ΕΤΑΙΡΕΙΕΣ ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗΣ: Standard & Poor’s, Moody’s, Fitch Rating - ένα απίστευτα ισχυρό ολιγοπώλιο αξιολογεί αυθαίρετα, βαθμολογεί ανεξέλεγκτα και κυβερνάει απολυταρχικά, με έδρα την πρωτεύουσα του μονοπωλιακού καπιταλισμού, την παγκόσμια οικονομία
«Υπάρχουν δύο υπερδυνάμεις:», έγραφε το 1996 ο βραβευμένος με Pulitzer κ. Thomas Friedman, «οι Η.Π.Α. και η εταιρεία αξιολόγησης Moody’s. Πιστέψτε με, δεν είναι πάντοτε ξεκάθαρο, ποια από τις δύο διαθέτει τη μεγαλύτερη ισχύ».
Η μοναδική αυτή ιστορία «οροθετείται» πριν από περίπου 100 χρόνια, όταν...
«Υπάρχουν δύο υπερδυνάμεις:», έγραφε το 1996 ο βραβευμένος με Pulitzer κ. Thomas Friedman, «οι Η.Π.Α. και η εταιρεία αξιολόγησης Moody’s. Πιστέψτε με, δεν είναι πάντοτε ξεκάθαρο, ποια από τις δύο διαθέτει τη μεγαλύτερη ισχύ».
Η μοναδική αυτή ιστορία «οροθετείται» πριν από περίπου 100 χρόνια, όταν...
στις Η.Π.Α. ξεκίνησε η κατασκευή του τεράστιου σιδηροδρομικού δικτύου. Η εύρεση εκείνων των επενδυτών, οι οποίοι θα ήταν διατεθειμένοι να χρηματοδοτήσουν με αρκετά υψηλά ποσά τις, άγνωστες τότε, εταιρείες κατασκευής σιδηροδρομικών δικτύων, ήταν ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα.
Εκείνη ακριβώς την εποχή ο John Moody, ένας πανέξυπνος χρηματοοικονομικός αναλυτής, διέκρινε το πρόβλημα και «διέγνωσε» τη λύση του, δημιουργώντας το 1909 την πρώτη εταιρεία αξιολόγησης πιστωτικών κινδύνων. Επινοώντας την αξιολόγηση με τα αρχικά γράμματα του αλφαβήτου (ABC), καθιέρωσε τη βαθμολογία ΑΑΑ (και τα παράγωγα της), η οποία έκτοτε υποδηλώνει το χαμηλότερο δυνατό ρίσκο, με το οποίο ευρίσκεται αντιμέτωπος ένας επενδυτής, όταν δανείζει τα χρήματα του σε μία επιχείρηση (σε ένα κράτος κλπ).
Σύντομα, το 1916, εισήλθε στο χώρο η Standard Statistics (η σημερινή Standard & Poor’s), ενώ ακολούθησε (1924) η Fitch. Αυτό το ολιγοπώλιο, το «trio inferno» όπως πλέον αποκαλείται διεθνώς, κατέχει σήμερα το 95% της παγκόσμιας αγοράς. Ο πίνακας (πηγή: Spiegel) είναι αποκαλυπτικός:
ΕΤΑΙΡΕΙΑ
ΤΖΙΡΟΣ $
ΚΕΡΔΗ $
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ
Standard & Poor’s*
2.654.000.000
1.055.000.000
8.500
Moody’s**
1.205.000.000
537.000.000
3.000
Fitch Rating***
727.000.000
286.000.000
2.300
* Θυγατρική του ομίλου (media) McGraw-Hill
** 16% Berkshire Hathaway (Warren Buffet) – 84% ελεύθερη διασπορά
*** 60% Fimalac, 40% Hearst Corporation
Τόσο ο τζίρος, όσο και τα τεράστια καθαρά κέρδη των «τριών αδελφών», τα οποία πλησιάζουν το 40%, αναδεικνύουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη διαχρονική αξία της επιχειρηματικής ιδέας. Η είσοδος δε του Warren Buffet στη Moody’s (αυξημένη πληροφόρηση, ενδεχομένως «έγκαιρη» γνώση των αξιολογήσεων πολλών εταιρειών κλπ – εάν τυχόν γνωρίζεις από πριν την «ύστερη» υποτίμηση της πιστοληπτικής ικανότητας μίας εταιρείας ή ενός κράτους, μπορείς να κερδίσεις τεράστια ποσά), ερμηνεύει, σε κάποιο βαθμό βέβαια, ένα μέρος των πασίγνωστων επενδυτικών του επιτυχιών.
Παραμένει φυσικά παράδοξο το γεγονός ότι, οι υπόλοιπες ανεπτυγμένες οικονομίες (ΕΕ, Ιαπωνία κλπ), δεν κατάφεραν ή δεν φρόντισαν να δημιουργήσουν ανάλογες εταιρείες, αφήνοντας στην κυριολεξία «έρμαιο» στις διαθέσεις των αμερικανικών εταιρειών αξιολόγησης τόσο τις επιχειρήσεις τους, όσο και τους δημόσιους τομείς τους («αλλοίμονο» σε μία επιχείρηση ή σε ένα κράτος που τυχόν βρεθεί, για παράδειγμα, στο στόχαστρο της Standard & Poor’s).
Περεταίρω, τον Ιούνιο του 1999, όταν ξεκίνησε η συνθήκη της Βασιλείας ΙΙ, μέσα στα πλαίσια της οποίας λειτουργούν (επιβλέπονται) τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αποφασίσθηκε η «συσχέτιση» της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, με τη «νόμιμη» αξιολόγηση των επενδυτικών τους τοποθετήσεων. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δηλαδή, τα οποία επενδύουν σε «χρεόγραφα» με υψηλή πιστωτική αξιολόγηση, χρειάζονται να «δεσμεύουν» σημαντικά χαμηλότερα «εγγυητικά» κεφάλαια - οπότε μπορούν να πολλαπλασιάζουν τις πιστώσεις τους (ακολούθησε ο «χορός» της υπερχρέωσης και η απόλυτη ηγεμονία των εταιρειών αξιολόγησης).
Για παράδειγμα, σύμφωνα με του κανόνες της Βασιλείας ΙΙ, για την αγορά ενός επενδυτικού προϊόντος αξίας 1.000.000 €, με αξιολόγηση ΑΑΑ, η τράπεζα υποχρεώνεται να κατέχει ίδια κεφάλαια ύψους μόλις 5.600 € (περίπου 178 φορές λιγότερα). Εάν όμως η αξιολόγηση του προϊόντος μειωθεί στο Ba1, τότε η τράπεζα οφείλει να αυξήσει τα ίδια κεφάλαια της, για το ίδιο προϊόν, στις 200.000 € (μόλις 5 φορές λιγότερα, έναντι 178 του προηγουμένου).
Τέλος, εάν η αξιολόγηση μειωθεί ακόμη περισσότερο, στο B1, τότε η τράπεζα είναι υποχρεωμένη να διατηρεί ολόκληρο το ποσόν (100%) σαν «αντίκρισμα» - επομένως, χρειάζεται 178 φορές περισσότερα ίδια κεφάλαια για ένα χρεόγραφο Β1, από ότι για ένα χρεόγραφο με την αξιολόγηση ΑΑΑ (ας φαντασθούμε εδώ τι σημαίνει για μία χώρα - η οποία έχει διαθέσει ομόλογα του δημοσίου της στις τράπεζες - η ενδεχόμενη υποτίμηση της πιστοληπτικής της ικανότητας: τόσο σε σχέση με το επιτόκιο που η ίδια πληρώνει, όσο και σε σχέση με τα επί πλέον κεφάλαια που πρέπει να δεσμεύσουν ξαφνικά οι τράπεζες που έχουν ήδη αγοράσει τα ομόλογα της).
Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση έχει άμεση σχέση τόσο με την κεφαλαιακή επάρκεια, όσο και με τον όγκο των συναλλαγών μίας τράπεζας αφού, όσο καλύτερη αξιολόγηση διαθέτουν τα προϊόντα (χρεόγραφα) στα οποία επενδύει, τόσο λιγότερα ίδια κεφάλαια χρειάζεται και τόσο περισσότερες πιστώσεις μπορεί να προσφέρει στους υπόλοιπους πελάτες της (χρηματοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, καταναλωτών κλπ). Από την αντίθετη πλευρά, όταν μειώνεται η αξιολόγηση των χρεογράφων, στα οποία έχει ήδη επενδύσει η τράπεζα, είναι υποχρεωμένη να «αποσύρει» πολλαπλάσιες πιστώσεις από την κανονική αγορά, έτσι ώστε να διατηρήσει την υποχρεωτική από τη νομοθεσία κεφαλαιακή της επάρκεια – με δυσμενείς επιπτώσεις αφενός μεν για την πραγματική οικονομία (πιστωτική παγίδα), αφετέρου δε για την ίδια (μείωση του τζίρου και των κερδών της).
Συνεχίζοντας, όσον αφορά τις υπόλοιπες επιχειρήσεις, όσο καλύτερη αξιολόγηση έχουν, τόσο ευκολότερα δανείζονται από τις τράπεζες, τόσο χαμηλότερα επιτόκια πληρώνουν και τόσο φθηνότερες τιμές ή μεγαλύτερες πιστώσεις λαμβάνουν από τους προμηθευτές τους (επηρεάζεται ακόμη και η χρηματιστηριακή τιμή τους, αφού πολλά Επενδυτικά Ταμεία είναι υποχρεωμένα να τοποθετούνται μόνο σε τίτλους που διαθέτουν την υψηλότερη αξιολόγηση – ΑΑΑ).
Όσον αφορά τώρα τις ασφαλιστικές εταιρείες, διαπιστώνουμε αντίστοιχες «επιδράσεις» - ιδιαίτερα δε σε αυτές που ασφαλίζουν, μέσω των CDS, επενδυτικά προϊόντα ή ομόλογα του δημοσίου. Τα ετήσια ασφάλιστρα δηλαδή ή τα «επιτόκια» (αποδόσεις) των CDS, διαμορφώνονται ανάλογα με την αξιολόγηση του ασφαλιζομένου.
Tα ίδια σχεδόν ισχύουν και για τα κράτη, ο δανεισμός των οποίων, καθώς επίσης το επιτόκιο του, είναι «μεγέθη» απολύτως ανάλογα της αξιολόγησης τους - όσο χαμηλότερη είναι δηλαδή η αξιολόγηση τους, τόσο περισσότερους τόκους εισπράττουν οι πιστωτές τους για το αυξημένο ρίσκο τους (για παράδειγμα, όταν ένα κράτος δανείζεται 300 δις €, όσο υποθέτουμε το δικό μας, τότε ένα 2% μεγαλύτερο επιτόκιο, σημαίνει 6 δις € επί πλέον ετήσιους τόκους!) και τόσο δυσκολότερη είναι η πρόσβαση τους στις διεθνείς χρηματαγορές.
Από όλα τα παραπάνω, τεκμηριώνεται μάλλον επαρκώς η τεράστια ισχύς των εταιρειών αξιολόγησης, οι οποίες ουσιαστικά αποφασίζουν για τις τύχες των τραπεζών, των επιχειρήσεων, των ασφαλιστικών εταιρειών, των νέων επενδυτικών προϊόντων και των ίδιων των κρατών.
Δεν θα είμαστε ίσως υπερβολικοί εάν ισχυριζόμαστε ότι, τόσο το μέλλον του καπιταλιστικού συστήματος, όσο και η σημερινή ή οι μελλοντικές κρίσεις του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, είναι σε άμεση σχέση με τις τρείς αμερικανικές εταιρείες αξιολόγησης – με το «trio inferno». Ας μην ξεχνάμε ότι ακριβώς αυτές, δίνοντας ΑΑΑ σε πολλά «μη αξιολογήσιμα» CDO’s, βασισμένα στα γνωστά μας «ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης» (subprimes), οδήγησαν το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα στο χείλος της αβύσσου – θα είχε μάλλον καταστραφεί εάν δε επενέβαιναν, άμεσα και από κοινού, όλα τα κράτη για να το διασώσουν, διακινδυνεύοντας μία δημοσιονομική κρίση άνευ προηγουμένου.
Βέβαια υποθέτει κανείς ότι, μία τόσο ευαίσθητη χρηματοπιστωτική λειτουργία, όσο αυτή της αξιολόγησης, υπόκειται στον αυστηρό έλεγχο του κράτους, στο οποίο έχουν την έδρα τους οι συγκεκριμένες εταιρείες – αν όχι σε έναν διεθνή ελεγκτικό οργανισμό. Συμβαίνει όμως ακριβώς το αντίθετο: πρόκειται για τρείς ιδιωτικές επιχειρήσεις, με έδρα τη Νέα Υόρκη, οι οποίες δεν υπόκεινται στον έλεγχο κανενός – η μοναδική τους υποχρέωση είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους τους.
Ακόμη χειρότερα, οι όποιες αξιολογήσεις τους δεν χρειάζεται καν να είναι σωστές. Ουσιαστικά εκφράζουν την υποκειμενική άποψη των τριών εταιρειών - κάτι ανάλογο δηλαδή με αυτήν των δημοσιογράφων του οικονομικού Τύπου, οι οποίοι αναλύουν εισηγμένες ή άλλες επιχειρήσεις, χωρίς να αναλαμβάνουν την παραμικρή προσωπική ευθύνη και χωρίς να ελέγχονται από κάποιους ειδικούς για τα αναγραφόμενα τους.
Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, επειδή δηλαδή εκφράζουν απλά τις υποκειμενικές απόψεις τους «επιφυλασσόμενες», δεν μπορεί κανένας δημόσιος ή άλλος οργανισμός να τις καλέσει σε απολογία – πόσο μάλλον να τις κατηγορήσει ή να καταθέσει αγωγές εναντίον τους. Επί πλέον (το «ετεροβαρές ρίσκο» στην απόλυτη επικράτηση του, σε συνδυασμό με «δικαιοπρακτικά» αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα), οι εκτιμήσεις τους πληρώνονται από τους χρεώστες: από αυτούς δηλαδή που ζητούν να αξιολογηθούν για να δανειστούν χρήματα και όχι από τους πιστωτές τους, οι οποίοι τους δανείζουν!
Το παράδειγμα μιας συζήτησης που διεξήχθη στις Η.Π.Α. (Washington), σε σχέση με τις αποτυχημένες, τις καταστροφικές καλύτερα αξιολογήσεις των CDO’s από τις συγκεκριμένες εταιρείες, είναι εξαιρετικά διαφωτιστικό - όσον αφορά τουλάχιστον τη συμπεριφορά των εταιρειών αξιολόγησης:
«Θα μπορούσαμε ποτέ πια να σας εμπιστευτούμε;» ρώτησε τον υπεύθυνο της Moody’s ένας ασφαλιστής, μετά την εκκωφαντική έκρηξη της αγοράς των δομημένων προϊόντων, η οποία ακολούθησε την πτώχευση της Lehman Brothers.
