ΒΑΣΙΛΗΣ ΧΑΣΙΩΤΗΣ – ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ : Μερικές απόψεις υπέρ του ευρώ και μερικές σκέψεις επ’ αυτών…
Στο «ΒΗΜΑ» της Κυριακής 31/1/2010, υπάρχει ένα μικρό αφιέρωμα όπου τίθεται το..
ερώτημα : «Ευρώ ή δραχμή;» Το γεγονός ότι το ερώτημα τίθεται, σημαίνει ότι υπάρχει ένα ζήτημα, διότι δεν μπορώ να δεχτώ ότι τίθενται ερωτήματα για «ανύπαρκτα» ζητήματα. Μάλιστα εκτιμώ, ότι για διάφορους λόγους που θα προέρχονται είτε από το εσωτερικό της χώρας η ενδεχομένως κι εκτός αυτής, το ερώτημα θα το ξαναβρούμε μπροστά μας. Στο ερώτημα του «ΒΗΜΑΤΟΣ», απαντούν οι καθηγητές Τάσος Γιαννίτσης, Γ. Δουράκης, ο πρώην υπουργός Γ. Παπαντωνίου και ο Ι. Δραγασάκης. Οι κύριοι Γιαννίτσης και Παπαντωνίου, τάσσονται εναντίον κάθε συζήτησης εξόδου της χώρας μας από την ευρωζώνη. Προσωπικά, αδυνατώ να παρακολουθήσω τα επιχειρήματά τους, ή, μάλλον, για να είμαι πιο σαφής, είναι μάλλον «αξιώματα» αυτά που αναφέρουν παρά «επιχειρήματα». Ο κ. Γιαννίτσης π.χ. αναφέρει ΤΙ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΓΙΝΕΙ σε συνθήκες «ενιαίου νομίσματος», και αναφέρεται σε πέντε αρχές (συγκριτικά χαμηλό πληθωρισμός, το ίδιο χαμηλά δημοσιονομικά ελλείμματα, να υπάρχει ανταγωνιστικότητα, να υπάρχουν επενδύσεις και να μη στηρίζεται η οικονομία μας στη δανεική κατανάλωση), για να διαπιστώσει «τίποτα από αυτά δεν κάναμε». Πρόκειται βεβαίως για «επιχειρήματα», που δεν αφορούν σώνει και καλά μια οικονομία υπό ενιαίο νόμισμα, μα την οποιαδήποτε οικονομία υπό οιοδήποτε νόμισμα. Περαιτέρω, αν το ενιαίο νόμισμα δεν μας «προέτρεψε»,
πολύ δε περισσότερο δεν μας «υποχρέωσε» να κάνουμε τα παραπάνω (αυτονόητα), τότε ποια η χρησιμότητά του, πέραν του ότι ο κ. Γιαννίτσης ουδόλως απαντά σε σημαντικά θέματα που θέτει η διαφοροποίηση των οικονομιών έτσι όπως παρακάτω όλως ενδεικτικά και επιγραμματικά θα εκθέσω; Επίσης, ενώ ο κ. Γιαννίτσης ξεκινά τις τοποθετήσεις του με ένα μεγαλειώδη αφορισμό («Το γεγονός ότι συζητείται το ερώτημα «ευρώ ή δραχμή» αποτελεί το μέτρο της μεγαλειώδους ανικανότητας, αποτυχίας και κατάρρευσης των νοηματικών μας λειτουργιών»), λίγο παρακάτω παραδέχεται ότι «Χώρες που ήξεραν τι να κάνουν, τα κατάφεραν εξαιρετικά με το εθνικό τους νόμισμα, και ακόμη πιο εξαιρετικά με το ευρώ», τείνει δηλαδή να παραδεχτεί αυτό που κι εμείς λέμε, ότι το ευρώ δεν αποτελεί πανάκια, και το μόνο που δεν λέει, δεν διευκρινίζει είναι αν λαμβανομένων υπόψη των δικών μας ιδιαιτεροτήτων συνέφερε ένα εθνικό νόμισμα ή το ευρώ ή τέλος πάντων κάτι άλλο. Ο κ. Παπαντωνίου με τη σειρά του αφού θεωρεί «θεωρητικό» το ερώτημα, απαντά επί του θεωρητικού αυτού ερωτήματος (και απαντά κατά τρόπο μοιραίως θεωρητικό!), ενώ ο κ. Δραγασάκης, τάσσεται κι αυτός κατά της δραχμής, πλην όμως καλεί σε άρση των μονεταριστικών μονομερειών της ΟΝΕ, (κι διερωτώμαι αν απευθύνεται σε μας ως έχοντες ίσως τέτοια δύναμη να το επιβάλλουμε, ή, αν απευθύνεται σ’ αυτούς που επιβάλουν