25 Μαρ 2010

Έλληνας Αξιωματικός... γράφει...

Γράμμα αναγνώστη στο taXalia.
Δεν μας πολύ-αρέσει αυτό που γράφει...
Για διαβάστε το...

Είμαι ο ίδιος. Όταν πετάω στους αιθέρες του Αιγαίου, όταν βυθίζομαι στα καταγάλανα νερά του, όταν τρέμει το χώμα των συνόρων από το άρμα μου, όταν πάνω σε μία μηχανή ή σε ένα περιπολικό τριγυρίζω άγρυπνος τη νύχτα, όταν μπαίνω στη φωτιά, όταν παλεύω με το λιοπύρι και το αγιάζι στα λιμάνια.

Πιλότος, Ναύτης, Στρατιώτης, Αστυνόμος, Πυροσβέστης, Λιμενικός. Μπήκα στις Ένοπλες Δυνάμεις σχεδόν 17 χρονών. Δεν δυσκολεύτηκα ιδιαίτερα γιατί διάβαζα σαν σκυλί για να περάσω στις Πανελλήνιες, ήμουν αθλητικός τύπος και πέρασα τα αθλητικά τεστ εύκολα και ήμουν συνειδητοποιημένος και έξυπνος αρκετά για να περάσω τα ψυχολογικά τεστ, στα οποία υποβλήθηκα. Μα, ένα πράγμα με δυσκόλεψε τότε. Πώς να καταφέρω να πείσω τον πατέρα μου να υπογράψει για να μπω στη Σχολή; Πώς να καταφέρω να του κρύψω ότι από τους 80 που τελικά θα μπαίναμε στη Σχολή, στατιστικά, οι 11 δεν θα ζούσαν μετά από μία 15ετία!!!

Σήμερα είμαι σχεδόν 40. Δεν ξέρω αν θα γυρίσω στην οικογένειά μου το μεσημέρι. Ποτέ δεν ρωτάω αν θα γυρίσω πίσω απ' όπου με στέλνεις. Με παλιά μηχανήματα, με κατεστραμμένα αυτοκίνητα, με ό,τι κι αν μου δώσεις. Με τη μέση θρύψαλα απ΄τα G, με τα χέρια γδαρμένα απ΄τους ιμάντες του αλεξίπτωτου, με τη ματιά στη θάλασσα και το δάκρυ στη φωτογραφία της οικογένειας δίπλα απ΄την εικόνα του Αη-Νικόλα, κάπου στ΄ανοιχτά της Σομαλίας, με τις πληγές μου ανοιχτές έξω από το Τμήμα της Αγίας Παρασκευής, με τις παλάμες σάπιες απ΄ την αρμύρα να βγάζω απ΄τα νερά τα παιδιά εκείνων που ξεβράζουν οι διακινητές στ΄ακρονήσια. Αχ, αυτά τα μάτια, όταν σώζονται, πώς σε κοιτάζουν.

Σ΄απογοητεύω πολλές φορές. Το ξέρω. Αλλά και εσύ, δεν ήρθες στην κηδεία μου. Δεν μου άναψες ένα κερί. Δεν έκανες μια γιορτή για μένα στα σχολειά. Δεν κράτησες ένα δάκρυ για εμένα όταν έπεφτα απ΄ τα ουράνια, ούτε όταν μ΄ ένα ελικόπτερο πάλευα εκείνη τη Νύχτα μέσα στο σκοτάδι και στην αντάρα των Ιμίων, ούτε με έκρυψες για να μη με δει ο Τούρκος από τις τηλεοράσεις σου. Δεν ήρθες στο νοσοκομείο μου, δίπλα στο κρεβάτι, να μου κρατήσεις λίγη συντροφιά, όταν με καίγανε οι μολότοφ και οι σφαίρες που σφηνώθηκαν πάνω μου.

Τώρα, ούτε σε παρέλαση δε θες να με βλέπεις. Και η σημαία μου έχει σταυρό πάνω και μπορεί να σε ενοχλεί. Και για τα παιδιά μου; Την οικογένεια μου; Δε νοιάστηκες όταν γκρεμιζόμουν, όταν πνιγόμουν, όταν με έλιωναν οι ερπύστριες, όταν καιγόμουν στη φωτιά. Ποτέ δεν με ρώτησες, τον καιρό της αφθονίας, αν χρειάζομαι κάτι. Έδινες στους άλλους κι εγώ σε περίμενα. Μη μιλάς, μου λες. Μη ζητάς. Είσαι Στρατιώτης. Αλλά κι εγώ ήμουν πολύ μακριά για να μ΄ αφουγκραστείς. Στα σύνορα, στον ουρανό, στη θάλασσα. Μέσα στη φωτιά, να παλεύω με τις μάνικες και τα Καναντέρ.

Καμιά φορά, από κει μακριά άκουγα να με φωνάζεις «καραβανά» και «μπάτσο» και «ταβλαδόρο». Γελούσα και χαιρόμουν, γιατί κι εγώ αυτήν την ελευθερία υπερασπίζομαι. Να μου λες ό,τι θες κι εγώ να είμαι εκεί. Ακοίμητος και Άγνωστος. Τώρα με βγάζεις στα κανάλια και στα ραδιόφωνα. Μου λες, βάλε πλάτη, βόηθα κι εσύ να περάσουμε τη φουρτούνα. Δώσε κι εσύ να καβατζάρουμε τη χρονιά. Μου λες, ότι μ΄ έχεις γεμίσεις επιδόματα και σπίτια και νοσοκομεία και λέσχες, όλα δικά μου. Δε λες την αλήθεια, αλλά δεν με πειράζει. Όταν σου έχω δώσει τη ζωή μου, λες να με απασχολεί η 25ετία; Αλλά, ξέρεις κάτι; Μου ΄χεις δώσει το μεγαλύτερο προνόμιο απ΄ όλα, όταν μου είπες ότι, με χρειάζεσαι διαθέσιμο 24 ώρες το 24ωρο, κάθε μέρα της ζωής μου: Όταν σκοτώνομαι, είναι για την Πατρίδα. Όταν τραυματίζομαι, είναι για την Πατρίδα. Δεν βγαίνω στη σύνταξη. Μπαίνω στην Εφεδρεία. Δεν πεθαίνω. Πάω να γίνω ένα με τον Ηλιάκη και το Σιαλμά. Τον Γιαλοψό, τον Καραθανάση και τον Βλαχάκο.

Γιατί εγώ, το ξέρω καλά. Ούτε γεννιέσαι ούτε γίνεσαι Έλληνας. Μόνο πεθαίνεις ως Έλληνας. Φίλοι ένστολοι, κρατηθείτε σε φόρμα.
Έρχεται πόλεμος. (αυτό δεν μας άρεσε φίλε...)

Γράφει ένας Έλληνας Αξιωματικός.
Θ.Μ.
t******@yahoo.g
 
Copyright © 2015 Taxalia Blog - Θεσσαλονίκη