10 Φεβ 2010

Trainspotting στη διεθνή σκηνή


Γράφει ο Σπυρίδων Ν. Λίτσας*

Ουδείς θα ήταν αντίθετος σε μια Τουρκία που σέβεται τους όρους καλής γειτονίας,
που δεν θα κατείχε το βόρειο τμήμα της Κύπρου, που δεν θα θεωρούσε ότι, ελέω
ιστορίας, έχει προνομιακά δικαιώματα στα υποσυστήματα της Κεντρικής Ασίας, της
Νοτιοανατολικής Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής.

Δυστυχώς, όλα τα παραπάνω αποτελούν ένα ευχολόγιο κενό περιεχομένου και είναι
προφανές ότι η Τουρκία ακολουθεί μια σκληρή γραμμή στις ελληνοτουρκικές

σχέσεις, εμμένοντας στη διασφάλιση των συμφερόντων της με κάθε τρόπο.
Η Ελλάδα έχει δύο επιλογές αντιμετώπισης ενός ισχυρού γείτονα: Να εμμείνει στη
λογική εξημέρωσης του θηρίου αποκλειστικά και μόνο μέσω της προβολής των αρχών
του διεθνούς δικαίου. Η στάση αυτή, απέναντι σε ένα κράτος που έχει αποδείξει
πλειστάκις την αδιαφορία του απέναντι στη διεθνή δικαιοταξία, θυμίζει τον
θηριοδαμαστή που, όταν η τίγρης απειλεί την ίδια του τη ζωή, αυτός επιδιώκει να
την πείσει ότι η αφαίρεση της ζωής του δεν είναι μια νόμιμη ενέργεια. Η δεύτερη
επιλογή θα ήταν η χώρα μας να αναγνώριζε τις σημαντικές ευκαιρίες που
παρουσιάζονται εμπρός της, ακριβώς λόγω του ισχυρού γείτονα εξ ανατολών, και
αναλόγως να χάραζε τα επόμενα βήματά της, δίχως ασφαλώς να εγκαταλείψει την
προβολή των αρχών του διεθνούς δικαίου στα φόρα των διεθνών οργανισμών.
Ο Kenneth Waltz, ο σημαντικός αυτός θεωρητικός των Διεθνών Σχέσεων, μιλά για τη
δυνατότητα των κρατών να αντιμετωπίζουν την υπέρμετρη ισχύ ενός κράτους
συνάπτοντας μεταξύ τους συμμαχίες εξισορρόπησης της ισχύος του. Ο Robert
Jervis, από την άλλη, δηλώνει ότι οι δυνατότητες συνεργασίας μεταξύ των κρατών
που δέχονται μεγάλα φορτία διλήμματος ασφάλειας από ένα τρίτο είναι ιδιαιτέρως
αυξημένες και παράγουν ένα δημιουργικό και ενεργό πλαίσιο ενίσχυσης της
επιβίωσής τους.
Η Ελλάδα απειλείται από την Τουρκία. Όχι λόγω μιας στερεοτυπικής προσέγγισης
του μοχθηρού γείτονα, αλλά γιατί η Τουρκία έχει περάσει πλέον στη φάση
ολοκλήρωσης ενός περιφερειακού ηγεμονικού ρόλου. Ο περιφερειακός ηγεμόνας δεν
ζητά, αλλά επιβάλλει. Εργάζεται, κυρίως μέσω της διαρκούς απειλής χρήσης βίας,
για τη δημιουργία de facto καταστάσεων, που σε βάθος χρόνου μπορεί να λάβουν
και μια de jure προοπτική. Είναι στη φύση των ισχυρών κρατών η επιδίωξη της
συλλογής επιπρόσθετης ισχύος εις βάρος των λιγότερο ισχυρών γειτόνων τους, όπως
μας αποκαλύπτει ο πάντα διαχρονικός και επίκαιρος Θουκυδίδης. Όχι βάσει μιας
κανονιστικής σχέσης διαρκούς ζήτησης και επιβεβλημένης προσφοράς, αλλά γιατί η
ισχύς διατηρείται με επιπρόσθετα φορτία ισχύος. Αυτή η ανάγκη μεταφράζεται σε
εθισμό της ισχύος και καταλήγει σε καταναγκασμό, όπως μας αποκαλύπτει ο John
Mearsheimer.
Απέναντι σε έναν τέτοιο γείτονα η Ελλάδα δεν μπορεί να αισθάνεται ασφαλής απλώς
και μόνο επειδή μετέχει στην Ε.Ε. και στο ΝΑΤΟ. Δίχως να τίθεται σε αμφισβήτηση
η πολιτική και οικονομική υπεραξία που προσδίδει στην Ελλάδα η συμμετοχή της
στους παραπάνω οργανισμούς, είναι εντούτοις σημαντικό να αναγνωρίσουμε
επιτέλους ότι ούτε η Ε.Ε. ούτε το ΝΑΤΟ είναι διατεθειμένοι να λειτουργούν ως οι
από μηχανής θεοί για εμάς κάθε φορά που τους έχουμε ανάγκη. Όχι ασφαλώς γιατί
υπάρχει μια συνολική συνωμοσία εναντίον της Ελλάδας, αλλά γιατί οι δυνατότητες
των παραπάνω οργανισμών δεν είναι απεριόριστες. Για παράδειγμα, η μη αλληλέγγυα
στάση της Ε.Ε. προς την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της κρίσης των Ιμίων είναι
απόδειξη των περιοριστικών όρων λειτουργίας της Ένωσης απέναντι σε σοβαρές
γεωστρατηγικές κρίσεις, ελλειμματική συμπεριφορά που όλοι οι εταίροι της Ε.Ε.
έχουν κατανοήσει. Όλοι, πλην της Ελλάδας, που αρέσκεται να βιώνει το διαρκώς
μεταβαλλόμενο διεθνές πεδίο μέσα από έναν ετεροχρονισμένο ιδεαλισμό, ενώ στην
άλλη πλευρά του Αιγαίου οι γείτονές μας εφαρμόζουν το στρατηγικό βάθος του
Νταβούτογλου. Οι συγκρίσεις είναι χαοτικές και οφείλουν να προβληματίσουν
σοβαρά τα κέντρα λήψης αποφάσεων της χώρας μας.
Η διαρκής ενίσχυση της Τουρκίας παράγει αυξημένο δίλημμα ασφάλειας όχι μόνο στην
Ελλάδα αλλά και σε μεγάλο αριθμό κρατών στην Κεντρική Ασία και στη Μέση Ανατολή.
Αξίζει, για παράδειγμα, να δώσουμε προσοχή και να εκμεταλλευτούμε υπέρ ημών την
αλλαγή της στάσης του Ισραήλ απέναντι στην Τουρκία ή την καχυποψία της Αιγύπτου
απέναντι στον παρεμβατικό ρόλο της Άγκυρας στο εσωτερικό του ισλαμικού κόσμου.
Οφείλουμε να επενδύσουμε δημιουργικά σε αυτές τις μεταβολές, αναβαθμίζοντας
ποιοτικά τις σχέσεις μας με τα κράτη της περιοχής, με στόχο την εξισορρόπηση
της απειλής.
Η Ελλάδα, αν επιθυμεί να εξισορροπήσει την ισχύ τού εξ ανατολών γείτονα,
οφείλει:

- Να αναπτύξει περαιτέρω την αρχή της αυτοβοήθειας, που θα της επιτρέψει να
στηρίζεται στις δυνάμεις της κατά τη διάρκεια κρίσεων, ώστε να μην εξαρτάται
αποκλειστικά και μόνο από την προθυμία των τρίτων να τείνουν χέρι βοηθείας,
διευρύνοντας την αποτρεπτική της δυναμική που αποτελεί διαχρονικά την πλέον
ασφαλή εγγύηση διατήρησης της ειρήνης.

- Να επενδύσει σε μια εξωστρεφή πολιτική, που θα αυξάνει τις υποχρεώσεις της,
αλλά την ίδια στιγμή θα διευρύνει το πλαίσιο των ευκαιριών της και θα της
επιτρέπει να οικοδομεί αναχώματα άθροισης ισχύος απέναντι στον τουρκικό
αναθεωρητισμό. Ταυτοχρόνως θα προσδώσει μια νέα πνοή στο διαρκώς απομειούμενο
κύρος και γόητρο της χώρας τα τελευταία χρόνια στη διεθνή σκηνή.
Ή, μπορούμε πάντα να συνεχίσουμε να διαδραματίζουμε τον ρόλο του train-spotter
στην ευρύτερη περιοχή, κουνώντας με αποδοκιμασία το κεφάλι μας κάθε φορά που το
δρομολόγιο καθυστερεί να φτάσει στο σταθμό, ενώ σύμφωνα με το φυλλάδιο που
έχουμε στα χέρια μας κάτι τέτοιο δεν θα έπρεπε να συμβαίνει.


* Ο Σπυρίδων Ν. Λίτσας είναι λέκτορας Διεθνούς Πολιτικής του Πανεπιστημίου
Μακεδονίας

το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ


 
Copyright © 2015 Taxalia Blog - Θεσσαλονίκη