αυτό το καθεστώς!), ζητά να μην προσδεθούμε απλά στο κατάρτι του ευρώ και να μη δηλώνουμε παθητικά πίστη στους κανόνες (εγώ πάντως αυτό το τελευταίο δεν το πολυκαταλαβαίνω), και γενικότερα αναφέρεται σε διάφορα «δεν» και «πρέπει» που μάλλον κινούνται στη σφαίρα της ευχής. Άφησα τελευταίο τον κ. Γ. Δουράκη, διότι πιστεύω ότι είναι αυτός που πράγματι θέτει τον δάκτυλο επί των τύπων των ήλων, όταν αναφέρεται σ’ αυτό που κι εγώ πρεσβεύω, ότι δηλαδή στο ευρώ ενσωματώνονται διαφορετικής δυναμικότητας οικονομίες και προοπτικές, με αποτέλεσμα τελικώς να ευνοεί κάποιους σε βάρος άλλων, πάντως, σε καμιά περίπτωση δεν είναι δυνατό, δοθέντων τούτων των διαφοροποιήσεων, να ωφελεί ΤΑΥΤΟΧΡΟΝΑ ΟΛΟΥΣ, έστω και αν με τον κ. Δουράκη, δεν φτάνω στο ίδιο συμπέρασμα τελικώς. Ο κ. Γ. Δουράκης, κάνοντας μια αναφορά στις διαφορετικές προοπτικές της (πιο εσωστρεφούς) Γαλλίας και (της περισσότερο παγκοσμιοποιημένης) Γερμανίας (αν και για μένα το πρόβλημα βρίσκεται μάλλον μεταξύ ευρωπαϊκού Βορρά και ευρωπαϊκού Νότου), σημειώνει ότι «Αυτός ο οικονομικός δυϊσμός αντανακλάται και σε επίπεδο οικονομικής πολιτικής. Είναι χαρακτηριστικό το δημοσιονομικό σχίσμα που διαμορφώνεται αυτή τη στιγμή στην ευρωζώνη», και συνεχίζει μεταξύ άλλων : «Σε όλες τις αντιπαραθέσεις υποχωρεί τελικώς η Γαλλία και έτσι η οικονομική πολιτική που εφαρμόζει η ευρωζώνη είναι εμφανώς συντηρητική. Το αποτέλεσμα; Επιεικώς συντηρητική…» Όμως και στο άρθρο του κ. Δουράκη, μου δίνεται η εντύπωση ότι μάλλον θα ενδιέφερε ένα Γάλλο αναγνώστη που προβληματίζεται πάνω στο ερώτημα «φράγκο η ευρώ», παρά τον Έλληνα αναγνώστη, πράγμα που θα συνέβαινε, αν η σύγκριση γίνονταν μεταξύ Βορρά και Νότου, διότι κατά την άποψή μου, εκεί ακριβώς εντοπίζεται ο δυϊσμός που προϋπήρχε του ευρώ και με το ενιαίο νόμισμα επιτάθηκε. Σημειώνει ακόμα, (η υπογράμμιση δική μου) : «Η μοναδική ελπίδα που απομένει είναι να ανακτήσει τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της η Γερμανία, ώστε να συγκροτηθεί επιτέλους ένας ισχυρός γαλλογερμανικός άξονας ικανός να ηγηθεί πολιτικά και, σε ρόλο ατμομηχανής, να βγάλει την ΕΕ από το οικονομικό αδιέξοδο.» Και συμπεραίνει : « Μια τέτοια Ευρώπη είναι ικανή να μεγαλουργήσει. Η σημερινή όμως αποτελεί ένα πλαδαρό συνονθύλευμα ανίσχυρων κρατών στο έλεος των κερδοσκόπων, που κινδυνεύει να μετατραπεί σε ουραγό των ΗΠΑ και της Κίνας και να τεθεί οριστικά στο περιθώριο.», πλην όμως, εμένα, δεν μου δίνει απάντηση στο ερώτημα γιατί ένας ισχυρός γαλλογερμανικός άξονας που θα ευνοούσε την «παραμερισμένη» Γαλλία, θα ήταν κάτι το καλό για την Ελλάδα, (ακόμα και για την Πορτογαλία, την Ισπανία ή την Ιταλία) ή μάλλον, θα έκανε το ευρώ καλό ΚΑΙ στην Ελλάδα. Διερωτώμαι δε, αν μια Γαλλία έχει κατ’ ουσίαν κι αυτή «πρόβλημα» με το ευρώ, (βεβαίως άλλου μεγέθους και άλλου περιεχομένου με τα δικά μας), εμείς στα σοβαρά μπορούμε να ισχυριζόμαστε ότι το φράκο που φοράμε, δεν είναι κάπως παράταιρο σε σχέση με το σώμα μας;
