Δυστυχώς, αποδείξαμε για ακόμη μία φορά ότι η χώρα μας δεν έχει ως προτεραιότητα το σεβασμό και την προστασία του περιβάλλοντος αλλά την εύκολη και ασυνείδητη φοροεπιδρομή. Θα έλεγε κανείς ότι το μέτρο των «πράσινων» τελών κυκλοφορίας δεν έχει ως σκοπό μόνο την άμεση μείωση της ρύπανσης αλλά την πιο άμεση αύξηση των πωλήσεων αυτοκινήτων!
Φτάσαμε, λοιπόν, στο σημείο να μη συζητούμε για το πώς μπορούμε να προστατεύσουμε το περιβάλλον αλλά πώς να...
Φτάσαμε, λοιπόν, στο σημείο να μη συζητούμε για το πώς μπορούμε να προστατεύσουμε το περιβάλλον αλλά πώς να...
προστατευτούμε από τον κρατικό παραλογισμό. Η κυβέρνηση δικαιολογήθηκε ότι από το λάθος που προέκυψε λόγω της έλλειψης χρόνου διαβούλευσης, προκλήθηκε το ανήκουστο φαινόμενο της «πράσινης» φοροεπιδρομής, με αποτέλεσμα τα υπέρογκα τέλη κυκλοφορίας που έχουν ήδη πληρώσει και θα πληρώσουν οι έλληνες πολίτες, ενώ υποσχέθηκε ότι θα υπάρξει ρύθμιση και δικαιότερη κατανομή στο μέλλον. Δηλαδή, φτάσαμε στο σημείο να παραδέχεται η κυβέρνηση ότι αδικεί τους πολίτες αλλά δεν μπορεί να κάνει τίποτα και αδιαφορεί. Ουσιαστικά, αυτοκαταργείται. Η παραδοχή του πρωθυπουργού δε λύνει βέβαια το πρόβλημα, αντιθέτως επιβεβαιώνει για μία ακόμη φορά, ότι στην κυβέρνηση, αν μη τι άλλο, υπάρχει θέμα έλλειψης συντονισμού και σοβαρής μελέτης πριν ανακοινωθούν μέτρα που θίγουν πέραν του δέοντος τους πολίτες.
Το μέτρο είναι τόσο παράλογο που ένα αυτοκίνητο με μηχανή 1600 κυβικών εκατοστών με έτος κυκλοφορίας το 1989 πληρώνει τόσα τέλη κυκλοφορίας, όσα ένα υπερπολυτελές αυτοκίνητο με μεγάλο κυβισμό, άνω των 2500 κυβικών, που ουσιαστικά επιβαρύνει εξίσου το περιβάλλον. Με αυτό τον τρόπο «τιμωρούνται» οι πολίτες που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν ένα καινούργιο αυτοκίνητο. Ωστόσο, καλούνται να πληρώσουν φόρο, τόσο όσο και η αξία –σε πολλές περιπτώσεις- του παλαιού αυτοκινήτου. Η πράξη νομοθετικού περιεχομένου «περί αναπροσαρμογής των τελών κυκλοφορίας» που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α΄219, και με την οποία καθορίζεται και αναπροσαρμόζεται το ύψος των τελών κυκλοφορίας έχει ήδη προσβληθεί από φορείς στο συμβούλιο της Επικρατείας. Επιπρόσθετα, η επιβολή «περιβαλλοντικών τελών» και ειδικού φόρου για τους κατόχους αυτοκινήτων ιδιωτικής και δημόσιας χρήσης, ως μέτρο στην πλειονότητα της επιβολής του, είναι άκρως παράνομο, εξαιρετικά αντιφατικό, αντισυνταγματικό και πρακτικά αντιοικονομικό. Η αδικία θα ήταν σωστό να επουλωθεί με την επιστροφή όσων πλήρωσαν ή θα πληρώσουν οι κάτοχοι των οχημάτων, μέσω της εκκαθάρισης της φορολογικής τους δήλωσης. Όμως, στην Ελλάδα αδικίες υπάρχουν, και όταν επισφραγίζονται από την κρατική αδιαλλαξία και ανευθυνότητα τότε τα λόγια περισσεύουν.
*Η Άννα Ευθυμίου είναι Δικηγόρος, Εντεταλμένη σύμβουλος σε θέματα Νεολαίας στο Δήμο Θεσσαλονίκης και Πρόεδρος της Μ.Κ.Ο. «Ν.Ε.Ο.Ι.»
Το μέτρο είναι τόσο παράλογο που ένα αυτοκίνητο με μηχανή 1600 κυβικών εκατοστών με έτος κυκλοφορίας το 1989 πληρώνει τόσα τέλη κυκλοφορίας, όσα ένα υπερπολυτελές αυτοκίνητο με μεγάλο κυβισμό, άνω των 2500 κυβικών, που ουσιαστικά επιβαρύνει εξίσου το περιβάλλον. Με αυτό τον τρόπο «τιμωρούνται» οι πολίτες που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να αγοράσουν ένα καινούργιο αυτοκίνητο. Ωστόσο, καλούνται να πληρώσουν φόρο, τόσο όσο και η αξία –σε πολλές περιπτώσεις- του παλαιού αυτοκινήτου. Η πράξη νομοθετικού περιεχομένου «περί αναπροσαρμογής των τελών κυκλοφορίας» που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ Α΄219, και με την οποία καθορίζεται και αναπροσαρμόζεται το ύψος των τελών κυκλοφορίας έχει ήδη προσβληθεί από φορείς στο συμβούλιο της Επικρατείας. Επιπρόσθετα, η επιβολή «περιβαλλοντικών τελών» και ειδικού φόρου για τους κατόχους αυτοκινήτων ιδιωτικής και δημόσιας χρήσης, ως μέτρο στην πλειονότητα της επιβολής του, είναι άκρως παράνομο, εξαιρετικά αντιφατικό, αντισυνταγματικό και πρακτικά αντιοικονομικό. Η αδικία θα ήταν σωστό να επουλωθεί με την επιστροφή όσων πλήρωσαν ή θα πληρώσουν οι κάτοχοι των οχημάτων, μέσω της εκκαθάρισης της φορολογικής τους δήλωσης. Όμως, στην Ελλάδα αδικίες υπάρχουν, και όταν επισφραγίζονται από την κρατική αδιαλλαξία και ανευθυνότητα τότε τα λόγια περισσεύουν.
*Η Άννα Ευθυμίου είναι Δικηγόρος, Εντεταλμένη σύμβουλος σε θέματα Νεολαίας στο Δήμο Θεσσαλονίκης και Πρόεδρος της Μ.Κ.Ο. «Ν.Ε.Ο.Ι.»