Του Κώστα Βαξεβάνη, στο Κουτί της Πανδώρας
Τον Χρήστο Λαμπράκη δεν τον γνώριζα. Δούλεψα στα Μέσα Ενημέρωσης της ιδιοκτησίας του. Δεν αντάλλασσα χαρτάκια μαζί του, ούτε κουβέντες, ούτε φιλοφρονήσεις, όπως γράφουν εδώ και δύο μέρες θλιμμένα και «αυτοβιογραφικά» πολλοί συνάδελφοι. Άλλοι το γράφουν επειδή συνέβαινε και άλλοι γιατί ο νεκρός δεν μπορεί να το διαψεύσει. Και αν το έκαναν πάλι, άλλοι τον εκτιμούσαν και άλλοι απλώς τον έγλυφαν. Και σήμερα, μετά θάνατον, θέλουν...
απλώς να δείξουν πόσο σημαντικό και πόσο αναγκαίο ήταν αυτό που έκαναν. Πίστευα, και συνεχίζω να το κάνω, πως οι σχέσεις του δημοσιογράφου με την ιδιοκτησία πρέπει να εξασφαλίζουν μια απόσταση ασφαλείας. Είναι όπως το τζάκι. Πολύ κοντά καίγεσαι και πολύ μακριά κρυώνεις.
Τον Χρήστο Λαμπράκη τον συνάντησα απλώς κάποτε στο ασανσέρ. Εγώ έμπαινα και αυτός προτίμησε παρά την ηλικία του να ανέβει με τα πόδια. Με χαιρέτισε στον πληθυντικό, με πραγματική ευγένεια, αποτέλεσμα της καταγωγής αλλά και της παιδείας του. Υπήρξε αναμφίβολα ο εκδότης με την μεγαλύτερη παιδεία και με προθέσεις που συμπεριλάμβαναν και άλλα πράγματα εκτός από το κέρδος. Εκπρόσωπος της τάξης του, μάλλον των πραγμάτων που έπρεπε να είναι η τάξη του, κατάφερε να κρατήσει ένα ιστορικό δημοσιογραφικό συγκρότημα με μεγαλύτερη ευπρέπεια από πολλούς άλλους.
Δεν υποστηρίζω όσα δοξολογικά ακούγονται γι αυτόν. Ήταν ένας άνθρωπος που καθόρισε σε μεγάλο βαθμό τη μοίρα της Ελλάδας. Και μάλλον δεν έχουμε και την καλύτερη μοίρα. Αλλά θα μπορούσε να το κάνει όπως πολλοί συνάδελφοί του, κυνικά, με προκλητική προσωπική χλιδή, και με αποκλειστική πίστη στο χρήμα. Δεν το έκανε έτσι. Άφηνε εκείνο το περιθώριο που σε έκανε να πιστεύεις πως ανάμεσά του μπορούσε να φυτρώσει το προσωπικό σου όνειρο και μια άλλη Ελλάδα. Ακόμη και αν ήταν ψευδαίσθηση, σε έκανε να λειτουργείς καλύτερα.
Το θέμα όμως δεν είναι αν ο Χρήστος Λαμπράκης έπαιξε τον ρόλο του Μινώταυρου στον λαβύρινθο της ιστορικής πορείας της Ελλάδας, δείχνοντας ή πιστεύοντας πως είναι Θησέας. Άλλωστε η ιστορία δεν γράφεται με τα «αν». Νομίζω πως το θέμα, είναι πως η Ελλάδα, αδυνατεί επί χρόνια να προχωρήσει στις αλλαγές που απαιτούνται σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής και πολιτικής της ζωής, περιμένοντας επικίνδυνα υπομονετικά, κάποιον θάνατο να λύσει αυτά που απαιτεί η ζωή.
Όπως και στην περίπτωση του Κίτσου Τεγόπουλου της Ελευθεροτυπίας, ο βιολογικός κύκλος, αμέσως μόλις κλείνει, αποδεικνύεται πως ήταν κύκλος, έξω από τον οποίο υπήρχαν αναγκαιότητες και καταστάσεις που παραβλέπονταν. Για το ποιος έχει την ευθύνη, πολλά μπορούν να ειπωθούν. Σπάνια δίπλα στους παραδοσιακούς εκδότες, υπήρχαν άνθρωποι οι οποίοι τους αποκάλυπταν τις διαστάσεις ενός προβλήματος, πέρα από την εμπειρική χρήση του δίπολου «κερδίζουμε-χάνουμε». Ο Τύπος δεν έπαιξε το ρόλο του. Σφιχταγκαλιασμένος με την εξουσία, πολλές φορές εκβιαστικός, με παράπλευρα κέρδη και σίγουρα όχι κοινωνικά, σήμερα ασφυκτιά, γιατί δεν μπορεί να καταλάβει πως έξω από τις προσωπικές αυτοκρατορίες (που δεν είναι παντοτινές) η ζωή εξελίσσεται και φτάνει στο σημείο να μην τους χρειάζεται. Η ακοή τους, έχοντας υποστεί σοβαρή βλάβη από τα παρατεταμένα παλαμάκια των παρατρεχάμενων δεν μπορεί να τους βοηθήσει στο να πάρουν τα καθημερινά μηνύματα.
Κι έτσι αδυνατούν να κατανοήσουν, πώς μια μεγάλη αυτοκρατορία, γίνεται σμπαράλια από δέκα άγνωστους πιτσιρικάδες που φτιάχνουν ένα blog και μαζεύουν το χρήμα και την εμπιστοσύνη. Το τραγικότερο είναι πως πριν η αυτοκρατορία καταρρεύσει (ή πουληθεί) , έχει πουλήσει στην πρώτη σελίδα της, από σεντόνια και σερβιέτες έως ταινίες, σίγουρα όχι ειδήσεις, προκειμένου να επιβιώσει.
Ο θάνατος του Λαμπράκη, του Τεγόπουλου, των εκδοτών, εκ των πραγμάτων αλλάζει τα πράγματα. Είναι θλιβερό όμως, εκτός από την έλευση του ίδιου του θανάτου, μια χώρα, να λύνει με τον τρόπο αυτό, όσα δεν μπορεί να λύσει με τις επιλογές της ζωής. Το ίδιο ισχύει και με την πολιτική. Κάνουμε τα βιολογικά όρια κάποιων ανθρώπων, τα όρια της προόδου και της εξέλιξής μας. Και του θάρρους να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους.