Γέρασε το λιοντάρι κι έχασε τη δύναμή του και δεν μπορούσε πια να κυνηγήσει, γι' αυτό σκέφτηκε κάποιο κόλπο. Έκανε τάχα το άρρωστο και δεν έβγαινε από τη σπηλιά του. Ένα-ένα τα ζώα πήγαιναν να το επισκεφθούν κι εκείνο τα άρπαζε και τα καταβρόχθιζε.
Βλέποντας η αλεπού την απάτη που σκαρφίστηκε, δεν έλεγε να πλησιάσει, καθόταν λοιπόν κάπου μακριά και το ρωτούσε για την υγεία του.
- «Μα, γιατί δεν έρχεσαι να τα πούμε από κοντά;» απόρησε το....
λιοντάρι.
- «Χμμ..!!! Γιατί βλέπω πολλές πατημασιές να μπαίνουν στη σπηλιά σου, αλλά καμία να βγαίνει», απάντησε εκείνη.
Αρχαίο κείμενο
Λέων γηράσας καὶ μὴ δυνάμενος δι᾿ ἀλκῆς ἑαυτῷ τροφὴν πορίζειν ἔγνω δεῖν δι᾿ ἐπινοίας τοῦτο πρᾶξαι. Καὶ δὴ παραγενόμενος εἴς τι σπήλαιον καὶ ἐνταῦθα κατακλιθεὶς προσεποιεῖτο νοσεῖν· καὶ οὕτω τὰ παραγενόμενα πρὸς αὐτὸν ἐπὶ τὴν ἐπίσκεψιν ζῷα συνλαμβάνων κατήσθιε. Πολλῶν δὲ θηρίων καταναλωθέντων, ἀλώπηξ τὸ τέχνασμα αὐτοῦ συνεῖσα παρεγένετο, καὶ στᾶσα ἄποθεν τοῦ σπηλαίου ἐπυνθάνετο αὐτοῦ πῶς ἔχοι.
Τοῦ δὲ εἰπόντος· «Κακῶς,» καὶ τὴν αἰτίαν ἐρομένου δι᾿ ἣν οὐκ εἴσεισιν, ἔφη· «Ἀλλ᾿ ἔγωγε εἰσῆλθον ἄν, εἰ μὴ ἑώρων πολλῶν εἰσιόντων ἴχνη, ἐξιόντος δὲ οὐδενός.»
Από το υπέροχο blog: http://melitilexeis.blogspot.com/