του Θεόδωρου Κουτρούκη
Επικ. Καθηγητή Πανεπιστημίου Αιγαίου
Οι τελευταίες δεκαετίες χαρακτηρίστηκαν από μία εντυπωσιακή διόγκωση του τριτογενή τομέα στο σύνολο των ανεπτυγμένων χωρών. Η εξέλιξη αυτή είναι σύμφυτη με την αύξηση της απασχόλησης στις υπηρεσίες, αλλά και τη συμπίεση της απασχόλησης σε άλλους τομείς και ιδίως στον...
Επικ. Καθηγητή Πανεπιστημίου Αιγαίου
Οι τελευταίες δεκαετίες χαρακτηρίστηκαν από μία εντυπωσιακή διόγκωση του τριτογενή τομέα στο σύνολο των ανεπτυγμένων χωρών. Η εξέλιξη αυτή είναι σύμφυτη με την αύξηση της απασχόλησης στις υπηρεσίες, αλλά και τη συμπίεση της απασχόλησης σε άλλους τομείς και ιδίως στον...
πρωτογενή.
Επομένως, ήταν αναμενόμενη η συγκέντρωση της πλειονότητας των θέσεων εργασίας στις υπηρεσίες, ενώ είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο μέσος ρυθμός μεταβολής των απασχολουμένων στον τριτογενή τομέα είναι σημαντικά υψηλότερος από τους αντίστοιχούς ρυθμούς μεταβολής τόσο του συνόλου των απασχολουμένων, όσο και των απασχολούμενων σε θέσεις εργασίας της μεταποίησης. Έτσι, με μία προσεκτική εξέταση των διαθέσιμων στατιστικών στοιχείων διαπιστώνεται μία αύξηση του ποσοστού συμμετοχής των απασχολούμενων σε θέσεις εργασίας τριτογενούς τομέα και μία αντίστοιχή μείωση του ποσοστού απασχόλησης των απασχολούμενων σε θέσεις εργασίας του δευτερογενούς τομέα (φαινόμενο της τριτογενοποίησης της απασχόλησης).
Σε αυτό το σκηνικό εντοπίζεται το πρόβλημα της μεταβιβασιμότητας των δεξιοτήτων (skill trasferability) από τη μεταποίηση στις υπηρεσίες, και αναδύεται το ζήτημα της δια βίου μάθησης, μιας φιλοσοφίας που μπορεί να προσφέρει μια πειστική απάντηση στα παραπάνω προβλήματα.
Από τη στιγμή που η εκπαίδευση έχει αρχίσει να λειτουργεί με βάση τις ανάγκες της αγοράς, εργασίας και η οικονομία έχει στραφεί προς τον τομέα των υπηρεσιών, οι διαφορές των δύο εννοιών γίνονται ολοένα και πιο κατανοητές. Το ενδιαφέρον πλέον έχει στραφεί στην ίδια τη μάθηση και παραπέμπει στην αντίληψη ότι η μάθηση αποτελεί ατομική υπόθεση του πολίτη.
Η φιλοσοφία της δια βίου μάθησης λειτουργεί τρισδιάστατα: Η πρώτη διάσταση αναφέρεται στην οριζόντια ολοκλήρωση υποστηρίζοντας την αναγκαιότητα διασύνδεσης εκπαίδευσης και ζωής. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν πολλοί κοινωνικοί παράγοντες που εμπλέκονται στην εκπαίδευση, ενώ η γνώση πρέπει να θεωρηθεί ως ένα ευρύ και πολυδύναμο δίκτυο πηγών διάχυσης της γνώσης. Η δεύτερη αφορά στην κάθετη ολοκλήρωση υποστηρίζοντας ότι η σχολική διαδικασία και η εκπαίδευση δεν αποτελούν συνώνυμες διαδικασίες. Αυτή η διάσταση δέχεται ότι οι πιο κρίσιμες αλλαγές στη διεργασία προσωπικής ανάπτυξης συμβαίνουν πολύ πριν την ένταξη του ατόμου στη σχολική διαδικασία και το πιο σημαντικό σε διάρκεια μέρος του ανθρώπινου βίου, είναι εκείνο που αρχίζει μετά τη λήξη του σχολείου.
Η τρίτη διάσταση αναφέρεται στη γνώση της αξίας της μάθησης. Αυτή η ικανότητα θεωρείται απαραίτητη για την εφαρμογή της φιλοσοφίας της δια βίου μάθησης στο σύγχρονο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον και υποστηρίζει ότι η σύγχρονη κοινωνία απαιτεί από τα μέλη της να γνωρίζουν πώς να μαθαίνουν. Σημαίνει ότι κάθε μέλος της κοινωνίας πρέπει να είναι σε θέση να αναγνωρίζει τις εκπαιδευτικές του ανάγκες, να θέτει εκπαιδευτικούς στόχους, να εντοπίζει και να αναγνωρίζει πηγές μάθησης, να σχεδιάζει τρόπους μάθησης, να υλοποιεί τα σχέδια μάθησης και τέλος να αξιολογεί τα αποτελέσματα.