Πέρα από το τι θα έπρεπε να γίνει, υπάρχει και η πραγματικότητα του τι ισχύει εν τοις πράγμασι. Δεν νομίζω ότι απέχω της πραγματικότητας αν πω ότι η ελληνική οικονομία ουδόλως απέδειξε ότι με το ευρώ μπόρεσε να πετύχει περισσότερα πράγματα απ’ ό,τι με τη δραχμή, πόσο μάλλον όταν επί ευρώ και όχι επί δραχμής η χώρα μας έφτασε στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, (αν κι εδώ δεν φταίει τόσο το ευρώ, όσο η διαφθορά), η φτωχοποίηση εξαπλώθηκε, η υπόθεση της ανάπτυξης στο επίπεδο της εφαρμοσμένης πολιτικής μάλλον έχασε ένα χρήσιμο εργαλείο (το εθνικό της νόμισμα) παρά κέρδισε με το ευρώ. Η δομή των οικονομιών που συνέθεσαν το καλάθι του ευρώ, ο δυναμισμός τους, ο βαθμός εξωστρέφειάς τους (ή, όπερ το αυτό –απ’ την αντίθετη σκοπιά ιδωμένο- : εσωστρέφειάς τους), το επίπεδο ανάπτυξης της καθεμιάς τους ως και οι προοπτικές τους είναι στοιχεία που διαφοροποιούνται έντονα μεταξύ ομάδων χωρών του κοινού νομίσματος, αυτές λοιπόν οι πραγματικότητες με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το ευρώ τελικά δεν φαίνεται να μας ωφέλησε ΕΤΣΙ ΟΠΩΣ ΕΙΣΗΛΘΑΜΕ ΣΤΗΝ ΝΟΜΙΣΜΑΤΙΚΗ ΕΝΩΣΗ, πράγμα που κατ΄ αντίστροφη λογική σημαίνει ότι μάλλον κακώς βιαστήκαμε να απαλλαγούμε απ’ τη δραχμή. Τώρα το «ΑΝ» γίνονταν –με το ευρώ- όσα στο παραπάνω μικρό αφιέρωμα επισημαίνονται, θα είχαμε και τα αντίστοιχα οφέλη, με συγχωρείτε, μα θα πω πως «ΑΝ» τα ίδια αυτά πράγματα γίνονταν και επί δραχμής η οικονομία μας θα «πέταγε».
Έπρεπε, για να το θέσω ήπια το ζήτημα, πρώτα να πετυχαίναμε ΤΗΝ ΕΝΑΓΚΑΙΑ ΕΚΕΙΝΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ οικονομική ανάπτυξη που θα οδηγούσε σε μια ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ σύγκλιση της οικονομίας μας με εκείνες των αναπτυγμένων χωρών, ΤΙΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΕΣ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ κυρίως «εξέφραζε» ΚΑΙ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΟΠΟΙΩΝ ΚΥΡΙΩΣ θεσπίστηκε το ενιαίο τούτο νόμισμα. Η Ελλάδα, την περίοδο εκείνη, κινήθηκε με σημαία ένα «οικονομικό μεγαλοϊδεατισμό». «Χωθήκαμε» όπως-όπως, κατά τη δική μου εκτίμηση επί τη βάσει πολιτικών σκοπιμοτήτων, σε μια αγορά με ένα νόμισμα, εξαιρετικά «βαρύ» για το δικό μας «στομάχι». Και τώρα, φτάσαμε να μη μπορούμε να κοιμηθούμε απ΄ τη παλινδρόμηση που πάθαμε και που κατά κανόνα παθαίνουμε όταν τρώμε ένα «βαρύ φαγητό» κι ιδίως αν πάσχουμε κι απ’ το στομάχι μας. Προσέξτε : δε λέω ότι ΑΝ η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΜΑΣ ΚΥΡΙΩΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ είχε ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΣΥΓΚΛΙΝΕΙ προς τις οικονομίες των ισχυρών εταίρων μας, ότι το ευρώ δεν θα ήταν επωφελές. Λέω ότι δεν είναι επωφελές υπό τις ανωτέρω ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΕΣ ΤΗΣ ΜΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗΣ ΣΥΓΚΛΙΣΗΣ.