«Ίσως δεν είναι λογικό να στηρίζεστε αποκλειστικά στις δικές μας αξιολογήσεις», απάντησε αυτός με ήρεμη, εντελώς αποστασιοποιημένη φωνή.
«Αλλά μέχρι σήμερα οφείλαμε να εμπιστευόμαστε τις τοποθετήσεις σας»
«Καταλαβαίνω….μάλιστα», απάντησε ο υπεύθυνος της Moody’s, «Όμως, όταν χρησιμοποιείτε αξιολογήσεις, θα πρέπει να αποφασίζετε μόνος σας τι ακριβώς κάνετε με αυτές».
Ίσως πρέπει να θυμηθούμε πως, μεταξύ των ετών 2003 και 2006, ο όγκος των CDO’s τετραπλασιάστηκε, ξεπερνώντας το 1 τρις $ σε ετήσια βάση. Αν και κανένας δεν καταλάβαινε τι αγόραζε (άλλωστε ήταν ρεαλιστικά αδύνατον να γίνουν σωστά τόσες πολλές αξιολογήσεις, από τρείς μόνο εταιρείες), οι πάσης φύσεως επενδυτές (τράπεζες κλπ), αρκούνταν στην αξιολόγηση ΑΑΑ, η οποία υποδηλώνει σχεδόν μηδενικό ρίσκο και δεν ερευνούσαν τίποτα παραπάνω. Έτσι, από ένα μικρό κομμάτι της συνολικής αγοράς (niche), δημιουργήθηκε μία τεράστια μηχανή παραγωγής «σκοτεινών» χρημάτων, καθ’ όλα νόμιμων, η οποία συνεπήρε τα πάντα στην καταστροφική πορεία της.
Το 2006, σχεδόν το 44% του τζίρου των εταιρειών αξιολόγησης προερχόταν από τα δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, στα οποία οφείλονταν το 80% των συνολικών κερδών τους. Στην πραγματικότητα, πριν ακόμη «εκδοθεί» ένα τέτοιο δομημένο προϊόν, με στόχο την πώληση του στην αγορά, οι εκδότριες τράπεζες «ρωτούσαν» για την αξιολόγηση του – ουσιαστικά ενημερώνονταν για το πώς θα έπρεπε να «κατασκευασθεί», έτσι ώστε να αξιολογηθεί, εκ μέρους μίας από τις τρείς αδελφές, με ΑΑΑ.
Όπως είναι φυσικό, οι εταιρείες αξιολόγησης «βοηθούσαν» στη σωστή «κατασκευή» (αντί να ελέγχουν δηλαδή εκ των υστέρων το προϊόν, έδιναν εκ των προτέρων τις «προδιαγραφές» του) αφού, αμέσως μετά την εισαγωγή του προϊόντος, εισέπρατταν το 50% της αμοιβής τους - μέχρι και 500.000 $.
Φυσικά όλα όσα έχουμε αναφέρει, αφού σταμάτησαν για λίγο χρονικό διάστημα, συνεχίζουν ξανά - προφανώς κανένας δεν θέλει να χάσει μία τόσο μεγάλη πηγή εσόδων και κερδών. Ήδη, σε προηγούμενο άρθρο μας, αναφερθήκαμε στους εξελιγμένους «απογόνους» των CDO’s, στα δομημένα προϊόντα δηλαδή της «δεύτερης γενιάς», στα «re-remics». Τα καταστροφικά αυτά εργαλεία ουσιαστικά «βοηθούν» τις τράπεζες (με τις «ευχές» των ανήμπορων να αντιδράσουν σωστά κρατών) να «αναμορφώσουν» (να ωραιοποιήσουν) τους Ισολογισμούς τους, έτσι ώστε να μπορέσουν ξανά να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία - για να ξεφύγει η πραγματική οικονομία, η βιομηχανία και το εμπόριο δηλαδή με τη σειρά της, από την υφιστάμενη «παγίδα ρευστότητας».
Έτσι, η Moody’s ανακοίνωσε ξανά αυξημένες προβλέψεις κερδών για το 2009, ενώ οι κρατικές ελεγκτικές υπηρεσίες παρακολουθούν αμέτοχες, ανίκανες καλύτερα να αντιδράσουν, αφού ο δημόσιος έλεγχος των εταιρειών αξιολόγησης, των μεθόδων εξαπάτησης καλύτερα που χρησιμοποιούν (σύμφωνα βέβαια με τις καταγγελίες του Ε.Kolchinsky, ανώτατου πρώην στελέχους της Moody’s), δεν είναι ακόμη υποχρεωτικός.
Ολοκληρώνοντας, για να αιτιολογήσουμε καλύτερα το έγκλημα που «συντελείται» και παραμένει ατιμώρητο, αναφέρουμε το δομημένο ομόλογο «Balta 2006-8 1Α2», το οποίο εμπεριέχει ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης των Η.Π.Α. (subprimes), σε μία καινούργια «συσκευασία».