Επομένως, η δια βίου μάθηση στον 21ο αιώνα αναδεικνύεται πλέον όχι μόνο σε μια στρατηγική προσωπικής και κοινωνικής ανάπτυξης αλλά και σε ένα αποτελεσματικό εργαλείο ένταξης και επανένταξης στην αγορά εργασίας.
Επομένως, ήταν αναμενόμενη η συγκέντρωση της πλειονότητας των θέσεων εργασίας στις υπηρεσίες, ενώ είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ο μέσος ρυθμός μεταβολής των απασχολουμένων στον τριτογενή τομέα είναι σημαντικά υψηλότερος από τους αντίστοιχούς ρυθμούς μεταβολής τόσο του συνόλου των απασχολουμένων, όσο και των απασχολούμενων σε θέσεις εργασίας της μεταποίησης. Έτσι, με μία προσεκτική εξέταση των διαθέσιμων στατιστικών στοιχείων διαπιστώνεται μία αύξηση του ποσοστού συμμετοχής των απασχολούμενων σε θέσεις εργασίας τριτογενούς τομέα και μία αντίστοιχή μείωση του ποσοστού απασχόλησης των απασχολούμενων σε θέσεις εργασίας του δευτερογενούς τομέα (φαινόμενο της τριτογενοποίησης της απασχόλησης).
Σε αυτό το σκηνικό εντοπίζεται το πρόβλημα της μεταβιβασιμότητας των δεξιοτήτων (skill trasferability) από τη μεταποίηση στις υπηρεσίες, και αναδύεται το ζήτημα της δια βίου μάθησης, μιας φιλοσοφίας που μπορεί να προσφέρει μια πειστική απάντηση στα παραπάνω προβλήματα.
Από τη στιγμή που η εκπαίδευση έχει αρχίσει να λειτουργεί με βάση τις ανάγκες της αγοράς, εργασίας και η οικονομία έχει στραφεί προς τον τομέα των υπηρεσιών, οι διαφορές των δύο εννοιών γίνονται ολοένα και πιο κατανοητές. Το ενδιαφέρον πλέον έχει στραφεί στην ίδια τη μάθηση και παραπέμπει στην αντίληψη ότι η μάθηση αποτελεί ατομική υπόθεση του πολίτη.
Η φιλοσοφία της δια βίου μάθησης λειτουργεί τρισδιάστατα: Η πρώτη διάσταση αναφέρεται στην οριζόντια ολοκλήρωση υποστηρίζοντας την αναγκαιότητα διασύνδεσης εκπαίδευσης και ζωής. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν πολλοί κοινωνικοί παράγοντες που εμπλέκονται στην εκπαίδευση, ενώ η γνώση πρέπει να θεωρηθεί ως ένα ευρύ και πολυδύναμο δίκτυο πηγών διάχυσης της γνώσης. Η δεύτερη αφορά στην κάθετη ολοκλήρωση υποστηρίζοντας ότι η σχολική διαδικασία και η εκπαίδευση δεν αποτελούν συνώνυμες διαδικασίες. Αυτή η διάσταση δέχεται ότι οι πιο κρίσιμες αλλαγές στη διεργασία προσωπικής ανάπτυξης συμβαίνουν πολύ πριν την ένταξη του ατόμου στη σχολική διαδικασία και το πιο σημαντικό σε διάρκεια μέρος του ανθρώπινου βίου, είναι εκείνο που αρχίζει μετά τη λήξη του σχολείου.
Η τρίτη διάσταση αναφέρεται στη γνώση της αξίας της μάθησης. Αυτή η ικανότητα θεωρείται απαραίτητη για την εφαρμογή της φιλοσοφίας της δια βίου μάθησης στο σύγχρονο κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον και υποστηρίζει ότι η σύγχρονη κοινωνία απαιτεί από τα μέλη της να γνωρίζουν πώς να μαθαίνουν. Σημαίνει ότι κάθε μέλος της κοινωνίας πρέπει να είναι σε θέση να αναγνωρίζει τις εκπαιδευτικές του ανάγκες, να θέτει εκπαιδευτικούς στόχους, να εντοπίζει και να αναγνωρίζει πηγές μάθησης, να σχεδιάζει τρόπους μάθησης, να υλοποιεί τα σχέδια μάθησης και τέλος να αξιολογεί τα αποτελέσματα.
Επομένως, η δια βίου μάθηση στον 21ο αιώνα αναδεικνύεται πλέον όχι μόνο σε μια στρατηγική προσωπικής και κοινωνικής ανάπτυξης αλλά και σε ένα αποτελεσματικό εργαλείο ένταξης και επανένταξης στην αγορά εργασίας.