Υπ’ αυτές τις πραγματικότητες, δεν θα έλεγα όχι στην επαναφορά της δραχμής, ως μιας αναγκαιότητας για την οικονομία μας προκειμένου να ενισχυθεί με ένα ακόμα σημαντικό εργαλείο υποβοήθησης της ανάπτυξής της, που είναι ένα νόμισμα ελεγχόμενο από την ίδια, (και επιτόκια καθοριζόμενα με βάση τις πραγματικές μας ανάγκες), ώστε να μπορούμε να ενισχύσουμε την εξωστρέφειά της. Κι όταν συμβεί αυτό, δηλαδή η οικονομία μας συγκλίνει ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ προς εκείνες του ευρωπαϊκού Βορρά, εδώ είμαστε να ξαναδούμε το θέμα της εισόδου μας στο «ισχυρό» ευρώ. Από την άλλη, πρέπει να επισημάνω, πως τασσόμενος υπέρ ενός δικού μας νομίσματος, και μιλώντας για τη δραχμή, ΚΑΘΟΛΟΥ ΔΕΝ ΑΠΟΚΛΕΙΟΝΤΑΙ απ’ τη δική μου τουλάχιστον σκέψη, και άλλες ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ δυνατότητες. Μια τέτοια εναλλακτική δυνατότητα π.χ. θα μπορούσε να αποτελεί η ενδεχόμενη προοπτική ύπαρξης ενός δεύτερου νομίσματος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ενός νομίσματος που θα συνένωνε και θ’ αντιπροσώπευε πιο ομοειδείς οικονομίες, όπως π.χ. είναι οι οικονομίες του Νότου, ως ένα ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ στάδιο που θα βοηθούσε αποτελεσματικότερα την υπόθεση της σύγκλισης των πραγματικών τους οικονομιών προς εκείνες του Βορρά (και εννοώ κύρια τη Γερμανία μα και τη Γαλλία). Και προλαβαίνω τυχόν ερώτηση του τύπου : «μα πόσα νομίσματα μπορούν να χωρέσουν σε μια αγορά;» Θα υπενθυμίσω, ότι κατ’ ουσίαν και αυτή τη στιγμή που μιλάμε, στην κοινή αυτή ευρωπαϊκή αγορά, δεν κυκλοφορεί μόνο ένα νόμισμα, αφού στην νομισματική ένωση δεν μετέχουν όλα τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που πάντως μετέχουν της κοινής αγοράς. Σε ό,τι με αφορά, λοιπόν, στο παραπάνω μικρό αφιέρωμα της εφημερίδας «ΤΟ ΒΗΜΑ» που είχε το ερώτημα «ευρώ ή δραχμή;», προσωπικά δεν έλαβα σαφή απάντηση, για την ακρίβεια δε, διαπίστωσα αμηχανία στις απαντήσεις αν κρίνω, ότι όλες τους ΔΕΝ έδωσαν μια ξεκάθαρη απάντηση, εννοώ, ΜΗ ΔΟΓΜΑΤΙΚΟΥ και ΜΗ ΕΥΧΟΛΟΓΙΚΟΥ τύπου.
Εν όψει λοιπόν όλων των ανωτέρω, εξακολουθώ να πιστεύω ότι πρέπει να μας απασχολήσει το ζήτημα του καταλληλότερου νομίσματος της χώρας μας, ΟΧΙ ΣΕ ΕΠΙΠΕΔΟ ΕΥΧΟΛΟΓΙΩΝ όπως «τι ΘΑ έπρεπε να συμβαίνει», μα «ΤΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙ συμβαίνει», ΔΙΟΤΙ ΣΤΗΝ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΔΕΝ ΔΙΑΧΕΙΡΙΖΟΜΑΣΤΕ ΥΠΟΘΕΣΕΙΣ –ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΕΥΧΟΛΟΓΙΑ- ΜΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΕΣ. Κι εγώ θάθελα μια πράγματι ελληνική οικονομία ανταγωνιστική της γερμανικής, οπότε τότε θάλεγα πως ΝΑΙ, μας συμφέρει το ευρώ, όμως, αυτό το «θάθελα», ή το «θάπρεπε», αποτελεί σοβαρό λόγο ώστε να το «παίζω» «ισότιμος»; Αυτό το «δήθεν» δεν έχει συνέπειες; Αυτό ακριβώς ερωτώ σ’ αυτό το άρθρο…