Το «χρεόγραφο» αυτό, αξιολογήθηκε το Μάρτιο του 2008 με ΑΑΑ – δηλαδή θεωρήθηκε τόσο σίγουρο, όσο ένα βιβλιάριο καταθέσεων. Τέλη Αυγούστου του 2008, οι ίδιοι αναλυτές αξιολόγησαν το ίδιο προϊόν με Β3 - 14 «σκάλες» χαμηλότερα και επομένως ως προϊόν υψηλού ρίσκου. Αυτό το χρόνο (2009), η αξιολόγηση του είναι πια Ca – δηλαδή, είναι σχεδόν άνευ αξίας και οφείλει να «αποσβεσθεί» (ως ζημία) από τις τράπεζες ή τους επενδυτές που το αγόρασαν.
Αθήνα, 07. Δεκεμβρίου 2009
Βασίλης Βιλιάρδος
viliardos@kbanalysis.com
Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου
Εκείνη ακριβώς την εποχή ο John Moody, ένας πανέξυπνος χρηματοοικονομικός αναλυτής, διέκρινε το πρόβλημα και «διέγνωσε» τη λύση του, δημιουργώντας το 1909 την πρώτη εταιρεία αξιολόγησης πιστωτικών κινδύνων. Επινοώντας την αξιολόγηση με τα αρχικά γράμματα του αλφαβήτου (ABC), καθιέρωσε τη βαθμολογία ΑΑΑ (και τα παράγωγα της), η οποία έκτοτε υποδηλώνει το χαμηλότερο δυνατό ρίσκο, με το οποίο ευρίσκεται αντιμέτωπος ένας επενδυτής, όταν δανείζει τα χρήματα του σε μία επιχείρηση (σε ένα κράτος κλπ).
Σύντομα, το 1916, εισήλθε στο χώρο η Standard Statistics (η σημερινή Standard & Poor’s), ενώ ακολούθησε (1924) η Fitch. Αυτό το ολιγοπώλιο, το «trio inferno» όπως πλέον αποκαλείται διεθνώς, κατέχει σήμερα το 95% της παγκόσμιας αγοράς. Ο πίνακας (πηγή: Spiegel) είναι αποκαλυπτικός:
ΕΤΑΙΡΕΙΑ
ΤΖΙΡΟΣ $
ΚΕΡΔΗ $
ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ
Standard & Poor’s*
2.654.000.000
1.055.000.000
8.500
Moody’s**
1.205.000.000
537.000.000
3.000
Fitch Rating***
727.000.000
286.000.000
2.300
* Θυγατρική του ομίλου (media) McGraw-Hill
** 16% Berkshire Hathaway (Warren Buffet) – 84% ελεύθερη διασπορά
*** 60% Fimalac, 40% Hearst Corporation
Τόσο ο τζίρος, όσο και τα τεράστια καθαρά κέρδη των «τριών αδελφών», τα οποία πλησιάζουν το 40%, αναδεικνύουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τη διαχρονική αξία της επιχειρηματικής ιδέας. Η είσοδος δε του Warren Buffet στη Moody’s (αυξημένη πληροφόρηση, ενδεχομένως «έγκαιρη» γνώση των αξιολογήσεων πολλών εταιρειών κλπ – εάν τυχόν γνωρίζεις από πριν την «ύστερη» υποτίμηση της πιστοληπτικής ικανότητας μίας εταιρείας ή ενός κράτους, μπορείς να κερδίσεις τεράστια ποσά), ερμηνεύει, σε κάποιο βαθμό βέβαια, ένα μέρος των πασίγνωστων επενδυτικών του επιτυχιών.
Παραμένει φυσικά παράδοξο το γεγονός ότι, οι υπόλοιπες ανεπτυγμένες οικονομίες (ΕΕ, Ιαπωνία κλπ), δεν κατάφεραν ή δεν φρόντισαν να δημιουργήσουν ανάλογες εταιρείες, αφήνοντας στην κυριολεξία «έρμαιο» στις διαθέσεις των αμερικανικών εταιρειών αξιολόγησης τόσο τις επιχειρήσεις τους, όσο και τους δημόσιους τομείς τους («αλλοίμονο» σε μία επιχείρηση ή σε ένα κράτος που τυχόν βρεθεί, για παράδειγμα, στο στόχαστρο της Standard & Poor’s).
Περεταίρω, τον Ιούνιο του 1999, όταν ξεκίνησε η συνθήκη της Βασιλείας ΙΙ, μέσα στα πλαίσια της οποίας λειτουργούν (επιβλέπονται) τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αποφασίσθηκε η «συσχέτιση» της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών, με τη «νόμιμη» αξιολόγηση των επενδυτικών τους τοποθετήσεων. Τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα δηλαδή, τα οποία επενδύουν σε «χρεόγραφα» με υψηλή πιστωτική αξιολόγηση, χρειάζονται να «δεσμεύουν» σημαντικά χαμηλότερα «εγγυητικά» κεφάλαια - οπότε μπορούν να πολλαπλασιάζουν τις πιστώσεις τους (ακολούθησε ο «χορός» της υπερχρέωσης και η απόλυτη ηγεμονία των εταιρειών αξιολόγησης).
