειστά της βλέφαρα τον παλμό από τα φωτάκια, πολύχρωμες λάμψεις στο σκοτάδι.
Ξύπνησε, έχοντας στα χείλη της την γεύση του κρασιού και κάτι άλλο απροσδιόριστο, μα οικείο. Σκέπασε τα μάτια της και με τις παλάμες της, όπως συνήθιζε να κάνει κάθε πρωί, για να προστατευτεί από τον ήλιο και το φως, έσυρε τα χέρια της μέχρι τα βάση του αυχένα, κάτω από τα μαλλιά, και τα τέντωσε μπροστά της ανοίγοντας τα μάτια. Ήταν στην κρεβατοκάμαρα της, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, χωρίς να έχει ιδέα πως βρέθηκε εκεί, νιώθοντας πως κάτι είχε αλλάξει, αλλά μην μπορώντας ακόμα να συνειδητοποιήσει τι ήταν αυτό.
Άκουσε την ανάσα δίπλα της και γύρισε το κεφάλι ξαφνιασμένη. Ο άντρας που κοιμόταν δίπλα της, άνοιξε εκείνη την στιγμή τα μάτια του και την κοίταξε τρυφερά. Γύρισε στο πλάι κι άπλωσε το χέρι του, χαϊδεύοντας το περίγραμμα του προσώπου της, ενώ πλησίασε κοντά της. Με την σιγουριά του εραστή, που ξέρει πως είναι ποθητός, κατέβασε το χέρι του προς το στήθος της και της χαμογέλασε. Το κορμί της ρίγησε κι άπλωσε το χέρια της να τον αγκαλιάσει. Όταν τα χείλη τους ενώθηκαν, τον αναγνώρισε από το φιλί.
Απαλό και τρυφερό στην αρχή, με την οικειότητα των συζύγων, που μοιράζονται καιρό το ίδιο κρεβάτι, διερευνητικό και παθιασμένο στην συνέχεια, με τον πόθο των εραστών, που η συνήθεια επέκτεινε το πάθος αντί να το σβήσει, κατακτητικό και παραδομένο στο τέλος, με τον τρόπο που αλληλεπικαλύπτονται, όσοι αγαπούν και αγαπιούνται, χωρίς να φοβούνται να δώσουν και να πάρουν. Αυτό το φιλί, μόνο ένας άντρας μπορούσε να της το δώσει. Κι ήταν δίπλα της σκεπάζοντάς την με την αγάπη του.
«Καλημέρα, αγάπη μου» της είπε και τα μάτια του έλαμψαν παιχνιδιάρικα, καθώς κοιτούσε το αναψοκοκκινισμένο της πρόσωπο. Η Δήμητρα άπλωσε το χέρι της και χάιδεψε τα κάτασπρα μαλλιά, έσκυψε και φίλησε τις ρυτίδες στα μάτια του και στο πρόσωπό της άστραψε το χαμόγελο, που επί σαράντα χρόνια κρατούσε μόνο γι’ αυτόν.
«Εξακολουθείς να είσαι το αστέρι στο χριστουγεννιάτικο δέντρο μας» είπε ο Παναγιώτης και σκούπισε με τα χείλη του τα δάκρυα, που κυλούσαν από τα μάτια της. «Σου είχα υποσχεθεί εκείνα τα Χριστούγεννα, που περάσαμε χώρια, πως θα είναι τα τελευταία που θα είμαστε μόνοι και πως θα καθόμαστε πάντα αγκαλιά δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, όσα χρόνια κι αν περάσουν.»
Σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι και την βοήθησε να σταθεί στα πόδια της. Την πήρε από το χέρι και πήγαν δίπλα στο σαλόνι, όπου το μεγάλο χριστουγεννιάτικο δέντρο έπιανε δυσανάλογα πολύ χώρο. Κάθισαν με μεγάλη προσοχή στην μικρή κόκκινη φλοκάτη , που βρισκόταν μπροστά του κι αγκαλιαστήκανε κοιτάζοντας τα φωτάκια, που αναβόσβηναν.
Η Δήμητρα είδε τα στολίδια, που είχαν προσθέσει στα χρόνια που πέρασαν. Καθένα τους κι ένας χρόνος της κοινής τους ζωής, ένας σταθμός για τις μικρές ανάσες τους, ένα βήμα προς το κοινό τους όνειρο.
Είδε τα παιδιά και τα εγγόνια τους, τις στιγμές ευτυχίας και τους μικρούς καυγάδες, τις καθημερινές νίκες και ήττες τους, αλλά πάνω απ’ όλα την αγάπη τους, που έμενε αναλλοίωτη. Έσφιξε το χέρι του, ξέροντας πως το ίδιο σκεφτόταν κι εκείνος.
«Καλά Χριστούγεννα, αγάπη μου» του είπε τελικά, μόλις κατόρθωσε να διώξει την συγκίνηση , που έκανε την φωνή της να τρέμει. «Για όλα τα Χριστούγεννα που περάσαμε μαζί και όσα μας απομένουν. Και γι’ αυτά που θα περάσουμε στην επόμενη ζωή, κάτω από ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο, που θα μένει στολισμένο όλο τον χρόνο. Το δικό μας δέντρο.»
Έκλεισε όλα τα φώτα και κάθισε δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο. Τα φωτάκια που αναβόσβηναν, ακολουθούσαν τους παλμούς της καρδιάς της κι αυτό άρχισε να την ηρεμεί. Έμεινε έτσι καθισμένη για αρκετή ώρα, αδειάζοντας το κεφάλι της από τις σκέψεις, τα προβλήματα, τους εφιάλτες, που την κυνηγούσαν όλη την μέρα. Κρατήθηκε από το παρήγορο φως σαν ναυαγός από την σανίδα σωτηρίας, που ανέλπιστα βρίσκει μπροστά του. Κοίταξε το δέντρο κι ένα χαμόγελο φώτισε το πρόσωπό της
Ποτέ δεν της άρεσαν τα στολισμένα με τάξη και σχέδιο χριστουγεννιάτικα δέντρα. Οι ομοιόμορφες μπάλες, ταχτοποιημένες κατά μέγεθος και σχήμα, αυστηρά και λιτά, ώστε να συμβαδίζουν με το πρότυπο, που έχουν αρκετοί στο μυαλό τους. Το δικό της δέντρο ήταν πάντα φορτωμένο σαν λατέρνα, με ετερόκλιτα στολίδια, που όμως όλα της θύμιζαν κάτι, ήταν δεμένα με στιγμές από τα παιδικά της χρόνια ως σήμερα. Παλιές γυάλινες μπάλες, ασημένιες κουκουνάρες, πήλινα αγγελάκια, καμπανούλες, φτηνά και ακριβά στολίδια, παλιά και καινούρια, σοκολατένιοι αι-βασίληδες, όλα χωρούσαν κι όλα έβρισκαν την θέση τους.
Την μάγευε αυτό το πάντρεμα των ετερόκλιτων στολιδιών, που έκρυβαν και συμβόλιζαν τα Χριστούγεννα που είχε περάσει, αυτά που διένυε και της έδειχναν αυτά που θα έρθουν. Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της σ' ένα δέντρο, με πολύχρωμα φωτάκια και ένα λαμπερό αστέρι στην κορυφή. Θα ήθελε να το άφηνε έτσι στολισμένο όλο τον χρόνο, να την περιμένει να γυρίσει από την δουλειά, να την παρηγορήσει και να της δίνει ελπίδα, αλλά ήξερε πως θα έχανε την λάμψη του, τσαλακωμένο από την καθημερινότητα και δεν τολμούσε να το διακινδυνέψει. Όχι ακόμα, όχι όσο ήταν μόνη.
Τυλίχτηκε με την κουβέρτα, που είχε δίπλα της γι' αυτό τον σκοπό, έτσι όπως ήταν καθισμένη οκλαδόν μπροστά στο δέντρο κι ένιωσε την ζεστασιά και την απαλότητά της να την χαλαρώνουν ακόμα περισσότερο. Άπλωσε το χέρι της στα τυφλά κι έφερε το ποτήρι με το κρασί στα χείλη της, πίνοντας μια μεγάλη γουλιά κι αμέσως μετά ακόμα μία ,νιώθοντας τα μάγουλα της να καίνε. Έκλεισε τα μάτια, αισθανόμενη και κάτω από τα κλειστά της βλέφαρα τον παλμό από τα φωτάκια, πολύχρωμες λάμψεις στο σκοτάδι.
Ξύπνησε, έχοντας στα χείλη της την γεύση του κρασιού και κάτι άλλο απροσδιόριστο, μα οικείο. Σκέπασε τα μάτια της και με τις παλάμες της, όπως συνήθιζε να κάνει κάθε πρωί, για να προστατευτεί από τον ήλιο και το φως, έσυρε τα χέρια της μέχρι τα βάση του αυχένα, κάτω από τα μαλλιά, και τα τέντωσε μπροστά της ανοίγοντας τα μάτια. Ήταν στην κρεβατοκάμαρα της, ξαπλωμένη στο κρεβάτι, χωρίς να έχει ιδέα πως βρέθηκε εκεί, νιώθοντας πως κάτι είχε αλλάξει, αλλά μην μπορώντας ακόμα να συνειδητοποιήσει τι ήταν αυτό.