Για παράδειγμα, σύμφωνα με του κανόνες της Βασιλείας ΙΙ, για την αγορά ενός επενδυτικού προϊόντος αξίας 1.000.000 €, με αξιολόγηση ΑΑΑ, η τράπεζα υποχρεώνεται να κατέχει ίδια κεφάλαια ύψους μόλις 5.600 € (περίπου 178 φορές λιγότερα). Εάν όμως η αξιολόγηση του προϊόντος μειωθεί στο Ba1, τότε η τράπεζα οφείλει να αυξήσει τα ίδια κεφάλαια της, για το ίδιο προϊόν, στις 200.000 € (μόλις 5 φορές λιγότερα, έναντι 178 του προηγουμένου).
Τέλος, εάν η αξιολόγηση μειωθεί ακόμη περισσότερο, στο B1, τότε η τράπεζα είναι υποχρεωμένη να διατηρεί ολόκληρο το ποσόν (100%) σαν «αντίκρισμα» - επομένως, χρειάζεται 178 φορές περισσότερα ίδια κεφάλαια για ένα χρεόγραφο Β1, από ότι για ένα χρεόγραφο με την αξιολόγηση ΑΑΑ (ας φαντασθούμε εδώ τι σημαίνει για μία χώρα - η οποία έχει διαθέσει ομόλογα του δημοσίου της στις τράπεζες - η ενδεχόμενη υποτίμηση της πιστοληπτικής της ικανότητας: τόσο σε σχέση με το επιτόκιο που η ίδια πληρώνει, όσο και σε σχέση με τα επί πλέον κεφάλαια που πρέπει να δεσμεύσουν ξαφνικά οι τράπεζες που έχουν ήδη αγοράσει τα ομόλογα της).
Ως εκ τούτου, η αξιολόγηση έχει άμεση σχέση τόσο με την κεφαλαιακή επάρκεια, όσο και με τον όγκο των συναλλαγών μίας τράπεζας αφού, όσο καλύτερη αξιολόγηση διαθέτουν τα προϊόντα (χρεόγραφα) στα οποία επενδύει, τόσο λιγότερα ίδια κεφάλαια χρειάζεται και τόσο περισσότερες πιστώσεις μπορεί να προσφέρει στους υπόλοιπους πελάτες της (χρηματοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων, καταναλωτών κλπ). Από την αντίθετη πλευρά, όταν μειώνεται η αξιολόγηση των χρεογράφων, στα οποία έχει ήδη επενδύσει η τράπεζα, είναι υποχρεωμένη να «αποσύρει» πολλαπλάσιες πιστώσεις από την κανονική αγορά, έτσι ώστε να διατηρήσει την υποχρεωτική από τη νομοθεσία κεφαλαιακή της επάρκεια – με δυσμενείς επιπτώσεις αφενός μεν για την πραγματική οικονομία (πιστωτική παγίδα), αφετέρου δε για την ίδια (μείωση του τζίρου και των κερδών της).
Συνεχίζοντας, όσον αφορά τις υπόλοιπες επιχειρήσεις, όσο καλύτερη αξιολόγηση έχουν, τόσο ευκολότερα δανείζονται από τις τράπεζες, τόσο χαμηλότερα επιτόκια πληρώνουν και τόσο φθηνότερες τιμές ή μεγαλύτερες πιστώσεις λαμβάνουν από τους προμηθευτές τους (επηρεάζεται ακόμη και η χρηματιστηριακή τιμή τους, αφού πολλά Επενδυτικά Ταμεία είναι υποχρεωμένα να τοποθετούνται μόνο σε τίτλους που διαθέτουν την υψηλότερη αξιολόγηση – ΑΑΑ).
Όσον αφορά τώρα τις ασφαλιστικές εταιρείες, διαπιστώνουμε αντίστοιχες «επιδράσεις» - ιδιαίτερα δε σε αυτές που ασφαλίζουν, μέσω των CDS, επενδυτικά προϊόντα ή ομόλογα του δημοσίου. Τα ετήσια ασφάλιστρα δηλαδή ή τα «επιτόκια» (αποδόσεις) των CDS, διαμορφώνονται ανάλογα με την αξιολόγηση του ασφαλιζομένου.
Tα ίδια σχεδόν ισχύουν και για τα κράτη, ο δανεισμός των οποίων, καθώς επίσης το επιτόκιο του, είναι «μεγέθη» απολύτως ανάλογα της αξιολόγησης τους - όσο χαμηλότερη είναι δηλαδή η αξιολόγηση τους, τόσο περισσότερους τόκους εισπράττουν οι πιστωτές τους για το αυξημένο ρίσκο τους (για παράδειγμα, όταν ένα κράτος δανείζεται 300 δις €, όσο υποθέτουμε το δικό μας, τότε ένα 2% μεγαλύτερο επιτόκιο, σημαίνει 6 δις € επί πλέον ετήσιους τόκους!) και τόσο δυσκολότερη είναι η πρόσβαση τους στις διεθνείς χρηματαγορές.