Άκουσε την ανάσα δίπλα της και γύρισε το κεφάλι ξαφνιασμένη. Ο άντρας που κοιμόταν δίπλα της, άνοιξε εκείνη την στιγμή τα μάτια του και την κοίταξε τρυφερά. Γύρισε στο πλάι κι άπλωσε το χέρι του, χαϊδεύοντας το περίγραμμα του προσώπου της, ενώ πλησίασε κοντά της. Με την σιγουριά του εραστή, που ξέρει πως είναι ποθητός, κατέβασε το χέρι του προς το στήθος της και της χαμογέλασε. Το κορμί της ρίγησε κι άπλωσε το χέρια της να τον αγκαλιάσει. Όταν τα χείλη τους ενώθηκαν, τον αναγνώρισε από το φιλί.
Απαλό και τρυφερό στην αρχή, με την οικειότητα των συζύγων, που μοιράζονται καιρό το ίδιο κρεβάτι, διερευνητικό και παθιασμένο στην συνέχεια, με τον πόθο των εραστών, που η συνήθεια επέκτεινε το πάθος αντί να το σβήσει, κατακτητικό και παραδομένο στο τέλος, με τον τρόπο που αλληλεπικαλύπτονται, όσοι αγαπούν και αγαπιούνται, χωρίς να φοβούνται να δώσουν και να πάρουν. Αυτό το φιλί, μόνο ένας άντρας μπορούσε να της το δώσει. Κι ήταν δίπλα της σκεπάζοντάς την με την αγάπη του.
«Καλημέρα, αγάπη μου» της είπε και τα μάτια του έλαμψαν παιχνιδιάρικα, καθώς κοιτούσε το αναψοκοκκινισμένο της πρόσωπο. Η Δήμητρα άπλωσε το χέρι της και χάιδεψε τα κάτασπρα μαλλιά, έσκυψε και φίλησε τις ρυτίδες στα μάτια του και στο πρόσωπό της άστραψε το χαμόγελο, που επί σαράντα χρόνια κρατούσε μόνο γι’ αυτόν.
«Εξακολουθείς να είσαι το αστέρι στο χριστουγεννιάτικο δέντρο μας» είπε ο Παναγιώτης και σκούπισε με τα χείλη του τα δάκρυα, που κυλούσαν από τα μάτια της. «Σου είχα υποσχεθεί εκείνα τα Χριστούγεννα, που περάσαμε χώρια, πως θα είναι τα τελευταία που θα είμαστε μόνοι και πως θα καθόμαστε πάντα αγκαλιά δίπλα στο χριστουγεννιάτικο δέντρο, όσα χρόνια κι αν περάσουν.»
Σηκώθηκε αργά από το κρεβάτι και την βοήθησε να σταθεί στα πόδια της. Την πήρε από το χέρι και πήγαν δίπλα στο σαλόνι, όπου το μεγάλο χριστουγεννιάτικο δέντρο έπιανε δυσανάλογα πολύ χώρο. Κάθισαν με μεγάλη προσοχή στην μικρή κόκκινη φλοκάτη , που βρισκόταν μπροστά του κι αγκαλιαστήκανε κοιτάζοντας τα φωτάκια, που αναβόσβηναν.
Η Δήμητρα είδε τα στολίδια, που είχαν προσθέσει στα χρόνια που πέρασαν. Καθένα τους κι ένας χρόνος της κοινής τους ζωής, ένας σταθμός για τις μικρές ανάσες τους, ένα βήμα προς το κοινό τους όνειρο.
Είδε τα παιδιά και τα εγγόνια τους, τις στιγμές ευτυχίας και τους μικρούς καυγάδες, τις καθημερινές νίκες και ήττες τους, αλλά πάνω απ’ όλα την αγάπη τους, που έμενε αναλλοίωτη. Έσφιξε το χέρι του, ξέροντας πως το ίδιο σκεφτόταν κι εκείνος.
«Καλά Χριστούγεννα, αγάπη μου» του είπε τελικά, μόλις κατόρθωσε να διώξει την συγκίνηση , που έκανε την φωνή της να τρέμει. «Για όλα τα Χριστούγεννα που περάσαμε μαζί και όσα μας απομένουν. Και γι’ αυτά που θα περάσουμε στην επόμενη ζωή, κάτω από ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο, που θα μένει στολισμένο όλο τον χρόνο. Το δικό μας δέντρο.»