Από όλα τα παραπάνω, τεκμηριώνεται μάλλον επαρκώς η τεράστια ισχύς των εταιρειών αξιολόγησης, οι οποίες ουσιαστικά αποφασίζουν για τις τύχες των τραπεζών, των επιχειρήσεων, των ασφαλιστικών εταιρειών, των νέων επενδυτικών προϊόντων και των ίδιων των κρατών.
Δεν θα είμαστε ίσως υπερβολικοί εάν ισχυριζόμαστε ότι, τόσο το μέλλον του καπιταλιστικού συστήματος, όσο και η σημερινή ή οι μελλοντικές κρίσεις του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, είναι σε άμεση σχέση με τις τρείς αμερικανικές εταιρείες αξιολόγησης – με το «trio inferno». Ας μην ξεχνάμε ότι ακριβώς αυτές, δίνοντας ΑΑΑ σε πολλά «μη αξιολογήσιμα» CDO’s, βασισμένα στα γνωστά μας «ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης» (subprimes), οδήγησαν το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα στο χείλος της αβύσσου – θα είχε μάλλον καταστραφεί εάν δε επενέβαιναν, άμεσα και από κοινού, όλα τα κράτη για να το διασώσουν, διακινδυνεύοντας μία δημοσιονομική κρίση άνευ προηγουμένου.
Βέβαια υποθέτει κανείς ότι, μία τόσο ευαίσθητη χρηματοπιστωτική λειτουργία, όσο αυτή της αξιολόγησης, υπόκειται στον αυστηρό έλεγχο του κράτους, στο οποίο έχουν την έδρα τους οι συγκεκριμένες εταιρείες – αν όχι σε έναν διεθνή ελεγκτικό οργανισμό. Συμβαίνει όμως ακριβώς το αντίθετο: πρόκειται για τρείς ιδιωτικές επιχειρήσεις, με έδρα τη Νέα Υόρκη, οι οποίες δεν υπόκεινται στον έλεγχο κανενός – η μοναδική τους υποχρέωση είναι η μεγιστοποίηση του κέρδους τους.
Ακόμη χειρότερα, οι όποιες αξιολογήσεις τους δεν χρειάζεται καν να είναι σωστές. Ουσιαστικά εκφράζουν την υποκειμενική άποψη των τριών εταιρειών - κάτι ανάλογο δηλαδή με αυτήν των δημοσιογράφων του οικονομικού Τύπου, οι οποίοι αναλύουν εισηγμένες ή άλλες επιχειρήσεις, χωρίς να αναλαμβάνουν την παραμικρή προσωπική ευθύνη και χωρίς να ελέγχονται από κάποιους ειδικούς για τα αναγραφόμενα τους.
Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, επειδή δηλαδή εκφράζουν απλά τις υποκειμενικές απόψεις τους «επιφυλασσόμενες», δεν μπορεί κανένας δημόσιος ή άλλος οργανισμός να τις καλέσει σε απολογία – πόσο μάλλον να τις κατηγορήσει ή να καταθέσει αγωγές εναντίον τους. Επί πλέον (το «ετεροβαρές ρίσκο» στην απόλυτη επικράτηση του, σε συνδυασμό με «δικαιοπρακτικά» αλληλοσυγκρουόμενα συμφέροντα), οι εκτιμήσεις τους πληρώνονται από τους χρεώστες: από αυτούς δηλαδή που ζητούν να αξιολογηθούν για να δανειστούν χρήματα και όχι από τους πιστωτές τους, οι οποίοι τους δανείζουν!
Το παράδειγμα μιας συζήτησης που διεξήχθη στις Η.Π.Α. (Washington), σε σχέση με τις αποτυχημένες, τις καταστροφικές καλύτερα αξιολογήσεις των CDO’s από τις συγκεκριμένες εταιρείες, είναι εξαιρετικά διαφωτιστικό - όσον αφορά τουλάχιστον τη συμπεριφορά των εταιρειών αξιολόγησης:
«Θα μπορούσαμε ποτέ πια να σας εμπιστευτούμε;» ρώτησε τον υπεύθυνο της Moody’s ένας ασφαλιστής, μετά την εκκωφαντική έκρηξη της αγοράς των δομημένων προϊόντων, η οποία ακολούθησε την πτώχευση της Lehman Brothers.
«Ίσως δεν είναι λογικό να στηρίζεστε αποκλειστικά στις δικές μας αξιολογήσεις», απάντησε αυτός με ήρεμη, εντελώς αποστασιοποιημένη φωνή.
«Αλλά μέχρι σήμερα οφείλαμε να εμπιστευόμαστε τις τοποθετήσεις σας»
«Καταλαβαίνω….μάλιστα», απάντησε ο υπεύθυνος της Moody’s, «Όμως, όταν χρησιμοποιείτε αξιολογήσεις, θα πρέπει να αποφασίζετε μόνος σας τι ακριβώς κάνετε με αυτές».
Ίσως πρέπει να θυμηθούμε πως, μεταξύ των ετών 2003 και 2006, ο όγκος των CDO’s τετραπλασιάστηκε, ξεπερνώντας το 1 τρις $ σε ετήσια βάση. Αν και κανένας δεν καταλάβαινε τι αγόραζε (άλλωστε ήταν ρεαλιστικά αδύνατον να γίνουν σωστά τόσες πολλές αξιολογήσεις, από τρείς μόνο εταιρείες), οι πάσης φύσεως επενδυτές (τράπεζες κλπ), αρκούνταν στην αξιολόγηση ΑΑΑ, η οποία υποδηλώνει σχεδόν μηδενικό ρίσκο και δεν ερευνούσαν τίποτα παραπάνω. Έτσι, από ένα μικρό κομμάτι της συνολικής αγοράς (niche), δημιουργήθηκε μία τεράστια μηχανή παραγωγής «σκοτεινών» χρημάτων, καθ’ όλα νόμιμων, η οποία συνεπήρε τα πάντα στην καταστροφική πορεία της.
Το 2006, σχεδόν το 44% του τζίρου των εταιρειών αξιολόγησης προερχόταν από τα δομημένα χρηματοπιστωτικά προϊόντα, στα οποία οφείλονταν το 80% των συνολικών κερδών τους. Στην πραγματικότητα, πριν ακόμη «εκδοθεί» ένα τέτοιο δομημένο προϊόν, με στόχο την πώληση του στην αγορά, οι εκδότριες τράπεζες «ρωτούσαν» για την αξιολόγηση του – ουσιαστικά ενημερώνονταν για το πώς θα έπρεπε να «κατασκευασθεί», έτσι ώστε να αξιολογηθεί, εκ μέρους μίας από τις τρείς αδελφές, με ΑΑΑ.
Όπως είναι φυσικό, οι εταιρείες αξιολόγησης «βοηθούσαν» στη σωστή «κατασκευή» (αντί να ελέγχουν δηλαδή εκ των υστέρων το προϊόν, έδιναν εκ των προτέρων τις «προδιαγραφές» του) αφού, αμέσως μετά την εισαγωγή του προϊόντος, εισέπρατταν το 50% της αμοιβής τους - μέχρι και 500.000 $.
Φυσικά όλα όσα έχουμε αναφέρει, αφού σταμάτησαν για λίγο χρονικό διάστημα, συνεχίζουν ξανά - προφανώς κανένας δεν θέλει να χάσει μία τόσο μεγάλη πηγή εσόδων και κερδών. Ήδη, σε προηγούμενο άρθρο μας, αναφερθήκαμε στους εξελιγμένους «απογόνους» των CDO’s, στα δομημένα προϊόντα δηλαδή της «δεύτερης γενιάς», στα «re-remics». Τα καταστροφικά αυτά εργαλεία ουσιαστικά «βοηθούν» τις τράπεζες (με τις «ευχές» των ανήμπορων να αντιδράσουν σωστά κρατών) να «αναμορφώσουν» (να ωραιοποιήσουν) τους Ισολογισμούς τους, έτσι ώστε να μπορέσουν ξανά να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία - για να ξεφύγει η πραγματική οικονομία, η βιομηχανία και το εμπόριο δηλαδή με τη σειρά της, από την υφιστάμενη «παγίδα ρευστότητας».
Έτσι, η Moody’s ανακοίνωσε ξανά αυξημένες προβλέψεις κερδών για το 2009, ενώ οι κρατικές ελεγκτικές υπηρεσίες παρακολουθούν αμέτοχες, ανίκανες καλύτερα να αντιδράσουν, αφού ο δημόσιος έλεγχος των εταιρειών αξιολόγησης, των μεθόδων εξαπάτησης καλύτερα που χρησιμοποιούν (σύμφωνα βέβαια με τις καταγγελίες του Ε.Kolchinsky, ανώτατου πρώην στελέχους της Moody’s), δεν είναι ακόμη υποχρεωτικός.
Ολοκληρώνοντας, για να αιτιολογήσουμε καλύτερα το έγκλημα που «συντελείται» και παραμένει ατιμώρητο, αναφέρουμε το δομημένο ομόλογο «Balta 2006-8 1Α2», το οποίο εμπεριέχει ενυπόθηκα δάνεια χαμηλής εξασφάλισης των Η.Π.Α. (subprimes), σε μία καινούργια «συσκευασία».
Το «χρεόγραφο» αυτό, αξιολογήθηκε το Μάρτιο του 2008 με ΑΑΑ – δηλαδή θεωρήθηκε τόσο σίγουρο, όσο ένα βιβλιάριο καταθέσεων. Τέλη Αυγούστου του 2008, οι ίδιοι αναλυτές αξιολόγησαν το ίδιο προϊόν με Β3 - 14 «σκάλες» χαμηλότερα και επομένως ως προϊόν υψηλού ρίσκου. Αυτό το χρόνο (2009), η αξιολόγηση του είναι πια Ca – δηλαδή, είναι σχεδόν άνευ αξίας και οφείλει να «αποσβεσθεί» (ως ζημία) από τις τράπεζες ή τους επενδυτές που το αγόρασαν.
Αθήνα, 07. Δεκεμβρίου 2009
Βασίλης Βιλιάρδος
viliardos@kbanalysis.com
Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου